Πέμπτη 21 Ιουλίου 2022

ΑΠΟΣΤΟΛΗ: ΚΑΤΑΣΤΡΕΨΤΕ ΤΗΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ

Δημ. Νατσιός, Δάσκαλος-Κιλκίς

 «Ο πρόγονοί μας φύτευαν λιές, ν κα ξεραν τι δν θ τς δον ν καρπίζουν» (Κορνήλιος Καστοριάδης)

 Κάποτε πλησίασε τὸν τροπαιοῦχο νομπελίστα μας ποιητὴ Γιῶργο Σεφέρη, ἕνας ξένος διαπρεπὴς συνομιλητής, «πειράζων αὐτὸν καὶ λέγων»: «Μὰ πιστεύετε σοβαρὰ ὅτι εἶστε πραγματικὰ ἀπόγονοι τοῦ Λεωνίδα καὶ τοῦ Θεμιστοκλῆ;». Ἀπαντᾶ ὁ Σεφέρης: «Ὄχι, εἴμαστε ἀπόγονοι μονάχα τῆς μάνας μας, ποὺ μᾶς μίλησε Ἑλληνικά, ποὺ προσευχήθηκε ἑλληνικά, ποὺ μᾶς νανούρισε μὲ παραμύθια γιὰ τὸν Ὀδυσσέα, τὸν Ἡρακλῆ, τὸν Λεωνίδα καὶ τὸν Παπαφλέσσα, καὶ ἔνιωσε τὴν ψυχή της νὰ βουρκώνει τὴν Μεγάλη Παρασκευή, μπροστὰ στὸ ξόδι τοῦ νεκροῦ Θεανθρώπου». (Τὸ ἀπόσπασμα περιέχεται στὸ βιβλίο τῆς Μερόπης Σπυροπούλου, «Οἰκογένεια ὥρα μηδέν», ἔκδ. «Ἀρχονταρίκι», σελ. 131). Δὲν ξέρουμε ἂν κατάλαβε ὁ… «πειραστὴς» ξένος τὴν ἀπάντηση τοῦ ποιητῆ, ὁ ὁποῖος ἐξυμνεῖ τὴν μάνα τὴ Ρωμηὰ καὶ τὴν οἰκογένεια, πρὶν αὐτὴ ἀνοίξει τὰ πορτοπαράθυρά της καὶ εἰσβάλουν στὸ εὐλογημένο καταφύγιο τοῦ Γένους, ὁ μαγαρισμένος ἀγέρας τοῦ δῆθεν ἐξευρωπαϊσμοῦ μας. Καὶ ἡ κρίση «τηγανίζει» καὶ ταλανίζει κυρίως τὴν οἰκογένεια.

Δὲν σκοπεύω νὰ γράψω γιὰ τὴν σπουδαιότητα καὶ ἱερότητα τοῦ οἰκογενειακοῦ θεσμοῦ. Αὐτὸ ἀκόμα καὶ οἱ ἀνίατα προοδευτικοὶ τὸ κατανοοῦν. Τὸ βλέπω στὸ σχολεῖο. Γιὰ τὰ δικά τους βλαστάρια γίνονται κέρβεροι. Ἀπαιτοῦν καὶ πειθαρχία καὶ καλὴ παιδεία, ἐπιλέγουν τὰ καλύτερα καὶ ἀκριβότερα κολέγια. Τὶς προοδευτικὲς σαχλαμάρες καὶ ψευτοδημοκρατικότητες τὶς ἀφήνουν γιὰ τὰ παιδιά τοῦ, δηκτικῶς λεγομένου, κοσμάκη. Καὶ οἱ ἀφελεῖς ζητωκραυγαστές τους πιστεύουν καὶ τοὺς ψηφίζουν.

