ΕΟΡΤΗ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΣΚΕΠΗΣ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ [:Εβρ.9,1-7]
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ
[:Υπομνηματισμός των εδαφίων Εβρ.9,1-14]
«Εἶχε μὲν οὖν καὶ ἡ πρώτη σκηνὴ δικαιώματα λατρείας τό τε Ἅγιον κοσμικόν· σκηνὴ γὰρ κατεσκευάσθη ἡ πρώτη, ἐν ᾗ ἥ τε λυχνία καὶ ἡ τράπεζα καὶ ἡ πρόθεσις τῶν ἄρτων, ἥτις λέγεται Ἅγια. μετὰ δὲ τὸ δεύτερον καταπέτασμα σκηνὴ ἡ λεγομένη Ἅγια Ἁγίων, χρυσοῦν ἔχουσα θυμιατήριον καὶ τὴν κιβωτὸν τῆς διαθήκης περικεκαλυμμένην πάντοθεν χρυσίῳ, ἐν ᾗ στάμνος χρυσῆ ἔχουσα τὸ μάννα καὶ ἡ ῥάβδος Ἀαρὼν ἡ βλαστήσασα καὶ αἱ πλάκες τῆς διαθήκης, ὑπεράνω δὲ αὐτῆς Χερουβὶμ δόξης κατασκιάζοντα τὸ ἱλαστήριον· περὶ ὧν οὐκ ἔστι νῦν λέγειν κατὰ μέρος
(:Ας βγάλουμε τώρα κάποιο συμπέρασμα για όσα είπαμε σχετικά με την ιεροσύνη της Παλαιάς Διαθήκης και ας τα διασαφηνίσουμε περισσότερο. Είχε βέβαια και η πρώτη Διαθήκη νόμους και λατρευτικές διατάξεις, καθώς κι ένα επίγειο θυσιαστήριο. Κατασκευάστηκε δηλαδή το πρώτο διαμέρισμα της σκηνής, μέσα στο οποίο υπήρχε η λυχνία και η τράπεζα της προθέσεως και οι άρτοι που τοποθετούνταν πάνω σ’ αυτήν ως προσφορά στον Θεό. Και το πρώτο αυτό διαμέρισμα της σκηνής λεγόταν Άγια. Έπειτα, πίσω από το δεύτερο καταπέτασμα ήταν το μέρος της σκηνής που λεγόταν Άγια Αγίων. Στα Άγια των Αγίων υπήρχε ένα χρυσό θυμιατήριο και η Κιβωτός της Διαθήκης, που ήταν γύρω –γύρω καλυμμένη με χρυσάφι απ’ όλες τις πλευρές της. Μέσα στην κιβωτό αυτή υπήρχε μια χρυσή στάμνα που περιείχε από το περίφημο μάννα, καθώς επίσης και η ράβδος του Ααρών που είχε βλαστήσει θαυματουργικά, και οι θεοχάρακτες πλάκες της Διαθήκης. Πάνω από την κιβωτό υπήρχαν δύο χρυσά Χερουβίμ ένδοξα, που ανάμεσά τους εμφανιζόταν και μιλούσε ο Θεός. Αυτά σκέπαζαν με τα φτερά τους και σκίαζαν το χρυσό κάλυμμα της κιβωτού που ονομαζόταν “ιλαστήριο”. Αλλά για όλα αυτά δεν είναι τώρα καιρός να μιλήσουμε με λεπτομέρειες)»[Εβρ.9,1-5]·[ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτου Τρεμπέλα].
Έδειξε ο Παύλος από τον ιερέα, από την ιεροσύνη και από τη διαθήκη ότι εκείνη επρόκειτο να έχει τέλος· το δείχνει πλέον και από τη μορφή της ίδιας της σκηνής. Πώς; Μιλώντας για «Ἅγια» και για «Ἅγια Ἁγίων». Τα «Ἅγια» δηλαδή είναι σύμβολο του προηγούμενου καιρού (γιατί τότε γίνονταν όλα με θυσίες), ενώ τα «Ἅγια Ἁγίων» είναι σύμβολα τούτου του παρόντος καιρού. Ονομάζει «Ἅγια Ἁγίων» τον ουρανό, και το ίδιο και καταπέτασμα του ουρανού, και τη σάρκα που εισέρχεται στο εσώτερο του καταπετάσματος, δηλαδή μέσω του καταπετάσματος της σάρκας Αυτού. Αλλά καλό είναι να μιλήσουμε εξετάζοντας από την αρχή το χωρίο αυτό.
Τι λέγει λοιπόν; «Εἶχε μὲν οὖν καὶ ἡ πρώτη». Ποια «πρώτη»; Η διαθήκη. «Δικαιώματα λατρείας». Τι σημαίνει «δικαιώματα»; Σύμβολα ή διατάξεις. Σαν να έλεγε «τότε είχε, ενώ τώρα δεν έχει». Δείχνει ότι αυτή τα παραχώρησε ήδη σε αυτόν· γιατί λέγει «τότε είχε». Ώστε τώρα, αν και παραμένει, δεν υπάρχει.
«τό τε Ἅγιον κοσμικόν». Και το θυσιαστήριο το επίγειο. Το ονομάζει «κοσμικόν» επειδή επιτρεπόταν σε όλους να εισέρχονται, και ήταν γνωστός ο τόπος μέσα στον ίδιο οίκο, στον οποίο αλλού στέκονταν οι ιερείς, αλλού οι Ιουδαίοι, και αλλού οι προσήλυτοι, οι Έλληνες και οι Ναζωραίοι. Επειδή λοιπόν επιτρεπόταν να μπαίνουν και οι Έλληνες, γι' αυτό το ονομάζει «κοσμικόν», γιατί βέβαια δεν ήταν ο κόσμος οι Ιουδαίοι. Γιατί λέγει «σκηνὴ γὰρ κατεσκευάσθη ἡ πρώτη, ἐν ᾗ ἥ τε λυχνία καὶ ἡ τράπεζα καὶ ἡ πρόθεσις τῶν ἄρτων, ἥτις λέγεται Ἅγια(:κατασκευάστηκε δηλαδή το πρώτο διαμέρισμα της σκηνής, μέσα στο οποίο υπήρχε η λυχνία και η τράπεζα της προθέσεως και οι άρτοι που τοποθετούνταν πάνω σ’ αυτήν ως προσφορά στον Θεό. Και το πρώτο αυτό διαμέρισμα της σκηνής λεγόταν Άγια)»[Εβρ.9,2]. Αυτά είναι σύμβολα του κόσμου.
