Πέμπτη 25 Αυγούστου 2022

Η ΑΓΑΠΗ

 

π. ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΑΛΕΒΙΖΟΠΟΥΛΟΥ

Η  ΑΓΑΠΗ

       Ο πιστός αποκτά το ορθόδοξο φρόνημα όταν ξανα­βρεί τη ζωή που ανταποκρίνεται στην ίδια τη φύση του, στο «κατ’ εικόνα» τού Τριαδικού Θεού. Αυτό σημαίνει πως πρέπει να εγκαταλείψει την αυτονομία και να επιλέ­ξει την κοινωνία της αγάπης τού Θεού. Αυτό πρέπει ο πι­στός να το κάνει ελεύθερα, γιατί αληθινή αγάπη δεν νοείται χωρίς ελευθερία. Είναι πάντοτε καρπός της ελεύ­θερης προσωπικής προαίρεσης τού ανθρώπου.

Η αληθινή αγάπη και κοινωνία μετά τού Θεού δεν με­θοδεύεται με διάφορες τεχνικές. Δεν είναι αποτέλεσμα αυτομάτων διαδικασιών και μεθοδεύσεων. Περνάει πάν­τοτε μέσα από την προαίρεση τού ανθρώπου. Ο Χριστός λέγει: «Ιδού έστηκα επί την θύραν και κρούω· εάν τις ακούση της φωνής μου και άνοιξη την θύραν, εισελεύσομαι προς αυτόν και δειπνήσω μετ’ αυτού και αυτός μετ’ εμού» (Αποκ. γ’ 20). Με μεγάλη διακριτικότητα «κτυπά» και περιμένει τη δική μας επιλογή· δεν παραβιάζει την «θύρα»! 

Το να δεχθεί κανείς το δώρο τού Κυρίου, το Πνεύμα το Άγιον «εν τη καρδία αυτού», προϋποθέτει ολόψυχη, δική του επιλογή. Αυτό σημαίνει αποδοχή και από μέ­ρους του νου, και από μέρους της καρδιάς. Ο πιστός δεν απολυτοποιεί τίποτε, ούτε διαβολοποιεί τίποτε. Και ο νους και η καρδιά αγιάζονται και ο άνθρωπος μένει ελεύ­θερος στην επιλογή του. Δεν εκβιάζεται˙ ούτε με τη διαβολοποίηση του νου, όπως γίνεται σε παραθρησκευτικές ομάδες, ούτε με είδος πνευματικής τρομοκρατίας ή με ο­ποιεσδήποτε υποσχέσεις που οδηγούν σε απόλυτη εξάρ­τηση από ανθρώπους. Δέχεται ή απορρίπτει τα δώρα του Θεού. Όμως, αν τα δεχθεί, πρέπει να το κάνει καθολικά˙ και με το νου, και με την καρδιά, και με το σώμα του. «Εάν κανείς με αγαπά θα τηρήσει το λόγο μου και ο Πα­τήρ μου θα τον αγαπήσει και θα έλθωμε εις αυτόν και θα κατοικήσουμε μαζί του» (Ιω. ιδ’ 23).

 Αυτά σημαίνουν πως το ορθόδοξο ήθος είναι αποτέλε­σμα συνεργίας τού ανθρώπου με τον Θεό. Ο άνθρωπος αγαπά ελεύθερα τον Θεό και ο Θεός απαντά ελεύθερα στην αγάπη τού ανθρώπου με τη δική Του αγάπη. Θα μπορούσε κανείς να το διατυπώσει πιο σωστά: Ο Θεός αγαπά τον άνθρωπο και περιμένει από αυτόν να ανταπο­κριθεί στην αγάπη Του. Τότε ο Θεός επεμβαίνει στη ζωή τού ανθρώπου και τού χαρίζει τις ευλογίες Του. Η ζωή τού ανθρώπου αποτελεί πλέον φανέρωση της ζωής τού Τριαδικού Θεού, γιατί ο άνθρωπος γίνεται κατοικητήριο τού Θεού (Α. Ιω. δ’ 16). Τότε και η αγάπη τού ανθρώπου μεταμορφώνεται και γίνεται καρπός τού Αγίου Πνεύμα­τος, ένα από τα δώρα του Θεού, μαζί με άλλα δώρα, όπως είναι η χαρά, η ειρήνη, η μακροθυμία, η χρηστότητα, η αγαθοσύνη, η πίστη, η πραότητα και η εγκράτεια.

 Όλα αυτά δεν είναι αποτέλεσμα τηρήσεως κάποιου νόμου, αλλά ελεύθερη προσφορά: Με την ελεύθερη προαίρεσή του ο άνθρωπος «σταυρώνει τη σάρκα μαζί με τα πάθη και τις επιθυμίες» και ο Θεός δέχεται αυτή την προσφορά και μεταμορφώνει τους καρπούς τού μόχθου τού ανθρώπου, προσφέροντας σ’ αυτόν τους ίδιους τους καρπούς της ανθρώπινης προαίρεσης μεταμορφωμένους, ως δώρα τού Πνεύματος (Γαλ. στ’ 4˙11).

