Αγίου Λουκά, Αρχιεπισκόπου Συμφερουπόλεως της Κριμαίας
Ἡ ἐξορία μου στό Τουρουχάνσκ, βάδιζε πρός τό τέλος της. Ἐρχόμενα ἀπό τά κατάντη τοῦ Γιενισέι, τά ἀτμόπλοια διαδέχονταν τό ἕνα τό ἄλλο, μεταφέροντας πολυάριθμους συνεξόριστους πού εἶχαν καταδικαστεῖ τόν ἴδιο καιρό μέ μένα καί στήν ἴδια ποινή. Τήν εἴχαμε ἐκτίση καί τά πλοῖα αὐτά ἐπρόκειτο νά μᾶς μεταφέρουν στό Κρασνογιάρσκ. Ἕνας-ἕνας ἤ καθ’ ὁμάδας, ἔφθαναν μέρα μέ τή μέρα. Πάντως ἐμένα δέ μέ καλοῦσαν στή GPU νά πάρω τά χαρτιά μου.
Ἕνα βράδυ, τέλη Αὐγούστου, ἔφθασε καί τό τελευταῖο πλοῖο: Ἔπρεπε νά ἀναχωρήσει τήν ἐπαύριο τό πρωί. Καθώς δέ μέ εἶχαν καλέσει, ἀνησυχοῦσα. Δέν ἤξερα ὅτι εἶχαν διαταγή νά μέ κρατήσουν ἕναν χρόνο ἀκόμη.
Τό πρωί τῆς 20ης Αὐγούστου, καθώς διάβαζα τόν ὄρθρο κατά τή συνήθειά μου, τό ἀτμόπλοιο ἑτοιμαζόταν ν’ να ἀποπλεύσει. Τό πρῶτο σφύριγμα, μακρύ, ἀντήχησε. Διάβαζα τό τέταρτο κάθισμα1 τοῦ ψαλτηρίου… Οἱ τελευταῖες λέξεις τοῦ 31ου ψαλμοῦ μέ χτύπησαν σάν κεραυνός. Στό βάθος τῆς ψυχῆς μου, τά ἑρμήνευσα σάν φωνή τοῦ Θεοῦ πού ἀπευθυνόταν προσωπικά σ’ ἐμένα: «Συνετιῶ σέ καί συμβιβῶ σέ ἐν ὁδῷ ταύτῃ ᾗ πορεύσῃ, ἐπιστηριῶ ἐπί σέ τούς ὀφθαλμούς μου μή γίνεσθε ὡς ἵππος καί ἡμίονος, οἷς οὐκ ἔστι σύνεσις» (Ψαλμ. 31, 8-9).
Βαθιά εἰρήνη ἦρθε στήν καρδιά μου. Τό πλοῖο σφύριξε γιά τρίτη φορά καί τό ἀκολούθησα μέ τά μάτια, χαμογελώντας εἰρηνικά καί χαρούμενα, μέχρις ὅτου χάθηκε στό βάθος: «Πήγαινε, δέ σ’ ἔχω ἀνάγκη. Ὁ Κύριoς μοῦ ἑτοίμασε ἄλλη ὁδό, ὄχι μέσα στή βρόμικη μαούνα πού ὁδηγᾶς, ἀλλά μία λαμπρή ὁδό ἐπισκόπου».
Τρεῖς μῆνες καί ὄχι ἕνα χρόνο ἀργότερα ὁ Κύριος ἔδινε ἐντολή νά μέ ἐλευθερώσουν στέλνοντάς μου ἕνα μικρό κιρσῶδες ἕλκος στό πόδι, συνοδευόμενο ἀπό φλόγωση τοῦ δέρματος. Ὑποχρεώθηκαν νά μέ στείλουν στό Κρασνογιάρσκ.
Ὁ Γιενισέι ἦταν τελείως παγωμένος, ἕνας τεράστιος σωρός ἀπό συμπαγεῖς ὀγκους. Δέ μποροῦσες νά κυκλοφορήσεις μέ ἕλκηθρο παρά στά μέσα τοῦ Γενάρη. Μόνον ἕνας ἀκόμη ἐξόριστος, ὁ σοσιαλεπαναστάτης Τσουντίνοφ εἶχε παραμείνει πολύ καιρό γιά νά μπορέσει νά πάρει τό ἀτμόπλοιο. Ἔπρεπε νά ταξιδέψει μαζί μου. Ἡ γυναίκα του καί ἡ δεκαετής κόρη του εἶχαν ἔρθει νά τόν συναντήσουν στήν ἐξορία. Τό παιδί ἀπεβίωσε ξαφνικά στό Τουρουχάνσκ .
