Εννοούμε τη σωτηρία τού ανθρώπου. Ο άνθρωπος είναι ον λογικό και ελεύθερο. Είναι αυτεξούσιος και αυτοπροαίρετος. Έχει τη δυνατότητα να διαθέσει τη ζωή του, όπως αυτός νομίζει. Με ποια έννοια όμως είναι σκλάβος, από τι πιέζεται και ασφυκτιά, ώστε να έχει ανάγκη σωτηρίας;

Ο άνθρωπος μπορεί να είναι εξωτερικά ελεύθερος, όμως στο εσωτερικό βάθος της ψυχής του είναι δούλος της αμαρτωλής του φύσεως, του νόμου της σάρκας που βασιλεύει στα μέλη του, δούλος κάτω από τον πιεστικό ζυγό του διαβόλου94. Από τότε πού έπεσε στην Εδέμ, δυνάμεις ξένες προς τη φύση του εισόρμησαν σ’ αυτή, την κατέλαβαν και την καταδυνάστευσαν. Σκότισαν το μυαλό του, αδυνάτισαν τη βούλησή του, τον αιχμαλώτισαν στο ζυγό της αποστασίας. Άλλαξε αυθέντη ο άνθρωπος. Ενώ στην αρχή ήταν δοσμένος στον Πλάστη του, αφοσιωμένος στο θείο Του θέλημα κι ευτυχισμένος κοντά Του, με την πτώση του άλλαξε αυθέντη και Κύριο, υποτάχθηκε στον εχθρό του Θεού, τον διάβολο, ο οποίος, αφού τον παραπλάνησε, έγινε άρχοντας του κόσμου τούτου95. Η ζωή του παραβάτη γέμισε έκτοτε δεινά και αθλιότητα. Η αμαρτία τον πίεζε μέχρι θανάτου, έκανε καυτή κόλαση τη ζωή του. Κινδύνευε να χαθεί το πλάσμα που τόσο όμορφα έπλασε ο Θεός. Ο διάβολος φαινόταν ότι νίκησε το Θεό, αφού μπόρεσε να καταστρέψει την εικόνα Του!

Καμιά άλλη δύναμη κτιστή δεν μπορούσε να σώσει το δυστυχισμένο πλάσμα του Θεού. Μόνο ο αγαθός, παντοδύναμος και πάνσοφος δημιουργός μπορούσε να πάρει στα χέρια του το χαλασμένο πλάσμα του, το σκεύος του το ωραίο και καλό, να το αναπλάσει, να του κλείσει τις ρωγμές και τα χαλάσματα, να το αναπαλαιώσει και να το κάνει και πάλι καινούργιο, ολοφώτεινο κι αστραφτερό, όπως ήταν όταν πρωτοβγήκε από τα χέρια του. Για να πετύχει αυτό ο Θεός έγινε άνθρωπος, έζησε την ιστορική ζωή στη γη, αναλαμβάνοντας ο ίδιος να διεκπεραιώσει την υπόθεση του παραβάτη. Τον πήρε απάνω του στο σημείο πού εκείνος έπεσε, πήρε τη σκυτάλη από τα χέρια του πεσμένου του πλάσματος και συνέχισε αυτός να ζει την αληθινή ζωή, πετυχαίνοντας τον προορισμό του θεόμορφου ζώου.

Ειδικότερα από τι ελευθερώθηκε ο πεσμένος άνθρωπος;