Στὸ βιβλίο «οἰκογένεια σὲ κρίση» (συλλογικὸς τόμος) διαβάζω σ’ ἕνα κείμενο τῆς Ντίνας Πετροπούλου. «Ἀπὸ τὴν δεκαετία τοῦ 1970, τὸ διαζύγιο εἶναι ἕνα κοινωνικὸ φαινόμενο μὲ αὐξητικὴ τάση σὲ ὅλο τὸν δυτικὸ κόσμο. Στὶς ΗΠΑ γιὰ τὴν τριετία 1977-79 ἕνας στοὺς δύο γάμους κατέληγε σὲ διαζύγιο, ποσοστὸ ποὺ ἀνακοινώθηκε καὶ στὴ χώρα μας 30 χρόνια μετά». («Ἂν θέλεις νὰ δεῖς τὴν Ἑλλάδα τοῦ μέλλοντος ἐπισκέψου τὴν σημερινὴ Ἀμερική», λέει ἕνα ἐπιτυχημένο ρητό). Στὸ ἴδιο κείμενο περιέχεται καὶ τὸ ὄνειρο ἑνὸς πεντάχρονου παιδιοῦ. Τὸ ρώτησαν τί θὰ γίνει, ὅταν μεγαλώσει. Ἀπάντηση: «Ξέρεις ἐγὼ ὅταν μεγαλώσω θὰ γίνω ἐπιστήμονας… μεγάλος ἐπιστήμονας… καὶ θὰ φτιάξω μία κόλλα, τὴν πιὸ δυνατὴ κόλλα τοῦ κόσμου… γιὰ νὰ κολλήσω τὴν μαμὰ καὶ τὸν μπαμπά». Τὸ μικρὸ παιδὶ ψάχνει τὴν «κόλλα». Σὲ τοῦτο τὸν τόπο ξέρουμε, ἤξεραν οἱ παλιότεροι – αὐτὸ λέγεται Παράδοση – πὼς ἡ μόνη «κόλλα», ἀτσάλινη καὶ συμπαγής, ποὺ ἕνωνε διὰ βίου τὸ ζευγάρι εἶναι ὁ Χριστός. «Ἔνθα ἀνὴρ καὶ γυνὴ καὶ παιδία καὶ τοῖς τῆς ἀρετῆς συνδεδεμένοι δεσμοῖς, ἐκεῖ μέσος ὁ Χριστός», γράφει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος. («Εἰς Γεν.», λόγος Ζ´, 5, ΕΠΕ 8,140).

Ὅταν φεύγει ὁ Χριστός, ἀπὸ τὸ «μέσον» καὶ στὴν θέση του μπαίνει ἡ καριέρα, ἡ καλοπέραση, ἡ ἡδονοθηρία καὶ ἡ ἀδιαφορία, τότε ὁ ὄμορφος καὶ «χρηστὸς ζυγὸς» τοῦ γάμου καταλήγει σὲ διαζύγιο…

Κι ἂν σήμερα «μὲς στὴν ἐρημιὰ τοῦ κόσμου» ἔχουμε περισσότερο ἀνάγκη τὴν οἰκογένεια, ἔρχονται τὰ τρισάθλια κουρελουργήματα «περιοδικὰ ποικίλης ὕλης» -βιβλία γλώσσας- καὶ εὐτελίζουν πλήρως τὸν ἱερὸ θεσμό. Τὴν ἐποχὴ τοῦ ἄκρατου ἀτομισμοῦ καί… κανιβαλισμοῦ τὸ «Νέο Σχολεῖο» τους ἐπιδιώκει νὰ προσβάλει καὶ νὰ μειώσει τὴν σημασία ποὺ εἶχε -καὶ ἔχει ἀκόμα- ὡς κοινωνικὴ ἀξία καὶ πρότυπο στὴν πατρίδα μας ἡ οἰκογένεια (μὲ τοὺς δύο γονεῖς νὰ ζοῦν μαζὶ καὶ νὰ φροντίζουν τὰ παιδιά τους). Πουθενὰ στὰ βιβλία αὐτὰ δὲν θὰ βρεῖς αὐτὸ τὸ ἐξαιρετικὸ ποὺ γράφει στὸ βιβλίο τοῦ «χάνω τὸ παιδί μου», ὁ ἀειθαλὴς δάσκαλός μας Κωνσταντῖνος Γανωτής, ὅτι «ἡ οἰκογένεια εἶναι μία ἀγκαλιὰ προσώπων ποὺ ἀγαπιοῦνται καὶ ἀγαπιοῦνται γι’αὐτὸ ποὺ εἶναι καὶ εἶναι εἰκόνες Θεοῦ, γεννημένοι γιὰ τὴν αἰώνια ζωὴ στὴν βασιλεία τοῦ Θεοῦ». (σελ. 76). Σ’ ὅλο τὸ Δημοτικὸ ἐλάχιστες ἀναφορὲς γίνονται στὴν οἰκογένεια καὶ στὸν ἀνθρωποποιὸ ρόλο της. Στὴν ϛ’ τάξη, (γλώσσα, β´ τεῦχος) ὑπάρχει ἑνότητα μὲ τίτλο «συγγενικὲς σχέσεις». Στὸ κείμενο «ὧρες μὲ τὴν μητέρα μου», διαβάζουμε: Ἡ μαμά μου… μὲ τὸν μπαμπά μου παντρεύτηκαν ἀπὸ ἔρωτα στὸ ἄψε-σβῆσε καὶ οἱ εὐχὲς ποὺ τοὺς ἔδωσε ὁ παπάς, ὅταν τοὺς πάντρεψε, πραγματοποιήθηκαν. Ἀπόκτησαν καρπὸν κοιλίας, δηλαδὴ ἐμένα καὶ τὸν ἀδελφό μου». Ρηχὴ εἰρωνεία, ἀπαράδεκτη γιὰ σχολικὸ βιβλίο (σελ. 84). Στὸ κείμενο «πρέπει νὰ φανῶ γενναῖος», τὸ μοναχοπαίδι μιᾶς οἰκογενείας, καλεῖται νὰ ἐπιδείξει τὴν ἑξῆς γενναιότητα: νὰ πάει διακοπὲς μόνο του, γιὰ νὰ περάσουν οἱ γονεῖς του, προφανῶς, καλύτερες διακοπές, χωρὶς τὶς δεσμεύσεις ἀπὸ τὴν παρουσία τοῦ μικροῦ τους παιδιοῦ (σελ. 89). Στὸ ἑπόμενο κείμενο μὲ τίτλο «μία οἰκογένεια ἀνάμεσα στὶς ἄλλες», ἀφοῦ περιγράφει ἕνα παιδί, τρίτης δημοτικοῦ, τὰ «εἴδη» τῶν οἰκογενειῶν (πυρηνική, μονογονεϊκή, «ξαναπαντρεμένων») στὸ τέλος τὸ παιδὶ ἀποφαίνεται: «Ὅταν μεγαλώσω καὶ κάνω δική μου οἰκογένεια, δὲν ξέρω ἀκόμα πῶς θὰ μοιάζει…». (Τὸ κείμενο εἶναι ἀπὸ τὸ περιοδικὸ «Ἐρευνητές», τῆς ἐφ. «Καθημερινή»). Ὁλόκληρη ἑνότητα, χωρὶς ἕνα κείμενο προβολῆς μιᾶς φυσιολογικῆς οἰκογένειας. Πλήρης καταρράκωση τοῦ θεσμοῦ καὶ σαφὲς «δίδαγμα» στὰ παιδιά: δὲν ὑπάρχει οἰκογένεια, «νὰ εἶσαι ὁ ἐαυτός σου», μὴν ἐλπίζεις σὲ παρωχημένα πράγματα.

Στὸ Γυμνάσιο τὰ πράγματα εἶναι πολὺ χειρότερα. (Ἐξαιρετικὴ ἡ κριτικὴ ποὺ κάνει ἡ συνάδελφος φιλόλογος-θεολόγος Εὐδοξία Αὐγουστίνου). Ἐδῶ κυριαρχοῦν κείμενα καταθλιπτικά, ἀκατάλληλα γιὰ παιδιά, διασύρονται οἱ γονεῖς, ἀπαξιώνεται πλήρως ἡ παραδοσιακή, «ὁμαλὴ» οἰκογένεια. Στὰ «κείμενα νεοελληνικῆς λογοτεχνίας», Α´ γυμνασίου, στὸ διήγημα τοῦ Λ. Τολστόι, μὲ τίτλο «Ὁ παπποὺς καὶ τὸ ἐγγονάκι», ὁ γιὸς καὶ ἡ νύφη φέρονται βάναυσα καὶ ἀπάνθρωπα στὸν ἀνήμπορο γέρο-πατέρα, ἕως ὅτου μαθαίνουν ἀπὸ τὸν μικρὸ ἐγγονὸ νὰ τοῦ φέρονται σωστά. Στὴν σελ. 45 στὸ κείμενο «Νινὲτ» τῆς Ζὼρζ Σαρῆ περιγράφεται, κατὰ τὴν εἰσηγητικὴ σημείωση τῆς συγγραφικῆς ὁμάδας, «ἡ ἀδυναμία ἐπαφῆς τῶν γονιῶν μὲ τὰ παιδιά τους καὶ μὲ τὶς ἐνοχὲς ποὺ συχνὰ αἰσθάνονται αὐτοί», ὅπως καὶ «ἡ κρίση ταυτότητας, τὴν ἀγωνία, δηλαδή, τοῦ παιδιοῦ γιὰ τὴν καταγωγή του, τοὺς γονεῖς, τὶς ρίζες του». Στὴν σελ. 49, στὸ ἀπόσπασμα μὲ τὸν τίτλο «Τὰ πράγματα στρώνουν περισσότερο», ἀπὸ τὸ μυθιστόρημα «Ἡ ἐποχὴ τοῦ ὑακίνθου», τῆς Τούλας Τρίγκα, ἡ ἡρωίδα, ἕνα νεαρὸ κορίτσι, καταγράφει τὶς ἐμπειρίες της ἀπὸ τὸ διαζύγιο τῶν γονέων καὶ τὸ δεύτερο γάμο τῆς μητέρας της, βλέπει θετικὰ τὸ γεγονὸς αὐτό, ἐκφράζει μάλιστα τὶς θετικὲς ἐντυπώσεις της καὶ στὸν (φυσικὸ) πατέρα της (τηλεφωνικῶς).