«Μετὰ δὲ τὸ δεύτερον καταπέτασμα». Άρα δεν είχε υπήρχε μόνο ένα καταπέτασμα, αλλά υπήρχε και έξω καταπέτασμα· «σκηνὴ ἡ λεγομένη Ἅγια Ἁγίων(:υπήρχε σκηνή που ονομαζόταν τα Άγια των Αγίων)».Πρόσεχε πώς παντού το ονομάζει «σκηνὴ», επειδή διέμεναν εκεί· «χρυσοῦν ἔχουσα θυμιατήριον καὶ τὴν κιβωτὸν τῆς διαθήκης περικεκαλυμμένην πάντοθεν χρυσίῳ, ἐν ᾗ στάμνος χρυσῆ ἔχουσα τὸ μάννα καὶ ἡ ῥάβδος Ἀαρὼν ἡ βλαστήσασα καὶ αἱ πλάκες τῆς διαθήκης(:στα Άγια των Αγίων υπήρχε ένα χρυσό θυμιατήριο και η Κιβωτός της Διαθήκης, που ήταν γύρω –γύρω καλυμμένη με χρυσάφι απ’ όλες τις πλευρές της. Μέσα στην κιβωτό αυτή υπήρχε μια χρυσή στάμνα που περιείχε από το περίφημο μάννα, καθώς επίσης και η ράβδος του Ααρών που είχε βλαστήσει θαυματουργικά, και οι θεοχάρακτες πλάκες της Διαθήκης)»[Εβρ.9,4].
Όλα αυτά ήταν σεβαστά και λαμπρά υπομνήματα της ιουδαϊκής αχαριστίας: «καὶ αἱ πλάκες τῆς διαθήκης(:και οι θεοχάρακτες πλάκες της Διαθήκης)»· γιατί τις έσπασε ο Μωυσής όταν τους είδε να ειδωλολατρούν· και «τὸ μάννα»· γιατί γόγγυσαν· και γι' αυτό, παραπέμποντας τη μνήμη στους απογόνους, πρόσταξε να το τοποθετήσουν στη χρυσή στάμνα.
«Ὑπεράνω δὲ αὐτῆς Χερουβὶμ δόξης κατασκιάζοντα τὸ ἱλαστήριον (:Πάνω από την κιβωτό υπήρχαν δύο χρυσά Χερουβίμ ένδοξα, που ανάμεσά τους εμφανιζόταν και μιλούσε ο Θεός. Αυτά σκέπαζαν με τα φτερά τους και σκίαζαν το χρυσό κάλυμμα της κιβωτού που ονομαζόταν Ιλαστήριο)»[Εβρ.9,5]. Τι σημαίνει «Χερουβὶμ δόξης»; Ή εννοεί τα ένδοξα ή τα κάτω από τον Θεό. Και σωστά μεγαλοποιεί αυτά με τον λόγο, για να δείξει ότι είναι ανώτερα τα στη συνέχεια· «περὶ ὧν οὐκ ἔστι νῦν λέγειν κατὰ μέρος(:Αλλά για όλα αυτά δεν είναι τώρα καιρός να μιλήσουμε με λεπτομέρειες)».Εδώ υπαινίχτηκε ότι δεν ήταν αυτά μόνο τα βλεπόμενα, αλλά ήταν απλώς κάποια αινίγματα· «για τα οποία δεν μπορούμε», λέγει, «τώρα να μιλήσουμε λεπτομερώς»· ίσως χρειάζονται μακρότερο λόγο.
«Τούτων δὲ οὕτω κατεσκευασμένων εἰς μὲν τὴν πρώτην σκηνὴν διὰ παντὸς εἰσίασιν οἱ ἱερεῖς τὰς λατρείας ἐπιτελοῦντες(:Έτσι λοιπόν είχαν αυτά σχεδιαστεί και με αυτόν τον τρόπο είχε κατασκευαστεί η σκηνή, ώστε στο πρώτο διαμέρισμά της, δηλαδή στα Άγια, να μπαίνουν πάντοτε οι ιερείς και να τελούν τις ιεροτελεστίες)»[Εβρ.9,6]· δηλαδή υπήρχαν βέβαια αυτά, αλλά όμως δεν απολάμβαναν αυτά οι Ιουδαίοι· γιατί δεν τα έβλεπαν. Ώστε μάλλον δεν ήταν για εκείνους, αλλά για εκείνους για τους οποίους αποτελούσαν προτύπωση. «εἰς δὲ τὴν δευτέραν ἅπαξ τοῦ ἐνιαυτοῦ μόνος ὁ ἀρχιερεύς, οὐ χωρὶς αἵματος, ὃ προσφέρει ὑπὲρ ἑαυτοῦ καὶ τῶν τοῦ λαοῦ ἀγνοημάτων(:Στο δεύτερο όμως διαμέρισμα της σκηνής, δηλαδή στα Άγια των Αγίων, έμπαινε μία φορά το χρόνο, την ημέρα του εξιλασμού μόνον ο αρχιερέας. Κι αυτός δεν έμπαινε χωρίς αίμα, αλλά έφερνε μαζί του το αίμα των ζώων, το οποίο πρόσφερε ως εξιλαστήρια θυσία για τον εαυτό του και για τις αμαρτίες που από άγνοια είχε διαπράξει ο λαός)»[Εβρ.9,7]. Βλέπεις ότι ήδη έχουν προκαταβληθεί οι τύποι;
Για να μη λένε δηλαδή πως «είναι μία η θυσία» και πως «ο αρχιερέας πρόσφερε μία φορά μόνο θυσία» δείχνει ότι αυτό γίνεται έτσι από την αρχή· εφόσον η αγιότερη θυσία και η φρικτή ήταν μία. Έτσι συνηθιζόταν από την αρχή· γιατί και τότε ο αρχιερέας μία φορά πρόσφερε θυσία. Και σωστά είπε «οὐ χωρὶς αἵματος (:όχι χωρίς αίμα)»· όχι βέβαια χωρίς αίμα, αλλά ασφαλώς όχι με Αυτό το αίμα· γιατί δεν ήταν τόσο μεγάλη η επιμελής αντιστοίχιση περασμένων και μεταγενέστερων. Δείχνει ότι θα συμβεί αυτή η Θυσία, όχι όμως δαπανώμενη από τη φωτιά, αλλά μάλλον ότι θα κατορθωθεί από το αίμα. Επειδή δηλαδή ονόμασε τον σταυρό «θυσία» που δεν είχε ούτε φωτιά ούτε ξύλα ούτε προφέρεται πολλές φορές, αλλά προσφέρθηκε μία φορά με αίμα· «ὃ προσφέρει ὑπὲρ ἑαυτοῦ καὶ τῶν τοῦ λαοῦ ἀγνοημάτων(:το οποίο πρόσφερε ως θυσία εξιλαστήρια για τον εαυτό του και για τις αμαρτίες που από άγνοια είχε κάνει ο λαός)». Πρόσεχε· δεν είπε «για τα αμαρτήματα», αλλά «για τα αγνοήματα», για να μη μεγαλοφρονήσουν. «Αν και βέβαια δεν αμάρτησες», λέγει, «με τη θέλησή σου, αλλά ήταν ακούσιο το αγνόημά σου, και κανείς δεν είναι καθαρός από αυτό». Και παντού αναφέρει το «και για τα δικά του», για να δείξει ότι ο Χριστός είναι πολύ πιο ανώτερος από τον αρχιερέα των Ιουδαίων. Γιατί, αν είναι απαλλαγμένος από τις αμαρτίες μας, πώς πρόφερε θυσία για τον εαυτό Του;
«Γιατί λοιπόν», θα μπορούσε να απορήσει κάποιος, «τα είπες αυτά;». Γιατί αυτό είναι γνώρισμα ανωτέρου. Πουθενά εδώ θεωρία. Τώρα όμως προχωρεί στην εξήγηση και λέγει: «τοῦτο δηλοῦντος τοῦ Πνεύματος τοῦ Ἁγίου, μήπω πεφανερῶσθαι τὴν τῶν Ἁγίων ὁδόν, ἔτι τῆς πρώτης σκηνῆς ἐχούσης στάσιν(:Κανείς άλλος δεν επιτρεπόταν να μπει στα Άγια των Αγίων. Και με την απαγόρευση αυτή το Άγιον Πνεύμα υποδήλωνε συμβολικά ότι δεν είχε ακόμη φανερωθεί, αλλά ήταν άγνωστος και άβατος στους ανθρώπους ο δρόμος που οδηγούσε στα αληθινά Άγια, δηλαδή στον ουρανό˙ διότι ήταν ακόμη στημένη και σε χρήση η πρώτη και παλαιά σκηνή)»[Εβρ.9, 8]. «Γι' αυτό», λέγει, «αυτά κατασκευάστηκαν έτσι, για να μάθουμε ότι τα Άγια των Αγίων, δηλαδή ο ουρανός είναι ακόμη άβατος. Να μην νομίζουμε λοιπόν, επειδή δεν εισερχόμαστε σε αυτόν, και ότι δεν υπάρχει αυτός, αφού ούτε στα Άγια εισήλθαμε».
