Σάββατο 15 Οκτωβρίου 2022

Εὐχαριστῶ! Εὐχαριστῶ!

ΠΑΤΕΡΙΚΑΙ ΔΙΔΑΧΑΙ

Ὁ Ἀπ. Παῦλος στὴν πρὸς Ἐφεσίους (δ΄, 28) ἐπιστολή του μᾶς συμβουλεύει: «ὁ κλέπτων μηκέτι κλεπτέτω, μᾶλλον δὲ κοπιάτω ἐργαζόμενος τὸ ἀγαθὸν ταῖς χερσίν, ἵνα ἔχῃ μεταδιδόναι τῷ χρείαν ἔχοντι». (: Ἐκεῖνος ποὺ κλέβει ἄς μὴ κλέβη πλέον. Ἄς κοπιάζη μάλιστα περισσότερο κι ἄς ἐργάζεται μὲ τὰ χέρια του τὸ ἔντιμο βιοποριστικό του ἔργο, γιὰ νὰ ἔχη νὰ δίνη καὶ σ’ ἐκεῖνον ποὺ ἔχει ἀνάγκη».

Μέσα στὴν κοινωνία μας μεγάλες πληγὲς ὑπάρχουν, ποὺ βασανίζουν τοὺς ἀνθρώπους. Λέει ὁ μακαριστὸς π. Χαράλαμπος Βασιλόπουλος.

«Μία μεγάλη τῆς κοινωνίας μας πληγὴ εἶναι ἡ κλοπή, ἡ ἀδικία, ποὺ ἔχει μεγάλη διάδοση στὴν κοινωνία, τόσο, ὥστε ἐὰν κανείς ἀπὸ ἄλλο κόσμο ἐρχόταν καὶ ἔβλεπε τὴν μανία τῶν ἀνθρώπων στὴν κλοπὴ καὶ τὴν ἀδικία, ἀσφαλῶς θὰ ἔλεγε ὅτι οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ θὰ ἔχουν ἐντολὴ ἀπὸ τὸν Θεό τους νὰ κλέβουν. Δὲν θὰ τοὺς εἶπε ὁ Θεός τους «οὐ κλέψεις», ἀλλὰ κλέψατε. Ὅλοι κλέψατε.

Ἡ ἑβδόμη ἐντολὴ εἶναι τὸ «οὐ κλέψεις». Ἡ κλοπὴ εἶναι ἕνα μεγάλο πάθος.

  • Στὸ Γεροντικὸ ἀναφέρεται:

«Διηγήθηκε ὁ Ἀββᾶς Δανιήλ, ὅτι, ὅταν ἦταν σὲ Σκήτη ὁ Ἀββᾶς Ἀντώνιος, ὑπῆρχε ἐκεῖ κάποιος μοναχὸς ὁποὺ ἔκλεβε τὰ σκεύη τῶν γερόντων. Καὶ τὸν πῆρε ὁ Ἀββᾶς Ἀρσένιος στὸ κελλί του, θέλοντας καὶ αὐτὸν νὰ κερδίση καὶ τοὺς γέροντες νὰ ἀναπαύση. Καὶ τοῦ λέγει: «Ὅ,τι θέλεις, ἐγὼ θὰ σοῦ τὸ δίνω. Μονάχα νὰ μὴ κλέψης». Καὶ τοῦ ἔδωσε χρυσάφι καὶ νομίσματα καὶ ἱματισμὸ καὶ ὅλα ὅσα χρειαζόταν. Ἀλλὰ ἐκεῖνος πήγαινε πάλι καὶ ἔκλεβε. Οἱ γέροντες λοιπόν, βλέποντας ὅτι δὲν σταμάτησε, τὸν ἔδιωξαν. Καὶ ἔλεγαν ὅτι ἄν βρεθῇ ἀδελφὸς νὰ ἔχη μιὰ ἀδυναμία σὰν ἐλάττωμα, πρέπει νὰ τὸν ὑπομένουμε. Ἄν ὅμως κλέβη καὶ παρὰ τὶς νουθεσίες δὲν κόβη τὴ συνήθειά του αὐτή, πρέπει νὰ τὸν διώχνουμε. Γιατὶ καὶ τὴν ψυχή του ζημιώνει καὶ ὅλους ἀναστατώνει ὅσους ζοῦν ἐδῶ».

  • Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ π. Στ. Ἀναγνωστοπούλου «Ἐμπειρίες κατὰ τὴν θεία Λειτουργία» δανειζόμασθε ἕνα θαυμαστὸ γεγονὸς περὶ κλοπῆς.

