«Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ»
Διάλογοι μέ τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Διάλογο
Πέτρος: Τί μπορεί νά ώφελήση τίς ψυχές τών πεθαμένων, υστέρα άπό τό θάνατο τους;
Γρηγόριος: Έάν οἱ άμαρτίες μας δέν είναι άσυγχώρετες, υστέρα άπό τήν θανή μας, μπορεί νά ώφελήση πολύ τήν ψυχή μας μιά προσκομιδή και μιά θεία Λειτουργία πού γίνεται γι' αύτήν. Γι' αύτό συχνά πολλές ψυχές πεθαμένων φανερωθήκανε καί ζητήσανε ένα τέτοιο πράγμα. Μά τό ίδιο ισχύει καί γιά τούς ζωντανούς. Κι' άκουσα κάποτε νά λένε γιά κάποιον αιχμάλωτο πού τόν είχανε ρίξει στή φυλακή άλυσσοδεμένο, πώς ἡ γυναικά του συνήθιζε νά κάνη γι' αύτόν θειες Λειτουργίες σέ τακτές ήμέρες. Αύτός λοιπόν ό αιχμάλωτος έλευθερώθηκε κάποτες' καί διηγήθηκε στή γυναίκα του, πώς ώρισμένες ήμέρες έλυνόντανε, μ' ένα τρόπον άόρατον οί άλυσίδες του. Κι' άποδείχθηκεν, πώς οί ήμέρες αύτές ήτανε οί ίδιες μ' έκεῖνες άκριβώς τίς ήμέρες, πού είχε τάξει νά γίνεται γι' αύτόν ἡ γυναικά του συλλείτουργο καί άγία προσκομιδή.
Μά κι' ένας ναύτης, πού ζή άκόμη καί σήμερα, μοῦ διηγήθηκε κάποιο θαύμα πού τοῦ συνέβηκε. Ταξίδευε, μοῦ είπε, κάποτες στή Ρώμη, μαζί μέ τόν "Αγάθωνα τόν επίσκοπο τής Πανόρμου. Κι' αύτός ήτανε μέσα στή βάρκα, πού τήν έσερνε άπό πίσω του τό καράβι. Κόπηκε λοιπόν ξαφνικά τό σχοινί, πού μ' αύτό ήτανε δεμένη μέ τό καράβι, καί μαζί μέ τή βάρκα τιναχθήκανε ψηλά καί χαθήκανε κατόπιν μέσα στά κύματα τής θάλασσας.
Ό Δεσπότης λοιπόν συνέχισε μέ τό καράβι τό ταξίδι του κι' έφθασε στό νησί τής Ούστιβας. Καί σάν περάσανε τρία μερόνυκτα καί δέν φάνηκεν ἡ βάρκα μαζί μέ τόν ναύτη κι' οὔτε βρέθηκε πουθενά, πρόσταξε νά γίνη Λειτουργία καί μνημόσυνο μαζί, όπως τό συνηθίζουνε γιά τούς νεκρούς.
"Υστερα λοιπόν άπό κάμποσο καιρό ταξίδεψε στή Ιταλία" καί στήν πολιτεία τοϋ Πόρτου συνάντησε άνεπάντεχα τόν ναύτη. Καταχάρηκε λοιπόν ό Δεσπότης γι' αύτό καί τόν έρωτοῦσε, πώς τό κατώρθωσε νά ξεφύγη άπό ένα τόσο μεγάλο κίνδυνο.
