Γράφει ὁ κ. Γεώργιος Τραμπούλης, Θεολόγος
Ἔχει συνέλθει ἀπό τήν Τρίτη 4 ὥς καί τήν Παρασκευή 7 Ὀκτωβρίου ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Κατά τίς ἐργασίες της ἐκτός τῶν εἰσηγήσεων τοῦ Ἀρχιεπισκόπου καί τοῦ Μητροπολίτου Σάμου καί Ἰκαρίας, ἡ Ἱεραρχία θά προβῆ καί στήν πλήρωση τῶν κενῶν Ἱερῶν Μητροπόλεων Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως, Αἰτωλίας καί Ἀκαρνανίας, Δράμας καί Ἠλείας.
Σύμφωνα μέ τό ἄρθρο 3 τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτη τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, τό ὁποῖο βρίσκεται σέ πλήρη συμφωνία πρός τούς σχετικούς ἱερούς κανόνες «Ἀνώτατη Ἐκκλησιαστική Ἀρχή τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος εἶναι ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας…». Μέ τό ἄρθρο αὐτό ἀφενός προβάλλεται ὁ συλλογικός, συνοδικός τρόπος διοίκησης τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τούς ἐν ἐνεργείᾳ Ἱεράρχες τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας, ἀφετέρου ἀπορρίπτεται κάθε κυριαρχική προσπάθεια τοῦ Προκαθημένου τῆς Ἐκκλησίας πρός τούς συνεπισκόπους του. Ἔτσι ἀναδεικνύεται ἡ συνοδικότητα ὄχι μόνον ὡς θεμελιῶδες στοιχεῖο τῆς διοίκησης τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά καί ὁλοκλήρου τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ Σώματος, ἀφοῦ ὁ ἐκκλησιαστικός ὀργανισμός σκοπό ἔχει νά λειτουργῆ συνοδικά μέ τήν συμμετοχή ὅλων τῶν πιστῶν, κλήρου καί λαοῦ, ἀφοῦ καθ’ ἕνας «ἴδιον χάρισμα ἔχει ἐκ Θεοῦ, ὅς μέν οὕτως, ὅς δέ οὕτως», καθώς τονίζει καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος στήν Α΄ πρός Κορινθίους ἐπιστολή του.
Ἔτσι, τίθεται τό καίριο ἐρώτημα, θά εἶναι ἡ πλήρωση τῶν κενῶν Ἱερῶν Μητροπόλεων, ἀποτέλεσμα ἐπιλογῆς ἤ μιᾶς τυπικῆς ἐκλογῆς; Δηλαδή, οἱ ἐπίσκοποι, οἱ ποιμένες τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, θά ἀναδειχθοῦν μετά ἀπό αὐστηρή ἐπιλογή ἤ θά ἐκλεγοῦν μέ τήν διαδικασία τῆς τυπικῆς ἐκλογῆς, πού θά ἐπικυρώση τίς ὅποιες παρασκηνιακές συναλλαγές; Ἆραγε ἡ ἐπιλογή θά εἶναι ἀποτέλεσμα ἐπίκλησης τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μιᾶς συλλογικῆς ἡγεσίας ἤ μεθόδευσης μιᾶς τυπικῆς ἐκλογῆς μετά ἀπό παρεμβάσεις τοῦ Προκαθημένου, ὁ ὁποῖος λειτουργεῖ ὡς κυρίαρχο πρόσωπο, πού θά δωρίση τήν ποιμαντική ράβδο σέ κόλακες καί ἀνθρώπους χωρίς προσόντα, πού βρέθηκαν στήν θέση αὐτή μέ στόχους ἀλλότριους ἀπό ἐκείνους πού ὁρίζει τό ἐπισκοπικό τους ἀξίωμα;
Ἡ μακραίωνη ἐκκλησιαστική ἱστορία ἔχει καταδείξει ὅτι τά ἀποτελέσματα τῶν ἐπισκοπικῶν ἐκλογῶν εἶναι ἀντίγραφο τῆς πνευματικῆς κατάστασης τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ Σώματος. Ἔτσι, σέ περιόδους πνευματικῆς ἔξαρσης, σεβασμοῦ τῆς παραδόσεως καί τῶν ἱερῶν κανόνων, ὅπου οἱ ἐπίσκοποι ἐκλέγουν σύμφωνα μέ τήν συνείδησή τους καί ὄχι κατά τίς μεθοδεύσεις ἑνός πρώτου, ὅπου τό Πνεῦμα τό Ἅγιον πνέει ὅπου αὐτό θέλει καί τό συνοδικό σύστημα λειτουργεῖ, ὅπως ἀκριβῶς ὁρίζουν οἱ ἱεροί κανόνες, τότε οἱ ἐπιλογές τῶν προσώπων εἶναι οἱ ἀντίστοιχες. Ἐνῶ σέ περιόδους πνευματικῆς παρακμῆς, καταπάτησης τῶν ἱερῶν κανόνων, μετατροπῆς τῆς ἀνώτατης ἐκκλησιαστικῆς ἀρχῆς, τῆς Ι.Σ.Ι., σέ διακοσμητικό στοιχεῖο τοῦ ἀρχιεπισκόπου, οἱ ἐκλογές ξεπέφτουν σέ δοσοληψίες καί μάλιστα χωρίς τόν φόβο τῶν συνεπειῶν αὐτῆς τῆς παράνομης ἐκλογῆς, ἐπιλογές πού εἶναι ἀποτέλεσμα, δυστυχῶς τίς περισσότερες φορές, τῶν ἀπαιτήσεων τοῦ παρασκηνίου.
Ἡ εἰσήγηση πού θά ἀναγνώση ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἱερώνυμος, ὅπως ἔχει ἀνακοινωθῆ, ἔχει θέμα: «Ἡ Μαρτυρία τῆς Ἐκκλησίας κατά τίς τελευταῖες δεκαετίες μέσα ἀπό τήν ἐμπειρία ἑνός Ἱεράρχου». Πρέπει νά ἐπισημανθῆ ὅτι μέ τήν ἐκλογή τῶν τεσσάρων νέων Μητροπολίτων κατά τήν δεκατετράχρονη ἀρχιερατεία τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἱερωνύμου μέχρι σήμερα ἔχει γίνει ἀνανέωση στό ἐπισκοπικό σῶμα πλέον τοῦ 50%, κάτι τό ὁποῖον σημαίνει ὅτι ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἱερώνυμος ἔχει τόν πλήρη ἔλεγχο τοῦ σώματος. Ἐπιπλέον, μέ τήν ἀνανέωση αὐτή γίνεται ἀντιληπτό ὅτι ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἱερώνυμος θά ἀφήση τό στίγμα του στήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος τουλάχιστον γιά μία εἰκοσαετία ἐπιπλέον, μία χρονική περίοδος στήν ὁποία, ὅπως ὅλα καταδεικνύουν, θά ἐπιχειρηθοῦν κοσμοϊστορικές ἀλλαγές, ὅπως ἡ ἕνωση τῶν ἐκκλησιῶν. Ἔτσι, γίνεται ἀντιληπτό ὅτι στήν πραγματικότητα τό θέμα τῆς εἰσηγήσεώς του εἶναι «Ἡ Μαρτυρία τῆς Ἐκκλησίας κατά τίς δεκαετίες πού ἔρχονται μέσα ἀπό τήν ἐμπειρία ἑνός Ἱεράρχου».
Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἱερώνυμος σέ συνέντευξη πού παραχώρησε στήν ἐφημερίδα Ἔθνος τῆς Κυριακῆς στίς 22 Ὀκτωβρίου 2006, ὅταν ἦταν Μητροπολίτης Θηβῶν καί Λεβαδείας καί Ἀρχιεπίσκοπος ὁ κυρός Χριστόδουλος, εἶχε στηλιτεύσει μέ δριμύ τρόπο τήν ἀλλοίωση τοῦ συνοδικοῦ συστήματος τῆς Ἐκκλησίας πού καί τότε, ὅπως καί σήμερα ἡ ἔκπτωσή του ταλάνιζε καί ἀποσυνέθετε τήν Ἑλλαδική Ἐκκλησία. Εἶχε δηλώσει χαρακτηριστικά, δύο χρόνια πρίν ἀναρριχηθῆ στόν ἀρχιεπισκοπικό θῶκο ὅτι: «τό ἐκκλησιαστκό μας πολίτευμα εἶναι Ἀρχιεπισκοπικό. Μακάρι νά κάνω λάθος. Τί τραγικό πρᾶγμα στήν ἐκκλησιαστική ζωή! Ἱεράρχες νά θεωροῦν “συνοδικό σύστημα” διοικήσεως τήν δυνατότητα ἁπλῶς ἐλευθέρας ἐκφράσεως τῆς ἀπόψεώς των καί ὄχι τόν Συνοδικό τρόπο ζωῆς, πού ἀρχίζει ἀπό τήν ζωή τῆς ἐνορίας, περνᾶ στήν συνοδική διοίκηση τῆς Μητροπόλεως, συνεχίζει στήν βιοτή τῆς μοναχικῆς πολιτείας, φθάνει στήν σύνταξη τῆς Ἱεραρχίας διαπερνώντας ὅλα τά ἐπίπεδα τῆς ὀργάνωσης καί ζωῆς τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ βίου. Ἡ ἀλλοίωση αὐτή τῆς ἔννοιας τοῦ συνοδικοῦ συστήματος καί ἡ ἔκπτωσή του σέ δῆθεν δημοκρατικό πολίτευμα εἶναι ἕνα ἀπό τά ἐγκλήματα τῆς νεολληνικῆς ὀρθοδοξίας. Τί ἄλλο συνιστᾶ ὁ τρόπος πού καλούμαστε νά λειτουργήσουμε ὡς Ἱεραρχία, ὅταν πολλές φορές συνεδριάζουμε, γιά νά ἐπικυρώσουμε προειλημμένες ἀποφάσεις, μέ τρόπο ἀνάλογο πρός τά στελέχη ἑνός κόμματος, πού ὀφείλουν νά πειθαρχοῦν στήν “γραμμή”, πού προαποφάσισε “ἡ ἡγεσία”;».
Ἀναφερόμενος στήν ἴδια συνέντευξη γιά τήν κρίση ταυτότητος τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας, εἶχε πεῖ ὅτι: «Ἐκκλησία εἶναι μία Οἰκογένεια-Σῶμα Χριστοῦ… Παράλληλα, ὅμως, μποροῦμε δυστυχῶς νά ψηλαφήσουμε καί μία ἄλλη πραγματικότητα, πού ὅλο καί περισσότερο παίρνει διαστάσεις δημιουργώντας τάσεις ἀσφυξίας στό ἐκκλησιαστικό σῶμα. Σέ αὐτήν τήν πραγματικότητα ἡ Ἐκκλησία θεωρεῖται ὡσάν νά εἶναι μία παράταξη θρησκευόμενων ἤ μία ὀργάνωση ἰδεολογικῶς ὁμοφωνούντων. Εἶναι αἰσθητή ἡ δαιμονική προσπάθεια πού καταβάλλεται στό “Σῶμα Χριστοῦ” νά γίνη παρέες. Παρέες πού μέ τήν σύμπραξη μέ τίς ἐξουσίες τοῦ κόσμου τούτου μποροῦν νά ἀποτελοῦν παράκεντρο ἐξουσίας μέ ἰσχυρό λόγο στά ἐκκλησιαστικά δρώμενα, ἀπό τήν ἐκλογή δηλαδή Ἐπισκόπων μέχρι τίς ἀποφάσεις ἐπί δογματικῶν, ποιμαντικῶν καί νομοκανονικῶν ζητημάτων». Τέλος, μιλώντας γιά διάφορα νοσηρά ζητήματα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, ὅπως τό παραδικαστικό κύκλωμα, εἶχε δηλώσει ὅτι: «ὅταν λειτουργοῦν οἱ θεσμοί τῆς Ἐκκλησίας μας μέ σεβασμό σέ αὐτούς τούς ἁγίους πατέρες μας, πού τούς ἔθεσαν, ὑπάρχει ἡ δυνατότητα νά προλαμβάνωνται νοσηρά φαινόμενα συμπεριφορᾶς καί βιοτῆς στόν ἐκκλησιαστικό χῶρο, τά ὁποῖα γίνονται αἰτία ἀπομάκρυνσης καί ἀποξένωσης τῶν ἀνθρώπων ἀπό τήν ζωή καί τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας».