Τόν τελευταῖο καιρό, ἔβλεπα πάντοτε τόν Τσουντίνοφ στήν ἐκκλησία, κοντά στή πόρτα. Ἄκουγε προσεκτικά τίς ὁμιλίες μου. Γιά νά μετακινηθεῖς πάνω στό Γιενισέι ἔπρεπε νά πάρεις ἕλκηθρο μέ τάρνανδους ἤ σκύλους. Οἱ χωρικοί μοῦ ἑτοίμασαν ἕνα ἕλκηθρο κλειστό. Ἡ μέρα πού τόσο περίμενα ἔφθασε. Ἔπρεπε νά περάσω μπροστά ἀπό τήν ἐκκλησία τῆς μονῆς πού βρισκόταν στήν ἔξοδο του Τουρουχάνσκ καί στήν ὁποία τόσο συχνά εἶχα κηρύξει καί μάλιστα κάποτε λειτουργήσει. Μπροστά στήν ἐκκλησία, μέ ὑποδέχτηκε ὁ ἱερέας κρατώντας τόν σταυρό κι ἕνα ὁλόκληρο πλῆθος.
Ὁ ἱερέας μοῦ διηγήθηκε ἕνα γεγονός ἀσυνήθιστο. Στό τέλος τῆς Λειτουργίας, μαζί μέ τόν ἐπίτροπο εἶχαν σβήσει ὅλες τίς λαμπάδες τῆς ἐκκλησίας· ὅταν ὅμως ξαναῆρθε νά μέ συναντήσει γιά τελευταῖα φορά, μία λαμπάδα τοῦ πολυελαίου ἄναψε πάλι. Ἡ φλόγα ταλαντεύτηκε γιά ἕνα περίπου λεπτό καί ὕστερα ἔσβησε. Νά πῶς μέ συνόδευε ἡ ἐκκλησία πού τόσο ἀγάπησα καί πού μέσα της ἀναπαυόνταν τά λείψανα τοῦ ἁγίου μάρτυρος Βασιλείου τῆς Mangasée2. Ἡ κοπιαστική ὁδός κατά μῆκος τοῦ Γιενισέι ἦταν αὐτός ὁ «φωτεινός δρόμος τοῦ ἐπισκόπου» πού μοῦ εἶχε προείπει ὁ Κύριος, ὅταν σαλπάρησε καί τό τελευταῖο ἀτμόπλιο, μέσ’ ἀπό τίς λέξεις τοῦ 31ου ψαλμοῦ: «Συνετιῶ σέ καί συμβιβῶ σέ ἐν ὁδῷ ταύτῃ ᾗ πορεύεσῃ, ἐπιστηριῶ ἐπί σέ τους ὀφθαλμούς μου». Μ’ ἄλλα λόγια, θά σέ παρακολουθῶ νά προχωρᾶς σ’ αὐτό τό δρόμο, ἀλλά ἐσύ μή ζητᾶς ν’ ἀνέβεις σέ πλοῖο, μή γίνεσαι σάν τό ἄλογο ἤ σάν τόν ἡμίονο πού δέν ἔχουν μυαλό καί πού πρέπει νά τά ὁδηγοῦμε μέ ἡνία καί χαλινάρι.
Τό ταξίδι τοῦ Γιενισέι στάθηκε πραγματικά δρόμος ἐπισκόπου. Σέ ὅλες τίς στάσεις ὅπου ὑπῆρχαν ναοί, σέ λειτουργία ἤ μή, γινόμουν δεκτός μέ κωδονοκρουσίες. Τελοῦσα δοξολογία καί κήρυττα. Ἐδῶ καί πάρα πολύ καιρό, δέν εἶχαν δεῖ ἐπίσκοπο σ’ αὐτά τά μέρη.
Σέ μιά μεγάλη κωμόπολη, 400 βέρστια ἀπό τό Γιενισέισκ, μέ προειδοποίησαν ὅτι δέν μποροῦσα νά πάω πιό μακριά. Ἦταν ἐπικίνδυνο, γιατί ὁ πάγος τοῦ ποταμοῦ εἶχε σκιστεῖ σέ Ὅλο του τό πλάτος καί κοντά στίς ἀπόκρημνες ὄχθες τό νερό εἶχε περάσει πάνω ἀπό τό πάγο. Ἐπιπλέον, δέν ὑπῆρχε δρόμος στήν τάιγκα κοντά στήν ὄχθη. Παρόλη τήν προειδοποίηση, ἐμεῖς περάσαμε.