Κι' αύτός τού διηγήθηκε, πώς έχαροπάλεψε μέ τά κύματα πολλές ήμέρες μέσα στή βάρκα. Καί πώς έγέμισεν άπό νερά' καί πώς στό τέλος αναποδογύρισε καί πώς ἡ καρίνα της ήλθεν έπάνω. Απόκαμε λοιπόν άπό τήν κούραση κι' άπό τήν πεῖνα καί τό κρύο" καί πώς τοῦ ήλθε κάτι σάν λιποθυμία. Γιατί ὁ νοῦς του είχε θολώσει καί ειχε βαρύνει, κι' οὔτε ξύπνιος ένοιωθε ότι ήτανε, ούτε καί κοιμισμένος. Κι' ένώ βρισκότανε σ' αύτή τήν κατάσταση, παρουσιάστηκε κάποιος μεσοπέλαγα, πού σέ λίγο τόν έπλησίασε, βαστώντας ένα ψωμί καί τοὔδωκε νά φάη. Τώφαγε λοιπόν μ' άπληστία, καί χόρτασε κι' ένοιωσε νά παίρνη δύναμη. Καί δέν πέρασε πολλή ώρα, καί τόν είδανε άπό κάποιο καράβι πού περνούσε ν άπό έκεῖ, καί τόν άνασύρανε οί ναύτες. Κι' έτσι έσώθηκεν άπό τόν κίνδυνο.
Ό Δεσπότης λοιπόν έλογάριασε κι' άναζήτησε μέ τόν νοῦ του τήν ήμέρα πού φανερώθηκε μεσοπέλαγα αύτός πού βαστοῦσε τό ψωμί καί πού τούδωκε νά φάη, καί βρήκε, πώς ήτανε ἡ ίδια ακριβώς, μ' έκείνη πού γίνηκε στό νησί τής Οὔστιβας ἡ θεία Λειτουργία καί τό μνημόσυνο του.
Πέτρος: Τό ίδιο πράγμα πού μοῦ διηγήθηκες τάκουσα κι' έγώ, όταν πέρασα άπό τήν Σικελία.
Γρηγόριος: Πιστεύω, Πέτρο, πώς ό λόγος πού γίνεται τό ἴδιο, έτσι ολοφάνερα, καί στούς ζωντανούς κι' άς μήν τό παίρνουν είδηση καθόλου αύτοί είναι γιά νά φανερωθή, πώς οί προσκομιδές πού γίνονται γιά τούς πεθαμένους τούς ωφελούνε πολύ, εκτός βέβαια άν έχουνε κάμει άμαρτίες βαρειές καί πού δέν μπορούνε νά τούς συγχωρεθούνε. Καί σού θυμίζω τήν ιστορία τοῦ Ἰούστου, πού φανερώνει ολοκάθαρα πόσον ωφελεί τούς νεκρούς ἡ θεία προσκομιδή.
Αύτός, καθώς ξέρεις, ήτανε στό ίδιο μοναστήρι μ' εμένα, προτοῦ νά γίνω Δεσπότης. Καί παρά τόν κανόνα καί παρά τήν αύστηρήν άπαγόρεψη τής Μονής, άπόκτησε κρυφά τρία χρυσά νομίσματα. Τό πράγμα όμως φανερώθηκε σάν πέθανε. Καί γι' αύτό δέν τόν έθαψαν, άν καί μετανόησε τήν ώρα πώβγαινεν ἡ ψυχή του. Παρά τόν πέταξαν κακήν κακώς, στίς κοπριές καί μαζί μ' αύτόν καί τά τρία χρυσά νομίσματά του, πού κατακριθήκανε μαζί μ' αύτόν' κι' όλη ή άδελφότητα τά καταράστηκε καί τ' άνεθεμάτισεν, σύμφωνα μέ τήν προσταγή μου.
"Υστερα λοιπόν άπό ένα μήνα πού, άπό λύπηση καί άπό εύσπλαγχνία, διέταξα νά γίνεται καθημερινά θεία Λειτουργία γιά νά λυτρωθή ἡ ψυχή του, όταν συμπληρωθήκανε τριάντα ήμέρες ακριβώς, παρουσιάσθηκεν ὁ πεθαμένος στόν ύπνο καί στ' όνειρο τοῦ κατά σάρκα άδελφοῦ του Κοπιώσου. Κι' όταν εκείνος τόν έρώτησε Πώς περνάς καί ποῦ βρίσκεσαι; τ' άπάντησε. "Ως τά σήμερα περνούσα κακά καί ψυχρά' μά άπό σήμερα περνώ ώραῖα καί βρίσκομαι σέ τόπον εύχάριστο.