 Αυτοί οι «καρποί» τού Πνεύματος οδηγούν πλέον τον άνθρωπο σε μία νέα στάση απέναντι στον Θεό, στον πλη­σίον και σε ολόκληρη την κτίση. Το νέο φρόνημα προσ­διορίζεται από τη χαρά, την ειρήνη, τη μακροθυμία, τη χρηστότητα, την αγαθοσύνη, την πίστη, την πραότητα, την εγκράτεια και προ παντός από την αγάπη. Ο άνθρω­πος παύει να είναι εγωιστικό ον και ξαναβρίσκει την α­ληθινή του φύση, που είναι κοινωνία αγάπης, και την βα­σιλική και Ιερατική του θέση μέσα στον κόσμο τού Θεού.

 Η αγάπη ως δώρο του Θεού δεν γνωρίζει όρια. Η α­γία Γραφή μας λέγει πως από το ένα μέρος το έσχατο «ό­ριο» της αγάπης είναι η Ουσία της ζωής χάριν τού αγαπωμένου προσώπου (Ιω. γ’ 16. Ρωμ. ε’ 8) και από το άλλο η αγάπη προς τους εχθρούς (Ματθ. ε’ 44). Αυτό σημαίνει πως δεν υπάρχουν όρια στην αγάπη· η αληθινή αγάπη δεν κομματιάζεται. Δεν μπορεί κανείς να πει: αγαπώ αυτόν, αλλά δεν μπορώ να αγαπήσω τον άλλο, αγαπώ την ανθρω­πότητα αλλά δεν μπορώ να αγαπήσω το διπλανό μου αγα­πώ το Θεό, αλλά δεν αγαπώ τον άνθρωπο, αγαπώ τους αν­θρώπους αλλά δεν αγαπώ τον Θεό! Έτσι η χριστιανική αγάπη είναι εικόνα της Θείας αγάπης (Ματθ. ε’ 45. Λουκ. στ’ 35˙36)· ο Χριστός «διήλθεν ευεργετών και ιώμενος πάντας…» (Πράξ. Γ 38, πρβλ. Ιακ. θ’ 14˙26. Ματθ. κβ’ 34˙40. Λουκ. Γ 25˙37. Ης. νη’ 7˙10).

 Αυτή την αγάπη και τη χρηστότητα «επί τους αχάρι­στους και πονηρούς» έκαναν στη ζωή τους πράξη oι άγιοι της Εκκλησίας μας. Ας αναφέρουμε μόνο ένα παράδειγ­μα από τη ζωή του αγίου Σπυρίδωνος, όπως το διηγείται το Ιερό Συναξάριο.

«Είχε δε ο άγιος και αιγοπρόβατα δια τας ανάγκας των πτωχών της επισκοπής. Νύκτα δε τινά επήγαν κλέπται να τα κλέψωσιν άλλ’ ο Πανάγαθος Κύριος, ως επιμελητής του Ποιμένος, είχε και την μέριμναν των προβάτων. Μόλις λοιπόν εισήλθον οι κλέπται εις την αυλήν, εις την οποίαν ήσαν τα πρόβατα, ευθύς εδέθησαν αοράτως αι χείρες και οι πόδες των με δεσμά και αλύσεις. Όθεν μη δυνάμενοι να σαλεύσουν, έστεκαν ούτως όλην την νύκτα, έχοντες οπίσω τας χείρας δεδεμένας ως κατάκοιτοι.

Ιδών δε αυτούς το πρωί ο άγιος εις τούτο το σχήμα, τους ελυπήθη και ποιήσας δέησιν δι’ αυτούς, τους ελύτρωσεν από τα δεσμά και τους λέγει: Τέκνα μου, μη κάμνετε πλέον ούτως, ίνα μη κολασθήτε, αλλά κερδίζετε την ζωοτροφίαν σας με τον κόπον σας. Έπειτα τους έδωκε δωρεάν και δύο κριούς με ιλαρόν πρόσωπον, δια τον κόπον της αθέλητου εκείνης αγρυ­πνίας των»!

 Αυτό είναι το σωτήριο ήθος τού κάθε πιστού. Ο ά­γιος Μακάριος υπογραμμίζει: «Ουκ έστι άλλως σωθήναι ει μη δια τού πλησίον». Ο πλησίον για τον ορθόδοξο πι­στό δεν είναι η κόλαση, αλλά ο παράδεισος!

 

Από το βιβλίο: Η ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΜΑΣ

ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ:

 Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον    www.egolpion.com