«Ὦ γενεά ἄπιστος καί διεστραμμένη…»
(Ματ. 17,17)
Όταν ένα πλοίο ταξιδεύει, το επιβαίνον κοινό εμπιστεύεται την ζωή του στα χέρια του καπετάνιου. Αν και δεν τον γνωρίζει κανείς, όμως τον εμπιστεύονται όλοι. Υποθέτουν άπαντες, πως για να κατέχει την θέση αυτή, είναι ο πλέον ικανός. Αυτός είναι ο άνθρωπος ο ενδεδειγμένος! Οπότε οι επιβαίνοντες εφησυχάζουν και πλέουν μαζί με το καράβι στα δικά τους πελάγη ευτυχίας. Προπάντων ήρεμοι και ανέμελοι.
Πολλές φορές όμως κάτι συμβαίνει, κάτι πάει στραβά, είτε από παράλειψη, είτε από θέμα υγείας του εν λόγω κυβερνήτου και το καράβι συντρίβεται σε υποβόσκοντες υφάλους. Πολλές φορές δε, η ίδια η υπεροψία του κυβερνήτου έρχεται και συγκρούεται επιθετικά με τα στοιχεία της φύσης, γιατί όχι με τους νόμους του Θεού, και προσδίδοντας υπέρμετρη αξία και υπεροχή στο πλοίο του, τελικά το οδηγεί στη βύθιση. Κάτι ανάλογο συνέβη με τον αήττητο «Τιτανικό» και βυθίστηκε στο πρώτο κιόλας παρθενικό ταξίδι του. Κάτι ανάλογο συνέβη και με το διαστημικό σκάφος «Challenger» το οποίο κονιορτοποιήθηκε πριν τολμήσει να απογειωθεί προς το διάστημα. Αυτά συμβαίνουν, όταν οι άνθρωποι προκαλούν τον Θεό, είτε με ονομασίες, είτε με ενέργειες, όπως η έγερση πύργων… Από την Βαβέλ μέχρι τους δίδυμους, που «έξυναν» τους ουρανούς. Ειδικά όταν τον Θεό κάποιοι τον εκπειράζουν, αναιρώντας τον ταυτοχρόνως. Και φυσικά όλα αυτά συμβαίνουν, όταν οι άνθρωποι είναι άπιστοι. Πολύ περαιτέρω, όταν είναι διεστραμμένοι… Όπως ακριβώς συμβαίνει στις μέρες μας και ειδικά στην «φιλόχριστη» πατρίδα μας. Και όμως, πόσο χάρηκε ο Χριστός, όταν αντίκρισε τους Έλληνες να τον επισκέπτονται…
Ας παρακολουθήσουμε όμως, ένα διαφορετικό ταξίδι πάνω σε πλοιάριο, με κυβερνήτη ένα ξέχωρο άτομο και επιβαίνοντες, όχι άσχετους περιηγητές, αλλά πεπειραμένους ναυτικούς. Θαλασσοδαρμένα κορμιά που ανήκουν σε επαγγελματίες αλιείς.
Μετά την εξουθενωτική κόπωση μιας ολόκληρης ημέρας, κατά την διάρκεια της οποίας ο Χριστός εθεράπευε ακατάπαυστα τους πάσχοντες και εξέβαλλε δαιμόνια, θέλησε κάποια στιγμή να αποσυρθεί για ανάπαυση μαζί με τους μαθητές του. Την ανάπαυση ο διδάσκαλος, όταν την επεδίωκε, την εύρισκε κατά κανόνα σε μέρος ερημικό. Σε αυτό το μέρος που αποτελούσε την επιχειρησιακή αίθουσα διδασκαλίας του, ανασυγκροτούσε την ψυχοσωματική του ύπαρξη κατά ένα τρόπο ιδιάζοντα. Προσευχόμενος! Για τον λόγο αυτόν λοιπόν, επιβαίνων σε αλιευτικό πλοιάριο μέσα στην θάλασσα της Γεννησαρέτ, δίνει την εντολή στους μαθητές του λέγοντας· «διέλθωμεν εἰς τό πέραν» (Μαρκ. 4,36). Και άλλες φορές αναφέρεται η λέξη «πέραν» από τους ευαγγελιστές στην αφήγησή τους. Εν προκειμένω, μέσω της λέξης αυτής χαρακτηρίζεται το ανατολικό μέρος της λίμνης, το οποίο σε αντίθεση με το δυτικό που έσφυζε από ζωή, εκείνο παρέμενε έρημο. Διεκδικούσε όμως την θεϊκή συντροφιά.