«ἥτις παραβολὴ εἰς τὸν καιρὸν τὸν ἐνεστηκότα(:Η σκηνή εκείνη ήταν τύπος και σύμβολο αυτών που γίνονται στη σημερινή εποχή του Μεσσία. Τότε, στη σκηνή εκείνη προσφέρονταν δώρα και θυσίες που δεν είχαν τη δύναμη να οδηγήσουν σε εσωτερική τελειότητα αυτόν που λάτρευε τον Θεό και να τον απαλλάξουν από τις τύψεις της συνειδήσεως)»[Εβρ.9,9]. Ποιον ονομάζει «καιρὸν τὸν ἐνεστηκότα»; Τον καιρό πριν από τον ερχομό του Χριστού· γιατί μετά τον ερχομό του Χριστού δεν είναι πλέον καιρός παρών· πώς δηλαδή μπορεί να είναι καιρός παρών αφού παρέρχεται και λαμβάνει τέλος; Θέλει και κάτι άλλο να δηλώσει λέγοντας ότι «αυτά είναι συμβολικά του παρόντος καιρού»· δηλαδή ο τύπος πέρασε· «καθ᾿ ὃν δῶρά τε καὶ θυσίαι προσφέρονται μὴ δυνάμεναι κατὰ συνείδησιν τελειῶσαι τὸν λατρεύοντα(:Και προσφέρονταν στη σκηνή εκείνη και δώρα και θυσίες, που δεν είχαν την δύναμη να κάνουν τέλεια και να απαλλάξουν από την τύψη της συνειδήσεως αυτόν που ασκούσε την λατρεία)»[Εβρ.9,9].
Είδες πως με σαφήνεια έδειξε με αυτό τι σημαίνει το « οὐδὲν γὰρ ἐτελείωσεν ὁ νόμος, ἐπεισαγωγὴ δὲ κρείττονος ἐλπίδος, δι᾿ ἧς ἐγγίζομεν τῷ Θεῷ(:διότι τίποτε δεν κατόρθωσε να τελειοποιήσει ο Νόμος. Ενώ τώρα με την νέα Διαθήκη εισάγεται νέα, καλύτερη ελπίδα, δια της οποίας πλησιάζουμε τον Θεό, επιτυγχάνουμε τη λύτρωση και την αιώνια μακαριότητα)»[Εβρ.7,19] και το «εἰ γὰρ ἡ πρώτη ἐκείνη ἦν ἄμεμπτος, οὐκ ἂν δευτέρας ἐζητεῖτο τόπος(:διότι εάν η πρώτη εκείνη διαθήκη ήταν πράγματι πλήρης και τέλεια, δεν θα εζητείτο τόπος και τρόπος να δοθεί δεύτερη διαθήκη)»; Πώς; «Εσωτερικά». Γιατί οι θυσίες δεν καθάριζαν τον ρύπο της ψυχής, αλλά ακόμη προσφέρονταν για το σώμα· γιατί λέγει «ὃς οὐ κατὰ νόμον ἐντολῆς σαρκικῆς γέγονεν(:γίνεται κατά τον νόμο που ισχύει για ανθρώπους σαρκικούς)»[Εβρ.7,16].Δεν μπορούσαν δηλαδή να συγχωρούν μοιχεία, ούτε φόνο,ούτε ιεροσυλία. Βλέπεις να λέγει «αυτό φάγε», «εκείνο να μην το φας»; Πράγματα που ήταν αδιάφορα· «μόνον ἐπὶ βρώμασι καὶ πόμασι καὶ διαφόροις βαπτισμοῖς (:οι θυσίες μάλιστα εκείνες επιβάλλονταν μόνο ως φορτίο, μαζί με τη διάκριση φαγητών και ποτών και με τις διάφορες πλύσεις οι θυσίες αυτές επιβάλλονταν μόνο σαν φορτίο μαζί με τη διάκριση φαγητών και ποτών και με διάφορες πλύσεις)»[Εβρ.9,10]. «Αυτό πιες», λέγει· αν και βέβαια δεν υπήρχε καμία διάταξη για το ποτό, αλλά εξευτελίζοντας αυτά είπε αυτό· «καὶ δικαιώμασι σαρκός, μέχρι καιροῦ διορθώσεως ἐπικείμενα(:και τις εντολές για τον καθαρισμό μόνο του σώματος. Όλα αυτά όμως ήταν προσωρινά, μέχρι τον καιρό της διορθώσεως και μεταρρυθμίσεως που επέφερε ο Χριστός)». Γιατί αυτή είναι η δικαιοσύνη του σώματος. Εδώ υποβιβάζει τις θυσίες δείχνοντας ότι δεν είχαν καμία ισχύ και ότι ίσχυαν μέχρι τον καιρό της διόρθωσης αυτών. Δηλαδή περίμεναν τον καιρό εκείνον που τα διορθώνει όλα.
«Χριστὸς παραγενόμενος ἀρχιερεὺς τῶν μελλόντων ἀγαθῶν διὰ τῆς μείζονος καὶ τελειοτέρας σκηνῆς, οὐ χειροποιήτου(:αντίθετα ο Χριστός ήλθε ως αρχιερεύς των μελλοντικών αγαθών, των αγαθών δηλαδή της Καινής Διαθήκης. Και εισήλθε στα επουράνια Άγια των Αγίων μέσα από μια ανώτερη και τελειότερη σκηνή, που δεν κατασκευάστηκε από χέρια ανθρώπων. Δηλαδή δεν εισήλθε μέσα από μια επίγεια σκηνή, όπως ήταν η Σκηνή του Μαρτυρίου, αλλά δεδομένου ότι το σώμα του ήταν η σκηνή και κατοικία του Θεού Λόγου, ασυγκρίτως ανώτερη και τελειότερη, εισήλθε μέσα από τη σκηνή αυτή του σώματός του. Ακριβώς μάλιστα το σώμα του αυτό, επειδή συνελήφθη εκ Πνεύματος Αγίου, δεν προερχόταν από την κτίση αυτή, αλλά από νέα πνευματική κτίση)»[Εβρ.9,11].
Εδώ ως «μείζονα καί τελειοτέραν σκηνήν» εννοεί τη σάρκα. Και σωστά την ονόμασε και «ανώτερη» και «τελειότερη», εφόσον σε αυτήν κατοικεί ο Θεός Λόγος και όλη η ενέργεια του Πνεύματος· γιατί «οὐ γὰρ ἐκ μέτρου δίδωσιν ὁ Θεὸς τὸ Πνεῦμα(:και τα διδάσκει αυτά αλάνθαστα, διότι ο Θεός δεν Του έδωσε το Άγιο Πνεύμα όπως κάποτε στους προφήτες περιορισμένα και σε ορισμένες στιγμές της ζωής τους, αλλά Του το έδωσε ολοκληρωτικά, αδιάκοπα και απεριόριστα· και συνεπώς Αυτός κατέχει την πλήρη και απόλυτη θεϊκή αποκάλυψη και διδάσκει με ακρίβεια τη διδασκαλία του Θεού)»[Ιω.3,34]· ή το λέγει επειδή είναι τελειότερη, αφού είναι ακατάληπτη, και κατορθώνει μεγαλύτερα.
«Τοῦτ' ἔστιν οὐ ταύτης τῆς κτίσεως(:ακριβώς μάλιστα το σώμα Του αυτό, επειδή συνελήφθη εκ Πνεύματος Αγίου, δεν προερχόταν από την κτίση αυτή, αλλά από νέα πνευματική κτίση)»[Εβρ.9,11]. Να πώς εισήλθε από σκηνή που είναι ανώτερη· γιατί δεν θα ήταν κατασκευασμένη από το Άγιο Πνεύμα, αν την κατασκεύασε άνθρωπος. «ἔστιν οὐ ταύτης τῆς κτίσεως(: δεν προέρχεται από αυτόν τον κόσμο)»· δηλαδή δεν είναι από αυτά τα κτίσματα, αλλά από τον πνευματικό κόσμο· γιατί έχει κατασκευαστεί από το άγιο Πνεύμα. Βλέπεις πώς ονομάζει το σώμα, και «σκηνή» και «κατασκεύασμα» και «ουρανό»; «Εισήλθε στα επουράνια Άγια των Αγίων», λέγει, «διὰ τῆς μείζονος καὶ τελειοτέρας σκηνῆς(:μέσα από μία ανώτερη και τελειότερη σκηνή)»· έπειτα, «διὰ τοῦ καταπετάσματος, τοῦτ᾿ ἔστι τῆς σαρκὸς αὐτοῦ(:αφού πρώτος Αυτός εισήλθε μέσα από το καταπέτασμα, δηλαδή με τη σάρκα Του και το αίμα Του)»[Εβρ.10,20] δια του καταπετάσματος, δηλαδή της σάρκας Αυτού· και πάλι, «εἰς τὸ ἐσώτερον τοῦ καταπετάσματος(:πιο μέσα από το καταπέτασμα της σκηνής)»[Εβρ.6,19]· και πάλι, «εἰσερχομένην εἰς τὰ ἅγια τῶν ἁγίων(: που εισέρχεται στα Άγια των αγίων)», για να παρουσιαστεί μπροστά στον Θεό.
Και για ποιο λόγο το κάνει αυτό; Επειδή θέλει να μας διδάξει με το καθένα από αυτά τη διαφορετική σημασία που έχει, αλλά έχει την ίδια αιτία. Εννοώ το εξής με αυτό. Ο ουρανός είναι καταπέτασμα· όπως τα Άγια τα αποκρύπτει το καταπέτασμα, έτσι και η σάρκα αποκρύπτει τη θεότητα· και όμοια το σώμα είναι σκηνή, έχοντας μέσα τη θεότητα· και ο ουρανός επίσης είναι σκηνή, γιατί εκεί μέσα είναι ο ιερέας.
«Χριστὸς παραγενόμενος ἀρχιερεὺς(:αντίθετα ο Χριστός ήλθε ως αρχιερέας)». Δεν είπε «έγινε», αλλά «ήλθε», δηλαδή ήλθε σε αυτό το ίδιο, δεν έλαβε άλλο. Δεν ήλθε προηγουμένως και μετά έγινε αρχιερέας, αλλά συγχρόνως όταν ήλθε. Και δεν είπε: «ήλθε ως αρχιερέας των θυσιαζομένων», αλλά «τῶν μελλόντων ἀγαθῶν(:των μελλοντικών αγαθών, των αγαθών δηλαδή της Καινής Διαθήκης)»· γιατί ο λόγος δεν μπορούσε να παραστήσει το παν. «οὐδὲ δι' αἵματος(:ούτε χρησιμοποίησε ο Χριστός ως θυσία το αίμα)», λέγει, «τράγων καὶ μόσχων(:τράγων και μόσχων, όπως οι αρχιερείς των Ιουδαίων)». Όλα είναι αλλαγμένα. «διὰ δὲ τοῦ ἰδίου αἵματος εἰσῆλθεν ἐφάπαξ (:αλλά με το δικό Του αίμα μπήκε μια για πάντα», λέγει, «εἰς τὰ Ἅγια (:στα επουράνια Άγια)». Να, «Ἅγια» ονόμασε τον ουρανό. «Μια για πάντα», λέγει, «εισήλθε στα επουράνια Άγια», «αἰωνίαν λύτρωσιν εὑράμενος (:εξασφαλίζοντας για μας απολύτρωση όχι προσωρινή, αλλά αιώνια)»[Εβρ.9,12]. Και το «εξασφάλισε», ήταν από τα υπερβολικά αδύνατα και πέρα από κάθε ελπίδα, πώς δηλαδή με μία είσοδο εξασφάλισε αιώνια λύτρωση.
Έπειτα το πειστικό: «Εἰ γὰρ τὸ αἷμα ταύρων καὶ τράγων καὶ σποδὸς δαμάλεως ῥαντίζουσα τοὺς κεκοινωμένους ἁγιάζει πρὸς τὴν τῆς σαρκὸς καθαρότητα, πόσῳ μᾶλλον τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ, ὃς διὰ Πνεύματος αἰωνίου ἑαυτὸν προσήνεγκεν ἄμωμον τῷ Θεῷ, καθαριεῖ τὴν συνείδησιν ὑμῶν ἀπὸ νεκρῶν ἔργων εἰς τὸ λατρεύειν Θεῷ ζῶντι;(: διότι, εάν το αίμα των ταύρων και των τράγων και το ράντισμα με το νερό και τη στάχτη του δαμαλιού που κατακαιγόταν στο θυσιαστήριο δίνει σους θρησκευτικά μολυσμένους και ακάθαρτους έναν εξωτερικό καθαρμό και εξαγνίζει το σώμα τους, προκειμένου να μπορούν να μετέχουν στη λατρεία, πόσο μάλλον το αίμα του Χριστού, ο οποίος με το αιώνιο Πνεύμα που κατοικούσε μέσα Του πρόσφερε στον Θεό ως θυσία τον εαυτό Του ολοκληρωτικά καθαρό και ελεύθερο από κάθε ρύπο αμαρτίας, θα καθαρίσει τη συνείδησή σας από τα έργα της αμαρτίας που φέρνουν στην ψυχή νέκρωση, και θα σας αξιώσει να λατρεύετε αξίως τον ζωντανό Θεό;)»[Εβρ.9,13-14].
«Εάν δηλαδή», λέγει, «το αίμα των ταύρων μπορεί να καθαρίσει σάρκα, πόσο περισσότερο θα καθαρίσει τον ρύπο της ψυχής το αίμα του Χριστού». Για να μη νομίσεις δηλαδή, ακούοντας ότι «αγιάζει», ότι είναι κάτι το σπουδαίο, αναφέρει και δείχνει τη διαφορά του κάθε καθαρισμού, και πώς ο καθαρισμός αυτός είναι υψηλός, ενώ εκείνος ταπεινός. Και λέγει ότι αυτό είναι πολύ φυσικό, αφού εκείνο ήταν το αίμα ταύρων, ενώ αυτό είναι το Αίμα του Χριστού. Και δεν αρκέστηκε στο όνομα μόνο, αλλά αναφέρει και τον τρόπο της προσφοράς· γιατί, λέγει, «ὃς διὰ Πνεύματος αἰωνίου ἑαυτὸν προσήνεγκεν ἄμωμον τῷ Θεῷ(:ο οποίος με το αιώνιο Πνεύμα που κατοικούσε μέσα Του πρόσφερε στον Θεό ως θυσία τον εαυτό Του ολοκληρωτικά καθαρό και ελεύθερο από κάθε ρύπο αμαρτίας)»[Εβρ.9,14]· δηλαδή το θυσιαζόμενο ήταν άμωμο και καθαρό από αμαρτίες. Το «διὰ Πνεύματος αἰωνίου» δηλώνει ότι δεν προσφέρθηκε δια πυρός ούτε με κάποιους άλλους.
«Καθαριεῖ τὴν συνείδησιν ὑμῶν(:θα καθαρίσει τη συνείδησή σας από τα έργα της αμαρτίας που φέρνουν στην ψυχή νέκρωση)», λέγει, «ἀπὸ νεκρῶν ἔργων (:από τα έργα της αμαρτίας που φέρνουν στην ψυχή νέκρωση)»[Εβρ.9,14]. Και σωστά είπε «ἀπὸ νεκρῶν ἔργων»· γιατί αν κάποιος τότε άγγιζε νεκρό, μολυνόταν· και εδώ αν κάποιος συμβεί να αγγίξει νεκρό έργο, μολύνεται με τη συνείδηση. «εἰς τὸ λατρεύειν(:και θα σας αξιώσει να λατρεύετε αξίως)», λέγει, «Θεῷ ζῶντι (:τον ζωντανό και αληθινό Θεό)». Εδώ δείχνει ότι εκείνος που διαπράττει νεκρά έργα δεν είναι δυνατό να δουλεύει στον ζωντανό Θεό. Και σωστά είπε «τον αληθινό και ζωντανό Θεό», δείχνοντας και με αυτό ότι και τα προσφερόμενα σε Αυτόν είναι τέτοια. Επομένως όλα αυτά τα δικά μας είναι και ζωντανά και αληθινά, ενώ εκείνα τα των Ιουδαίων είναι και νεκρά και ψευδή· και πολύ σωστά.
Κανένας λοιπόν που έχει νεκρά έργα να μην εισέρχεται εδώ. Γιατί αν εκείνος που αγγίζει νεκρό σώμα δεν έπρεπε να εισέρχεται, πολύ περισσότερο δεν πρέπει εκείνος που έχει νεκρά έργα· γιατί είναι μολυσμός φοβερότατος. Και νεκρά έργα είναι όλα εκείνα που δεν έχουν ζωή, που εκπέμπουν δυσωδία. Όπως δηλαδή το νεκρό σώμα δεν είναι χρήσιμο σε καμία αίσθηση, αλλά και προξενεί λύπη σε εκείνους που το πλησιάζουν, έτσι και η αμαρτία πλήττει αμέσως το λογιστικό και δεν αφήνει ούτε τον ίδιο τον νου να ηρεμεί, αλλά τον θορυβεί και τον ταράσσει. Λέγεται ότι και η εμφάνιση λοιμού καταστρέφει τα σώματα. Τέτοια είναι και η αμαρτία· δεν διαφέρει καθόλου από τον λοιμό, διαφθείροντας όχι τον αέρα πρώτα και μετά τα σώματα, αλλά αμέσως υπεισέρχεται στην ψυχή.
Δεν βλέπεις εκείνους που υποφέρουν από λοιμώδη νόσο πώς φλογίζονται, πώς περιστρέφονται, πώς είναι γεμάτοι από δυσωδία, πώς είναι αισχρά τα πρόσωπά τους, πώς όλοι είναι ακάθαρτοι; Τέτοιοι είναι και εκείνοι που αμαρτάνουν, έστω και αν δεν το βλέπουν. Γιατί, πες μου, δεν είναι χειρότερος από εκείνον που υποφέρει από πυρετό, αυτός που κυριεύτηκε από την επιθυμία των χρημάτων ή των σωμάτων; Δεν είναι ακαθαρτότερος από όλους αυτούς, διαπράττοντας όλα τα αδιάντροπα και υποφέροντας από αυτά; Πράγματι τι υπάρχει αισχρότερο από άνδρα που αγαπά υπερβολικά τα χρήματα; Όσα δεν σταματούν να κάνουν οι πόρνες γυναίκες και οι θεατρίνες, αυτά δεν παύει να τα κάνει και αυτός· ή καλύτερα εκείνες είναι δυνατό να σταματήσουν, αυτός όμως όχι. Τι λέγω, δε σταματά; Υπομένει και δουλοπρεπή πράγματα, κολακεύοντας εκείνους που δεν πρέπει, δείχνοντας επίσης θρασύτητα εκεί που δεν πρέπει, παρουσιάζοντας παντού ανωμαλία. Κάθεται πολλές φορές με πονηρούς ανθρώπους και γόητες και διεφθαρμένους, πολύ πιο φτωχούς και πιο ευτελείς από αυτόν τον ίδιο, ενώ άλλους αγαθούς και κατά πάντα ενάρετους τούς υβρίζει και συμπεριφέρεται προς αυτούς με θρασύτητα.
Είδες και από τα δύο και την ασχημοσύνη και την αδιαντροπιά; Και ταπεινός είναι πέρα από το μέτρο, και αλαζόνας. Διαμένουν βέβαια οι πόρνες σε οίκημα και αυτό είναι άξιο κατηγορίας τους, το ότι πωλούν το σώμα τους έναντι χρημάτων, αλλά έχουν κάποια δικαιολογία τη φτώχεια και την πείνα που τις καταναγκάζει, αν και βέβαια ούτε αυτό μπορεί να θεωρηθεί ως δικαιολογία· γιατί μπορούν να εργάζονται και να τρέφονται. Εδώ όμως συχνάζει ο πλεονέκτης όχι σε οίκημα, αλλά στο μέσο της πόλης, προσφέροντας όχι το σώμα, αλλά την ψυχή του στον διάβολο, ώστε και να εισέρχεται και να συνευρίσκεται μαζί του σαν προς πόρνη πραγματικά, και αφού εκπληρώσει όλη την επιθυμία του εξέρχεται και βλέπει όλη η πόλη και όχι μόνο δύο και τρεις άνθρωποι. Και αυτό είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα των πορνών, το να δίνει σε αυτές κανείς χρήματα· είτε δηλαδή είναι κανείς δούλος είτε ελεύθερος είτε μονομάχος είτε οποιοσδήποτε και προσφέρει αμοιβή, καταδέχονται, ενώ εκείνοι που δεν προσφέρουν τίποτε κι αν ακόμη είναι ευγενέστεροι από όλους, χωρίς τα χρήματα δεν μπορούν να τις πλησιάσουν.
Αυτό κάνουν και αυτοί εδώ· τους ορθούς λογισμούς, όταν δεν έχουν χρήματα, τους αποστρέφονται, ενώ τους μιαρούς και πραγματικά θηριομάχους τούς συναναστρέφονται εξαιτίας των χρημάτων, ασχημονούν μαζί τους και χάνουν την ομορφιά της ψυχής τους. Όπως ακριβώς δηλαδή εκείνες είναι ως προς τη φύση τους αποκρουστικές και γεμάτες πονηριά και άγριες και παχιές και άσχημες και κακόπλαστες και σε όλα αισχρές, τέτοιες γίνονται και οι ψυχές τους , μην μπορώντας με τα εξωτερικά βαψίματα να συγκαλύψουν την ασχήμια τους. Γιατί, όταν η ασχήμια είναι η χειρότερη από όλες, όσα και αν επινοήσουν, δεν μπορούν να υποκριθούν. Το ότι βέβαια η αδιαντροπιά κάνει πόρνες, άκουσε τον προφήτη που λέγει: «ὄψις πόρνης ἐγένετό σοι, ἀπηναισχύντησας πρὸς πάντας(:συμπεριφέρθηκες προς όλους με αδιαντροπιά, απέκτησες μορφή πόρνης)»[Ιερ.3,3].
Αυτό μπορούμε να πούμε και προς τους πλεονέκτες· συμπεριφέρθηκες προς όλους με αδιαντροπιά· όχι προς αυτούς και προς εκείνους, αλλά προς όλους. Πώς; Ο άνθρωπος αυτού του είδους δε σέβεται ούτε τον πατέρα του, ούτε το παιδί του, ούτε τη γυναίκα του, ούτε φίλο, ούτε αδελφό, ούτε ευεργέτη, ούτε κανένα άλλο γενικά. Και γιατί λέγω «φίλο και αδελφό και πατέρα»; Δεν σέβεται τον ίδιο τον Θεό, αλλά τα θεωρεί όλα τα σχετικά με Αυτόν ως μύθο, και γελά μεθυσμένος από τη μεγάλη επιθυμία, και ούτε να ακούσει δεν θέλει κάτι από εκείνα που μπορούν να τον ωφελήσουν.
Αλλά πω πω παραλογισμός, ποια είναι και τα λόγια που λένε: «Αλιμόνο σου, μαμωνά, και σε εκείνον που δεν έχει»: Εδώ κατακυριεύομαι από τη φλόγα του θυμού· αλίμονο σε εκείνους που λένε αυτά, και αν ακόμη τα λένε γελώντας. Γιατί, πες μου, δεν απείλησε με αυτήν την απειλή ο Θεός λέγοντας: «Οὐδεὶς δύναται δυσὶ κυρίοις δουλεύειν ·ἢ γὰρ τὸν ἕνα μισήσει καὶ τὸν ἕτερον ἀγαπήσει, ἢ ἑνὸς ἀνθέξεται καὶ τοῦ ἑτέρου καταφρονήσει. οὐ δύνασθε Θεῷ δουλεύειν καὶ μαμωνᾷ(:μην απατάτε τον εαυτό σας με την ιδέα ότι είναι δυνατόν να θησαυρίζει κανείς και στη γη και ταυτόχρονα να είναι προσκολλημένος και στο Θεό. Κανείς δεν μπορεί να είναι συγχρόνως δούλος σε δύο κυρίους· διότι ή θα μισήσει τον ένα και θα αγαπήσει τον άλλο, ή θα προσκολληθεί στον ένα και θα περιφρονήσει τον άλλο. Δεν μπορείτε να είστε συγχρόνως δούλοι και του Θεού και του μαμωνά, δηλαδή του πλούτου. Ή θα μισήσετε τον πλούτο για να αγαπήσετε τον Θεό, ή θα προσκολληθείτε στον πλούτο και θα περιφρονήσετε τότε τον Θεό)» [Ματθ.6,24] και εσύ καταργείς την απειλή τολμώντας να λες τέτοια λόγια προς κακό του εαυτού σου;
Δεν λέγει ο Παύλος ότι αυτή είναι ειδωλολατρία και ονομάζει ειδωλολάτρη τον πλεονέκτη;[Εφ.5,5: «Τοῦτο γάρ ἐστε γινώσκοντες, ὅτι πᾶς πόρνος ἢ ἀκάθαρτος ἢ πλεονέκτης, ὅς ἐστιν εἰδωλολάτρης, οὐκ ἔχει κληρονομίαν ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ Χριστοῦ καὶ Θεοῦ(:φυλαχτείτε από αυτά, διότι πρέπει να ξέρετε καλά αυτό, ότι κάθε πόρνος ή ακάθαρτος ή πλεονέκτης, ο οποίος ουσιαστικά είναι ειδωλολάτρης, αφού η λατρεία του χρήματος απορροφά ολόκληρη την καρδιά του, δεν έχει κανένα δικαίωμα κληρονομιάς στη βασιλεία του Χριστού και Θεού)»]. Εσύ όμως στέκεσαι και γελάς όπως οι κοσμικές γυναίκες, προκαλώντας τα γέλια σαν τις γυναίκες του θεάτρου;
Αυτό τα ανέτρεψε όλα, αυτό τα κατέρριψε· κατάντησαν τα δικά μας γέλως και πολιτισμός και αστειότητα· τίποτε το σταθερό, τίποτε το στερεό. Δεν τα λέγω αυτά μόνο προς τους κοσμικούς άντρες, αλλά γνωρίζω ποιους υπαινίσσομαι· γέμισε η Εκκλησία από γέλωτα. Αν ο τάδε πει κάποιο αστείο, αμέσως προκαλούνται γέλια σε αυτούς που κάθονται. Και το θαυμαστό είναι ότι πολλοί δεν σταματούν να γελούν και κατά την ίδια την ώρα της ευχής. Παντού χορεύει ο διάβολος, όλους τους ντύθηκε, όλους τους εξουσιάζει. Ατιμάστηκε ο Χριστός, περιφρονήθηκε, δεν υπάρχει πουθενά η εκκλησία. Δεν ακούτε τον Παύλο που λέγει: «Καὶ αἰσχρότης καὶ μωρολογία ἢ εὐτραπελία,τὰ οὐκ ἀνήκοντα(: επίσης δεν αρμόζουν σε σας τους Χριστιανούς και δεν πρέπει να αναφέρονται καν ως λέξεις οι αισχρές πράξεις και τα ανόητα φλύαρα λόγια και τα άπρεπα και βρώμικα αστεία)»[Εφ.5,4]; Μαζί με την αισχρότητα αναφέρει τη γελοιότητα και εσύ γελάς; Μωρολογία τι είναι; Εκείνα που δεν έχουν τίποτε το χρήσιμο.