Από την τραγικότητα της υπάρξεως, από τη δυστυχία και την αθλιότητα της ζωής. Η τραγικότητα της ανθρώπινης ζωής ξετυλίγεται σε δύο φάσεις, την επίγεια και την ουράνια. Η τελευταία βέβαια αφορά όσους πιστεύουν στη μετά θάνατο ζωή. Οι άπιστοι δεν πολυσκοτίζονται γι’ αυτά τα πράγματα.
Η ζωή των ανθρώπων στη γη είναι πολύ μπερδεμένη. Πολλές φορές καταντά αφόρητη. Ενώ το όνειρο κάθε ανθρώπου είναι η ευτυχία, ο πραγματικός κλήρος της ζωής του είναι η δυστυχία και η αθλιότητα. Ο καθημερινός άνθρωπος είναι ανήσυχος· δεν ειρηνεύει ούτε με τον εαυτό του, αλλ’ ούτε και με το συνάνθρωπο. Τον πνίγουν εχθρότητες και μίση. Είναι άφιλος και έρημος. Μαστίζεται από τα πάθη και τις επιθυμίες του. Είναι άτομο διχασμένο. Δεν ξέρει ούτε τι θέλει ούτε τι επιδιώκει. Δεν έχει πυξίδα στη ζωή του. Οι προσανατολισμοί του είναι ομιχλώδεις και αδιόρατοι. Υποφέρει στο εσωτερικό της ψυχής του. Η συνείδησή του είναι διαρκώς ταραγμένη. Φοβάται το θάνατο. Διερωτάται γιατί ζει και καμιά φορά ο ίδιος θέτει τέρμα στη ζωή του.

Και διερωτάται κανείς· πώς συμβαίνει ο άνθρωπος, που και μυαλό έχει καίεπιστήμη και τεχνική και δυνατότητες να κτίσει μια όμορφη ζωή, να ζει τόσο άθλια και τραγικά πάνω στη γη; Η απάντηση δεν είναι δύσκολη· γιατί είναι κακός και αμαρτωλός. Η αμαρτία είναι το πικρό δηλητήριο που σκοτώνει την ύπαρξη, οδηγεί τον άνθρωπο στο θάνατο. Τον χωρίζει από το Θεό, την πηγή της πραγματικής χαράς. Στην αμαρτία ο άνθρωπος χάνει την αλήθεια του, ντύνεται το ψεύδος και την πλάνη, νεκρώνεται πνευματικά.

Και καλά εδώ κάτω στη γη· υπάρχουν όμως και άλλα πολύ χειρότερα· η ζωή του ανθρώπου που ξεδιπλώνεται όταν κλείσει οριστικά τα μάτια του. Η ζωή που ξετυλίγεται στην αιωνιότητα. Αν ο άνθρωπος στην εδώ ζωή του δεν μετανιώσει για την κακότητα και τις αμαρτίες του, αν κουβαλήσει μαζί του τη νέκρωση της φθοράς της αμαρτίας, θα παραδοθεί στον αιώνιο πνευματικό θάνατο, που θα είναι ο οριστικός αποχωρισμός του από το Θεό, την αιώνια πηγή της αληθινής ζωής. Θα περιέλθει σε μια οδυνηρή κατάσταση96 που την αποκαλούμε κόλαση, της οποίας αρχηγός είναι ο διάβολος. Όση δούλεψαν στο διάβολο και πέθαναν αμετανόητοι θα πάνε με το διάβολο, εκεί που είναι το σκοτάδι, ο κλαυθμός και ο τρυγμός των οδόντων.

Από την αθλιότητα, λοιπόν, της ζωής αυτής και το φρικτό τέλος του αιώνιου πνευματικού θανάτου και τη δυνάστευση του διαβόλου μας έσωσε ο Κύριος με το λυτρωτικό έργο του. Κοντά του ο άνθρωπος γαληνεύει, ελευθερώνεται από τα δεσμά του, βλέπει το πραγματικό νόημα της ζωής, ατενίζει το φως και ζει πραγματικά ευτυχισμένος, ικανοποιώντας όλες τις υπαρξιακές ανάγκες του. Κοντά στο Χριστό υπάρχει το φως, η αλήθεια και η ζωή.

Δεν μπορούσε ο Θεός με ένα νεύμα του να σώσει τον άνθρωπο ευθύς μετά την πτώση του; Και γιατί ανέβαλε επί τόσους αιώνες τη σωτηρία του;

Και βέβαια μπορούσε να τον σώσει ο Θεός ευθύς μετά την πτώση του. Ο Θεός είναι παντοδύναμος. Κανένα εμπόδιο δεν μπορεί να σταθεί μπροστά στις άγιες βουλές του. Μόνο την αμαρτία δεν μπορεί να κάνει, γιατί αυτό θ’ αναιρούσε την πανάγια φύση του. Η «αδυναμία» αυτή δεν περιορίζει την απόλυτη παντοδυναμία του, τουναντίον τη βεβαιώνει και τη στηρίζει. Δυνατός δεν είναι εκείνος που κάνει την αμαρτία, αλλ’ αυτός που την αποφεύγει. Το κακό γενικά δεν είναι δύναμη, αλλά αδυναμία.