Η «έρημος» πάντοτε είλκυε και ελκύει μέχρι τα χρόνια μας τα μεγάλα πνεύματα, προς ανάπαυση, καθότι αναλώνονται εξοντωτικά μέσα στο πνευματικό εργοτάξιο της κοινωνίας, προκειμένου να προσφέρουν υπηρεσίες ψυχωφελείς ποικιλοτρόπως. Εκεί στην έρημο πραγματοποιείται η τροφοδοσία και η ανάπαυση τους, μέσα στην αυτοσυγκέντρωση και την σίτιση μέσω του πνευματικού μάννα. Την προσευχή.
Έτσι λοιπόν κάποια στιγμή, το πλοιάριο σύρει την άγκυρα και εκκινεί. Ο Ιησούς κατάκοπος από την αδιάλειπτη πνευματική εργασία του «καταρρέει» και ως κοινός ναύτης γέρνει πάνω στο κατάστρωμα και συγκεκριμένα προς το μέρος της πρύμνης. Εκεί δηλαδή που βρίσκεται το πηδάλιο του σκάφους. Τυχαίως; Ο ίδιος το γνώριζε. Παρ’ όλα αυτά ο εν λόγω ύπνος του δήλωνε την ήρεμη και καθαρή, την άσπιλη και αμόλυντη συνείδησή του και ερχόταν ως θεϊκό δώρο να επιφέρει ψυχοσωματική γαλήνη. Το τονίζει και ο ψαλμωδός· «Ἐν εἰρήνη ἐπί τό αὐτό κοιμηθήσομαι καί ὑπνώσω…» (Ψαλ. 4,9).
Την ώρα όμως που κοιμάται ο Χριστός, σηκώνονται από τον δικό τους ύπνο τα στοιχεία της φύσης. Κύματα φοβερά ορθώνονται και καλύπτουν το πλοίο, απειλώντας το προς καταποντισμό. Έτσι οι έμπειροι ναυτικοί άπραγοι και μουδιασμένοι, αλλά και ανώριμοι μαθητές του διδασκάλου, καταλαμβάνονται από φόβο. Ο φόβος δε αυτός μεγιστοποιείται, λόγω της θέας του κοιμωμένου Ναζωραίου. Μέσα στον πανικό όμως διέφυγε κάτι πολύ σημαντικό από την σκέψη των μαθητών. Ότι ο διδάσκαλος άνθρωπος μπορεί να κοιμάται, αλλά ο διδάσκαλος Θεός αγρυπνεί. Αυτός είναι ο δημιουργός των ποταμών, των λιμνών και των μεγάλων συστημάτων των θαλασσών και των ωκεανών. Επομένως, ως δημιουργός, έχει θέσει ο ίδιος τους νόμους του και τους κανόνες λειτουργίας των πάντων. Εν προκειμένω λοιπόν γνωρίζει κάλλιστα τι συμβαίνει μέσα στα ύδατα και έχει την δύναμη να τα αποξηράνει παντελώς εν ριπή οφθαλμού και να ανοίξει πηγές υδάτων μέσα στην άνυδρη έρημο. Στην ξέρα. Ο ίδιος επίσης εγείρει τις θύελλες και αυτός τις καταπαύει. Αλλά οι μαθητές του Κυρίου δεν άντεξαν την έκτακτη άσκηση δοκιμασίας στην οποία τους υπέβαλε ο διδάσκαλος και εξανέστησαν, κράζοντες εναγωνίως· «Διδάσκαλε οὐ μέλει σοι, ὅτι ἀπολλύμεθα;» (Μαρ. 4,38). Πανικός λοιπόν. Αλλά αυτός είναι το επόμενο βήμα της προηγηθείσης ολιγοπιστίας. Γιατί έτσι τους απεκάλεσε ο Κύριος· «Τί δειλοί ἐστέ, ὀλιγόπιστοι;» (Ματ. 8,26).
