ΚΩΝ. Γ. ΜΠΟΝΗΣ
Καθηγητής του Παν/μίου Αθηνών
Η ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΕΝΝΟΙΑ
ΤΟΥ ΟΡΟΥ “ΠΑΤΗΡ”
«Πατέρα» ωνόμαζεν η Εκκλησιαστική Κοινότης το κατ’ αρχάς τον Επίσκοπόν της, τιμής, σεβασμού και αγάπης ένεκα. Ενωρίς ήδη εξετάθη η προσωνυμία εκ των Επισκόπων εις τους πρεσβυτέρους, τους διακόνους, τους μοναχούς, ου μην άλλα και εις αυτούς τους λαϊκούς, οσιομάρτυρας και ομολογητάς της πίστεως και γενικώς τους διαπρέψαντας επί εξαιρέτω παιδεία, αγιότητι βίου, ορθοδοξία και προβαλλομένους ως υπόδειγμα αληθούς και τελείου χριστιανού τη Εκκλησία.
Ήδη ο προχριστιανικός κόσμος είχε την αντίληψιν ότι ο παιδαγωγός και διδάσκαλος των νέων ήτο ο «Πατήρ» τούτων, εφ’ όσον δια της αγωγής και παιδείας αναγέννησε και ανέπλασε τούτους κατά τον έσω άνθρωπον. Υπό το πνεύμα τούτο ακριβώς γράφει ο Εθνικός Λιβάνιος εις τον Αμφιλόχιον, τον πατέρα του ομωνύμου μητροπολίτου Ικονίου την υπ’ αριθ. 634 επιστολήν του (Libanii opera, recensuit Richardus Foerster (έκδ. Teubner). Τόμ. X, 581/2), ίνα συγχαρή τω πατρί Αμφιλοχίω δια την σύνεσιν, το ήθος και την περί τα γράμματα έφεσιν των παρ’ αυτώ μαθητευομένων υιών του, ταύτα λέγων: «Εμέ δε τούτοις ουκ ολίγα ποιεί πατέρα ων κεφάλαιον το προς λόγους ευ πεφυκέναι».
Εν τη Π.Δ. απαντά ο όρος «υιοί Προφήτου» δια τους ακολουθούντας τα διδάγματα των Προφητών. Δεν είναι του παρόντος να εξετάσωμεν και παραπλήσιους όρους του ονόματος «Πατήρ» και «Υιός» εν τη έννοια του πνευματικού «Πατρός» και του πνευματικού «Υιού», μάλιστα δ’ εν θρησκευτική έννοια, εν τη Π. Δ. Κυρίως ενδιαφέρει ημάς ενταύθα η χριστιανική και εκκλησιαστική σημασία του όρου «Πατήρ».
Εν τη Κ. Δ. οι όροι «Πατήρ» και «Υιός» ή «Τέκνον» χρησιμοποιούνται εν πνευματικωτέρα χριστιανική έννοια και δηλούν ο μεν πρώτος τον κήρυκα των Αληθειών του Ευαγγελίου, όστις ανεγέννησεν εν Χριστώ τους πιστεύσαντας εις το κήρυγμά του και βαπτισθέντας· ο δε δεύτερος τον εν Χριστώ αναγεννηθέντα, πιστεύσαντα και βαπτισθέντα. Θαυμάσιον χωρίον δηλωτικόν της σημασίας των ορών τούτων είναι το του Απ. Παύλου Α’ Κορ. 4,14: «Ουκ εντρέπων υμάς γράφω ταύτα, αλλ’ ως τέκνα μου αγαπητά νουθετών. Εάν γαρ μυρίους παιδαγωγούς έχητε εν Χριστώ, αλλ’ ου πολλούς πατέρας· εν γαρ Χριστώ Ιησού δια του ευαγγελίου εγώ υμάς εγέννησα». Εν τω χωρίω τούτω γίνεται φανερά η πνευματική και θρησκευτική σημασία των ορών «Πατήρ» και «Τέκνον», εν αντιδιαστολή προς την σημασίαν την αποδιδομένην υπό των αρχαίων εις τους «παιδαγωγούς». «Πατέρας» δήλον ότι εκάλουν οι Αρχαίοι τους «παιδαγωγούς» αυτών, εαυτούς δε «τέκνα» τούτων. Αλλ’ εν χριστιανική, και δη και εκκλησιαστική έννοια, οι όροι σημαίνουν ό,τι ανωτέρω υπεδηλώσα- μεν, την εν Χριστώ δηλ. αναγέννησιν και διάπλασιν της καρδιάς δια της αποδοχής των Αληθειών της χριστιανικής πίστεως.