Ο Θεός δεν έσωσε τον άνθρωπο ευθύς μετά την πτώση του όχι γιατί δεν μπορούσε, αλλά γιατί δεν ήθελε. Η βουλή και ενέργεια του Θεού δεν είναι δυνάμεις τυφλές και αυθαίρετες, αλλ’ ενταγμένες στην αγάπη, την αγιότητα και τη δικαιοσύνη του. Δεν είναι παρορμητικός ο Θεός ώστε να ενεργεί αυθαίρετα και σπασμωδικά, επηρεαζόμενος από παράγοντες εσωτερικούς και εξωτερικούς. Ο Θεός έχει τα δικά του κριτήρια, τα οποία εμείς οι φτωχικοί άνθρωποι αδυνατούμε να κατανοήσουμε. Είναι δε τα κριτήρια αυτά κριτήρια αληθινής αγάπης προς τα πλάσματά του, πού αποβλέπουν πάντοτε στο πνευματικό συμφέρον και τη σωτηρία τους.

Ο Θεός θέλησε να σώσει τον άνθρωπο στον κατάλληλο καιρό, στο πλήρωμα του χρόνου. Προηγούμενα όμως ο άνθρωπος έπρεπε να ποθήσει ο ίδιος τη σωτηρία του. Αν τον έσωζε ο Θεός ευθύς μετά την πτώση του, χωρίς καμιά άλλη εσωτερική διεργασία, το πράγμα δεν θα είχε νόημα για ένα πλάσμα λογικό που θέλει και βουλεύεται ελεύθερα. Η παιδαγωγούσα πρόνοια του Θεού άφησε τον άνθρωπο στην κακότητα και την αθλιότητα της φύσεώς του να πονέσει, να υποφέρει, να συνειδητοποιήσει το βάρος της αμαρτωλότητάς του, να απελπισθεί από κάθε δυνατότητα να σωθεί από μόνος του και έτσι να στραφεί εναγώνια προς το Θεό, ζητώντας την εξ ύψους δύναμη. Από την άλλη ο Θεός δεν άφησε αβοήθητο τον αμαρτωλό άνθρωπο. Με την παλαιά διαθήκη του, με το φως του σπερματικού λόγου πού υπάρχει σε κάθε άνθρωπο και κάτω από την επήρεια του εκάστοτε πνευματικού και ιστορικού περιβάλλοντος η πρόνοια του Θεού προετοίμαζε το έδαφος και καλλιεργούσε τα πνεύματα, ώστε ευκολότερα να γίνει αποδεκτό το κήρυγμα της σωτηρίας από τον πονεμένο άνθρωπο.

Η αναβολή του έργου της σωτηρίας δεν ζημίωσε τους ανθρώπους πού έζησαν πριν από αυτό;

Ουσιαστικά δεν γνωρίζουμε, όπως δεν γνωρίζουμε την οικονομία του Θεού για τους ανθρώπους πού έζησαν και εξακολουθούν να ζουν μετά την έλευση του Χριστού και οι οποίοι δεν έχουν ακούσει για το λυτρωτικό έργο του. Αυτές είναι υποθέσεις του Θεού, που δεν μπορούμε εμείς οι άνθρωποι να εξιχνιάσουμε. Το μόνο που γνωρίζουμε είναι ότι ο Θεός, ως στοργικός πατέρας, ενεργεί πάντοτε προς το συμφέρον των λογικών πλασμάτων του. Πιστεύουμε ακράδαντα στην παιδαγωγούσα του πρόνοια. Ούτε είναι συνετό να θεωρούμε τους εαυτούς μας προνομιούχους γιατί ζούμε στην ιστορική διάσταση του λυτρωτικού έργου του Χριστού, γιατί τα έσχατα (η κρίση του Θεού) είναι ενδεχόμενο να μας επιφυλάξουν πολλές εκπλήξεις!

Στους προ Χριστού ζήσαντες δόθηκε η ευκαιρία σωτηρίας με το λυτρωτικό κήρυγμα του Χριστού στον άδη, στους ζοφερούς μυχούς του οποίου βρίσκονταν πεπεδημένα τα πνεύματα. Όσοι αποδέχτηκαν το κήρυγμα της σωτηρίας λυτρώθηκαν από τη φθορά και το θάνατο. Οι άλλοι όχι.
Τα πράγματα αυτά δεν πρέπει βέβαια να τα πιέζουμε πολύ, γιατί υπάρχει κίνδυνος όχι μόνο να μη φτάσουμε πουθενά, αλλά να ταραχθεί και το μυαλό μας.

 Πώς έσωσε τον κόσμο ο Θεός;

Με την ενανθρώπηση του Υιού και Λόγου του. Η σωτηρία καταβλήθηκε ήδη κατά τη στιγμή της μορφώσεως του θεανδρικού προσώπου του Χριστού. Η ανθρώπινη φύση με την ένωσή της με τη θεία φύση αγιάζεται και θεοποιείται. Αποβάλλει τη φθορά, ανακαινίζεται και αναδημιουργείται, ανατρέχουσα στην προπτωτική της κατάσταση, στην καθαρότητα και φωτοείδεια της εικόνος, πού αμαυρώθηκε από την αμαρτία. Με τη σάρκωσή του ο Θεός έγινε άνθρωπος και ο άνθρωπος κατά χάρη Θεός. Η Ορθοδοξία αποθέτει μεγάλο βάρος στο γεγονός της εισόδου του Χριστού στον κόσμο, στη γέννηση του σαρκωμένου Λόγου.

Ο Χριστός έσωσε τον κόσμο ασκώντας το προφητικό του αξίωμα. Ως αυτοαλήθεια και ζωή δίδαξε την αλήθεια στον άνθρωπο, φωτίζοντας τον σκοτισμένο νου του και ελευθερώνοντας τον πλανεμένο από την αγνωσία, στην οποία τον οδήγησε η παρακοή. Η αλήθεια ελευθερώνει τον άνθρωπο, χαρίζοντάς του τη χαρά και την άνεση της ζωής του Θεού.

Ο Χριστός λύτρωσε παράλληλα τον άνθρωπο ενασκώντας το αρχιερατικό του αξίωμα. Πρόσφερε στον ουράνιο Πατέρα του θυσία ιλαστήρια την άγια ζωή του. Έχυσε το αίμα του επάνω στο σταυρό για να ξεπλύνει τα αίσχη της φθοράς και το ρύπο της προγονικής παραβάσεως. Με το θάνατό του πάτησε το θάνατο, αμβλύνας το φοβερό κέντρο του και μεταλλάσσοντάς τον σε πύλη εισάγουσα στην ουράνια ζωή. Άπλωσε τις παλάμες του στο σταυρό και ειρήνευσε την κτίση, μάζεψε τα σκορπισθέντα και «ήνωσε τα το πριν διεστώτα», δηλαδή το Θεό και τον άνθρωπο, που είχε χωρίσει η προπατορική αμαρτία. Έκαμε τον αμαρτωλό και πάλι παιδί του Θεού αγαπητό, του άνοιξε διάπλατα τις πύλες της πατρικής εστίας και τον οδήγησε στα δώματα της θείας βασιλείας.

Ο Χριστός ενασκώντας το βασιλικό λυτρωτικό του αξίωμα, έσωσε τον άνθρωπο και με τη ζωηφόρο του Ανάσταση. Νίκησε τελειωτικά το θάνατο, αφού προηγούμενα το συνέτριψε με την κατάβασή του στον άδη, εγκεντρίσας στην πεσμένη φύση τη ζωή του Θεού. Η φύση στον αναστάντα Κύριο απέθεσε τη φθορά του δέντρου της παρακοής, ντύθηκε τάιμάτια του παραδείσου της χαράς, φόρεσε την αστραφτερή ακτίνα της θείας ενέργειας, έλαμψε το φως του Θεού και κέρδισε αμετάτρεπτα την αθανασία και την αειζωία. Η ανάσταση του Κυρίου ανακαίνισε γη και ουρανούς.

Τέλος ο Κύριος έσωσε τον άνθρωπο με την ένδοξη στον ουρανό Ανάληψή του. Στην Ανάληψη θεωρείται πλήρες και τέλειο το λυτρωτικό έργο του Χριστού. Φέρει τη σφραγίδα και την υπογραφή του Θεού. Το θεωμένο πλάσμα θρονιάζεται ακλόνητα στους κόλπους της θεότητας, στην τριαδική φωταύγεια και δόξα.
Όλες οι πιο πάνω στιγμές, αδιαχώριστες, εκφράζουν ολοκληρωμένο το σχέδιο της θείας περί τον άνθρωπο οικονομίας, το ναι του Θεού στο όχι της εκτροχιασθείσας πλάσης.

 Ο θάνατος του Θεού επέφερε πραγματική νέκρωση στο σώμα του Χριστού;

Ναι. Πρέπει όμως να προσέξουμε. Δεν λέμε ο θάνατος της θεότητας. Αυτό θα ήταν λάθος. Η θεότητα από τη φύση της δεν πεθαίνει. Ούτε μπορεί να εφαρμοστεί σ’ αυτήν η αντίδοση των ιδιωμάτων. Κάτι τέτοιο θα επέφερε σύγχυση των φύσεων. Είναι όμως ορθό να λέμε ότι ο Θεός πέθανε. Πέθανε στο Χριστό «σαρκί», δηλαδή στη σάρκα του που πήρε από την αγία Θεοτόκο. Οι Αφθαρτοδοκήτες δεν θα δέχονταν πραγματικό θάνατο της Κυριακής σαρκός, αλλά φαινομενικό, οικονομικό («κατ’ οικονομίαν»). Το σώμα όμως του Χριστού πραγματικά νεκρώθηκε επάνω στο σταυρό. Από την πλευρά του έρρευσαν «αίμα και ύδωρ», όταν αυτή κεντήθηκε από τη λόγχη του στρατιώτη. Άμα εξέπνευσε ο Κύριος (παρέδωσε το πνεύμα του στον ουράνιο Πατέρα), το σώμα του νεκρό κατατέθηκε στο μνήμα, όπου πήγαν να το μυρίσουν οι άγιες γυναίκες.

Δεν ήταν φενάκη ο θάνατος του Χριστού αλλά γεγονός πραγματικό και ιστορικό, όπως αληθινή ήταν και η ανθρώπινη φύση του. Αλλιώτικα, πώς θα μπορούσε να σώσει πραγματικά τον άνθρωπο;

 Με το θάνατο εγκατέλειψε ο Θεός τον άνθρωπο (Χριστό);

Όχι. Η ένωση των φύσεων στο Χριστό ήταν αδιαίρετη και αδιαχώριστη. Η θεότητα σε καμιά περίπτωση δεν εγκατέλειψε το πρόσλημμα της ανθρώπινης φύσεως. Ο άνθρωπος στο Χριστό μένει εις τον αιώνα.

Έτσι στον τάφο το νεκρό σώμα του Κυρίου δεν έπαψε να είναι ενωμένο με τη θεότητα. Ήταν σώμα θεοφόρητο και θεοδύναμο. Γιαυτό δεν μπορούσε να χωρήσει στη διάλυση και την αποσύνθεση. Ήταν σώμα που δυναμίτισε τα μνήματα. Αλλά και η ψυχή του Λυτρωτή, μετά τον αποχωρισμό της από το σώμα, δεν εγκαταλείφθηκε από τη θεότητα. Και αυτή, θεοχώρητη και θεοδύναμη, κατέβηκε στο χωρίο του θανάτου, όπου ο Άδης κατάπληκτος έβλεπε άνθρωπο «κατάστικτον τοίς μώλωψι και πανσθενουργόν». Η ψυχή του Χριστού με τη ρομφαία της θεότητος κατέκοψε τα δεσμά του θανάτου, νέκρωσε τον Άδη, συνέτριψε το σκοτεινό δεσμωτήριο, όπου κρατούνταν απ’ αιώνος αιχμάλωτες οι ψυχές των πεθαμένων ανθρώπων.