Φθάνοντας στό μεγάλο ρῆγμα πλάτους ἑνός μέτρου πού διέσχιζε τό ποτάμι, εἴδαμε ἕνα ἄλογο νά βυθίζεται μ’ ἕνα ἕλκυθρο μαζί. Μιά φτωχή γυναίκα μάταια προσπαθοῦσε νά τό βγάλει. Τή βοηθήσαμε καί καταφέραμε ν’ ἀνασύρουμε τό ἄλογο καί τό ἕλκηθρο καθώς ἀναρωτιόμασταν τί ἐπρόκειτο νά κάνουμε. Ὁ ἁμαξάς μου -ἕνας ξεροκέφαλος μέ σγουρά μαλλιά – καί μέ τή σειρά του ὁ ἁμαξάς τοῦ Τσουντίνοφ δέ δίστασαν. Εἶπαν μόνο «Βαστηχτεῖτε γερά»! Σηκώθηκαν ἀπό τό κάθισμά τους, οὔρλιαξαν καί μαστίγωναν δυνατά τά ἄλογα πού τραβοῦσαν τά ἕλκηθρά μας. Τό ἐμπόδιο ὑπερπηδήχτηκε!
Τό ταξίδι ἀπό τό Τουρουχάνσκ στό Κρασνογιάρσκ, κράτησε ἑνάμιση μήνα. Διατρέχαμε μία μέσα ἀπόσταση 40 βερστίων ἡμερησίως, ἀνάμεσα σέ δύο χωριουδάκια. Φοροῦσα ροῦχα μέ γούνα ἀπό Τουγκούζους καί εἶχα τά πόδια καλυμμένα μέ παλτό ἀπό γούνα ἀρκούδας.
Κάποια στιγμή ὁ ἁμαξάς μοῦ ζήτησε νά κρατήσω τά χαλινάρια καθώς πήγαινε νά διορθώσει τά ὑποζύγια τῶν ἀλόγων. Φόραγα γάντια ἀπό κουνέλι μέ ἕνα δάχτυλο μόνο γιά τόν ἀντίχειρα, ἀλλά μόλις ἔβγαλα τά χέρια ἀπό τό παλτό γιά νά πάρω τά χαλινάρια, αἰσθάνθηκα κάτι σάν κάψιμο, τόση ἦταν ἡ παγωνιά.
Σέ μερικά χωριουδάκια, ἀσθενεῖς πού εἶχα χειρουργήσει στό Τουρουχάνσκ ἦρθαν νά μέ δοῦν. Θυμᾶμαι προπαντός ἕνα γέροντα Τουγκούζο, μισότυφλο ἐξαιτίας τραχώματος, πού τοῦ εἶχα διορθώσει τό ἀνεστραμμένο βλέφαρο, μεταμοσχεύοντάς του τή βλενογόνο μεμβράνη τῶν χειλιῶν. Τό ἀποτέλεσμα τῆς ἐπέμβασης ἦταν τόσο καλό, ὥστε τραβοῦσε τούς σκιούρους σάν παιδί, ἀγγίζοντάς τους ἄφοβα στό μάτι του. Ὁ νέος ἄνθρωπος πού εἶχα χειρουργήσει ἀπό ἀπίστευτα παραμελημένη ὀστεομυελίτιδα τοῦ γοφοῦ, ἦρθε νά μέ χαιρετήσει: φερνόταν τελείως καλά. Ὑπῆρξαν κι ἄλλες συναντήσεις ὅπως αὐτή.
Φτάσαμε στό Γιενισέισκ χωρίς δυσκολίες. Ὁ κλῆρος, πού κάποτε εἶχε προσχωρήσει σύσωμος στή «Ζωντανή Ἐκκλησία» καί πού εἶχα ἐπαναφέρει στή σωστή ὁδό πρίν φύγω γιά τό Τουρουχάνσκ, μοῦ ἐπιφύλαξε ἐπίσημη ὑποδοχή. Τελέσαμε δοξολογία. Ἀφοῦ προχωρήσαμε ἀκόμα 330 βέρστια, φτάσαμ στό Κρασνογιάρκ δύο μέρες πρίν τά Χριστούγεννα.
Ἐκεῖ, ὅλο τό φθινόπωρο, πλῆθος ἀνθρώπων ἔρχονταν τακτικά στήν ἀποβάθρα ὅπου παρευρίσκονταν στό πλεύρισμα τῶν ἀτμόπλοιων, ἐλπίζοντας νά μέ δοῦν. Ἐκείνη τή φορά, δέν εἶχαν πλέον τήν εὐκαιρία νά μέ συναντήσουν.
Πήγαμε στό σπίτι τοῦ ἐπισκόπου Ἀμφιλόχιου. Ὁ ὑποτακτικός του, μοναχός Μελέτιος, ἦταν τυφλός ἀπό τό ἕνα μάτι, ἐξαιτίας τοῦ κεντρικοῦ λευκώματος τοῦ κερατοειδοῦς. Μία ἰριδεκτομή3 ἦταν τώρα ἀναγκαία. Τόν ἔστειλα στό σπίτι τοῦ ἀρχίατρου τῆς κλινικῆς μαζί μέ μία ἐπιστολή, ὅπου ζητοῦσα τήν ἄδεια νά κάνω αὐτή τήν ἐπέμβαση.