«Κάποτε, ἕνας ἀγαθότατος ἐρημίτης γειτόνευε μὲ κάποιον τεμπέλη μοναχό, ποὺ βαριόταν νὰ δούλεψη, καὶ γιὰ νὰ ζήση πήγαινε κρυφὰ στὴν καλύβη τοῦ γείτονά του ἐρημίτου καὶ τοῦ ἔκλεβε τὰ πράγματα. Ὁ ἐρημίτης τὸ εἶχε καταλάβει, ἀλλὰ δὲν ἔκανε ποτέ του λόγο γι’ αὐτὸ στὸν ἔνοχο. Ποτέ του δὲν παραπονέθηκε.

– Γιὰ νὰ κάνη τέτοιες πράξεις θὰ ἔχη πολλὴ ἀνάγκη ὁ ἀδελφός, ἔλεγε συχνὰ στὸν ἑαυτό του ὁ ἀγαθὸς γέροντας.

Δούλευε σκληρά, γιὰ νὰ καταφέρη νὰ ζήση καὶ τὸν ἑαυτό του καὶ τὸν τεμπέλη, καὶ ἐστερεῖτο, γιατί ὁ κλέπτης παίρνοντας γιὰ κουταμάρα τὴ σιωπὴ του εἶχε τελείως ἀποθρασυνθῆ καὶ δὲν τοῦ ἄφηνε σχεδὸν οὔτε ψωμὶ νὰ φάη.

Πηγαίνοντας τὰ πρωινὰ νὰ κοινωνήση τῶν ἀχράντων Μυστηρίων, περνοῦσε ἀπὸ τὸ κελλάκι τοῦ κλέφτη μοναχοῦ καὶ τοῦ ἔλεγε:

– Συγχώρεσέ με, ἀδελφέ μου, ἂν σὲ λύπησα.

-Ἄ, τὸ κορόιδο! ἔλεγε αὐτὸς μέσα του.

Καὶ πηγαίνοντας ὁ ἐρημίτης στὴν Ἐκκλησία, γιὰ νὰ ἑνωθῆ μὲ τὸν Πανάγιο Θεό, τὸν Θεὸ τῆς ἀγάπης, αὐτὸς ἔμπαινε καὶ ἅρπαζε ὅ,τι εὕρισκε ἀπὸ ψωμί, λαχανικά, κουκιά, σῦκα ξερά… Πολλὲς φορὲς ἔπαιρνε ἀκόμα καὶ τὸ νερό, γιατί βαριόταν νὰ πάη νὰ φέρη ἀπὸ τὸ πηγάδι τῆς Σκήτης. Πότε-πότε ἅρπαζε καὶ τὸ ψάθινο ἐργόχειρό του…

Τὸν ἔκλεβε καὶ ὁ ἐρημίτης ὑπέμενε ἀγόγγυστα. Τὸν ἄφηνε νηστικὸ κι ἐκεῖνος ὑπέφερε ἀδιαμαρτύρητα. Τοῦ στεροῦσε καὶ τὸ νερὸ κι ἐκεῖνος συγχωροῦσε. Τοῦ ἅρπαζε τὰ τρόφιμα, τὸν λίγο φτωχικὸ ρουχισμὸ καὶ τὸ ἐργόχειρό του καὶ ὁ ἀγαθὸς ἐρημίτης ἐξασκοῦσε τὴν ἀγάπη, τὴν μακροθυμία, τὴν ἀνεξικακία  καὶ  ζη­τοῦ­σε καὶ συγγνώμη! Τὸν κατάκλεβε, τὸν κορόϊδευε κι ἐκεῖνος εἶχε ἀγάπη στὴν καρδιά, εἰρήνη στὴν ψυχή.

Ἔφθασε ὅμως ἡ ὥρα νὰ κοιμηθῆ ὁ ἐρημίτης καὶ οἱ ἀδελφοὶ τῆς Σκήτης μαζεύτηκαν γύρω του νὰ πάρουν τὴν εὐχή του. Ἤξεραν πόσο ἀγαθὸς ἦταν. Ἀνάμεσά τους ὁ ἑτοιμοθάνατος εἶδε ἐκεῖνον, ποὺ τόσα χρόνια τὸν εἶχε κάνει νὰ ὑποφέρη μὲ τὶς κλεψιές του. Τοῦ ἔγνεψε νὰ πάη κοντά του καί, ὅταν ἐκεῖνος πλησίασε, πῆρε τὰ χέρια του μέσα στὰ δικά του κι ἄρχισε νὰ τὰ φιλῆ μὲ δάκρυα.

– Εὐχαριστῶ αὐτὰ τὰ χέρια, εἶπε, γιατί ἔγιναν ἀφορμὴ νὰ βρῶ σήμερα τὸν Παράδεισο καὶ νὰ γευθῶ τὴ χαρὰ τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν. Σὲ εὐχαριστῶ, σ’ εὐχαριστῶ, σ’ εὐχαριστῶ, καὶ ταῦτα εἰπὼν ἐκοιμήθη».