«Εν τάφω σωματικώς εν δου δε μετά ψυχής ως Θεός…» απαγγέλλει ωραιότατα η Εκκλησία μας, δηλώνοντας την κορυφαία στιγμή του χριστολογικού δόγματος της πίστεως.

 Ο Χριστός πέθανε για όλους τους ανθρώπους;

Ναι, πέθανε για όλους τους ανθρώπους, για την ανθρώπινη φύση γενικά, στην οποία περικλείονται όλες οι ανθρώπινες υποστάσεις, όλα τα πρόσωπα του λογικού ζώου. «Χριστός υπέρ πάντων απέθανε», λέγει η Γραφή. Δεν πέθανε επιλεκτικά για ορισμένους ανθρώπους. Κάτι τέτοιο θα ήταν ανάρμοστο προς τη χρηστότητα και τη δικαιοσύνη του. Άσχετο βέβαια το ζήτημα, αν όλοι οι άνθρωποι δεν ωφελούνται από τη λυτρωτική δύναμη του θανάτου του Χριστού. Διότι, για να γίνει αυτό, πρέπει να συμπράξει και ο άνθρωπος με τη δική του θέληση και ενέργεια, κάτι που δυστυχώς δεν συμβαίνει. Για μερικούς σαν να μην πέθανε ο Χριστός! Η ζωή τους είναι τόσο ξένη προς το μυστήριο του Χριστού, ώστε να παραδίδονται αμαχητί στη νέκρωση του φυσικού και του πνευματικού θανάτου. Το οξύμωρο του τραγικού ζώου στην πιο ελεεινή του κορύφωση!

Ποια ήταν η δραστικότητα της ιλαστικής θυσίας του σταυρού;

Κατά την ορθόδοξη πίστη η σταυρική θυσία του Κυρίου είναι δραστική, σώζουσα τον άνθρωπο από την αμαρτία. Σε αυτή δεν γίνεται λόγος κατά πόσον η θυσία του Χριστού καλύπτει ή υπερβάλλει τά ανθρώπινα αμαρτήματα. Διδάσκει απλώς ότι η θυσία του Κυρίου ικανοποιεί πλήρως τη θεία δικαιοσύνη, αίρουσα την ενοχή και τις ποινές της αμαρτίας, χωρίς αυτή (η θεία δικαιοσύνη) να έχει ανάγκη άλλης ικανοποιήσεως για να συγχωρήσει τον αμαρτωλό άνθρωπο.

Συμφωνεί με αυτά η ρωμαιοκαθολική θεολογία;

Όχι. Κατά τη διδασκαλία της η θυσία του Κυρίου έχει υπεραρκή αξιομισθία· πρώτον διότι τα παθήματα του Χριστού (παθήματα του Θεού «σαρκί») είχαν άπειρη αξιομισθία· και δεύτερον, γιατί ο άνθρωπος στον οποίο εφαρμόζεται η αξιομισθία αυτή, είναι ον πεπερασμένο, άρα και η ενοχή του είναι ομοίως πεπερασμένη. Από την άλλη, κάνοντας διάκριση μεταξύ ενοχής και ποινών, φρονεί ότι μόνον η ενοχή και οι ποινές των προ του βαπτίσματος αμαρτιών συγχωρούνται, ενώ για τις μετά το βάπτισμα απαιτούνται πρόσκαιρες ποινές του αμαρτωλού και εδώ και στο καθαρτήριο πυρ.

Τις πρόσκαιρες αυτές ποινές μπορεί να συντέμνει ή και να τις αίρει κατά βούληση η Εκκλησία. Τις αντιλήψεις της αυτές η Ρωμαϊκή Εκκλησία στηρίζει και στον εξής συλλογισμό· αφού της αξιομισθίας του Κυρίου δεν κοινώνησαν όλοι οι άνθρωποι, συνεπές είναι να υπάρχουν αδιάθετα περισσεύματα, τα οποία μπορούν να χρησιμοποιηθούν από την Εκκλησία για την πλήρωση του ταμείου των αξιομισθιών (του Χριστού και των αγίων), στο οποίο στηρίζονται οι περίφημες λυσίποινες αφέσεις (συγχωροχάρτια).

Τα διδάγματά της αυτά η Δυτική Εκκλησία στηρίζει κυρίως στο χωρίο της Γραφής Ρωμ. 5,15· «Ει γάρ τώ του ενός παραπτώματι οι πολλοί απέθανον, πολλώ μάλλον η χάρις του Θεού και η δωρεά εν χάριτι τη του ενός ανθρώπου Ιησού Χριστού εις τους πολλούς επερίσσευσεν». Στο χωρίο όμως αυτό γίνεται θεωρητικά σύγκριση της ενοχής του προπατορικού αμαρτήματος με τη χάρη πού απέρρευσε από την ιλαστική θυσία του Χριστού. Λέγεται, δηλαδή, αν η αμαρτία του Αδάμ οδήγησε τους πολλούς (όλους) στο θάνατο, πολύ περισσότερο και βεβαιότερο έκανε τη σωτηρία η χάρη του Σταυρού. Η σύγκριση λαμβάνει πρακτική σημασία, ευθύς ως το υποτιθέμενο περίσσευμα της δωρεάς του έργου του Χριστού σχηματίσει το ταμείο της περισσεύουσας αξιομισθίας πού αποτελεί τη βάση των αφέσεων. Περί αυτού όμως σε προσεχές μας ερώτημα.

Από την άλλη οι Ρωμαιοκαθολικοί για να στηρίξουν τη διάκριση ποινών αιώνιων και πρόσκαιρων παρουσιάζουν και παραδείγματα ανδρών (Μωυσής, Δαβίδ, Ααρών), οι οποίοι αν και συγχωρήθηκαν από το Θεό, όμως επεβλήθηκαν σ’ αυτούς πρόσκαιρες ποινές. Αυτό είναι βέβαια αληθές. Όμως οι επιβληθείσες αυτές ποινές δεν είχαν χαρακτήρα ικανοποιητικό· ήταν παιδαγωγίες του Θεού, φάρμακα, τά οποία αποσκοπούσαν στην ηθική των αμαρτωλών βελτίωση. Αυτό φρονεί η Ορθόδοξη Εκκλησία.

Η διάκριση, τέλος, αιώνιων ποινών τις οποίες στο μυστήριο της μετανοίας συγχωρεί ο Θεός, από τις πρόσκαιρες για τις οποίες πρέπει, τιμωρούμενος ο αμαρτωλός, να ικανοποιήσει τη θεία δικαιοσύνη, οδηγεί στο άτοπο συμπέρασμα ότι ο Θεός δεν θέλει ή δεν μπορεί να συγχωρήσει την αμαρτία σε όλη της την έκταση, ιδέα βλάσφημη και υβριστική για το μέγεθος της αγάπης και της χρηστότητας του Θεού.

Τι διδάσκουν περί θανάτου και ιλαστικής θυσίας του Χριστού ορισμένες προτεσταντικές παραφυάδες (Σωκινιανοί και Αρμινιανοί);

Στις αιρέσεις αυτές είναι χαρακτηριστικός ο τρόπος με τον οποίο ο ορθός λόγος εφαρμοζόμενος στο χώρο της πίστεως, μπορεί να καταστρέψει την ουσία και το μυστηριακό χαρακτήρα των χριστιανικών αληθειών.

Προτού όμως αποδιοργανώσουν τα δόγματα περί θανάτου και ιλαστικής θυσίας του Χριστού, οι αιρέσεις αυτές αποδιοργάνωσαν ήδη το χριστολογικό δόγμα της πίστεως. Νιώθοντας όπως και οι Νεστοριανοί, δεν πιστεύουν ότι ο Χριστός ήταν πλήρης και τέλειος Θεός, αλλά απλός άνθρωπος με τον οποίο ενώθηκε αργότερα ηθικά ο Θεός. Στην βάση αυτή κτίζονται στη συνέχεια οι πολλές ατοπίες και οι αλογίες του συστήματος αυτών. Ας τις δούμε συνοπτικά.

Ο θάνατος ενός ανθρώπου -έστω κι αν αυτός είναι ενωμένος με το Θεό- δεν έχει από μόνος του τη δύναμη να ικανοποιήσει τη θεία δικαιοσύνη και δεν αρκεί να εξιλεώσει τα αμαρτήματα τόσων μυριάδων ανθρώπων πού έζησαν πάνω στη γη. Αν όμως αυτό ήρκεσε, δεν οφείλεται στη θυσία του Χριστού καθ’ εαυτήν, αλλά στο ότι, μιας και προσφέρθηκε σ’ αυτόν από τον Υιό του, ευδόκησε ο Θεός στην άμετρη αγάπη του να την αποδεχτεί και να συγχωρήσει τον αμαρτωλό άνθρωπο. Άπορο βέβαια είναι πώς ο άγιος Θεός δέχτηκε μια θυσία που δεν είχε καμία αξία λυτρωτική και στη βάση της ικανοποιήθηκε από αυτή και εξάλειψε την ενοχή και τις ποινές των αμαρτωλών ανθρώπων!

Η θυσία του Χριστού δεν μπορεί να ικανοποιήσει τη θεία δικαιοσύνη και να συγχωρήσει τις αμαρτίες των ανθρώπων. Μία τέτοια ικανοποίηση δεν έχει νόημα. Αυτός πού ικανοποιείται, αφού πάρει αυτό που θέλει, δεν χαρίζεται στον οφειλέτη. Ο πανάγαθος Θεός παρουσιάζεται να μην μπορεί, χωρίς ικανοποίηση, να συγχωρήσει τον αμαρτωλό άνθρωπο. Ομοίως η θυσία του Χριστού δεν μπορεί να επεκτείνει την αξιομισθία της και σε άλλους αμαρτωλούς ανθρώπους, απλούστατα γιατί η οφειλόμενη στην αμαρτία ποινή είναι αυστηρά προσωπική και δεν μεταφέρεται σε άλλους.

Έπειτα ο Κύριος δεν απέτισε τη θεία δίκη σε όλη της την έκταση, αφού υποστάς το θάνατο αναστήθηκε εκ των νεκρών. Ο θάνατος του Χριστού έχει ηθική και παιδαγωγική μόνο σημασία. Δι’ αυτού ο Κύριος δίδαξε τους ανθρώπους σωτήρια διδάγματα περί χάριτος, μετανοίας, αγιασμού και αιώνιας ζωής, καταστήσας σαφές ότι ο θάνατος είναι ασφαλής οδός, οδηγούσα στην ανάσταση και τη δόξα, αναρριπίζοντας την ελπίδα των πιστών για τη μέλλουσα σωτηρία, και το συνδοξασμό τους με το Χριστό στη θεία βασιλεία.

Είναι ενδεικτικό ότι για τους αιρετικούς αυτούς το μόνο λυτρωτικό αξίωμα του Χριστού είναι το προφητικό, στο οποίο υπάγονται τα άλλα δύο, το αρχιερατικό και το βασιλικό. Τα τελευταία αυτά αξιώματα περιεδύθη ο Χριστός μετά την ύψωσή του στη δόξα του Θεού.

Απ’ όλα αυτά γίνεται σαφές πώς η άμετρη χρήση του ορθού λόγου στα δόγματα της πίστεως μπορεί να καταστρέψει το μυστηριακό λόγο του Θεού.

 http://www.apostoliki-diakonia.gr/gr_main/catehism/theologia_zoi/themata.asp?contents=selides_katixisis/contents_SymboloPisteos.asp&main=kat002&file=7.htm