Ἀγαπητοὶ Πατέρες,
Ἐξ αἰτίας τοῦ ὅτι παρατηρεῖται τὸ φαινόμενο νὰ ὑπάρχουν ἀπορίες καί, εἰς ὁρισμένες περιπτώσεις, ἄγνοια ἐν σχέσει πρὸς τὸ θέμα τῶν ἀναδόχων καὶ τῶν προϋποθέσεων ἀναδοχῆς κατὰ τὸἹερὸν Βάπτισμα, σᾶς γνωρίζομε τὰ ἑξῆς:
Ἔργο τοῦ ἀναδόχου ὑπῆρξε, μετὰ τὴν ἐπικράτηση τοῦ νηπιοβαπτισμοῦ, νὰ ἀναλαμβάνει τὴν φυσικὴ ἔλλειψη τῆς πίστεως καὶ τῆς μετανοίας στὸ νήπιο, φροντίζοντας μαζὶ μὲ τοὺς γονεῖς γιὰ τὴν κατὰ Χριστὸν μόρφωση καὶ ἀνατροφή του. Γι’ αὐτὸ τὸ λόγο ὁ Ἅγιος Συμεὼν Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης γιὰ τὸν Ἀνάδοχο ἀναφέρει σχετικά: “Ὅτι πρέπει ὁ ἀνάδοχος τοῦ βαπτιζομένου νὰ εἶναι ὀρθόδοξος καὶ εὐλαβής. Εἰς τοῦτο, λοιπόν, πρέπει καὶ νὰ προσέχωμεν, διὰ νὰ κάμνωμεν ἀναδόχους φίλους τῆς εὐσεβείας καὶ διδασκάλους σχεδὸν τῆς πίστεως” (Τὰ Ἅπαντα. Περὶ τῆς τελετῆς τοῦ Θείου Βαπτίσματος, Κεφάλαιον Ε΄, σελ. 85. Ἐκδόσεις Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη). Ἐξ αὐτοῦ προκύπτουν τὰ ἑξῆς:
α) Ὁ ὑποψήφιος ἀνάδοχος δέον ὅπως εἶναι ἐνήλικας, (ὑπ’ ἀριθμ. 498 π.ε./42 ΝΚ/200/19-1-2006 Ἐγκύκλιος τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος).
β) Ὁ ὑποψήφιος ἀνάδοχος ὀφείλει νὰ εἶναι ὄχι μόνο βαπτισμένος Ὀρθόδοξος Χριστιανὸς ὁ ἴδιος (Συνοδικοὶ Ἐγκύκλιοι ὑπ’ ἀριθμ. 590/23-10-1986 καὶ 3983/2490ΝΚ/182/12-2-1996, ἡ τελευταία ἐκ τῶν ὁποίων ἀπαγορεύει νὰ γίνονται ἀνάδοχοι μέλη ὀργανώσεων μὲ σοβαρὲς δογματικὲς ἀποκλίσεις), ἀλλὰ καὶ ζωντανὸ καὶ συνειδητὸ μέλος τῆς Ἐκκλησίας, νὰ ζεῖ, δηλαδὴ, συνειδητὰ τὴν μυστηριακὴ καὶ ἀγωνιστικὴ ζωὴ τοῦ Εὐαγγελίου. Ἐξυπακούεται, φυσικά, ὅτι κάποιος ποὺ περιφρονεῖ τὸ Ἱερὸ Μυστήριο τοῦ Γάμου, ἔχοντας συνάψει μόνον πολιτικόν, ἀπαγορεύεται νὰ γίνει ἀνάδοχος (Συνοδικοὶ Ἐγκύκλιοι ὑπ’ ἀριθμ. 2309/240/105/21-1-1982 καὶ 3262/46ΝΚ/2268/ 7-11-2000). Ὁ Ἐφημέριος δύναται νὰ βεβαιώνεται γιὰ τὴν τήρηση τῶν προϋποθέσεων αὐτῶν αἰτούμενος τὴν προσκόμιση Ληξιαρχικῆς Πράξεως Γεννήσεως τοῦ Ἀναδόχου ἢ Πιστοποιητικὸ Βαπτίσεώς του, τὸ ὁποῖο βεβαιώνει ὅτι εἶναι βαπτισμένος Ὀρθόδοξος Χριστιανὸς καθὼς καὶ Πιστοποιητικὸ Οἰκογενειακῆς Καταστάσεως ἢ Ληξιαρχικὴ Πράξη Γάμου τοῦ Ἀναδόχου, γιὰ νὰ βεβαιωθεῖ ὅτι δὲν εἶναι παντρεμένος μόνον μὲ Πολιτικὸ Γάμο.
