«οὐ γὰρ ἔκρινα τοῦ εἰδέναι τί ἐν ὑμῖν εἰ μὴ Ἰησοῦν Χριστὸν καὶ τοῦτον ἐσταυρωμένον». Δηλαδή: «Καὶ δὲν σᾶς ἔδειξα ὑπεροχὴ λόγου, διότι δὲν ἐθεώρησα ἐπιτετραμμένον νὰ γνωρίζω τίποτε ἄλλο μεταξύ σας, παρὰ μόνον τὸν Ἰησοῦν Χριστὸν καὶ τοῦτον ὄχι ὡς βασιλέα ἔνδοξον, ἀλλ’ ἐσταυρωμένον» (Α΄ Κορ. 2, 2).
Λέγει ὁ μακαριστὸς Παναγιώτης Τρεμπέλα «Στὸν Σταυρὸ στηρίζονται ὅλες οἱ ἐλπίδες μας καὶ ἀπ’ αὐτὸν πηγάζουν οἱ χαρές μας».
- Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος μᾶς διδάσκει:
«Ὁ Σταυρὸς διέλυσε τὴν ἔχθρα τοῦ Θεοῦ πρὸς τοὺς ἀνθρώπους, ἔφερε τὴ συμφιλίωση, ἔκανε τὴ γῆ οὐρανό, ἀνέμιξε τοὺς ἀνθρώπους μὲ τοὺς ἀγγέλους, γκρέμισε τὴν ἀκρόπολη τοῦ θανάτου, παράλυσε τὴ δύναμη τοῦ διαβόλου, ἐξαφάνισε τὴ δύναμη τῆς ἁμαρτίας, ἀπάλλαξε τὴ γῆ ἀπ’ τὴν πλάνη, ξανάφερε τὴν ἀλήθεια, ἔδιωξε τοὺς δαίμονες, γκρέμισε ναούς, ἀνέτρεψε βωμούς, ἐξαφάνισε τὴν κνίσσα, φύτεψε τὴν ἀρετή, θεμελίωσε τὶς Ἐκκλησίες».
Δὲν εἶναι χωρὶς ἐξήγηση τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ Ἐκκλησία μας καὶ οἱ Χριστιανοὶ περιβάλλουμε τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ μὲ τὴ μέγιστη τιμὴ καὶ εὐλάβεια· κάνουμε χρήση του τόσο συχνὰ κατὰ τὶς διάφορες Ἀκολουθίες, ὅπως καὶ στὴν καθημερινή μας ζωή. Ἀναφέρουμε τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, τῆς Παναγίας, τῶν Ἁγίων καὶ σχηματίζουμε τὸ σημεῖο τοῦ τιμίου Σταυροῦ. Ἀρχίζουμε ἢ τελειώνουμε τὴν ἡμέρα μας μ’ αὐτό. Πρὶν καὶ μετὰ τὸ φαγητό μας, στὴν ἔναρξη καὶ λήξη τῆς ἐργασίας μας, καθὼς περνᾶμε ἔξω ἀπὸ ἱερὸ ναό. Καὶ παντοῦ ἀντικρύζουμε τὸ ζωοποιὸ σχῆμα του: Στοὺς τρούλλους τῶν ἐκκλησιῶν, στὰ κοιμητήρια, σὲ εἰκονοστάσια κατὰ μῆκος τῶν δρόμων, στὸ λαιμὸ ἀντρῶν, γυναικῶν καὶ παιδιῶν, στὰ κρεβάτια ὑγιῶν καὶ ἀσθενῶν, στὶς ἐπιγραφὲς τῶν νοσοκομείων, στὶς προσόψεις τῶν φαρμακείων, σὲ κορυφὲς λόφων.
- Ὁ μακαριστὸς εἰσαγγελεύς Λυμπέρης Παπανδρέου μᾶς διηγεῖται πόσο μεγάλη εἶναι ἡ δύναμη τοῦ Σταυροῦ:
«Σέ μιά διακοπὴ συνεδριάσεως, μιᾶς ἀπὸ τὶς τελευταῖες μεγάλες δίκες, ὁ Εἰσαγγελεὺς κ. Λυμπέρης Παπανδρέου, μοῦ διηγήθηκε τὰ ἑξῆς, ὅταν πρόσεξε ὅτι εἶχα στὸ λαιμό μου ἕνα σταυρό. Μοῦ ἔδειξε ἕνα σταυρὸ ποὺ φοροῦσε κι αὐτὸς στὸν λαιμό του καὶ μοῦ εἶπε:
– Αὐτὸς ὁ σταυρὸς μοῦ ἔσωσε τὴν ζωή. Χωρὶς αὐτὸν θὰ ἤμουν ἤδη ἀπὸ τὸν χειμῶνα τοῦ 1943 νεκρός. ῏Ηταν ἡ περίοδος, κατὰ τὴν ὁποία ὅποιος ἔπεφτε στὰ χέρια τῶν Γερμανῶν καὶ ὡδηγεῖτο εἰς τὸ ἄντρον τῶν βασανιστῶν των, εἰς τὴν ὁδὸν Μέρλιν, δὲν ἔφευγεν ἀπὸ αὐτὸ παρὰ διὰ τὸ νεκροταφεῖον.