Στὰ «Κείμενα» τῆς Β´ γυμνασίου, στὸ κείμενο «Ἀπὸ τὸ ἡμερολόγιο τῆς Ἄννας Φρὰνκ» (σελ. 48), ὁ μαθητὴς θὰ διαβάσει: «περισσότερο ἀπ’ τοὺς ἄλλους, ἡ μητέρα, μὲ τὸ χαρακτήρα της καὶ τὰ ἐλαττώματά της, μοῦ πλακώνει τὴν καρδιά. Δὲν ξέρω πιὰ τί στάση νὰ κρατήσω· δὲν θέλω νὰ τῆς πῶ βάναυσα πὼς εἶναι παράλογη, σαρκαστικὴ καὶ σκληρή». Κείμενα ἀπαισιόδοξα, παιδαγωγικὰ ναυάγια, ποὺ ἐλάχιστα συνάδουν μὲ τὴν δροσιά, καὶ τὴν χαρὰ ποὺ πρέπει νὰ προσφέρουμε στὴν «ἄνοιξη» τῆς ζωῆς, στὴν νιότη τοῦ γυμνασίου. Στὴν σελ. 52 «φιλοξενεῖται» κείμενο μὲ τίτλο «Οἱ Κυριακὲς στὴν θάλασσα», πρωταγωνιστοῦν τρία κορίτσια, ποὺ οἱ γονεῖς τους εἶναι διαζευγμένοι. Ἕνα ἀπὸ τὰ κορίτσια ἐκθέτει τὶς αἰτίες τοῦ διαζυγίου. Μιλᾶ γιὰ τὸν πατέρα της: «Φαίνεται ὅτι στὸ παλιό μας σπίτι τὸν καιρὸ ποὺ ζούσανε μὲ τὴν μητέρα οἱ δουλειές του τὸ ἴδιο τὸν ἀπασχολούσανε. Ἦταν ἴσως ἡ κύρια αἰτία ποὺ χωρίσανε. Αὐτό, καὶ τὸ ὅτι μποροῦσα νὰ καταλάβω πῶς ἕνας ἄνθρωπος κάνει ἀπιστίες. Τώρα τὸ κατάλαβα». Μάλιστα. Καὶ ἐμεῖς καταλαβαίνουμε γιατί ἐπιλέγονται τέτοια κείμενα γιὰ 13χρονα καὶ 14χρονα παιδιά. Στὴ σελ. 42 ἄλλο ἀπαισιόδοξο κείμενο μὲ τίτλο «Ἡ μάνα», ἐντελῶς ἀκατάλληλο γιὰ παιδιά, στὸ ὁποῖο ὁ πατέρας θύμωνε καὶ ξυλοφόρτωνε ἄγρια τὰ παιδιά, ὅταν τὸν ξυπνοῦσαν πρὶν ἀπὸ τὴν ὥρα του» καὶ ἡ σύζυγος-μητέρα, ποὺ ἔκανε τὰ πάντα, ἀνεχόταν τὴν συμπεριφορὰ τοῦ ἄντρα της καὶ «ἦταν ἱκανοποιημένη γιατί τῆς ἔφτανε νὰ γνωρίζει συχνὰ ὅλο τὸν πόθο τοῦ ἄντρα, νὰ πιάνει παιδὶ μ’ αὐτόν, νὰ γεννάει…».

Θὰ μποροῦσα νὰ συνεχίσω, ὅπως γιὰ παράδειγμα μὲ ἐκεῖνο τὸ «ἐξαιρετικό», ποὺ περιέχεται στὴν «Νεοελληνικὴ Γλώσσα», τῆς γ´ γυμνασίου, ὅπου ὁ δύσμοιρος φιλόλογος καλεῖται νὰ διδάξει τὸ γνωστὸ τραγούδι τῶν Κατσιμιχαίων «Don’t worry be happy», τὸ ὁποῖο εἶναι κατάλληλο γιὰ οἰνόφλυγες, μεταμεσονύκτιους θαμῶνες διασκεδαστηρίου καὶ ὄχι γιὰ τάξη σχολικοῦ διδακτηρίου. Παραθέτω τὴν πρώτη στροφή:

 «μα ξυπνήσεις κα χεις βγάλει ορά,

ν κοιταχτες κα χεις βγάλει βυζι

don’t worry be happy.

μα κόρη σου σ λέει μπαμπ ν γιός σου

σ φωνάζει μαμ

don’t worry be happy…».

Αὐτὰ τὰ «ὡραῖα» βγαίνουν σήμερα ἀπὸ τὰ σχολεῖα. Πνίγονται, ἀσφυκτιοῦν τὰ παιδιὰ ἀπὸ τὶς ἀναθυμιάσεις. Ἀντὶ γιὰ τὸ «μάννα» τῆς ἐξαίσιας παράδοσής μας, τὰ ποτίζουμε χολή, τὰ τρέφουμε μὲ ἀκαθαρσίες. Μία Πνευματικὴ Γενοκτονία, τὴν ὁποία ἐπιτρέπουμε, γιατί ἀπὸ Ἔθνος μὲ ἦθος θυσιαστικὸ καὶ ἀντιστασιακό, καταντήσαμε, ἀξιολύπητο, δειλὸ σκορποχώρι. Ἐσχάτη ὥρα ἐστι, νὰ βροῦμε τὸν ἑαυτό μας, νὰ καθαρίσουμε τὴν Ἑλλάδα ἀπὸ τὶς ἀνθρωποκάμπιες ποὺ τὴν μαραζώνουν. Κάποτε, ὄχι πολὺ παλιά, ἀλλιῶς μεγάλωναν τὰ παιδιά τους. Ἰδοὺ ἕνα παράδειγμα: «…Ἕνας εὐσεβὴς γέροντας τῶν ὀγδόντα χρόνων μοῦ διηγεῖτο: Ὅταν ἦταν μικρὸ παιδὶ ἀρρώστησε βαριά. Ἦταν ἑτοιμοθάνατος. Οἱ γονεῖς τοῦ φέραν τὸ γιατρὸ στὸ χωριό. Ὁ γιατρὸς ἐξέτασε τὸν ἄρρωστο, ἔδωσε τὴ συνταγή. Καὶ ἦταν Μ. Τεσσαρακοστή. Ἡ οἰκογένεια πάμφτωχη. Ἀναγκάζονται καὶ σφάζουν ἕνα κατσικάκι, γιὰ τὸ ἄρρωστο παιδί. Πέρασαν μερικὲς μέρες καὶ τὸ ἄρρωστο παιδὶ ἔγινε καλά. Περίσσεψε ὅμως πολὺ κρέας. Ἐπειδὴ ἦταν Μ. Τεσσαρακοστή, τὸ πέταξαν στὸ ποτάμι! Ποιοί; Αὐτοὶ ποὺ δὲν εἶχαν τί νὰ φᾶνε: Ποὺ τρῶγαν κρέας Χριστούγεννα καὶ Πάσχα! Ἔκαναν ἢ δὲν ἔκαναν θυσία;». (ἀρχιμ. Β. Μπακογιάννη, «Τουρκοκρατία»).

 (Απόσπασμα άρθρου από το ιστολόγιο http://christianvivliografia.wordpress.com/)

https://alopsis.gr/alopsis/oikogen3.htm