Ἐπιπλέον, ἐνημερωτικῶς ἀναφέρομεν ὅτι:
α) Οἱ ὑπ’ ἀριθμ. 5487/19-5-1836 καὶ 814/1156/838/20-5-1955 Συνοδικὲς Ἐγκύκλιοι ὁρίζουν ὅτι ὁ ἀνάδοχος πρέπει νὰ εἶναι “εἷς καὶ μόνος”, ἐνῷ τυχὸν ἕτερος ὑποβοηθεῖ τὸν ἕνα (Ἐγκύκλιος ὑπ’ ἀριθμ. 2627/659/401/8-4-1997),
β) Ἡ ὑπ’ ἀριθμ. 1554/4168/1138/27-6-1968 ΣυνοδικὴἘγκύκλιος κωλύει τοὺς Κληρικοὺς καὶ τοὺς Μοναχοὺς ἀπὸ τὸ νὰ γίνουν ἀνάδοχοι,
γ) Ὁ ΝΓ΄ Κανὼν τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ ἡ ὑπ’ ἀριθμ. 52747/6835ΝΚ/199/27-1-1999 Συνοδικὴ Ἐγκύκλιος ἀπαγορεύουν στοὺς γονεῖς νὰ ἀναδεχθοῦν κατὰ τὴν βάπτιση τὰ παιδιά τους καὶ
δ) Ἡ ὑπ’ ἀριθμ. 2283/6901ΝΚ/1372/15-6-1999 Συνοδικὴ Ἐγκύκλιος ὁρίζει ὅτι κατὰ τὴν Βάπτιση ἐνηλίκων ἡ παράσταση ἀναδόχου δὲν εἶναι ἀναγκαία.
Ὑπενθυμίζομεν, ἐξ ἄλλου, ὅτι ἐκ τοῦ Ἱεροῦ Μυστηρίου τοῦ Βαπτίσματος προκύπτει πνευματικὴ συγγένεια, ἡ ὁποία δημιουργεῖ κώλυμα στὴν σύναψη γάμου μεταξύ τοῦ ἀναδόχου καὶ τῆς ἀναδεκτῆς του ἢ τῆς μητέρας της ἤ, ἀναλόγως, τῆς ἀναδόχου καὶ τοῦ ἀναδεκτοῦ της ἢ τοῦ πατέρα του (ΝΓ΄ Κανὼν τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὑπ’ ἀριθμ. 3625/2383 ΝΚ/2050/17-11-1981 καὶ 2627/659/401/8-4-1997 Ἐγκύκλιοι τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἐνῷ ΔΕΝ ὑφίσταται κώλυμα συνάψεως γάμου μεταξὺ ἀναδεκτῶν βαπτισμένων ἀπὸ τὸν ἴδιο ἀνάδοχο.
Πέραν τῶν ὡς ἄνω, ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος περιγράφει τὴν προσωπικότητα τοῦ αὐθεντικοῦ ἀναδόχου ὡς κάτωθι:
“Θέλετε νὰ ἀπευθύνουμε τώρα τὸν λόγο στοὺς ἀναδόχους σας, γιὰ νὰ μάθουν καὶ ἐκεῖνοι ποιῶν ἀμοιβῶν ἀξιώνονται, ἐὰν δείξουν γιὰ ἐσᾶς πολλὴ φροντίδα καὶ ἀντιθέτως ποιὰ τιμωρία τοὺς ἀναμένει, ἂν ἀμελήσουν;
Γιὰ νὰ τὸ ἐννοήσεις σκέψου, ἀγαπητέ, ἐκείνους ποὺ γίνονται ἐγγυητὲς καὶ ἀνάδοχοι προσώπων ποὺ δανείζονται χρήματα, ὅτι, περισσότερο ἀπὸ τὸν ὑπεύθυνο καὶ δανειζόμενο, ἐκεῖνοι ὑφίστανται τὴν ἀγωνία καὶ τὸν φόβο. Ἄν, δηλαδή, αὐτὸς ποὺ δανείστηκε φανεῖ συνεπής, μὲ τὴν συνέπειά του κατέστησε ἐλαφρὸ τὸ φορτίο, ποὺ ἀνέλαβε ὁ ἐγγυητής. Ἄν, ἀντιθέτως, φανεῖ ἀγνώμονας καὶ ἀσυνεπής, τότε τοῦ ἑτοίμασε τέλεια τὴν καταστροφή. Γι’ αὐτὸ καὶ ἕνας σοφὸς συμβουλεύει τὰ ἑξῆς: “'Ἐὰν ἐγγυηθῇς, ἑτοιμάσου νὰ πληρώσῃς” (Σοφ. Σειρὰχ η΄, 13). Ἐάν, λοιπόν, ὅσοι ἀναδέχονται ἄλλους γιὰ χρήματα εἶναι ἀπολύτως ὑπεύθυνοι γιὰ ὁλόκληρο τὸ ποσό, περισσότερο εἶναι ὑπεύθυνοι ἐκεῖνοι ποὺ ἀναδέχονται ἄλλους καὶ ἐγγυῶνται γιὰ πνευματικὰ θέματα καὶ γιὰ τὴν ἀρετή. Ναί, πολὺ ἐνδιαφέρον πρέπει νὰ ἐπιδεικνύουν γι’ αὐτοὺς ποὺ ἀναλαμβάνουν, προτρέποντάς τους, συμβουλεύοντάς τους, διορθώνοντας τὰ σφάλματά τους καὶ δείχνοντάς τους πατρικὴ ἀγάπη.