Ἡ ὁποιαδήποτε κριτική τῶν δηλώσεων τοῦ Ἀρχιεπισκόπου, νομίζουμε εἶναι περιττή, κάλλιστα ὅλες οἱ παρατηρήσεις του ἰσχύουν καί σήμερα, ἀφοῦ οἱ Ἱεράρχες συνεχίζουν νά “συνεδριάζουν, γιά νά ἐπικυρώσουν προειλημμένες ἀποφάσεις”, οἱ “παρέες μέ τήν σύμπραξη μέ τίς ἐξουσίες τοῦ κόσμου” συνεχίζουν νά ὑπάρχουν καί “οἱ θεσμοί τῆς Ἐκκλησίας” συνεχίζουν νά ἀρνοῦνται νά σεβασθοῦν τούς ἱερούς κανόνες πού θέσπισαν οἱ Πατέρες. Ὅμως ὁ τελευταῖος λόγος του γιά τήν: «αἰτία ἀπομάκρυνσης καί ἀποξένωσης τῶν ἀνθρώπων» ἀπό τήν Ἐκκλησία ἐπαληθεύθηκε στό ἀκέραιο ἐπί τῶν ἡμερῶν πού εἶναι Ἀρχιεπίσκοπος, στήν ἐποχή τοῦ κορωνοϊοῦ. Ἀφοῦ ὁ Μακαριώτατος, ἔχοντας καταργήσει τήν Ι.Σ.Ι. καί ἐλέγχοντας τήν Δ.Ι.Σ. “ἐπικύρωνε τίς προειλημμένες ἀποφάσεις τῆς κυβέρνησης”. Ἔτσι ἡ κυβέρνηση μέ τήν σύμπραξη τῆς Δ.Ι.Σ. εἶχε ἐπέμβει στά ἐσωτερικά ζητήματα τῆς Ἐκκλησίας, σφραγίζοντας ἀκόμα καί τούς Ναούς καί ἐπεμβαίνοντας μέ τίς ἀποφάσεις της “ἐπί δογματικῶν, ποιμαντικῶν καί νομοκανονικῶν ζητημάτων”. Μέ ἀποτέλεσμα σήμερα “νά ἔχουν ἀπομακρυνθῆ καί ἀποξενωθῆ οἱ ἄνθρωποι ἀπό τήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας μας”.
Καί ἐνῶ ἡ προσπάθεια παραμερισμοῦ τοῦ Συνοδικοῦ πολιτεύματος καί ἡ ἐπιβολή ἑνός παπικοῦ κακεκτύπου “εἶναι ἕνα ἀπό τά ἐγκλήματα τῆς νεολληνικῆς ὀρθοδοξίας”, μετά τήν σύγκληση τῆς συνόδου τῆς Κρήτης παρατηρεῖται μία ραγδαία περαιτέρω ἀλλοίωση τοῦ συνοδικοῦ συστήματος, σέ σημεῖο νά μιλοῦμε γιά βατικανοποίηση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἀφοῦ ἡ σύνοδος τῆς Κρήτης προσέβαλε καίρια τήν ἰσότητα τῶν ἐπισκόπων, διότι ὄχι μόνον δέν κάλεσε ὅλους τούς ἐπισκόπους κάθε Ἐκκλησίας, ὅπως ὁρίζουν οἱ ἱεροί Κανόνες, νά παραβρεθοῦν, ἀλλά καί ὅσοι παρευρέθηκαν ἀφενός δέν παρίσταντο ὡς ποιμενάρχες τῆς ἐπισκοπῆς τους, ἀλλά ὡς ἀντιπρόσωποι τῆς αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας στὴν ὁποία ὑπήγοντο, ἀφετέρου συμμετεῖχαν χωρίς δικαίωμα ψήφου, τήν ὁποία εἶχαν παραχωρήσει στόν προκαθήμενό τους. Ἡ ἐξέλιξη αὐτή βέβαια ἀποτελεῖ φυσική συνέπεια τῆς κρίσης τοῦ συνοδικοῦ συστήματος τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μας πού παρατηρεῖται ὄχι μόνον στήν Ἑλλαδική, ἀλλά καί σέ ὅλες τίς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες.
«Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι τὴν ἀπόφαση γιὰ τὸν ἀποκλεισµὸ ἐπισκόπων ἀπὸ τὴν Σύνοδο καὶ γιὰ τὴν καινοφανῆ ἐκχώρηση τοῦ δικαιώµατος ψήφου στὶς αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες», γράφει ὁ π. Δημήτριος Μπαθρέλλος σέ ἄρθρο του στήν Σύναξη «τὴν ἔλαβαν οἱ προκαθήµενοι σὲ δική τους “σύναξη”. Ὅταν οἱ αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες ὑποκαθιστοῦν τὶς ἐπισκοπές, οἱ προκαθήµενοί τους ὑποκαθιστοῦν τοὺς ἐπισκόπους – λαµβάνοντας ἐρήµην τους καὶ εἰς βάρος τους κρίσιµες ἀποφάσεις. Εἶναι προφανεῖς οἱ συγγένειες τῶν παραπάνω µὲ τὴν ρωµαιοκαθολικὴ ἐκκλησιολογία ποὺ τοποθετεῖ τὴν “παγκόσµια Ἐκκλησία” ὑπεράνω τῆς ἐπισκοπῆς καὶ καταλήγει στὴν τοποθέτηση τοῦ ἐπισκόπου τῆς πρώτης (δηλαδὴ τοῦ πάπα) ὑπεράνω τῶν ἄλλων ἐπισκόπων».
Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἱερώνυμος, ὅταν ἀναφέρεται στήν ἐκκλησιαστική περιουσία, τονίζει ὅτι ἐπιθυμεῖ ἡ ἀξιοποίησή της νά ἀποτελέση τήν παρακαταθήκη του πρός τήν Ἑλλαδική Ἐκκλησία. Κανείς δέν ἀμφισβητεῖ ὅτι τό νοικοκύρεμα τῶν οἰκονομικῶν τῆς Ἐκκλησίας μας καί ἡ διασφάλιση τῶν μισθῶν τῶν ἱερέων ἀποτελεῖ κυρίαρχο ζήτημα τῆς Ἐκκλησίας, ὅμως ἡ ἀποκατάσταση τοῦ συνοδικοῦ πολιτεύματος ἀποτελεῖ τό μεῖζον θέμα. Διότι οἱ ἀποσυνθετικές καί καταλυτικές ἐπιπτώσεις τῆς βατικανοποίησης καί ἀλλοίωσης τοῦ συνοδικοῦ συστήματος ἀπειλεῖ ὄχι μόνον τήν ἑνότητα τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας ἀλλά καί τήν ἴδια τήν ὕπαρξή της. Διότι πόσο ἀνεξάρτητη μπορεῖ νά παραμείνη στά πλαίσια τῆς ἀνάδειξης τοῦ Πατριάρχη τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὡς πάπα τῆς Ἀνατολῆς;
Γιά τήν ἀποτελεσματικότερη ὅμως ἀντιμετώπιση, μέ βάση τούς ἱερούς κανόνες, τῆς θανάσιμης τόσο κατά τῆς Ὀρθοδοξίας ὅσο καί τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἀπειλῆς αὐτῆς, ἐπιβάλλεται ἡ πλήρης συνειδητοποίηση ἀπό τούς Ἱεράρχες τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ὅτι ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἱεραρχίας ἀποτελεῖ τήν κανονική καί μόνη ἀνώτατη ἀρχή τῆς Ἐκκλησίας.