Γιατί η ολιγοπιστία, ένεκα νοσηρής σκέψης και ασθενούς φρονήματος ψυχής, επιφέρει την τρομοκρατία. Αλλά ο Χριστός, καλείται και πάλι να «απολογηθεί»… Αυτή ήταν και η επί γης πορεία του. Μία μακρόσυρτη, ακατάπαυστη, αλλά μεγαλειώδης απολογία σε όσα του καταμαρτυρούσαν. Εχθροί, αλλά και φίλοι. Όχι κατ’ ανάγκη πάντοτε με λόγια, αλλά και με την εκφραστική σιωπή του.
Εν προκειμένω, στρέφεται προς την θάλασσα και την διατάζει· «Σιώπα, πεφίμωσο». (Μαρκ. 4,39). Την επομένη στιγμή «ο άνεμος εκόπασε και εγένετο γαλήνη μεγάλη».
Αν ανατρέξουμε με ζήλο στις γραφές, θα αντικρύσουμε τον Κύριο πολλάκις να καλεί την άψυχη φύση σαν μάρτυρά του και να της «εκθέτει» τα παράπονά του για την ανθρώπινη αναλγησία και ανυπακοή. Αυτόν τον μάρτυρα στη φάση αυτή, τον διατάζει και εκείνος καταθέτει την μαρτυρία του άμεσα, υπακούοντας.
Αλλά καιρός, εμείς, οι σύγχρονοι αεροβατούντες να προσθαλασσωθούμε στην σύγχρονη ταραγμένη θάλασσα της κοινωνίας μας. Εμείς οι αποστάτες, να πειθαρχήσουμε, υποτασσόμενοι.
Η θάλασσα την οποία ανάγκασε ο Χριστός να σιωπήσει, είναι μία εικόνα του κόσμου. Πάνω σε αυτήν την νοητή θάλασσα πλέει ένα ξεχωριστό και ερημικό σκάφος, ναυπηγημένο στα θεϊκά ναυπηγεία. Το σκάφος αυτό δεν δημιουργεί εντύπωση, ούτε προσδίδει επιβλητικότητα. Παρ’ όλα αυτά, το υποβλέπουν όλα τα κοσμικά υπερωκεάνια και τα λοιπά παγοθραυστικά της γήινης θαλασσοκρατίας. Προπάντων κάποια καραδοκούντα και υπούλως κρυμμένα «υποβρύχια» το έχουν συνεχώς στο περισκόπιό τους, με στόχο να το καταβυθίσουν, τορπιλίζοντάς το ανεντίμως.
Το σκάφος αυτό είναι η Ορθόδοξη Εκκλησία μας με μοναδικό κυβερνήτη τον Χριστό και ναύτες τους αποστόλους και τους απανταχού αγίους, επιβαίνον δε κοινό τους πιστούς κάθε εποχής.
Αυτό το σκάφος σε αντίθεση με τα πρότερα ανθρώπινα πλέει συνεχώς. Δεν σταματά ούτε για επισκευή ούτε για λοιπή τροφοδοσία. Γι’ αυτό και το ζηλεύουν οι απανταχού πλοιοκτήτες. Γι’ αυτό και δεν έχει ποτέ γαλήνη. Γι’ αυτό και ξεσηκώνει ο Διάβολος τις δικές του σφοδρές τρικυμίες και εξαπολύει λυσσώδεις επιθέσεις, με στόχο να το καταβυθίσει. Γι’ αυτό οι ποικίλοι αρχηγοί κρατών, αλλά και όλοι οι ψευδοδιδάσκαλοι και ψευδοπροφήτες, οι φοβεροί αιρεσιάρχες, προσπαθούν όλοι μαζί να εκτρέψουν το σκάφος από την κεχαραγμένη πορεία εκ Θεού, εμβολίζοντάς το πονηρά.
Αλλά όλοι αυτοί θυμίζουν έναν υπερφίαλο βασιλιά της αρχαιότητος, ο οποίος έφιππος κατέβη στην παραλία και με το μαστίγιό του χτυπούσε την τρικυμιώδη θάλασσα για να ηρεμήσει. Όμως όπως διαφαίνεται, όλοι οι πρότεροι πάσχουν από δεινή σχιζοφρένεια και έντονη παρανοϊκότητα, καθότι φτύνουν στον ουρανό, λουζόμενοι από τα ξεράματά τους.
Αλλά οι πιστοί, οι απλοί άνθρωποι, οι επιβαίνοντες στο σκάφος της Εκκλησίας, δειλιάζουν με όλη αυτή την τρικυμία και ολιγοπιστούν, αναζητώντας τον Κύριο εναγωνίως. Κάποια στιγμή όμως… Ποια στιγμή; Εκείνη την στιγμή που χαίρουν οι διεστραμμένοι διώκτες για τον φαινομενικό καταποντισμό των ολιγοπιστούντων, θα επέμβει ο Κύριος και θα φιμώσει τα στόματα των βλασφήμων, καταπαύοντας και όλες τις άνομες πράξεις τους.
Ως τότε όμως, οι πρότεροι άπιστοι θα θαλασσοδέρνονται και αυτοί, μέσα στα άγρια κύματα της μαινομένης θάλασσας της τρικυμιώδους καρδιάς τους. Γιατί οι εν λόγω χτυπιούνται, λόγω της προκλήσεως τους απέναντι στον Θεό από κύματα φιληδονίας, φιλοδοξίας, φιλαργυρίας, μίσους, θυμού και εκδικήσεως, μοχθηρίας και φθόνου, αγνωμοσύνης, αχαριστίας, απιστίας και βλασφημίας. Αυτοί εν τέλει είναι εξ’ αρχής τα ηθικά ναυάγια της κοινωνίας, αλλά δεν το έχουν αντιληφθεί.
Όμως και οι εν λόγω, σε δύσκολες στιγμές της ζωής τους ή σε ώρες ειλικρινείας και πνευματικής ανάνηψης, ομολογούν την πλάνη τους και τον σκοταδισμό τους. Ίσως όμως για τους απίστους των ημερών μας να μην ήλθε η δύσκολη στιγμή ακόμη. Προς το παρόν λοιπόν ας επαγγέλλονται τον άπιστο. Γιατί; Γιατί είναι καιρός φαινομενικής γαλήνης γι’ αυτούς. Γιατί κάθονται στα πλούτη τους και στα αξιώματά τους. Γιατί έχουν εις έτη πολλά… Όμως όταν χτυπήσει την πόρτα ο επισκέπτης θάνατος, τι θα κάνουν; Πριν λίγα χρόνια κάποιο υψηλό πρόσωπο της ελληνικής πολιτείας βρέθηκε στο νοσοκομείο ως ασθενής. Εκεί την ίδια περίοδο νοσηλευόταν ο άγιος Ιάκωβος Τσαλίκης. Τότε λοιπόν προσκάλεσε ο πρότερος τον άγιο στο δωμάτιο του εναγωνίως να του πει… τα μελλούμενα. Αν θα αναρρώσει και αν θα ζήσει. Τότε λησμόνησε έστω προς στιγμή την αθεΐα του και «γονάτισε» μπροστά στον ένθεο… Κι’ όμως σε όλους τους ανθρώπους πάνω στη γη το μέλλον απλώνεται μπροστά τους όπως η θάλασσα. Πότε ήρεμη και γαλήνια, πότε κυματώδης. Πρέπει όλοι μας να την αντιμετωπίσουμε «απολαμβάνοντάς την». Γιατί έχουμε χρέος και αποστολή. Γιατί όλοι κατ’ ουσίαν ζητούμε τον Θεό. Άλλος φανερά και άλλος στα κρυφά. Άλλος στο φως και άλλος στο σκοτάδι. Γιατί όλοι ποθούμε την αιώνιο ζωή. Όλοι ποθούμε να γίνουμε ημίθεοι. Κι’ όμως ο Θεός μας έπλασε για να γίνουμε Θεοί. Σαν αυτόν. Αλλά δυστυχώς η ναυτία της ηλιθιώδους και προκλητικής απιστίας μας, μας οδηγεί σε ναυάγιο.
Κανείς όμως από τους συγχρόνους άπιστους δεν έχει καταλάβει, ότι αρνούμενος τον Θεό, αρνείται τον Θεό τον δικό του, αυτόν που έπλασε στην φαντασία του. Αυτόν που δημιούργησε ένας έκαστος, κατ’ εικόνα του και ομοίωσή του. Ο πραγματικός Θεός όμως είναι αυτός που μας θυμίζει: «Διά τήν ἀπιστίαν ὑμῶν τό γένος τοῦτο οὐκ ἐξέρχεται, εἰ μή ἐν προσευχῆ καί νηστεία».
Άραγε, όταν ο Χριστός ξαναγυρίσει, θα υπάρχει ακόμη πίστη πάνω στη γη;