Μία συγκινητική αποκάλυψις
ΤΟ ΞΥΠΝΗΜΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ
ΕΝΟΣ ΚΡΥΠΤΟΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥ
ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟ ΕΙΚΟΝΙΣΜΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Ο δρόμος προς το Γεμίσι κατά μήκος της παραλίας του Κερατείου κόλπου, που αρχίζει από την μια πλευρά της μεγάλης γέφυρας και προχωρεί ως την Πόρτα της Αγίας- το Αγιά καπού -και ως το Ιστορικό Φανάρι είναι ένα από τα πιο πολυσύχναστα εμπορικά κέντρα της Πόλης. Οι ανατολίτες ομογενείς παλαιότερα διατηρούσαν μαγαζιά γεμάτα από πλούτο αποικιακών και ξεχώριζε η πλούσια αγορά των οπωρικών που τις μέρες αυτές των παραμονών της Πρωτοχρονιάς συνεκέντρωνε πλήθη ομογενών ιδίως για την προμήθεια των οπωρικών τους της καλής βραδυάς.
Ήταν έθιμο παληό το εορταστικό τραπέζι της βραδυάς της παραμονής της Πρωτοχρονιάς που σε κάθε σπίτι ορθόδοξο πλούσιο ή φτωχό γιορταζότανε το τέλος του παληού χρόνου με άφθονα φαγητά και με μεγάλη ποικιλία οπωρικών, που επλαισίωναν την πίττα που θα έκοβε ο αρχηγός της Οικογένειας. Αυτό το μεγάλο τραπέζι ως έθιμο χριστιανικό, εστρώνετο και στο κέντρο της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης κατέβαινε με την συνοδεία του στην μεγάλη Τράπεζα των κληρικών των Πατριαρχείων, συνέτρωγε με αυτούς, συνομιλούσε με τον καθένα τους με την μεγαλύτερη οικειότητα και έκοβε την μεγάλη πίττα με το χρυσό νόμισμα. Χαρούμενη και οικογενειακή ατμόσφαιρα αυτή της καλής βραδυάς στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και στόχος πειραγμάτων με τον Πατριάρχη πρωτοστατούντα ο τυχερός της βραδυάς και του χρυσού νομίσματος.
Και ξαναγυρίζουμε στο δρόμο του Γεμισιού. Σ’ ένα από τα στενά σοκάκια ανάμεσα στα παληά ερειπωμένα κάστρα—κάστρα του παληού Βυζαντίου—δίπλα σ’ ένα τζαμί διετηρείτο στο πέρασμα των χρόνων ένα μικρό εκκλησάκι. Ήταν το εκκλησάκι του Αγίου Βασιλείου. Ευλαβικοί χριστιανοί της γειτονικής ενορίας του Ζιντάν καπού άναβαν τις περισσότερες φορές το καντήλι του αγίου και ανήμερα της μνήμης του ένας εφημέριος του Αγίου Νικολάου του Τζιμπαλιού πήγαινε μόλις ξημέρωνε άναβε το καντήλι και έψελνε σιγαλά τα τροπάρια του άγιου μπροστά στο εικόνισμά του. Αργότερα, όταν ο ήλιος εφώτιζε και εζέσταινε την ατμόσφαιρα, ένα πλήθος χριστιανών συνέρρεε στο εκκλησάκι αυτό φορτωμένο με λάδι για το καντήλι και με λογιών λογιών ταξίματα. Στην συνείδησι των χριστιανών της περιοχής αυτής ήταν θαυματουργός ο άγιος Βασίλειος και γιάτρευε η χάρι του άρρωστα παιδιά προ πάντων. Αυτή τη θαυματουργική του χάρι την αναγνώριζαν και οι αλλόδοξοι περίοικοι πού τιμούσαν ευλαβικά και αυτοί τον Άγιο.
Εκείνη τη νύχτα της παραμονής της γιορτής του αγίου το χιόνι έπεφτε πυκνό και παγερό κι’ ο κόλπος βούιζε από τα τεράστια κύματα που σήκωνε ένας δυνατός βορηάς. Οι δρόμοι προς τα κάστρα είχαν σκεπασθή με πυκνό λευκό στρώμα κι είχαν αποκλεισθή τα στενοσόκακα. Ψυχή δεν κυκλοφορούσε γύρω από την περιοχή αυτή. Πως θα πήγαινε ν’ ανάψη το καντήλι του αγίου και να ψάλη τα εορτάσιμα τροπάρια ο ευλαβής εφημέριος της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου από το Τζιμπαλί;
Ήταν νέος ο παπά Αγαθάγγελος μα τα νειάτα του δεν ήταν τόσο ισχυρά ώστε να αντιταχθούν στην φρικτή κακοκαιρία της νύχτας εκείνης, και στον άγριο χιονιά που όλο και άπλωνε στους δρόμους και στις στέγες των σπιτιών την λευκότητά του. Δεν ήταν ως τόσο δυνατό να παράλειψη ο ευλαβής εφημέριος το καθήκον του αυτό στον άγιο. Έτσι τυλίχθηκε με ένα βαρύ μποξά και αργοπορημένος επήρε τον δρόμο προς το εκκλησάκι πίσω από τα κάστρα του Γεμισιού. Τρέμανε
τα χέρια του μα στην ψυχή του ένοιωθε μια δυνατή φλόγα που του θέρμαινε τα πόδια του και την αποφασιστικότητά του. Ένας χριστιανός που τον συναπάντησε στο δρόμο πέρα από το Ουν καμπάν του απηύθυνε το ερώτημα:
—Πάτερ που τραβάς με τον καιρό αυτό και με τόση ερημιά;..