[Καὶ συνεχίζει ὁ ἱερὸς πατήρ]. Ἂς μὴ νομίζουν αὐτοί ὅτι τὸ νὰ εἶναι ἀνάδοχοι εἶναι τυπικὸ καὶ τυχαῖο πρᾶγμα, ἀλλὰ ἂς μάθουν καλά ὅτι καὶ αὐτοὶ γίνονται συμμέτοχοι τῆς πνευματικῆς ὠφέλειας τῶν ἀναδεκτῶν, ἐὰν μὲ τὶς συμβουλές τους τοὺς χειραγωγήσουν στὴν ὁδὸ τῆς ἀρετῆς, καὶ ἂς γνωρίζουν πάλι ὅτι, ἂν δείξουν ἀμέλεια καὶ ἀδιαφορία, θὰ ἐπιφέρουν στὸν ἑαυτό τους μεγάλη καταδίκη. Γι' αὐτὸν τὸν λόγο καὶ ἐπικρατεῖ ἡ συνήθεια, πατέρες ἢ μητέρες πνευματικοὺς νὰ τοὺς ὀνομάζουν αὐτοὺς τοὺς ἀναδόχους, γιὰ νὰ μάθουν πόση ἐπιμέλεια πρέπει νὰ δείχνουν, γιὰ νὰ μορφώνουν πνευματικὰ, ὅσους ἀναλαμβάνουν. Διότι, ἐὰν ἐκείνους ποὺ δὲν ἔχουν καμμία ἰδιαίτερη σχέση μὲ ἐμᾶς, πρέπει νὰ τοὺς κινήσουμε τὸν κύριο ζῆλο τῆς ἀρετῆς, πολὺ περισσότερο ὀφείλουμε νὰ ἐπιτελέσουμε τὸ καθῆκον ἀπέναντι σ’ ἐκεῖνον, τὸν ὁποῖο ἀναδεχόμαστε ὡς πνευματικό μας τέκνο. Γιὰ τὸν λόγον, λοιπόν, αὐτὸν μάθετε καὶ οἱ ἀνάδοχοι ὅτι δὲν σᾶς ἀπειλεῖ μικρὸς κίνδυνος, ἐὰν δείξετε στὸ καθῆκον αὐτὸ ἀμέλεια» ( Ἰ. Χρυσοστόμου, Β' Κατήχησις).
Καὶ συμπληρώνει ὁ Ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης: “Ἂν ἤξεραν οἱ ἀνάδοχοι τί ὑπόσχονται καὶ τί μεγάλη εὐθύνη ἀναλαμβάνουν, δὲν θὰ ἤθελαν νὰ βαπτίσουν, ἀκόμα κι ἂν μὲ θερμὰ παρακάλια τοὺς παρότρυναν”.
Τὰ ὡς ἄνω, ἀσφαλῶς, δὲν παρατίθενται, γιὰ νὰ ἀποτρέψουν ἢ νὰ φοβίσουν τοὺς ὑποψηφίους Ἀναδόχους ἀπὸ τὴν ἀνάληψη τοῦ ἱεροῦ χρέους τους, ἀλλά περισσότερο, γιὰ νὰ ἀφυπνίσουν τοὺς προσεγγίζοντας ἐλαφρᾷ τῇ καρδίᾳ τὴν εὐθύνη τῆς ἀναδοχῆς.
Ὁ Μητροπολίτης
† Ὁ Κηφισίας, Ἀμαρουσίου
καὶ Ὠρωποῦ Κύριλλος».