Ἀρρώστιες καὶ ἀτυχήματα ἀπὸ κατάρα
Πολλές ἀρρώστιες ποὺ δὲν βρίσκουν οἱ γιατροί ἀπὸ τί εἶναι, μπορεῖ νὰ εἶναι ἀπὸ κατάρα. Τί νὰ βροῦν οἱ γιατροί, τὴν κατάρα; Μία φορά μου ἔφεραν στὸ Καλύβι ἕναν παράλυτο. Ὁλόκληρος ἄνδρας δὲν μποροῦσε νὰ καθήση. Τὸ κορμί τοῦ ἦταν τεντωμένο σάν ξύλο. Τὸν κουβαλοῦσε ἕνας στὴν πλάτη καὶ ἕνας ἄλλος τὸν κρατοῦσε ἀπὸ πίσω. Τοῦ ἔβαλα δυὸ κούτσουρα καὶ ἀκουμποῦσε λίγο ὁ καημένος. Μοῦ λένε αὐτοί ποὺ τὸν συνόδευαν:
«Ἀπὸ δεκαπέντε χρονῶν παιδί εἶναι σʹ αὐτήν τὴν κατάσταση καὶ ἔχουν περάσει δεκαοκτώ χρόνια ἀπὸ τότε». «Μα πῶς στὰ καλά καθούμενα νὰ τὸ πάθη αὐτό; εἶπα. Δὲν μπορεῖ, κάτι συμβαίνει». Ἔψαξα ἀπὸ δῶ‐ἀπὸ ʹκει καὶ βρῆκα ὅτι κάποιος τὸν εἶχε καταρασθῆ. Τί εἶχε συμβῆ; Κάποτε πήγαινε μὲ τὸ ἀστικό στὴν σχολή του καὶ καθόταν σὲ μία θέση τεντωμένος. Σὲ κάποια στὰση μπῆκε ἕνας ἡλικιωμένος παπάς καὶ ἕνα γεροντάκι καὶ στὰθηκαν ὄρθιοι δίπλα του. Τότε τοῦ εἶπε ἕνας: «Σήκω, νὰ καθήσουν οἱ μεγάλοι». Αὐτός τεντώθηκε ἀκόμη περισσότερο στὸ κάθισμα, χωρίς νὰ δώση σημασία. Ὅποτε τὸ γεροντάκι ποὺ στεκόταν ὄρθιό του λέει: «Τεντωμένος νὰ μείνης καὶ ποτέ νὰ μήν μπορῆς νὰ καθήσης». Καὶ ἡ κατάρα ἐπίασε. Βλέπεις, εἶχε ἀναίδεια ὁ νέος. Σοῦ λέει: «Γιατί νὰ σηκωθῶ, ἀφοῦ τὴν πλήρωσα τὴν θέση;». Ναί, ἀλλὰ καὶ ὁ ἄλλος πλήρωσε καὶ εἶναι ἡλικιωμένος, σεβάσμιος, καὶ στέκεται ὄρθιος καὶ ἐσύ εἶσαι μικρό παιδί, δεκαπέντε χρονῶν, καὶ κάθεσαι. «Από αὐτὸ εἶναι, τοῦ λέω. Κοίταξε νὰ μετανοήσης, γιὰ νὰ γίνης καλά, χρειάζεται μετανοια». Ὁ καημένος, μόλις τὸ κατάλαβε λίγο καὶ τὸ ἀναγνώρισε, ἀμέσως τακτοποιήθηκε.
Ἁγ. Παϊσίου Ἁγιορείτου: ΛΟΓΟΙ Α’ «Μὲ Πόνο καὶ Ἀγάπη»