Ἡ ἐπέμβαση γρήγορα τέλειωσε. Ἐξέφρασα τή λύπη μου πού δέ μπόρεσα νά δείξω στούς γιατρούς τήν ἀφαίρεση τοῦ δακρυϊκοῦ σάκκου, ὄντως πιό ἐνδιαφέρουσα γι’ αὐτούς. Ὅμως μοῦ εἶπαν ὅτι ἕνας ἀσθενής τοῦ νοσοκομείου περίμενε μόλις αὐτή τήν ἐπέμβαση. Τόν ἑτοίμασαν βιαστικά καί ἐξήγησα στούς γιατρούς τόν τρόπο πού χειρουργοῦσα. Ἄρχισα περιγράφοντας λεπτομερῶς τήν τοπογραφική ἀνατομία τοῦ δακρυϊκοῦ σάκκου καθώς καί τή μέθοδό μου στήν τοπική ἀναισθησία. Ἀπό τήν ἀρχή τῆς ἐπέμβασης τούς ἔδειξα βῆμα-βῆμα ὅ,τι μόλις τούς εἶχα ἐξηγήσει. Ἡ ἐπέμβαση τέλειωσε χωρίς πόνο καί σχεδόν χωρίς ἀπώλεια αἵματος.
Τήν ἑπομένη, ὁ Τσουντίνοφ κι ἐγώ ἔπρεπε νά παρουσιαστοῦμε στή GPU. Περιμέναμε στόν διάδρομο τοῦ πρώτου ὀρόφου. Μέ κάλεσαν πρῶτο, στό δεύτερο ὄροφο. Ἕνας νεαρός τσεκιστής, εὐγενής, ἄρχισε τήν ἀνάκριση, ἀλλά σχεδόν ἀμέσως κάποιος ἀναπληρωτής τοῦ ἀρχηγοῦ τῆς GPU τόν διέκοψε καί ἀνέθεσε τή δουλειά σ’ ἕναν ἄλλο. Αὐτός ἔβγαλε τόν κατάλογο του μέ τίς ἐρωτήσεις καί μέ ρώτησε γιά τή θαρραλέα συμπεριφορά μου μέ τόν ἀρχηγό τῆς GPU στό Τουρουχάνσκ. Ἀπάντησα χωρίς νά δικαιολογηθῶ, ἀλλά κατηγορώντας αὐτόν ἐδῶ καί τόν πρόεδρο τῆς ἐπαρχιακῆς ἐπιτροπῆς. Ὁ τσεκιστής συγχυσμένος καί φανερά ἐνοχλημένος σημείωνε τίς ἀπαντήσεις μου.
Ὁ ἀναπληρωτής ἀρχηγός τῆς GPU ἐπέστρεφε καί κοίταξε πάνω ἀπό τόν ὦμο μου τίς σημειώσεις τοῦ τσεκιστῆ πού μόλις μέ εἶχε ρωτήσει. Τίς τακτοποίησε στό συρτάρι τοῦ γραφείου. Πρός μεγάλη μου ἔκπληξη, ἄλλαξε τόνο, ἔπαψε νά εἶναι δηκτικός καί, δείχνοντας μέ τό δάχτυλο αὐτούς πού εἶχαν προσωρήσει στή «Ζωντανή Ἐκκλησία», δήλωσε: «Περιφρονοῦμε αὐτό τό εἶδος ἀνθρώπων, ἀλλά τούς ἀνθρώπους σάν κι ἐσᾶς τούς ἐκτιμοῦμε πολύ». Μέ ρώτησε ποῦ εἶχα σκοπό νά πάω, πράγμα πού μέ ἐξέπληξε:
«Δηλαδή μπορῶ νά πάω ὅπου θέλω;».
«Μά, ναί, βέβαια!».
«Ἀκόμη καί στήν Τασκένδη;».
«Ναί, ἀκόμη καί στή Τασκένδη. Μόνον, σᾶς παρακαλῶ νά φύγετε τό γρηγορότερο».
«Αὔριο ὅμως εἶναι Χριστούγεννα καί πρέπει ἀπαραιτήτως νά βρίσκομαι στήν ἐκκλησία…».
Συγκατατέθηκε
μέ δυσκολία, τελικά. Μοῦ ζήτησε ὅμως νά φύγω ὁπωσδήποτε μετά τή
Λειτουργία: «Θά παραλάβετε ἕνα σιδηροδρομικό εἰσιτήριο καί θά ὁδηγηθεῖτε
στόν σταθμό. Ναί, ναί θά σᾶς συνοδεύσουμε ἐμεῖς ἐκεῖ».
Μέ τή συνοδεία τοῦ τσεκιστῆ πού μοῦ ἔκανε τίς ἐρωτήσεις, συνόδεψε φιλόφρονα σ’ αὐτή τήν αὐλή πού θυμόμουν πολύ καλά: μία πόρτα ὁδηγοῦσε στό μεγάλο ὑπόγειο, καλυμμένο μέ περιττώματα, ὅπου οἱ σύντροφοί μου κι ἐγώ ἤμασταν κρατούμενοι προτοῦ μᾶς στείλουν στό Γιενισέισκ. Μία ἄλλη πόρτα ὁδηγοῦσε σέ ἕνα ἄλλο ὑπογείο, ὅπου πραγματοποιοῦσαν ἐκτελέσεις κατά τή διάρκεια τῆς κράτησής μας.
Σ’ αὐτή ἐδῶ τήν αὐλή, ὁ ἀρχηγός τῆς GPU, μέ μία εὐγένεια γεμάτη ἐπιτήδευση μ’ ἔβαλε νά καθήσω μέσα σ’ ἕνα αὐτοκίνητο. Ὁ τσεκιστής διέταξε νά μέ ὁδηγήσουν στό διαμέρισμα πού ἔμενα ἐκεῖνες τίς μέρες.
Γνώριζα ἐκ πείρας πώς ἦταν ἐπικίνδυνο νά πιστεύεις στά λόγια ἑνός τσεκιστῆ. Περίμενα λοιπόν μέ ἀγωνία τήν κατεύθυνση πού θά ἔπαιρνε τό αὐτοκίνητο στό σταυροδρόμι: ἀριστερά, ἦταν ὁ δρόμος τῆς φυλακῆς, δεξιά ὁ δρόμος γιά τήν ἐκκλησία. Τελικά πήγαμε δεξιά. Κοντά στήν ἐκκλησία, ὁ τσεκιστής χτύπησε στήν πόρτα καί εἶπε στήν κυρία τοῦ σπιτιοῦ νά μή μέ καταγράψει. Μέ χαιρέτησε εὐγενικά κι ἔφυγε.
Διέσχισα τόν δρόμο γιά νά πάω στήν ἐκκλησία ὅπου ἔμενε ὁ ἐπίσκοπος Ἀμφιλόχιος. Ἄρχισα νά μιλάω μαζί του, ὅταν ὁ μοναχός Μελέτιος μπῆκε γιά νά μᾶς εἰδοποιήσει ὅτι ἕνα ἄνθρωπος, πολύ λαχανιασμένος, μόλις εἶχε φτάσει κι ἐπιθυμοῦσε νά μέ δεῖ. Σκέφτηκα ὅτι ἦταν ὁ Τσουντίνοφ. Πράγματι, εἶχε τρέξει πίσω ἀπό τό αὐτοκίνητο πού μέ μετέφερε, περιμένοντας μέ φόβο ἄν θά ἔστριβε δεξιά πρός τόν καθεδρικό ἤ ἀριστερά πρός τή φυλακή.
Μέ
τήν ἄδεια τοῦ ἐπισκόπου Ἀμφιλοχίου, ὁ Τσουντίνοφ μπῆκε ἐξαιρετικά
συγκινημένος. Ρίχτηκε στά πόδια μου μέ λυγμούς. Πῆρε τήν εὐλογία μας καί
μᾶς ζήτησε νά προσευχόμαστε γιά τήν ἀνάπαυση τῆς ψυχῆς τῆς κόρης του
πού, ξαφνικά, στά δέκα της χρόνια, πέθανε στό Τουρουχάνσκ.
Ἀφοῦ
τελέσαμε τόν ἑσπερινό τῶν Χριστουγέννων καί τή Λειτουργία μέ τόν
Σεβασμιώτατο Ἀμφιλόχιο, ἦρθε ἡ ὥρα νά φύγω. Ἡ GPU εἶχε θέσει στή διάθεσή
μου ἕνα ὄχημα «Φαέθων» πού τό ἔσερνε ἕνα ἄλογο. Πῆρα λοιπόν τόν δρόμο
γιά τόν σταθμό συντροφιά μέ τόν Τσουντίνοφ. Στό μέσο τῆς διαδρομῆς, μᾶς
σταμάτησε ξαφνικά ἕνας νεαρός πολιτοφύλακας, πήδηξε στό σκαλοπάτι καί
βάλθηκε νά μέ ἀγκαλιάζει καί νά μέ ἀσπάζεται. Ἦταν ὁ ἴδιος πού μέ εἶχε
συνοδέψει ἀπό τό Τουρουχάνσκ στό Πλάχινο, 230 βέρστια πέρα ἀπό τόν
πολικό κύκλο. Στόν σταθμό ἕνα τεράστιο πλῆθος μέ περίμενε.
Ἐπέστρεψα στή Τασκένδη ἀπό τήν πόλη τοῦ Τσερκάσσυ στήν περιοχή Κιέβου, ὅπου ἔμεναν οἱ γονεῖς μου καί ὁ μεγαλύτερος ἀδελφός, ὁ Βλαδίμηρος. Ἔφτασα ἐκεῖ χωρίς ἐμπόδια. Ταξίδευα παρέα μέ τόν Τσουντίνοφ καί στό Ὄμσκ, ἔπρεπε νά στείλω τηλεγράφημα στό Τσερκάσσυ. Τό τρένο σταματοῦσε γιά λίγο· ὁ τηλέγραφος βρισκόταν στόν ἐπάνω ὄροφο. Μόλις πού βρῆκα τόν χρόνο νά ξανακατέβω ἀλλά τό τρένο εἶχε ἤδη ἀναχωρήσει. Ὁ Τσουντίνοφ, σύμφωνα μέ τό τηλεγράφημά μου, κατέβασε τίς ἀποσκευές μου στόν ἑπόμενο σταθμό, ὅπου τίς ξαναπῆρα πίσω. Χωρίσαμε ὅμως μέ τόν καλό μου σύντροφο, πού κατευθύνθηκε πρός τήν περιοχή τοῦ Ἀρχαγγέλσκ. Δέν τόν ξαναεῖδα πιά.
Ἡ σύνάντηση τῶν γερόντων γονέων μου μέ τόν γιό τους –καθηγητή ἰατρικῆς πού ἔγινε ἐπίσκοπος- ἦταν συγκινητική. Φίλησαν τό χέρι μου μέ ἀγάπη, ἄκουσαν μέ δάκρυα τό τρισάγιο πού τέλεσα στό μνῆμα τῆς μακαρίτισσας τῆς ἀδελφῆς μου Ὄλγας. Ἀπό τό Τσερκάσσυ ἔφτασα ἐντέλει στήν Τασκένδη. Ἦταν τέλη Ἰανουαρίου τοῦ 1926. ἘΚεῖ ἐγκαταστάθηκα στό διαμέρισμα ὅπου ζοῦσαν ἡ Σοφία Σεργκέγιεβνα Βελέτσκαγια καί τά παιδιά μου, πού τά εἶχε ἀναθρέψει καί στείλει στό σχολεῖο κατά τῆ διάρκεια τῆς ἐξορίας μου.
Οἱ πρῶτοι πού ἦρθαν νά μέ χαιρετήσουν ἦταν τά τέσσερα κύρια μέλη τῆς κοινότητας τῶν βαπτιστῶν. Ἦταν λίγο συγχυσμένοι καί δέν καταλάβαινα τόν λόγο τῆς ἐπίσκεψής τους. Ἔμαθα στή συνέχεια ὅτι εἶχαν λάβει τηλεγράφημα ἀπό τόν βαπτιστή πρεσβύτερο τοῦ Λένιγκραντ, τόν Χίλοφ, πού τούς ζητοῦσε νά μέ χαιρετήσουν σάν ἕνα καινούργιο ἀδελφό τῆς κοινότητάς τους. Ἔπρεπε νά τούς ἀπογοητεύσω στό σημεῖο αὐτό. Τό ἔκανα μέ τή μεσολάβηση κάποιου Ναλιβάικο, παλιοῦ δραστήριου ἐνορίτη τοῦ καθεδρικοῦ πού ἔγινε βαπτιστής.
Τήν ἐποχή αὐτή, ὁ καθεδρικός εἶχε ἤδη γκρεμιστεῖ. Περιστασιακά λειτουργοῦσε στόν ναό τοῦ Ἁγίου Σεργίου ἕνας ἐξόριστος ἐπίσκοπος πού εἶχε πάει μέ τή «Ζωντανή Ἐκκλησία» ὅσο ἐγώ εἶχα ἐκτοπιστεῖ. Ὁ πρωθιερεύς Μιχαήλ Ἀντρέεφ –πού εἶχε ἐπιστρέψει λίγο πρωτύτερα, ἀφοῦ μοιράστηκε μαζί μου τήν τραχύτητα τῆς ἐξορίας στό Γιενισέι καί μετά στό Μπογκουτσάνι- ἀπαίτησε νά ἐπανεγκαινιάσω τό ναό τοῦ Ἁγίου Σεργίου μετά τό πέρασμα αὐτοῦ τοῦ ἐπισκόπου. Ἀρνήθηκα. Αὐτό στάθηκε ἡ ἀρχή μεγάλων θλίψεων.
Ὁ πρωθιερεύς Ἀντρέεφ ἀποφάσισε ὄντως νά μήν ὑποταχθεῖ στήν ἐξουσία μου καί ἄρχισε νά λειτουργεῖ στό σπίτι του γιά μία μικρή ὁμάδα φανατικῶν ὀπαδῶν του. Ἔγραψε πολλά γράμματα στόν πατριαρχικό ἐπίτροπο, τόν μητροπολίτη Σέργιο, γιά νά παραπονεθεῖ γιά μένα. Πῆγε μάλιστα νά τόν βρεῖ καί πέτυχε νά τόν στρέψει ἐναντίον μου. Ἀποτέλεσμα: Τό Σεπτέμβριο τῆς ἴδιας χρονιᾶς, δέχτηκα τρεῖς αὐθαίρετες δεσποτικές ἀποφάσεις οἱ ὁποῖες μέ μετέθεσαν ἀπό τήν ἕδρα τῆς Τασκένδης στό Ρυλσκ (ἐπισκοπή Κούρσκ) σάν βοηθό ἐπίσκοπο, κατόπιν στό Ἔλετς (ἐπισκοπή Ὀρέλ) ἐπίσης σάν βοηθό ἐπίσκοπο, τέλος στό Ἰγιέφσκ σάν ἐπαρχιοῦχο ἐπίσκοπο.
Ἤμουν ἕτοιμος νά ὑποταχθῶ, χωρίς νά πῶ λέξη σ’ αὐτές τίς ἀλλαγές διορισμοῦ, ἀλλά ὁ μητροπολίτης Ἀρσένιος τοῦ Νόβγκοροντ –πού ἦταν ἐκεῖνο τόν καιρό ἐξόριστος στήν Τασκένδη καί μέ τόν ὁποῖο εἶχα πολύ καλή φιλική σχέση – μέ συμβούλευσε ἐπίμονα νά μήν πάω πουθενά, ἀλλά νά κάνω αἴτηση συνταξιοδότησης.
Μοῦ φάνηκε πώς ὄφειλα νά ὑπακούσω αὐτόν τόν ἀναγνωρισμένο ἐκκλησιαστικό ἄνδρα, ὁ ὁποῖος ἦταν ἕνας ἀπό τούς τρεῖς ὑποψηφίους γιά τόν πατριαρχικό θρόνο στή σύνοδο τοῦ 1917. Ἀκολούθησα λοιπόν τή συμβουλή του καί τέθηκα «ἐκτός ὑπηρεσίας» τό 1927. Ἦταν ἡ ἀπαρχή μιᾶς σειρᾶς τιμωριῶν ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ γι’ αὐτή μου τήν ἁμαρτία. Ἀντικαταστάθηκα σάν ἐπίσκοπος ἀπό τόν μητροπολίτη Νίκανδρο ὁ ὁποῖος, ἐπίσης, εἶχε κάνει ἐξόριστος στήν Τασκένδη.
Δεχόμουν ἀσθενεῖς στό σπίτι καί , ἐννοεῖται, συνέχιζα νά προσεύχομαι κι ἐγώ σέ ὅλες τίς ἀκολουθίες μέσα στήν ἐκκλησία τοῦ ἁγίου Σεργίου μαζί μέ τό μητροπολίτη Ἀρσένιο. Ἤμουν πάντοτε παρών στό ἅγιο βῆμα.
Τήν ἄνοιξη τοῦ 1930, μάθαμε ὅτι ἡ ἐκκλησία τοῦ ἁγίου Σεργίου ἦταν – καί αὐτή-πρός κατεδάφιση, προοπτική πού μοῦ φαινόταν ἀνυπόφορη. Καθώς πλησίαζε ἡ καθορισμένη ἡμερομηνία γιά νά κλείσει ἡ ἐκκλησία, πῆρα τήν ἀπόφαση νά λειτουργήσω γιά τελευταία φορά, καί, ὅταν θά ἔφθαναν οἱ ἐχθροί τοῦ Θεοῦ, νά φράξω τίς πόρτες, νά ξεκρεμάσω τίς μεγαλύτερες ξύλινες εἰκόνες, νά τίς σωριάσω στή μέση τῆς ἐκκλησίας, νά τίς καταβρέξω μέ βενζίνη καί φορώντας ἀρχιερατικό μανδύα, νά σκαρφαλώσω πάνω τους, νά βάλω φωτιά στή βενζίνη καί νά καῶ στήν πυρά. Δέ μποροῦσα νά δεχτῶ τό γκρέμισμα αὐτοῦ τοῦ ναοῦ. Νά παραμένω ζωντανός καί νά παρευρίσκομαι σέ φρικτά γεγονότα, νά βλέπω τίς ἐκκλησίες τοῦ Θεοῦ νά μολύνονται καί νά λεηλατοῦνται, μοῦ ἦταν ἀνυπόφορο. Σκεφτόμουν ὅτι ἄν μαρτυροῦσα διά τῆς πυρᾶς οἱ ἐχθροί τοῦ Θεοῦ θά φοβοῦνταν καί θά κάθονταν νά σκεφτοῦν. Ἤλπιζα ὅτι αὐτό θά σταματοῦσε τό γκρέμισμα τῶν ἐκκλησιῶν, τό ὁποῖο, σάν ἕνα τεράστιο διαβολικό κύμα, χτυποῦσε ὁλόκληρη τή ρωσική γῆ.
Ἦταν, ὡστόσο, ἀρεστό στόν Θεό νά μή χαθῶ στήν ἀρχή τῆς ἐπισκοπικῆς μου διακονίας. Ἀπό θεῖο θέλημα, τό κλείσιμο τοῦ ναοῦ τοῦ ἁγίου Σεργίου καθυστέρησε, ἀλλά λίγο. Κι ἐμένα μέ συλλάβανε τήν ἴδια μέρα. Στίς 23 Ἀπριλίου 1930, ἐνῶ ἥμουν παρών γιά τελευταία φορά στή Λειτουργία, μέσα στό ναό τοῦ ἁγίου Σεργίου, ἔνιωσα ξαφνικά –καθώς διαβαζόταν τό Εὐαγγέλιο- τήν τέλεια σιγουριά ὅτι τό βράδυ κιόλας θά μέ συλλάμβαναν. Πράγματι αὐτό ἔγινε. Ἡ ἐκκλησία καταστράφηκε ἐνῶ ἥμουν στή φυλακή.
Στό φημισμένο του λόγο γιά τό Πάσχα, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέει ὅτι ὁ Θεός ὄχι μόνον «τά ἔργα δέχεται», ἀλλά καί «τήν γνώμην ἀσπάζεται». Γιά τήν προαίρεσή μου νά πεθάνω ὡς μάρτυρας, ἄς μοῦ συγχωρέσει ὁ Θεός τά πλήθη τῶν ἁμαρτιῶν μου.
————————————–
1.Ἕνα
ἀπό τά εἴκοσι μέρη στά ὁποῖα διαιρεῖται τό Ψαλτήριον γιά ἀνάγνωση
συνεχῆ στόν ἑσπερινό καί τόν ὄρθρο. Τό ὄνομά του ὀφείλετα στό ὅτι οἱ
πιστοί κάθονται κατά τίς ἀναγνώσεις αὐτές.
2.Βασίλειος,
ὁ γιός ἑνός μικροέμποροῦ ἀπό τό Γιαροσλάβλ στή Βόρεια Ρωσία, ἐργάστηκε
σ’ ἕνα ἔμπορο, στή Mangasée τῆς Βόρειας Σιβηρίας. Εὐσεβής, ἐπιμελής στά
ἐκκλησιαστικά του καθήκοντα, προσευχόταν πολύ, βοηθοῦσε τούς φτωχούς,
ἐπισκεπτόταν τούς ἀσθενεῖς. Τό ἀφεντικό του, ἄνθρωπος φιλάργυρος καί
σκληρός, τόν ἔκανε νά ὑποφέρει πολύ. Μιά μέρα, στόν Ὄρθρο τοῦ Πάσχα,
συνέβη μία κλοπή στό κατάστημα τοῦ ἐμπόρου. Αὐτός κατηγόρησε τό Βασίλειο
καί τόν σκότωσε κατόπιν πέταξε τό σῶμα του μέσα σ’ ἕναν βάλτο. Ἦταν 23
Μαρτίου 1600. Κάπου πενήντα χρόνια ἀργότερα, τό σῶμα ἐπανεμφανίστηκε
στήν ἐπιφάνεια καί ὁ ἅγιος μάρτυς ἄρχισε νά θαυματουργεῖ. Τό 1670, τά
λείψανά του ἀνέπαφα, μετακομίστηκαν στή μονή τῆς ἁγίας Τριάδος στό
Τουρουχάνσκ (ἀπό τό Manuel pour les prêtres, 1907 τοῦ S. BOULGAKOV).
3.Ἀφαίρεση ἑνός τμήματος τῆς ἴριδας.
Από το βιβλίο: Ταξιδεύοντας μέσα στον πόνο: Αυτοβιογραφικές αφηγήσεις, του Αγίου Λουκά (Αρχιεπ. Συμφερουπόλεως και Κριμαίας).
Εκδότης «ΕΝ ΠΛΩ». Ιούλιος 2021. Επιμέλεια, ΜΠΟΥΓΑ ΣΟΦΙΑ Η/Υ επιμέλεια Αικατερίνας Κατσούρη.