Ήλθεν λοιπόν ό Κοπιώσος ὁ άδελφός του καί μας τό διηγήθηκεν αύτό. Κάι λογαριάζοντας τίς ήμέρες, βρήκαμε, πώς έγίνηκεν τήν ήμέραν ακριβώς τής τελευταίας άπό τίς τριάντα άγιες προσκομιδές, πού παρήγγειλα νά γίνονται γιά τήν ψυχή του. Κι' άποδείχνεται ολοφάνερα άπ' αύτό, πώς ὁ πεθαμένος έκεῖνος άδελφός μας λυτρώθηκεν άπό τό μαρτύριο του, χάρις στίς θειες Λειτουργίες πού έγινήκανε γιά τήν ψυχή του.
Πέτρος: Πραγματικώς άξιοθαύμαστα είναι αύτά πού άκούω καί μοῦ δίνουνε μεγάλη χαρά.
Γρηγόριος; Τά λόγια τών νεκρών στηρίζουνε στόν άγώνά τους τούς ζωντανούς, γιά νά μήν πέφτωμε σ' άποθάρρυνση.
* * *
Κι' ό άγιος Ιωάννης ό Ελεήμονας παρακινοΰσε κι' αύτός καί συμβούλευε τό ποίμνιο του, νά κάνουνε συχνά Λειτουργίες καί μνημόσυνα γιά τούς πεθαμένους, βεβαιώνοντας, πώς αύτό τό πράγμα άνακουφίζει κι' ώφελεῖ πολύ τίς ψυχές τους. Καί γιά νά στηρίξη τήν πεποίθηση σ' αύτά πού τούς έλεγεν, τούς διηγήθηκε τό εξής:
Κάποτε, τούς εἶπε, τόν έπιασαν αἴχμάλωτον οί Πέρσες καί τόν πήρανε στήν Περσία. Τόν έρριξαν λοιπόν δεμένο σέ μιά φυλακή, πού τήν έλέγανε Λήθη καί τοῦ βάλανε φρουρούς. Κι' αύτή τήν φυλακή τήν όνοματίζανε έτσι, γιατί όποιος έμπαινε μέσα σ' αύτή δέν ξανάβγαινε ποτέ.
Συνέβηκεν όμως, νά τό κατορθώσουνε ν' άποδράσουνε μερικοί καί νά φθάσουνε στήν Κύπρο. Διαδώσανε λοιπόν, πώς ὁ αιχμάλωτος έκεῖνος πέθανε μέσα στήν φυλακή. Κι' όταν τό μάθανε οί δικοί του τόν έκλαψαν, καί τρεις φορές τό χρόνο έκαναν γιά τήν ψυχή του θεία Λειτουργία καί μνημόσυνο. Κι' αύτό γινόντανε έπί τέσσερα χρόνια, Κάποτες λοιπόν ό άνθρωπος έκεῖνος τά κατάφερε νά δραπετέψη κι' αύτός καί νά φθάση στό σπίτι του καί στούς δικούς του. Καί τά γονικά του τόν είδανε, όχι σάν αιχμάλωτο, παρά σάν άναστημένο νεκρό. Καί σαστισμένοι τόν έκαμάρωναν καί τόν έκανάκιζαν, λέγο ντάς του όλα τά τρυφερόλογα πού μπορεί νά είπή ό άνθρωπος σέ μιά τέτοια περίσταση.
Τοῦ είπανε λοιπόν, πώς τοῦ κάνανε καί μνημόσυνα στά Θεοφάνεια καί τό Πάσχα καί κάθε άγία Πεντηκοστή. Κι' αύτός, σάν τ' άκουσεν αύτό, άναθυμήθηκε καί τούς ώρκιζότανε, πώς κάθε τέτοιαν ήμέρα, τοῦ παρουσιαζότανε κάποιος λαμπροφορεμένος άνθρωπος καί τόν έλυνε άπό τά δεσμά του. Καί πώς όταν περνούσανε οί μέρες αύτές, ξαναβρισκότανε πάλιν άλυσσοδεμένος.
Ἀπό π. Δαμασκηνό Γρηγοριάτη
Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου