«Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ»
Ὑπό Μον. π. Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου
Άπό τήν ζωή του Αγίου Οὐάρου
Μιά πλούσια καί θεοφοβούμενη γυναίκα, πού τήν ἐλέγανε Κλεοπάτρα, ὅταν ὁ άγιος μάρτυρας Οὐάρος ἐτελειώθηκε πλέον, σήκωσε τό σώμα του καί τό μετάφερε στήν Παλαιστίνη. Κι' όταν, μέ τήν βοήθειαν τοῦ Θεοῦ, άρχισε νά λιγοστεύη πλέον ὁ διωγμός, έκτισεν ώραῖο ναό καί τόν άφιέρωσε στήν μνήμη του.
Αύτή λοιπόν είχε κι' ένα μονάκριβο παιδί, πού έπάνω σ' αὐτό θεμελίωνε τίς ἐλπίδες της· γιατί ό άντρας της είχε πεθάνει άπό καιρό πολύ, κι' έστειλε άφθονα χρήματα στούς ισχυρούς τής έποχής εκείνης καί τούς ἐζήτησε νά τοῦ δώσουνε τιμητικά ἀξιώματα. Καί δέν πέρασε πολύς καιρός καί ήλθανε γράμματα βασιλικά, πού ἐβεβαίωσαν πώς θά γίνη ἡ ἐπιθυμία της. Αύτή όμως όλο καί τ' ἀνέβαλλε τό πράγμα, γιατί ήτανε σύψυχα δοσμένη μέ τήν ανοικοδόμηση τοῦ ναοῦ γιά τόν άγιο Μάρτυρα.
Σάν έτελείωσαν όμως μέ τό καλό τά πάντα, προσκάλεσε όλους τούς Επισκόπους κι όλους τούς πρεσβυτέρους τής έπαρχίας, γιά νά καθιερώση καί νά έγκαινιάση τόν ναό. Προσκάλεσε άκόμη κι' όλους τούς μοναχούς, πού ήτανε ξακουστοί κι έλαμπαν γιά τήν ενάρετη ζωή τους. Ἔκαμε λοιπόν άνακομιδή τοῦ λειψάνου τοῦ άγίου μάρτυρα καί τό κατέθεσε έπάνω σ' ένα λαμπρό καί πολυτελέστατο ἀνάκλιντρο· κι' έπάνω του έβαλε τήν χλαμύδα καί τή ζώνη, πού θά φορούσε τό παιδί της, σάν θ' ἀναλάμβανε τό άξίωμά του, μέ τίς ἐπευφημίες καί τίς εύλογίες όλων πού είχανε μαζευθή έκεῖ.
Αφού λοιπόν τά προετοίμασε όλα όπως έπρεπε, ὥρισε νά γίνη ολονυκτία καί δοξολογίες άπό τό πλήθος" κι' αύτή καί τό παιδί της, έπί κεφαλής όλων, έβάσταξαν τό λείψανο τοῦ αγίου μάρτυρα καί τό κατέθεσαν μέσα στό άγιο θυσιαστήριο, μέ πάσαν εύλάβεια. Κι' ύστερα κι' αύτή και τό παιδί της, παρακαλοῦσαν, μέ κλάματα, τόν μάρτυρα νά τούς προστατεύη καί νά τούς χαρίζη κάθε καλό.
Έν τώ μεταξύ, ὅταν έτελείωσεν ἡ θεία λειτουργία, έκανε εστίαση μεγαλόπρεπη σ' όλους πού παρευρέθηκαν μέ φαγητά άφθονα καί λαμπρά" κι' άνάθεσε τήν επιστασία της στό παιδί της, πού τοῦ παράγγειλε, νά μή βάλη προτού νά τελείωση τό τραπέζι τίποτες άπολύτως στό στόμα του, ούτε φαγητό ούτε πιοτό.
Σάν έτελείωσε λοιπόν ἡ ευωχία κι' έγερνε πλέον ἡ ἡμέρα πρός τή Δύση, τό παιδί της κατακουρασμένο ξαπλώθηκε στό κρεββάτι του, μέ δυνατό καί ψηλό πυρετό. Καί ἡ μητέρα του, νηστική κι' αύτή καθόντανε δίπλα του' καί ξάγρυπνη τό δρόσιζε, μέ κάθε τρόπο, άπό τή λαύρα πού το 'καιγε· καί κατά τά μεσάνυκτα μεγάλα είναι τοῦ Θεοῦ τά κρίματα τό είδε νά γέρνη τό κεφάλι του άποκαμωμένο καί νά μένη νεκρό.
Όταν είδε λοιπόν τό φοβερόν αὐτό πράγμα, τήν έπιασε παραζάλη καί ίλιγγος κι' έπεσε κατάχαμα ξερή καί χωρίς μιλιά. Σέ λίγο όμως συνήλθε καί σηκώνοντας στούς ώμους της τό κορμί τοῦ παιδιού της, τό πήγε στό ναό πού έκτισε γιά τόν Μάρτυρα καί τό 'βαλε μέσα στό ιερό θυσιαστήριο. Καί τότε, σάν νάχεν άκόμη πνοή καί νά 'τανε ζωντανός ὁ άγιος Μάρτυρας, άρχισε νά μιλή καί νά τοῦ λέη:
Τί κακό λοιπόν έκανα ὧ μάρτυρα τοῦ Χριστού, γιά νά πέσω σέ τέτοια συμφορά; Μήπως δέν άφησα τόν άντρα μου στήν έρημη ξενητιά, γιατί επάνω άπ' όλα έβαλα στό λογισμό μου, νά μεταφέρω έδώ τό λείψανο σου; Δέν έκτισα μήπως άπό τά θεμέλιά του τόν ναό αύτόν; Μά καί τίποτε άλλο άν δέν είχα κάμει, δέν έδωκα όλη μου τήν ψυχή γιά νά σέ τιμήσω; Καί τί έζήτησα γιά όλα αύτά; Τί καλό περίμενα γιά τίς θυσίες μου αύτές; Μήπως τίποτε άλλο, εκτός άπό τήν υγεία καί τή σωτηρία τοῦ παιδιού μου; Τί άλλο μπορούσα νά λαχταρήσω περισσότερο, παρά νά τό 'χω συντροφιά μου καί παραστάτη μου, ὅταν θά γερνούσα; Κι' όμως άλλοίμονο μου τῆς ἕρημης τίποτες άπ' αύτά όλα δέν απόλαυσα" κι' έδοκίμασα τίς μεγαλύτερες πίκρες, ὦ άγιε μάρτυρα τοῦ Χριστοῦ!
Ἤ δός μου πίσω τό παιδί μου, ἤ θανάτωσε με κι εμένα καλύτερα, γιά νά μπορώ νάμαι κοντά στό παιδάκι μου ἡ δυστυχισμένη...
Ένώ λοιπόν έκλαιγε μ' άναφιλητά κι' ώρες πολλές, τήν ηυρε, όπως έκουράσθηκεν άπό τό κλάψιμο, ὁ ύπνος λιγάκι. Καί τότε τής ἐφάνηκε πώς παρουσιάσθηκε τό παιδάκι της, ντυμένο ωραιότατα, καί πώς δίπλα του στεκότανε ὁ άγιος Μάρτυρας. Καί πώς ἡ στολή του ήτανε ωραιότατη κι' άστραποβολοῦσε καί ξάστραφτε καί στό κεφάλι φορούσε κι' αύτό κι' ό άγιος Μάρτυρας ένα στεφάνι, πού θαμπώνανε τά μάτια, σάν τά έβλεπες. Τόσο θεία ήταν ή ομορφιά του. Καί τής φάνηκε, πώς ὁ Μάρτυρας έγύρισε καί τής είπε" Γιατί, καλή μου γυναίκα, δέν έχεις μεγάλη χαρά, παρά κάθεσαι καί κλαις καί δέρνεσαι καί σοῦ τρώει τά σπλάχνα σου ἡ λύπη; Δέν βλέπεις λοιπόν ποιές τιμές καί ποιές δόξες άπόλαυσε τό παιδί σου; Δέν βλέπεις, πώς ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ άστραποβολά γύρω του; Γιατί λοιπόν δέν άφήνεις καί δέν παρατάς τή θλιμμένην αύτή όψη πού παρουσιάζεις, καί δέν χαίρεσαι, σάν μάννα, γιά τό καλό πού βλέπεις ολοφάνερα πώς τοῦ γίνηκε; Άς έλθη λοιπόν, άν τό θέλης κοντήτερά σου, κι' άς δοῦν τά μάτια σου κι' άς χορτάσουν καλά τή δόξα του, γιά νά δής καί νά καταλάβης, πώς δέν φέρνεσαι καλά. Καί γυρίζοντας πρός τό παιδί, τοῦ λέει" "Ελα πιό κοντά στή μητέρα σου, γιά νά ίδή καλά πόσο εύχαριστημένος είσαι τώρα, καί νά παρηγορηθή έτσι ή πολυπικραμένη, καί νά παύση νά σέ κλαίη.
Τό παιδί όμως, όχι μονάχα δέν έπλησίασε, παρά πλησίασε περισσότερο πρός τόν Μάρτυρα καί τόν άγκάλιασε καί τόν παρακαλούσε νά μήν άφήση νά τόν πλησιάση ή μητέρα του, οὔτε καί νά πάη κοντά της, γιατί δέν τό ἤθελε. Καί γυρίζοντας πρός τή μητέρα του τής ειπε: Πήγαινε στό καλό, μητερούλα μου... πήγαινε στήν εύχή τοῦ Θεοῦ... κάθου στό σπιτάκι σου ήσυχη... καί πάψε νά κλαις καί νά δέρνεσαι... γιατί καθώς τό βλέπεις καί μονάχη σου, θάτανε γελοίο ν' αλλάξω τήν τωρινή μου αύτή ζωή μέ τό θάνατο, καί τά βάσανα τοῦ κόσμου μέ τήν άτελείωτη χαρά, καί τά πρόσκαιρα μέ τά αιώνια...
Αύτά τής εἶπε τό παιδί της. Καί ἡ μητέρα του σάν τάκουσε, θερμοπαρακαλοῦσε τόν Μάρτυρα νά τήν πάρουνε κι' αυτήν κοντά τους καί νά χαρή κι' αύτή τήν δική τους τρισμακάρια χαρά. Κι' αύτός τήν συμβούλεψε ν' άκολουθή, μέ περισσότερην άκόμη άφοσίωση, τόν καλό δρόμο της, πού θά τήν φέρη στό τέλος στή σωτηρία της. Κι' άφοῦ τήν ήμέρωσε καί τήν γαλήνεψε, εξαφανίσθηκε στό τέλος, μαζί μέ τό παιδί της, άπό μπροστά της.
Κι' αύτή ξύπνησε παρευθύς, κι' εύχαριστούσε θερμά τόν Θεό καί τόν άγιο Μάρτυρα, πού τήν καταξίωσαν νά ίδή τό όραμα αύτό. Καί ύστερα πήρε τό σώμα τοῦ παιδιού της καί τό 'βαλε πλάϊ στό σκήνωμα τοΰ Μάρτυρα κι' έκανε εύχαριστήριον ολονυκτία, μαζί μ' όλους πού ήσαν έκεῖ. Καί τό πρωΐ πάλιν έκαμε θεία Λειτουργία καί κρυφολειτουργίες έπί ήμέρες πολλές. Κι' όσους έπήγαιναν σ' αύτές κι' έψαλλαν κι' έδειχναν συμπόνια, τούς εστίαζε πάντα. Καί στό τέλος έμοίρασε τό καθετί της κι' όλα τά ύπάρχοντά της στούς φτωχούς, κι' αύτή έφόρεσε ένα φτωχικό φόρεμα καί νύκτα καί ήμέρα διακονούσε καί περιποιούντανε τόν τάφο τοῦ αγίου Μάρτυρα. Καί τόσο πολύ, μέ τίς νηστείες της καί μέ τίς προσευχές της έκαθάρισε κι' έξάγνισε τήν ψυχή της, πού κάθε γιορτή, τής παρουσιαζόντανε ό άγιος Μάρτυρας μαζί μέ τό παιδί της, καταστόλιστοι όπως τότε πού τούς πρωτοείδε στόν ύπνο της καί τής έκρατούσανε συντροφιά, καί τήν παραμυθούσανε. "Εζησε λοιπόν μ' αύτόν τόν τρόπον εφτά χρόνια, καί ύστερα αποδήμησε πρός τόν Κύριον.
Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου