π. Ἀντώνιος Ἀλεβιζόπουλος
Δρ. Θεολογίας, Δρ. φιλοσοφίας
Οἱ ἀπόστολοι εἶχαν συναίσθηση τῆς διαδοχῆς τοῦ ἀποστολικοῦ ἀξιώματος τῆς λεγόμενης «ἐπισκοπῆς» (Πραξ. α΄20. Α΄Τιμ. γ΄1), ἡ ὁποία δέν διακόπηκε μετά τό θάνατο τῶν ἀποστόλων.
Ἤδη στήν ἀποστολική ἐποχή ὑπῆρχαν εἰδικοί ἀπεσταλμένοι τῶν ἀποστόλων, στούς ὁποίους δόθηκε ἡ χάρη τῆς ἱερωσύνης μέ χειροτονία, καί ἐξουσιοδοτήθηκαν νά χειροτονήσουν καί ἄλλους, ὥστε νά μεταδώσουν τό χάρισμα πού ἔλαβαν (Α΄ Τιμ. α΄3, δ΄9-16. Β΄Τιμ. α΄ 6, δ΄9-10. Τίτ. α΄5, γ΄ 12).
Στήν μεταποστολική Ἐκκλησία τή θέση τῶν ἀποστόλων ἔλαβαν οἱ ἐπίσκοποι. Ἤδη ὁ προφήτης Ἡσαΐας προαναγγέλει:
«Καί δώσω τούς ἄρχοντάς σου ἐν εἰρήνη καί τούς ἐπισκόπους σου ἐν δικαιοσύνη. Καί οὐκ ἀκουσθήσεται ἔτι ἀδικία ἐν τῇ γῇ σου, οὐδέ σύντριμμα οὐδέ ταλαιπωρία ἐν τοῖς ὁρίοις σου»· θά δώσω εἰς ἐσέ ἄρχοντες, πού θά καθοδηγοῦν μέ εἰρήνη καί τούς ἐπισκόπους σου πού θά κρίνουν μέ δικαιοσύνη. Δέν θά ἀκουσθεῖ πλέον ἀδικία οὔτε ἄλλη συμφορά μέσα στά ὅριά σου (Ἡσ. ξ΄ 17-18).
Αὐτό τό χωρίο ἐπικαλεῖται ὁ Κλήμης, ἐπίσκοππος Ρώμης, πού ἔγραψε στήν Ἐκκλησία τῆς Κορίνθου κατά τά τέλη τοῦ πρώτου αἰώνα· τό ἀναφέρει στούς ἐπισκόπους τῆς Ἐκκλησίας.
Ἀναμφίβολα ὁ προφήτης μιλάει ἐδῶ γιά τή δόξα τῆς Νέας Ἱερουσαλήμ, τῆς Ἐκκλησίας, πού θά γίνει «ἀγαλίασις αἰώνιος, εὐφροσύνη γενεῶν γενεαῖς» (Ἡσ. ξ΄15).
Ὁ Κλήμης ὑπογραμμίζει πώς οἱ ἀπόστολοι κήρυξαν τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ, βάπτισαν τά νέα μέλη τῆς Ἐκκλησίας καί ἐπροχώρησαν στήν ὀργάνωση τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, μέ τήν ἐγκατάσταση «ἐπισκόπων καί διακόνων». «Καί τοῦτο οὐ καινῶς», συνεχίζει, «διότι ἀπό πολλά ἔτη εἶχε γραφῆ περί τῶν ἐπισκόπων καί διακόνων….. καταστήσω τούς ἐπισκόπους αὐτῶν ἐν δικαιοσύνη, καί τούς διακόνους αὐτῶν ἐν πίστει».
Λίγα χρόνια ἀργότερα ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος γράφει ὅτι οἱ ἐπίσκοποι ἵστανται «εἰς τόπον Θεοῦ» καί περιβάλλονται ἀπό τούς πρεσβύτερους, πού ὀνομάζονται «συνέδριον Θεοῦ» καί βρίσκονται «εἰς τόπον συνεδρίου τῶν ἀποστόλων».
Ἔτσι ἑρμηνεύεται καί ἡ προτροπή: «Τῷ ἐπισκόπῳ προσέχετε καί τῷ πρεσβυτερίῳ καί διακόνοις… μημηταί γίνεσθε Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὡς καί αὐτός τοῦ Πατρός αὐτοῦ».
Ἡ ἐξουσία τοῦ ἐπισκόπου ἦταν ἐξουσία τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ ἀποφάσεις τους γιά τά ἐκκλησιαστικά θέματα δέν ἦσαν δικές τους, ἀλλά τοῦ Θεοῦ (Α΄ Κορ. β΄16. Πράξ. ιε΄ 28) καί ὄφειλαν νά βρίσκονται «ἐν Ἰησοῦ Χριστοῦ γνώμῃ», ὅπως ἀναφέρει ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος· νά μή ἐπιβάλουν δικές τους ἀνθρώπινες ἀπόψεις. Ἔπρεπε νά φανερώνουν τή γνώμη τοῦ Χριστοῦ.
Στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας ὁ ἐπίσκοπος δέν ἐκφράζει μόνο τή γνώμη τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά καί τήν παρουσία του ἀοράτου, μοναδικοῦ ἀρχιερέα καί ἐπισκόπου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἀποτελεῖ ἐγγύηση τῆς παρουσίας αὐτῆς στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας, ἰδιαίτερα στά ἱερά μυστήρια, καί τῆς χαρισματικῆς ἐνέργειας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στήν Ἑκκλησία. Γι’ αὐτό στήν ὀρθόδοξη ὁμολογία τοῦ Δοσιθέου ἀναφέρεται πώς χωρίς τό ἐπισκοπικό ἀξίωμα, δέν εἶναι δυνατό «μήτε Ἐκκλησίαν, μήτε Χριστιανόν τινα ἤ εἶναι ἤ ὅλως λέγεσθαι».
Συνέπεια αὐτοῦ εἶναι οἱ λόγοι τοῦ ἁγίου Ἰγναντίου: «ὅπου ἄν φανῆ ὁ ἐπίσκοπος, ἐκεῖ καί τό πλῆθος ἔστω, ὥσπερ ὅπου ἄν ᾖ Χριστός, ἐκεῖ ἡ καθολική Ἐκκλησία». Γιά τή θεία εὐχαριστία ὁ ἴδιος ἅγιος ἐπίσκοπος τῆς Ἐκκλησίας λέγει ὅτι βεβαία καί ἐγγυημέη εἶναι ἐκείνη ἡ θεία εὐχαριστία, τήν ὁποία τελεῖ ὁ ἐπίσκοπος ἤ ἐκεῖνος πού ἔχει ἐξουσιοδοτηθεῖ ἀπό ἐκεῖνον, κάποιος δηλαδή πρεσβύτερος, πού ἀνήκει στό «πρεσβυτέριον» τοῦ ἐπισκόπου, πού ὀνομάζεται ἀπό τόν Ἰγνάτιο «ἀξιόπλοκος πνευματικός στέφανος».
Ὄχι πάνω ἀπό τήν Ἐκκλησία
«Ὁ ἐπίσκοπος εἶναι ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ καί ἡ Ἐκκλησία ἐν τῷ ἐπισκόπῳ», λέγει ὁ ἅγιος ἐπίσκοπος Κυπριανός καί γράφει στόν κλῆρο τῆς Ἐκκλησίας του, ὅτι δέν ἐπιχειρεῖ νά κάμει τίποτε χωρίς τή συμβουλή τους, οὔτε χωρίς τή συμφωνία τοῦ λαοῦ. Αὐτό θυμίζει τήν ἀποστολική Ἐκκλησία, στήν ὁποία ἡ καρδιά τοῦ πλῆθους τῶν πιστῶν ἦταν μία (Πράξ. δ΄32).
Ὁ ἐπίσκοπος νοεῖται πάντοτε σέ σχέση μέ τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καί ἰδιαίτερα σέ σχέση μέ τήν Κεφαλή, δηλαδή μέ τόν Χριστό: «ἐν Ἰησοῦ Χριστοῦ γνώμῃ»! (Ἰγνάτιος, πρβλ. Α΄ Κορ. β΄ 16. Πράξ. ιε΄ 28).
Ὁποιαδήποτε λοιπόν καί ἄν εἶναι τὰ προνόμια του ἐπισκόπου, δέν τοποθετεῖται ὑπέρανω τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά μεταξύ τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, πού μαζί μέ τόν Χριστό συνιστᾶ ὁλόκληρη τήν Ἐκκλησία.
Μεταξύ τοῦ Χριστοῦ πού εἶναι ἡ Κεαφαλή, καί τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ δέν παρεμβάλλεται τίποτα· «πρόβατα καί ποιμένες πρός τήν ἀνθρωπίνην εἰσίν διάκρισιν, πρός δέ τόν Χριστόν πάντες πρόβατα. Καί γάρ οἱ ποιμένες καί οἱ ποιμενόμενοι ὑφ’ ἑνός τοῦ ἄνω ποιμένος ποιμένονται».
Ἡ αὐθεντία τοῦ ἐπισκόπου εἶναι αὐθεντία τῆς Ἐκκλησίας καί ἡ διακονία του διακονία τῆς Ἐκκλησίας. Δέν μπορεῖ κανείς νά διασπάσει τήν ὀργανική ἑνότητα ἀνάμεσα στόν ἐπίσκοπο καί στό λαό· «Ἄνευ ἐπισκόπου δέν θά ὑπῆρχαν ὀρθόδοξοι πιστοί· ἀλλά καί ἄνευ ὀρθοδόξων πιστῶν δέν δύναται νά ὑπάρξει ἐπίσκοπος», ἀναφέρει σύγχρονος θεολόγος.
«Μηδέν ἄνευ γνώμης σου γινέσθω», γράφει ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος στόν ἐπίσκοπο Σμύρνης. Ὅμως αὐτό εἶναι ἡ μία πλευρά. Γι’ αὐτό συνεχίζει: «μηδέ σύ ἄνευ Θεοῦ τι πρᾶσσε»!
«Καί σύ, υἱέ ἀνθρώπου, σκοπόν δέδωκά σε τῷ οἴκῳ Ἰσραήλ, καί ἀκούσῃ ἐκ τοῦ στόματος μου λόγον», καί σέ ὦ υἱέ ἀνθρώπου, σέ ἔχω ἐγκαταστήσει φρουρόν στόν ἰσραληλιτικό λαό, γιά νά ἀκούσεις ἀπό τό δικό μου στόμα λόγο, λέγει ὁ Θεός στόν προφήτη Ἰεζεκιήλ καί αὐτό ἰσχύει καί γιά τόν ἐπίσκοπο (Ἰεζ. λγ΄ 7, πρβλ. Δευτερ. ιη΄20).
Πάντων διάκονος
Ὁ ἐπίσκοπος καλεῖται νά εἶναι ἄνθρωπος ἀγάπης, ὑπηρέτης, ὅλων, κατά τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ (Ματθ. κ΄26-28, κγ΄11. Μάρκ. θ΄ 35, ι΄ 43-44, Λουκ. κβ΄27).
Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος γίνεται κατηγορηματικός: «Ἐάν λοιπόν ἐγώ, ὁ Κύριος καί Διδάσκαλος, ἔπλυνα τά πόδια σας καί σεῖς ὀφείλετε νά πλένετε τά πόδια ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου. Παράδειγμα σᾶς ἔδωσα, διά νά κάνετε καί σεῖς καθώς σᾶς ἔκαμα ἐγώ» (Ἰω. ιγ΄ 14-15).
Στή διακονία του ὁ ἐπίσκοπος καλεῖται νά γίνει δοῦλος πάντων «διά Ἰησοῦ» (Β΄ Κορ. δ΄5). Ἄν καί εἶναι ἐλεύθερος ἔναντι ὅλων, ὀφείλει νά δουλώσει τόν ἑαυτό του σέ ὅλους γιά νά κερδίσει τούς περισσότερους νά γίνει «εἰς πάντας τά πάντα, ὥστε διά παντός τρόπον νά σώσει μερικούς» (Α΄ Κορ. θ΄19-22).
Καλεῖται πάντοτε νά παίρνει τή θέση τοῦ ἀδυνάτου, τοῦ ἀνθρώπου πού ὑποφέρει καί νά γίνει γι’ αὐτόν πατέρας. Τό ὅπλο του καί ἡ δύναμή του δέν παρομοιάζεται μέ τήν ἰσχύ τῶν ἀρχόντων τοῦ κόσμου τούτου. Καλεῖται νά ἐπιβάλλεται μέ τήν ἀγάπη, τήν πειθώ καί τό μαρτύριο. Αὐτό ὑπογραμμίζεται στήν ἁγία Γραφή.
«Ποιμάνατε τό ποίμνιο τοῦ Θεοῦ πού εἶναι μεταξύ σας, ὄχι ἀναγκαστικῶς ἀλλά θεληματικῶς, οὔτε μέ αἰσχροκερδῆ τρόπον, ἀλλά μέ προθυμίαν, οὔτε ὡς νά ἔχετε κυριαρχικήν ἐξουσίαν ἐπί ἐκείνων τούς ὁποίους σᾶς ἔλαχε νά ποιμάνετε («κατακυριεύοντας τῶν κλήρων»), ἀλλά νά δίδετε τό καλόν παράδειγμα εἰς τό ποίμνιον. Καί ὅταν φανερωθῆ ὁ Ἀρχιποιμήν, τότε θά λάβετε τό ἀμάρντον στεφάνι τῆς δόξης» (Α΄Πέτρ. ε΄ 2-4, πβλ. Ἰεζ. λδ΄1-31).
Τό πνεῦμα τῆς θυσίας, τό ὁποῖο πρέπει νά εἶναι ὁδηγός στόν ἐπίσκοπο, ἐκφράζεται καί στήν εὐχή τῆς χειροτονίας: «Σύ, Χριστέ, καί τοῦτον τόν ἀναδειχθέντα οἰκονόμον τῆς Ἀρχιερατικῆς χάριτος, ποίησον γνέσθαι μιμητήν Σοῦ τοῦ ἀληθινοῦ Ποιμένος, τιθέντα τήν ψυχήν αὐτοῦ ὑπέρ τῶν προβάτων Σου. ὁδηγόν τῶν τυφλῶν, φῶς τῶν ἐν σκότει, παιδευτήν ὀρφανῶν, διδάσκαλον νηπίων, φωστῆρα ἐν κόσμῳ… Σόν γάρ ἐστι τό ἐλεεῖ καί σώζειν ἡμᾶς, ὁ Θεός…»!
Από το βιβλίο : Ἡ Ὀρθοδοξία μας