—Εκεί που με καλεί το καθήκον, αδελφέ μου.
—Μ’ αυτό το χιόνι και μέσα στους έρημους μαχαλάδες.
— Με ακολουθεί και με προστατεύει η σκιά και η χάρι του άγιου.
Ο χριστιανός αισθάνθηκε ένα δυνατό ρίγος στα λόγια αυτά του παπά Αγαθαγγέλου και εξακολούθησε το δρόμο του ψιθυρίζοντας.
—Στο καλό πάτερ μου…
Άρχισε να ξημερώνη όταν ο παπά Αγαθάγγελος έφταξε στο εκκλησάκι του αγίου. Η πόρτα του που έπρεπε να είναι κλειστή ήταν ορθάνοιχτη και καθώς σταμάτησε στο κατώφλι της κ’ έσκυψε αθέλητα το πρόσωπό του αντίκρυσε την εικόνα του αγίου. Αναμμένο το καντήλι μπροστά στην εικόνα και αναμμένα τα δύο τρία καντήλια γύρω.
Ποιος να τάχε ανάψει; σκέφθηκε. Και προχώρησε στο βάθος του μικρού εκκλησιού. Έτρεμε η καρδιά του που λες κι’ ήταν έτοιμη να γίνη θρύμματα.
— Άγιέ μου…ψιθύρισε.
Μα η φωνή του κόλλησε επάνω στα χείλη του. Δύο τρία βήματα από το εικόνισμα του αγίου το δυνατό φως του αναμμένου καντηλιού εφώτισε ένα κορμί γονατισμένο σε στάσι ευλαβικής προσευχής. Ο παπά Αγαθάγγελος πλησίασε τον γονατισμένο άνθρωπο πού τον αναγνώρισε αμέσως. Ήταν ο Ιμάμης του μικρού διπλανού τζαμιού.
—Εσείς εδώ χότζα μου του είπε με φωνή πού έτρεμε από φόβο και συγκίνησι.
— Φοβήθηκα πως δεν θα μπορούσες παπά μου ναρθής στον άγιο με τον καιρό αυτό…
— Και ήρθες εσύ χότζα μου.
— Δεν μπορούσα ν’ αφίσω σήμερα τον άγιο χωρίς ν’ ανάψη κάνεις το καντήλι του.
— Αυτό που έκαμες..
— Έκαμα εκείνο που έπρεπε. Άναψα στην θέσι την δική σου το καντήλι του άγιου….Γιατί….
— Ήταν πολύ ευγενικό αυτό που έκαμες.
— Ήταν μια υποχρέωσίς μου παπά μου. Γιατί ο άγιος δεν είναι μόνο δικός σας είναι και δικός μου.
Ο παπά Αγαθάγγελος αισθανότανε να σαλεύη το κεφάλι του από τα λόγια αυτά του ιμάμη. ΤΙ εννοούσε τάχατες με το είναι και δικός του; Μα πριν προχωρήση στην ταραγμένη αυτή σκέψι του, ο ιμάμης έσφιξε στις παλάμες του το τρεμάμενο χέρι του παπά Αγαθαγγέλου και με φωνή κλονισμένη του είπε:
— Νύχτες ολόκληρες δεν μπορώ να κλείσω μάτι. Ο ύπνος αδύνατο να με βρη. Παρακαλώ τον Αλλάχ μου να με σώση. Μα στη σκέψι και την ψυχή μου είναι πάντα ο Χριστός σας. Αυτόνα βλέπω πάντοτε πιο κοντά μου και τον νοιώθω περισσότερο σαν δικό μου Θεό, να με συγχωρέση ο Αλλάχ μου. Μα δεν μπορώ να κάμω τίποτε πάνω από τις δυνάμεις μου. Είσαι δικός μου, μου ψιθυρίζει στο αυτί ο Χριστός. Και αισθάνομαι ηρεμία ολάκερος. Παπά μου, είμαι ένας δυστυχισμένος. Η αμφιβολία για το θεό μου με βασανίζει… Η πίστις μου στον Χριστό απλώνεται γύρω μου πιο δυνατή.. Και κάθε μέρα που περνά το πιστεύω περισσότερο: Είμαι χριστιανός κι εγώ.. Πίστεψέ με..