᾿Εκείνην τὴν ἐποχὴν συνελήφθην καὶ ἐγώ. Εἶχα κατηγορηθῆ ἀπὸ ἕνα ἀνώτατον ὑπάλληλον τοῦ Δήμου Πειραιῶς -ὄργανον τῶν Γερμανῶν- καὶ ἕνα Δήμαρχον Συνοικισμοῦ τοῦ Πειραιῶς ὡς… Γενικὸς Εἰσαγγελεὺς τῶν Κομμουνιστῶν, διότι καὶ τοὺς δύο αὐτοὺς κυρίους συνέλαβα διὰ καταχρήσεις τροφίμων, ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ διετίθεντο διὰ τοὺς πεινασμένους. ῾Η ἄρνησις, τὴν ὁποίαν ἀντέτασσα εἰς κάθε «κατηγορῶ», ἐξηγρίωσε τοὺς ἀνακριτάς μου». Ἔτσι παρεδόθην εἰς βασανιστήρια. Τὴν τρίτην ἡμέραν τοῦ μαρτυρίου μου ὡδηγήθην εἰς ἕνα εὐρύχωρον δωμάτιον. Εἰς αὐτὸ ὑπέστην τὰ πάνδεινα. Παρήλασαν καὶ πέντε γιγαντόσωμοι βασανισταί, καθένας τῶν ὁποίων ἐξήντλησεν ὅλας τὰς δυνάμεις του ἐπάνω μου.
Σιγὰ-σιγὰ ἄρχισα νὰ αἰσθάνωμαι ὅτι σὲ λίγο θὰ ἔμενα νεκρὸς ἐκεῖ. Μετὰ τοὺς γιγαντοσώμους βασανιστάς, μὲ παρέλαβεν ὁ ἴδιος ὁ ἀνακριτής. Εἰς μίαν στιγμὴν ἔξαλλος μὲ ἔπιασε μὲ τὰ δυό του χέρια ἀπὸ τὸ λαιμὸ καὶ ἄρχισε νὰ τὸν σφίγγη. ῎Ενοιωσα ὅτι θὰ πέθαινα ἀπὸ ἀσφυξία. Διέθεσα ὅσες δυνάμεις εἶχα καὶ ἀπηλλάγην ἀπὸ τὰ χέρια του. ᾿Αμέσως ἄνοιξα, σχίζοντας τὸ πουκάμισό μου, τὸ στῆθος. Ἤθελα νὰ ἀναπνεύσω. Δὲν εἶχα σκεφθῆ κἄν τί εἶχα κάνει.
Τὴν ἴδια ὅμως στιγμὴ ἀντίκρυσα τὸν βασανιστή μου νὰ γίνεται χλωμός. ῎Εγινε ἄσπρος ὕστερα, περισσότερο καὶ ἀπὸ τὸν κάτασπρο τοῖχο τοῦ δωματίου. Προσπαθοῦσε νὰ σηκώση τὰ χέρια του καὶ δὲν τὸ κατώρθωνε.
῎Αρχισε τότε νὰ κλαίη… Ναί, νὰ κλαίη τρομαγμένα καὶ σὰν μικρὸ παιδί!… ῎Επειτα ἦλθε κοντά μου, ἔσκυψε στὸ στῆθος μου καί… φίλησε αὐτὸν ἐδῶ τὸν σταυρό!… ῾Ομολογῶ ὅτι δὲν πίστευα στὰ μάτια μου διὰ ὅσα ἔβλεπα.
Σὲ λίγο φώναξε καὶ τοῦ ἔφεραν ἕνα ποτήρι νερό. Μὲ αὐτὸ ἔπλυνε μόνος του, μὲ τὰ χέρια του, ποὺ τώρα ἐκινοῦντο, τὶς πληγές μου καὶ ἀφοῦ μὲ κάθισε σὲ μιὰ καρέκλα νὰ συνέλθω ἔφυγε γιὰ νὰ ἐπιστρέψη μὲ ἀρκετοὺς συναδέλφους του, μπροστὰ στοὺς ὁποίους ἀφηγήθη τὰ ἑξῆς:
-Μόλις ἄνοιξε ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς τὸ στῆθος του, ἔλαμψε στὰ μάτια μου σὰν ἀστραπὴ αὐτὸς ὁ μικρούτσικος σταυρός. Καὶ ἡ λάμψις σχημάτισε ἕνα φλογερὸ «νάϊν» (ὄχι). Τώρα ποὺ ἔχω συνέλθει, κύριοι, μπορῶ νὰ πῶ ὅτι ὁ Θεὸς βρίσκεται κοντὰ στοὺς πιστούς.
῎Επειτα ἀπετάνθη πρὸς ἐμὲ καὶ μοῦ εἶπε:
-Θὰ Σᾶς παρακαλοῦσα νὰ μοῦ προσφέρετε αὐτὸ τὸ σταυρὸ, γιὰ νὰ μὲ προφυλάσση ἀπὸ τὴν ἄδικη κρίσι. ῎Οχι ἀπὸ τὸν θάνατο, διότι δὲν τὸν φοβοῦμαι. ᾿Αλλὰ δὲν εἶμαι ἄξιος… Δὲν πιστεύω ὅπως ἐσεῖς εἰς τὸν Θεόν. Διότι ἐὰν ἐπίστευα…
Καὶ σταμάτησε ἀπότομα τὴν φράσι.
-Ἔτσι, ἀγαπητέ μου, ἐσώθην ἀπὸ βέβαιον θάνατον χάρις εἰς τὴν πίστιν μου, κατέληξεν ὁ Εἰσαγγελεὺς κ. Λυμπέρης Παπανδρέου».