Και εις την μεταποστολικήν εποχήν χρησιμοποιούνται οι όροι εν θρησκευτική και ηθική έννοια. Πολλάκις και οι Εθνικοί, σκώπτοντες τους ποιμένας των χριστιανών, εκάλουν τούτους «πατέρας» αυτών. Ούτως ο άγιος Πολύκαρπος Σμύρνης εκλήθη υπό τε των Εθνικών και των Ιουδαίων, κατά το αρχαιότατον Μαρτύριόν του, «ο της Ασίας διδάσκαλος, ο πατήρ των χριστιανών» (Μαρτύρ. Πολυκ. Χii, 2). Εις το γράμμα, όπερ απέστειλαν οι Ομολογηταί της Αυώνος προς τον Επίσκοπον Ρώμης Ελεύθερον, προσφωνείται ούτος δια του «πάτερ Ελεύθερε» (Ευσεβ. Έ.1.5,4,2). Σημειωτέον δ’ ότι το όνομα «Πάπας» επεκράτησε ν’ αποδίδεται εις τον Επίσκοπον Ρώμης από του 6ου αιώνος. Ο Επίσκοπος Ιεροσολύμων Αλέξανδρος ποιείται εύφημον μνείαν εν τινι προς Ωριγένη επιστολή του των διδασκάλων και φίλων αυτών Πανταίνου και Κλήμεντος Αλεξανδρείας και επάγεται: «Πατέρας γαρ ίσμεν τους μακαρίους εκείνους» (Ευσ. Ε.1.6,14,9). Ο Επίσκοπος Καρχηδόνος Κυπριανός έλαβε περί το 254 επιστολάς μετά της προσφωνήσεως «Cypriano Papae» (Cypr.Κρ.33,36)· Έκτοτε συχνότεραι καθίστανται αι μαρτυρίαι δια την χρήσιν του ονόματος «Πατήρ» εν εκκλησιαστικο- θρησκευτική σημασία. Μάλιστα οι όροι επεξετάθησαν ου μόνον εις πάντας τους ζώντας πνευματικούς ποιμένας των χριστιανών — επισκόπους και πρεσβυτέρους —, άλλα και εις αυτούς τους τεθνεώτας, τους πάλαι ποτέ διαλάμψαντας (Ευσ. Έ.1.7,7,4), τους οποίους μάλιστα ως μάρτυρας της ορθής διδασκαλίας της Εκκλησίας επεκαλείτο τις (Μ. Βασ. Έπ. 140, 2. Γρηγ. Λα’ Λόγ. 33, 15. Κυρίλλ. Άλεξ., Έπ. 39).
Ως μάρτυρες δε της εκκλησιαστικής παραδόσεως γίνονται οι Επίσκοποι του παρελθόντος, αλλά και έτεραι μεγάλαι εκκλησιαστικαί Μορφαί, ωρισμένη «αυθεντία», γίνονται οι «Πατέρες», οίτινες υπό του Αγίου Πνεύματος καθοδηγούμενοι, διετύπωσαν την ορθόδοξον διδασκαλίαν της Εκκλησίας. Πρώτος ο ιερός Αυγουστίνος έθραυσε τα περιωρισμένα όρια της χρήσεως του όρου δια τους ιερωμένους και ωνόμασε ένα μη επίσκοπον, ήτοι τον Ιερώνυμον, «πατέρα της Εκκλησίας», λόγω της εξαιρέτου αυτού παιδείας και αγιότητος. Βαθμηδόν εκτείνεται ο όρος και εις τους μοναχούς, οσιομάρτυρας, ομολογητάς και λαϊκούς έτι, τους διαπρέψαντας επί αγιότητι βίου, ορθοδόξω διδασκαλία και συγγραφική δράσει. Κατά τας Οικουμενικάς και τας άλλας Συνόδους η εκ των «Πατέρων» μαρτυρία εθεωρείτο το αψευδές τεκμήριον της διατυπώσεως της επισήμου διδασκαλίας της Εκκλησίας.
Την υπό του Ιερού Αυγουστίνου ευρυνθείσαν και εκταθείσαν έννοιαν του ορού «Πατήρ» παρέλαβεν είτα ο περίφημος Βικέντιος ο εκ Λειρίνου εν τω έργω αυτού (434) «Commonitorium» (=Υπόμνημα). Ούτος επίσης εξέθεσε το πρώτον, ούτως ειπείν, θεωρίαν «της εκ των Πατέρων αποδείξεως» (41 έ.). Τον αρχαιότερον δε Πίνακα των αναγνωρισθέντων και μη αναγνωρισθέντων ως «Πατέρων» εκκλησιαστικών Συγγραφέων παρέχει το ούτω καλούμενον Γελασιανόν Decretum, «De libris recipiendis et non reciqiendis» (=Περί των ανεγνωρισμένων και μη ανεγνωρισμένων βιβλίων) υπό της Εκκλησίας, υπό την ισχυράν πάντως έξαρσιν της κοινότητος των «Πατέρων» μετά της διδασκαλίας της Ρωμαϊκής ’Εκκλησίας. Σημειωτέον δ’ ότι το περίφημον Decretum Gelasianum δεν ανήκει εις τον Πάπαν Γελάσιον A’ (492j6), ούτινος το όνομα φέρει, αλλ’ είναι έρ- γον των αρχών του ΣΤ’ αιώνος.
Αναμφιβόλως δεν υπήρχε ωραιότερος και επιτυχέστερος τίτλος από τον τίτλον του «Πατρός», τον οποίον ως εξ ενστίκτου η αγνή χριστιανική ψυχή αφιέρωσεν, από εκχειλίζουσαν ευγνωμοσύνην κινουμένη, εις τους πνευματικούς και αγίους θρησκευτικούς, ηγέτας αυτής. Διότι, όπως ο φυσικός πατήρ μας φροντίζει δια την διαφύλαξιν, την ανάπτυξιν, την πρόοδον, την προαγωγήν και ανάδειξίν μας εν τη παρούση ζωή, ούτω πως και οι πνευματικοί «Πατέρες» της Εκκλησίας μας, προστατεύουν ημάς με την ορθόδοξον διδασκαλίαν των από την αποπλάνησιν και την διαφθοράν. Μας ποδηγετούν εις τον ορθόν δρόμον της πνευματικής ζωής· μας χορηγούν πλούσια τα πνευματικά μέσα ν’ αναδειχθώμεν εν τω χριστιανικώ στίβω και προ πάντων μας προβάλλουν τον άγιον αυτών βίον και το υπέροχον αυτών παράδειγμα, δια να φιλοτιμούμεθα και ημείς να μιμούμεθα τούτους εν τω βίω της αρετής και της πίστεως.
Πόσην λοιπόν χαράν και υπερηφάνειαν πρέπει να αισθάνονται και οι διάδοχοι και κληρονόμοι του αγίου τούτου τίτλου του εκκλησιαστικού «Πατρός». Αλλά και πόσην ευθύνην επωμίζονται οι ψιλώ μόνον τίτλω την τιμητικωτάτην προσωνυμίαν φέροντες, δια δε του βίου και της διδασκαλίας αυτών πόρρω του υποδείγματος των της Εκκλησίας «Πατέρων» απέχοντες. Μέγας και υψηλός ο τίτλος του εκκλησιαστικού «Πατρός». Μεγάλη και υψηλή η αποστολή πάντων των Ιερατικών, των και «Πατέρων» προσφωνουμένων. Μακάριοι δε οι άξιοι πνευματικοί «Πατέρες».
ΕΦΗΜΕΡΙΟΣ 10/1952
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