Και με λυγμούς και κλάμματα ο ιμάμης έσκυψε και φίλησε το χέρι που όλο και έσφιγγε στις παλάμες του. Ο παπά Αγαθάγγελος βαθειά συγκινημένος αγκάλιασε για μια στιγμή κλαίοντας κι αυτόν τον λειτουργό του Θεού που την νύκτα εκείνη ίσως ο θαυματουργός άγιος που γιόρταζε του απεκάλυπτε περισσότερο από κάθε φορά πως ήταν από τους χριστιανούς τους παραστρατημένους αθέλητα σ’ ένα δρόμο διαφορετικόν και αλλόθρησκο.
Η ημέρα είχε φωτίσει με το φως της το εκκλησάκι και την περιοχή του την χιονισμένη. Και οι χριστιανοί των γύρω περιοχών άρχισαν να συρρέουν στο εκκλησάκι του άγιου με την πίστι και τα ταξίματα και εκστατικοί αντίκρυζαν αγκαλιασμένους τον παπά Αγαθάγγελο και τον ιμάμη του πλησίον τζαμιού. Δεν μπόρεσαν να μαντέψουν την αλήθεια την ημέρα εκείνη της γιορτής του Αγίου. Μα η ψυχή όλων εγέμισε από την πίστι προς ένα καινούργιο θαύμα του αγίου από την Καισάρεια. Και ψιθυρίστηκε σε κάθε χριστιανικό σπίτι το θαύμα αυτό. Σιωπηλός μόνος στάθηκε για πολλές μέρες σαν σε μια θεία έκστασι ο ευλαβικός εφημέριος του αγίου Νικολάου. Το αγκάλιασμά του με τον άνθρωπο που ξανάβρισκε την πραγματική του θρησκεία τον κρατούσε σαν ένα σκλάβο του.
Δεν είναι πολλά χρόνια που ο παπά Αγαθάγγελος στάθηκε ένας από τους λαμπροτέρους βοηθούς επισκόπους της Σμύρνης υπό τον προκάτοχο του εθνομάρτυρα Χρυσοστόμου, τον Βασίλειον, και που απέθανε με αναπαυμένη την συνείδησι του χρηστού και του καλού ποιμένος ως μητροπολίτης Σισανίου και Σιατίστης, της ηρωικής μακεδονικής επαρχίας.
ΒΑΣ. ΗΛΙΑΔΗΣ
Ο Αγαθάγγελος Παπαναστασιάδης καταγόταν από τις Κυδωνίες της Μικράς Ασίας. Υπήρξε πνευματικό ανάστημα του Μητροπολίτου Εφέσου Αγαθαγγέλου. Σπούδασε Θεολογία και Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Υπηρέτησε ως Αρχιερατικός Επίτροπος στη Μητρόπολη Εφέσου επί του Μητροπολίτου Εφέσου Κωνσταντίνου και επί τριετία επί του διαδόχου αυτού Μητροπολίτου Εφέσου Ιωακείμ. Κατόπιν υπηρέτησε ως Εφημέριος της Κοινότητας Τζιβαλίου της Κωνσταντινουπόλεως. Στις 18 Μαΐου 1903 χειροτονήθηκε στον Ιερό Ναό Αγίου Νικολάου Τζιβαλίου Κωνσταντινουπόλεως τιτουλάριος Επίσκοπος Ελαίας, Βοηθός Επίσκοπος της Μητροπόλεως Σμύρνης. Τη χειροτονία τέλεσε ο Μητροπολίτης Σμύρνης Βασίλειος, συμπαραστατούμενος από τους Μητροπολίτες Βελεγράδων Βασίλειο και Κασσανδρείας Λεόντιο. Εξαιτίας συγκρούσεως με τον Μητροπολίτη Σμύρνης Βασίλειο παύθηκε από τη θέση του Βοηθού Επισκόπου της Μητροπόλεως Σμύρνης και τον Νοέμβριο του 1904 αναχώρησε για την Κωνσταντινούπολη. Τον Φεβρουάριο του 1905 διορίστηκε Αρχιερατικώς Προϊστάμενος της Κοινότητος Σταυροδρομίου. Στις 25 Νοεμβρίου 1911 εξελέγη Μητροπολίτης Σαράντα Εκκλησιών και στις 20 Οκτωβρίου 1922 Μητροπολίτης Βοδενών. Την 1 Νοεμβρίου 1922 ο τίτλος της Μητροπόλεώς του μεταβλήθηκε σε “Εδέσσης”. Στις 5 Φεβρουαρίου 1924 εξελέγη Μητροπολίτης Σισανίου και Σιατίστης. Εκοιμήθη στην Αθήνα όπου νοσηλευόταν λόγω καρδιακής νόσου στις 12 Απριλίου 1929.
Από το περιοδικό ΕΦΗΜΕΡΙΟΣ 4/1952
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