Δευτέρα 26 Σεπτεμβρίου 2022

Πῶς νὰ ἀποφεύγουν οἱ ὁδηγοί τά ἀτυχήματα

 ΠΑΤΕΡΙΚΑΙ ΔΙΔΑΧΑΙ

«καὶ πᾶν ὅ,τι ἂν ποιῆτε ἐν λόγῳ ἢ ἐν ἔργῳ, πάντα ἐν ὀνόματι Κυρίου Ἰησοῦ, εὐχαριστοῦντες τῷ Θεῷ καὶ πατρὶ δι’ αὐτοῦ. (: Καὶ κάθε τι ποὺ κάνετε μὲ λόγο ἢ μὲ ἔργο, ὅλα νὰ τὰ κάνετε γιὰ νὰ ἀρέσετε στὸν Κύριο Ἰησοῦ καὶ γιὰ τὴ δική του δόξα, εὐχαριστώντας μέσῳ αὐτοῦ τὸν Θεὸ καὶ Πατέρα, ποὺ τόσο πολύ μᾶς ἀγάπησε) (Κολ. γ΄ 17).

Πολλοὶ Πατέρες λέγουν ὅ,τι καὶ νὰ κάνουμε πάντα νὰ κάνουμε τὸν Σταυρό μας καὶ νὰ ζητοῦμε τὴ βοήθεια τοῦ Κυρίου. Ὁ θεῖος Χρυσόστομος μᾶς συμβουλεύει; «Ἂν τρῶς, ἂν πίνης, ἂν παντρεύεσαι, ἂν ταξιδεύης, ὅλα νὰ τὰ κάνης στὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, δηλαδή, καλώντας Αὐτὸν βοηθό. Σ’ ὅλα νὰ προσεύχεσαι σ’ Αὐτὸν καὶ μετὰ νὰ καταγίνεσαι μὲ τὶς ὑποθέσεις σου. Θέλεις νὰ πῆς κάτι; Νὰ προτάσσης αὐτὸ τὸ ὄνομα. Γι’ αὐτὸ κι ἐμεῖς προτάσσουμε στὶς ἐπιστολές μας τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου. Ὅπου βρίσκεται τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, τὰ πάντα εἶναι εὐνοϊκά. Γιατί ἂν τὰ ὀνόματα τῶν ὑπάτων ἀσφαλίζουν τὰ ἔγγραφα, πολὺ περισσότερο τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ».

Ἰδιαίτερα ὅμως ὅλοι οἱ ὁδηγοὶ πρὶν ξεκινήσουν πρέπει νὰ ζητοῦν τὴ βοήθεια τοῦ Κυρίου.

⚫ Στὸ βίο τοῦ Ἁγίου Γέροντα Ἰωάννου Καλαΐδη, ἀναφέρεται σχετικὰ μὲ τὴν ὁδήγηση. Λέγει σὲ κάποιο πνευματικό του παιδί: «Ἔπαθες ὅ,τι ἔπαθες ἀλλὰ ἁγιασμὸ στὸ αὐτοκίνητο δὲν ἔκανες!!!». Ἔμεινα ἄφωνος, γιατί ὄντως δὲν εἶχα κάνει ἁγιασμό. Ἕνα χρόνο πιὸ πρίν, κι ἐνῷ εἶχα ἀγοράσει τὸ αὐτοκίνητο μόλις δύο μῆνες, γιὰ νὰ μὴ χτυπήσω ἕνα κορίτσι ποὺ παραβίασε μὲ μηχανάκι τὸ STOP, παρέκκλινα ἀπὸ τὴν πορεία μου, τράκαρα καὶ τὸ αὐτοκίνητο ὑπέστη σοβαρὴ ζημιά. Ὁ Παππούλης ἔκανε στὴν συνέχεια ἁγιασμὸ καὶ τότε μόνο μᾶς ἄφησε νὰ φύγουμε.

Σὲ μία ἄλλη ἐπίσκεψή μας, μ’ ὅλη τὴν οἰκογένεια, εἶπε στὸ γιό μου: «Ὅταν εἶναι νὰ ὁδηγήσης πρῶτα νὰ κάνης τὸν σταυρό σου. Ὅταν μὲ τὸ καλὸ ἐπιστρέψης, πάλι νὰ κάνης τὸ σταυρό σου, σὲ ἔνδειξη εὐγνωμοσύνης πρὸς τὸ Θεό. Ὅταν περπατᾶς στὸ δρόμο, τίποτα νὰ μὴ σκέφτεσαι, ἀλλὰ νὰ λὲς τὴν εὐχὴ, ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ, ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ».

⚫ Στὸ βιβλίο τοῦ Διονυσίου Μακρῆ «Ὅπως Μιλάει ὁ Θεός», μεταξὺ τῶν ἄλλων ἀναφέρονται καὶ τὰ ἑξῆς χαρακτηριστικά γιὰ κάποια δαιμονισμένη:

«Σκάσε βρωμόπαπα! Μὴ μιλᾶς, γιατί θὰ σὲ καταστρέψω. Θὰ τὰ σπάσω ὅλα, θὰ τὰ κάνω λαμπόγυαλα»… εἶπε τότε μὲ ἀλλοιωμένη φωνὴ ἡ Ἀλεξία.

Ὁ γέροντας ἀμέσως ἔβγαλε τὸν ξύλινο σταυρὸ ποὺ φοροῦσε καὶ ἄρχισε νὰ σταυρώνη τὴν δαιμονισμένη κοπέλλα στὸ κεφάλι.

Ἡ μητέρα της ἀπευθυνόμενη στὴν κόρη της προσπάθησε νὰ τὴν μαλώση ποὺ μίλησε μὲ τέτοιο ἀπαράδεκτο τρόπο στὸν παπά.

Τότε τὸ δαιμόνιο ἄρχισε νὰ περιγράφη μία σειρὰ ἀστοχιῶν ἀπὸ μέρους της καὶ νὰ τὴν βρίζη. Ἐκείνη ξαφνιάστηκε καὶ ἄρχισε νὰ κλαίη. Ὁ παπὰς τῆς ἔγνεψε νὰ σιωπήση.

Μὲ εὐλάβεια στὴν συνέχεια ὁ παππούλης εἰσῆλθε στὸ Ἱερὸ Βῆμα. Ἀσπάσθηκε τὴν Ἁγία Τράπεζα, ἔβαλε τὸ πετραχήλι του καὶ γονάτισε μπροστὰ στὴν Εἰκόνα τῆς Παναγίας καὶ φαινόταν ἐπὶ δέκα λεπτὰ σὰν νὰ διαλεγόταν μαζί Της ψιθυριστά…

Κατόπιν ἄρχισε νὰ διαβάζη εὐχὲς ἀπὸ τὸ Εὐχολόγιο. Ὅλη τὴν ὥρα ἡ Ἀλεξία ἔβγαζε βαρεῖς ἀναστεναγμοὺς καὶ ἔβριζε τὸν παπά. Ἐπὶ ἀρκετὴ ὥρα γινόταν ἀληθινὴ μάχη. Τὰ δαιμόνια ἐκδηλώθηκαν καὶ ἄρχισαν νὰ ἀναφέρωνται στὴν ζωή τῆς κοπέλλας.

«Τὸ παλιοθήλυκο ἐπιχείρησα πολλὲς φορές, καθὼς ὁδηγοῦ­σε, νὰ τὸ ρίξω στὸν γκρεμὸ ἢ νὰ φέρω πάνω του ἀπὸ τὸ ἀντίθετο ρεῦμα κάποιο αὐτοκίνητο. Ἀλλὰ δὲν μπόρεσα νὰ τοῦ κάνω κακό, γιατί μὲ ἐμπόδιζε καὶ μὲ ἀκύρωνε μὲ τὸ ποὺ ἔλεγε τὸ «Πάτερ ἡμῶν»!… ἔλεγε τὸ δαιμόνιο μαζὶ μὲ γρυλισμούς.

Τότε μία ἄλλη φωνή, διαφορετικὴ ἀπὸ τὴν πρώτη, πιθανὸν ἕνα ἄλλο δαιμόνιο, πετάχτηκε καὶ εἶπε:

«Τί ξεστόμισες, ρὲ βλάκα! Ἀποκάλυψες τὸ μεγάλο μυστικὸ στὸν τραγόπαπα καὶ τώρα θὰ τὸ λέη σ’ ὅλους τούς ὁδηγοὺς καὶ θὰ προστατεύωνται. Πώ – πώ, τί ζημιὰ ἔκανες ἀνόητε! Τώρα νὰ δοῦμε πῶς θὰ τὰ βγάλης πέρα μὲ τὸν «μεγάλο» (ἴσως τὸν Ἑωσφόρο). Πᾶμε τώρα νὰ φύγουμε, γιατί ἔρχεται ὁ Κοσμᾶς καὶ ὁ Ἀναστάσιος μαζὶ μὲ τὸν Σεραφεὶμ καὶ τὸν Εὐγένιο  (ἐννοοῦσε τοὺς Ἁγίους) καὶ θὰ φᾶμε πολὺ ξύλο. Ἔρχεται καὶ ἐκείνη ἡ Μαρία (ἡ Παναγία μας)!…».

Τότε ἀκούστηκε ἕνας ἐκκωφαντικὸς θόρυβος, σὰν νὰ ἔπεσε κεραυνὸς καὶ ἡ κοπέλλα σωριάστηκε ξερὴ κάτω. Ἡ μητέρα της ἔκλαιγε, ἐνῷ ἡ φίλη της εἶχε τρομοκρατηθῆ καὶ εἶχε ζαρώσει σὲ μία γωνιά. Ὁ γέροντας Ἱερωμένος πῆρε λίγο λάδι ἀπὸ τὸ καντήλι τῆς Παναγίας καὶ τὴν ἐσταύρωσε στὸ πρόσωπο καὶ στὰ χέρια. Τῆς ἔδωσε στὴν συνέχεια τὸ χέρι καὶ σηκώθηκε.

Ἀπὸ τότε, λοιπόν, ὁ παππούλης συμβουλεύει ὅλους αὐτοὺς ποὺ ὁδηγοῦν νὰ μὴ ξεκινοῦν τὸ αὐτοκίνητο, πρὶν νὰ κάνουν τόν σταυρό τους καί νά ποῦν τὸ «Πάτερ ἡμῶν»!