Μετά τον θάνατο του τελευταίου εικονομάχου αυτοκράτορος Θεόφιλου (829-842), ανέβηκε στον θρόνο του Βυζαντίου η ευσεβής σύζυγός του Θεοδώρα, αντί του ανήλικου γιού τους Μιχαήλ.
Θέλοντας λοιπόν η αυτοκράτειρα να νυμφεύσει τον Μιχαήλ, έστειλε σε διάφορα μέρη παλατιανούς για να βρουν κόρη ωραία και ενάρετη, κατάλληλη για τον νέο αυτοκράτορα.
Οι παλατιανοί συνάντησαν στην Καππαδοκία μια ευσεβή κόρη με εξαιρετικά προσόντα και ευγενική καταγωγή. Την έλεγαν Ειρήνη. Γεμάτοι χαρά και ελπίδες την παρέλαβαν και την οδηγούσαν στην Κωνσταντινούπολη.
Καθώς έφθασαν στο όρος Όλυμπος της Βιθυνίας, η Ειρήνη τους παρακάλεσε να πάρει την ευλογία του ξακουστού οσίου Ιωαννικίου του Μεγάλου, που ασκήτευε εκεί. Ο όσιος, μόλις την αντίκρισε από μακριά, προβλέποντας με το χάρισμά του την πνευματική της εξέλιξη, της φώναξε:
– Καλώς ήλθες, δούλη του Θεού Ειρήνη! Με προθυμία πήγαινε στην Κωνσταντινούπολη. Με χαρά πήγαινε, γιατί σε χρειάζεται η Ιερά Μονή Χρυσοβαλάντου, για να ποιμάνεις τις μοναχές, που βρίσκονται εκεί.
Η Ειρήνη, αφού πήρε την ευλογία του οσίου, συνέχισε το ταξίδι της για την πρωτεύουσα. Έμαθε όμως στον δρόμο ότι ο αυτοκράτωρ Μιχαήλ είχε ήδη εκλέξει σύζυγο. Επισκέφθηκε τότε την Ιερά Μονή Χρυσοβαλάντου. Έγινε μοναχή, και έπειτα από λίγο καιρό ανέλαβε την ηγουμενία με την επιθυμία όλων των αδελφών, όπως της είχε προφητεύσει ο Μέγας Ιωαννίκιος.
Ο ευλαβής προσκυνητής Χριστοφόρος επισκεπτόταν συχνά την Ιερά Μονή Χρυσοβαλάντου και συνομιλούσε με την αγία ηγουμένη Ειρήνη. Κάποτε όμως, ενώ ήταν απολύτως υγιής και δεν ένιωθε καμιά ενόχληση στο σώμα, ζητώντας ευχή από την οσία για να φύγει, άκουσε να του λέει ήρεμα:
– Πήγαινε, τέκνο μου, και ο Θεός ας αναπαύσει την ψυχή σου με τους αγίους.
Ο Χριστοφόρος, σαν συνετός και έξυπνος, κατάλαβε αμέσως ότι τα λόγια αυτά δεν ήσαν τυχαία. Ταράχθηκε λοιπόν και έσκυψε θλιμμένος. Η οσία Ειρήνη, βλέποντάς τον να τρέμει, προσπάθησε να τον ηρεμήσει και να τον ενθαρρύνει:
– Μην τρομάζεις, τέκνο μου, του είπε. Είχα αλλού τον νου μου και μου ξέφυγαν αυτά τα λόγια.
Εκείνος όμως, γνωρίζοντας τα χαρίσματά της, συνέχισε να είναι λυπημένος. Τότε η οσία κάθισε κοντά του και άρχισε να του μιλά για την βασιλεία των ουρανών, την απόλαυση των αιωνίων αγαθών, την ατελεύτητη μακαριότητα.
Ο Χριστοφόρος γαλήνεψε και έφυγε ειρηνικός. Πήγε στο σπίτι του, έφαγε ήσυχος και λίγο αργότερα, κατά την ώρα του εσπερινού, εκοιμήθη τον αιώνιο ύπνο.
Από το βιβλίο: ΧΑΡΙΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΧΑΡΙΣΜΑΤΟΥΧΟΙ. Τόμος πρώτος. Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής 2008, σελ. 108.