Γελάς λοιπόν διαρκώς και φαιδρύνεις το πρόσωπό του εσύ ο μοναχός; Γελάς, πες μου, εσύ που έχεις σταυρωθεί, εσύ που πενθείς; Πού άκουσες τον Χριστό να το κάνει αυτό; Πουθενά, αλλά πολλές φορές ήταν σκυθρωπός. Πραγματικά, όταν είδε την Ιερουσαλήμ δάκρυσε, όταν σκέφτηκε τον προδότη ταράχτηκε, και όταν επρόκειτο να αναστήσει τον Λάζαρο έκλαψε· και εσύ γελάς; Εάν εκείνος που δεν πονά για τα αμαρτήματα των άλλων είναι άξιος κατηγορίας, εκείνος που συμπεριφέρεται με αναλγησία για τα δικά του και γελά, ποια συγνώμη είναι άξιος να επιτύχει; Ο παρών καιρός είναι καιρός πένθους και θλίψεως, βασάνων και δουλαγωγίας, αγώνων και ιδρώτων· και εσύ γελάς; Δεν βλέπεις πώς επιτιμήθηκε η Σάρρα;
Δεν ακούς τον Χριστό που λέγει «οὐαὶ ὑμῖν οἱ γελῶντες νῦν, ὅτι πενθήσετε καὶ κλαύσετε(:αλίμονο και σε σας που έχετε ως μοναδικό σκοπό της ζωής σας τη σαρκική χαρά και γελάτε τώρα από τις διασκεδάσεις και τις απολαύσεις του σαρκικού σας βίου, ουαί και αλίμονό σας, διότι στην άλλη ζωή θα πενθήσετε και θα κλάψετε)»[Λουκά 6,25]; Αυτά ψάλλεις καθημερινά; Πες μου δηλαδή, τι λες; «Γέλασα»; Καθόλου. Αλλά τι; «ἐκοπίασα ἐν τῷ στεναγμῷ μου(: απόκαμα από τους στεναγμούς μου για τις παρεκτροπές μου)»[Ψαλμ.6,6].Αλλά ίσως μερικοί είναι τόσο παραλυμένοι και αποχαυνωμένοι, ώστε να γελούν και για την επιτίμηση αυτή, σαν να τα λέμε δηλαδή αυτά για να προκαλέσουμε γέλωτα. Πραγματικά τέτοια είναι η παραφροσύνη, τέτοια η τρέλα, ούτε την επιτίμηση δεν αισθάνεται.
Στέκεται ο ιερέας του Θεού λέγοντας την ευχή για όλους και εσύ γελάς, χωρίς να φοβάσαι τίποτε; Και εκείνος βέβαια λέγει τρέμοντας τις ευχές για σένα, και εσύ τον περιφρονείς; Δεν ακούς τη Γραφή που λέγει: «Οὐαί οἱ καταφρονηταί(:αλίμονο σε όσους περιφρονούν τα ιερά και τα όσια, τη δικαιοσύνη και την αλήθεια)»[προφήτης Αββακούμ: 1,5]; Δεν φρίττεις; Δεν δείχνεις συστολή; Και βέβαια εισερχόμενος σε ανάκτορα προσέχεις να είναι κόσμιο και το παράστημά σου και το βλέμμα σου και το βάδισμά σου και όλα τα άλλα, ενώ εδώ, όπου είναι τα πραγματικά ανάκτορα, και τέτοια όπως ακριβώς είναι τα ουράνια, γελάς; Εσύ βέβαια γνωρίζω ότι δεν βλέπεις, ακούς όμως ότι παντού παραβρίσκονται άγγελοι και μάλιστα στον οίκο του Θεού στέκονται δίπλα στο βασιλιά, και όλα είναι γεμάτα από τις ασώματες εκείνες δυνάμεις. Ο λόγος μου αυτός απευθύνεται και προς τις γυναίκες, οι οποίες μπροστά στους άνδρες βέβαια δεν τολμούν εύκολα να το κάνουν αυτό, και αν το κάνουν, δεν το κάνουν πάντοτε, αλλά κατά τον χρόνο της ανάπαυσης, ενώ εδώ πάντοτε. Πες μου, γυναίκα,ενώ καλύπτεις το κεφάλι σου, γελάς βρισκόμενη μέσα στην εκκλησία; Εισήλθες να εξομολογηθείς τα αμαρτήματά σου, να προσπέσεις στον Θεό, να Τον παρακαλέσεις και να Τον ικετεύσεις για τα κακά που διέπραξες και τα πλημμελήματα, και το κάνεις αυτό γελώντας; Πώς λοιπόν θα μπορέσεις να καταστήσεις Αυτόν ευμενή;
«Και τι κακό», θα έλεγε κανείς, «είναι το γέλιο»; Δεν είναι κακό το γέλιο, αλλά κακό είναι όταν γίνεται πέρα από το μέτρο και άκαιρα. Το γέλιο υπάρχει σε εμάς ώστε, όταν δούμε φίλους που έχουμε πολύ χρόνο να τους δούμε, να το κάνουμε αυτό, όταν δούμε κάποιους συνεσταλμένους και φοβισμένους, να τους ενθαρρύνουμε με το χαμόγελο, και όχι να καγχάζουμε και να γελάμε πάντοτε. Το γέλιο υπάρχει μέσα στην ψυχή μας, για να ανακουφίζεται κάποτε η ψυχή, όχι για να οδηγείται στη διάχυση. Άλλωστε και η επιθυμία υπάρχει μέσα στα σώματά μας και δεν πρέπει οπωσδήποτε επειδή υπάρχει να τη χρησιμοποιούμε ή να τη χρησιμοποιούμε πέρα από το μέτρο· αλλά και συγκρατούμε αυτήν και δε λέμε «επειδή υπάρχει μέσα μας, ας τη χρησιμοποιήσουμε».
Με δάκρυα δούλευε τον Θεό, για να μπορέσεις να καθαρίσεις τα αμαρτήματά σου. Γνωρίζω ότι πολλοί με κατηγορούν λέγοντας «αμέσως δάκρυα». Γι’ αυτό είναι καιρός δακρύων. Γνωρίζω ότι και αισιοδοξούν όλοι εκείνοι που λένε: «Φάγωμεν καὶ πίωμεν, αὔριον γὰρ ἀποθνήσκομεν(:“Ας φάμε, ας πιούμε, διότι αύριο πεθαίνουμε”)» [Α΄Κορ.15,32].
Αλλά σκέψου ότι «Ματαιότης ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης(:Ματαιότης ματαιοτήτων, όλα ανεξαιρέτως τα επίγεια είναι μάταια)»[Εκκλ.1,2]. Δεν το λέγω εγώ, αλλά εκείνος που γνώρισε όλα τα πράγματα έμπρακτα, λέγει τα εξής: «Ἐμεγάλυνα ποίημά μου, ᾠκοδόμησά μοι οἴκους. ἐφύτευσά μοι ἀμπελῶνας, ἐποίησά μοι κήπους καὶ παραδείσους καὶ ἐφύτευσα ἐν αὐτοῖς ξύλον πᾶν καρποῦ·ἐποίησά μοι κολυμβήθρας ὑδάτων τοῦ ποτίσαι ἀπ᾿ αὐτῶν δρυμὸν βλαστῶντα ξύλα· ἐκτησάμην δούλους καὶ παιδίσκας, καὶ οἰκογενεῖς ἐγένοντό μοι, καί γε κτῆσις βουκολίου καὶ ποιμνίου πολλὴ ἐγένετό μοι ὑπὲρ πάντας τοὺς γενομένους ἔμπροσθέν μου ἐν Ἱερουσαλήμ· συνήγαγόν μοι καί γε ἀργύριον καὶ χρυσίον καὶ περιουσιασμοὺς βασιλέων καὶ τῶν χωρῶν· ἐποίησά μοι ᾄδοντας καὶ ᾀδούσας καὶ ἐντρυφήματα υἱῶν ἀνθρώπων, οἰνοχόον καὶ οἰνοχόας· καὶ ἐμεγαλύνθην καὶ προσέθηκα παρὰ πάντας τοὺς γενομένους ἔμπροσθέν μου ἐν Ἱερουσαλήμ·καί γε σοφία μου ἐστάθη μοι. καὶ πᾶν, ὃ ᾔτησαν οἱ ὀφθαλμοί μου, οὐκ ἀφεῖλον ἀπ᾿ αὐτῶν, οὐκ ἀπεκώλυσα τὴν καρδίαν μου ἀπὸ πάσης εὐφροσύνης, ὅτι καρδία μου εὐφράνθη ἐν παντὶ μόχθῳ μου, καὶ τοῦτο ἐγένετο μερίς μου ἀπὸ παντὸς μόχθου. καὶ ἐπέβλεψα ἐγὼ ἐν πᾶσι ποιήμασί μου, οἷς ἐποίησαν αἱ χεῖρές μου, καὶ ἐν μόχθῳ, ᾧ ἐμόχθησα τοῦ ποιεῖν, καὶ ἰδοὺ τὰ πάντα ματαιότης καὶ προαίρεσις πνεύματος, καὶ οὐκ ἔστι περισσεία ὑπὸ τὸν ἥλιον(:επιδίωξα λοιπόν τα μεγάλα έργα. Έκτισα οικοδομές μεγαλοπρεπείς. Φύτεψα για τον εαυτό μου αμπελώνες. Περιέκλεισα κήπους και δενδρόκηπους και φύτεψα σε αυτούς δένδρα καρποφόρα παντός είδους. Διέταξα και κτίστηκαν δεξαμενές υδάτων, για να ποτίζονται από αυτές όλα τα χλοερά δένδρα του δάσους. Αγόρασα ως κτήμα μου δούλους και δούλες. Και τα παιδιά, που αυτοί γέννησαν στα ανάκτορά μου, έγιναν δικά μου. Απέκτησα μεγάλα κοπάδια βοδιών και προβάτων, περισσότερα από όσα είχαν αποκτήσει όλοι εκείνοι, που υπήρξαν πριν από εμένα στην Ιερουσαλήμ. Συγκέντρωσα για τον εαυτό μου άργυρο και χρυσό, θησαυρούς και περιουσίες βασιλέων και ολοκλήρων περιοχών. Είχα προς διασκέδασή μου τραγουδιστές και τραγουδίστριες. Έκαμα δικές μου και γνώρισα όλες τας διασκεδάσεις και απολαύσεις των ανθρώπων. Είχα οινοχόους, για να με κερνούν κρασί. Έφτασα σε μεγαλείο και δόξα και ξεπέρασα όλους τους ανθρώπους, οι οποίοι πριν από εμένα είχαν ζήσει στην Ιερουσαλήμ. Εν μέσω όμως όλων αυτών των μεγαλείων και των απολαύσεων η σοφία μου μού συμπαραστάθηκε, ώστε να μην εκτραπώ ανεπανόρθωτα. Κάθε τι, το οποίο επιθύμησαν οι οφθαλμοί μου, δεν τους το στέρησα και δεν εμπόδισα την καρδία μου να απολαύσει κάθε τέρψη και χαρά. Η καρδία μου απήλαυσε όλα τα αγαθά των ταλαιπωριών και των κόπων μου. Αυτό άλλωστε υπήρξε και το κέρδος όλων των κόπων της ζωής μου. Και έπειτα από όλες αυτές τις τέρψεις και τις απολαύσεις έριξα εγώ ένα βλέμμα σε όλα όσα έπραξα, σε όλα όσα κατασκεύασαν τα χέρια μου, σε όλα όσα με κόπο και ταλαιπωρία αγωνίστηκα να αποκτήσω, και έβγαλα το συμπέρασμα, ότι όλα αυτά είναι ματαιότητα. Κούφια ορμή παρερχομένου ανέμου και ότι δεν υπάρχει κανένα μόνιμο, αιώνιο κέρδος, καμία ωφέλεια κάτω από τον επίγειο ήλιο)»[Εκκλ.2,4-11]. Και τι λέγει μετά από όλα αυτά; «Ματαιότης ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης».
Ας πενθήσουμε λοιπόν, αγαπητοί, ας πενθήσουμε, για να γελάσουμε πραγματικά για να νιώσουμε πραγματικά ευφροσύνη κατά τον καιρό της ειλικρινούς χαράς. Γιατί αυτή η χαρά που αισθανόμαστε για τα γήινα οπωσδήποτε είναι αναμιγμένη με λύπη και δεν είναι δυνατό να τη βρούμε αυτήν ποτέ καθαρή, ενώ εκείνη είναι ειλικρινής και άδολη και δεν έχει τίποτε το ύπουλο ούτε κάτι άλλο αναμιγμένο. Με εκείνη, την πνευματική, χαρά ας νιώθουμε ευχαρίστηση, εκείνην ας επιδιώξουμε. Δεν είναι δυνατό να επιτύχουμε αυτήν αλλιώς, παρά με το μην προτιμάμε εδώ τα ευχάριστα, αλλά εκείνα που ωφελούν και να θλιβόμαστε λίγο με τη θέλησή μας και να υποφέρουμε με ευχαριστία όλα εκείνα που μας συμβαίνουν. Γιατί έτσι θα μπορέσουμε να επιτύχουμε και τη βασιλεία των ουρανών, με τη χάρη και φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον οποίο μαζί με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα πρέπει κάθε δόξα, τιμή και προσκύνηση, τώρα και πάντοτε και στους ατέλειωτους αιώνες. Αμήν.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
· https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-epistulam-ad-hebraeos.pdf
· Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Υπόμνημα στην Προς Εβραίους επιστολή, ομιλία ΙΕ΄, πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1989, τόμος 24, σελίδες 562-573 .
· http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html
· Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
· Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
· Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
· http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
· http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm