Θὰ σᾶς πῶ καὶ ἕνα μυστικό, ποὺ θὰ
συγκινηθῆτε. Εὐρισκόμεθα στὰ ἄκρα ἐδῶ τῆς Ἑλλάδος, εὐρισκόμεθα εἰς τὰ
σύνορα τῆς πατρίδος καὶ πολλοὶ ἐχθροί μας περικυκλώνουν καὶ θέλουν νὰ
καταστρέψουν τὴν ἀγαπητή μας πατρίδα καὶ σᾶς λέγω κάτι νὰ τὸ ξέρετε πολὺ
καλά.
Ὑπάρχουν οἱ λεγόμενοι Σκοπιανοί, οἱ ὁποῖοι προσπαθοῦν νὰ πάρουν τὴ
Μακεδονία μας καὶ νὰ τὴν κάνουν δική τους καὶ γράφουν γράμματα. Δὲ σᾶς
τὸ λέω αὐτὸ γιὰ τίποτε ἄλλο, τὸ λέω σὲ σᾶς ἐξομολογούμενος, μοῦ γράφουν
γράμματα κάτω ἀπὸ τὴν Αὐστραλία˙ «Ρέ, τράγε» λέγουν «θὰ ἔρθουμε νὰ σὲ
σκοτώσουμε. Δὲ γλιτώνεις!». Μὲ μισοῦν θανάσιμα, διότι ἀγαπῶ τὴν ἀγαπητή
μου πατρίδα.
Μέσα στὴν καρδιά μου ἔχω Χριστὸ καὶ Ἑλλάδα. Καὶ αὐτὰ μέχρι τέλους τῆς
ζωῆς μου θὰ τὰ κρατήσω. Μακάρι νὰ ἔρθῃ ἡ ὥρα αὐτή, ὄχι γιὰ ὑστεροφημία,
ποὺ δὲν πιστεύω στὴν ὑστεροφημία, ἀλλὰ πιστεύω πραγματικὸς ὅτι εἶνε ἱερὰ
ὥρα νὰ πεθάνῃ κανεὶς γιὰ τὰ μεγάλα ἱδανικά, γιὰ τὴν Ἑλλάδα, τὴν ἀγαπητή
μας πατρίδα.
Καὶ ὅπως ἔλεγε ἕνας δικός μας ποιητής, ὁ Μαβίλης, ποὺ σκοτώθηκε ἐπάνω στὸ Δρίσκο τῆς Ἡπείρου, ὅταν ἐξέπνεε ὁ ἐθελοντὴς Μαβίλης, μοῦ ἔλεγε ὁ πνευματικός του πατέρας· συγκινήθηκε καὶ εἶπε˙ «Σὲ λίγο δὲ θὰ ὑπάρχω στὴ ζωή». Καὶ εἶπε κάτι λόγια ἀλησμόνητα. Εἶπε˙ Ὤ, πατρίδα! Πολλὲς τιμὲς μοῦ ἔδωκες. Ἡ πιὸ μεγάλη τιμὴ εἶνε τώρα ποὺ πεθαίνω γιὰ σένα!»
Καὶ ὅπως ἔλεγε ἕνας δικός μας ποιητής, ὁ Μαβίλης, ποὺ σκοτώθηκε ἐπάνω στὸ Δρίσκο τῆς Ἡπείρου, ὅταν ἐξέπνεε ὁ ἐθελοντὴς Μαβίλης, μοῦ ἔλεγε ὁ πνευματικός του πατέρας· συγκινήθηκε καὶ εἶπε˙ «Σὲ λίγο δὲ θὰ ὑπάρχω στὴ ζωή». Καὶ εἶπε κάτι λόγια ἀλησμόνητα. Εἶπε˙ Ὤ, πατρίδα! Πολλὲς τιμὲς μοῦ ἔδωκες. Ἡ πιὸ μεγάλη τιμὴ εἶνε τώρα ποὺ πεθαίνω γιὰ σένα!»