Παρασκευή 29 Ιουλίου 2022

Ποτὲ μὴ ἀπολέσης τὴν χαράν

 ΠΑΤΕΡΙΚΑΙ ΔΙΔΑΧΑΙ

Στὴν πρὸς Γαλάτας ε΄ 22, ἐπιστολὴ του ὁ Ἀπόστολος Παῦλος τονίζει:

«ὁ δὲ καρπὸς τοῦ Πνεύματός ἐστιν ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, ἀγαθωσύνη, πίστις».

Δηλαδὴ «Ὁ καρπὸς ὅμως, τὸν ὁποῖον παράγει τὸ Ἅγιον Πνεῦμα μὲ τὸν φωτισμὸν καὶ τὴν χάριν, ποὺ χορηγεῖ εἰς τὰς ψυχάς μας, εἶναι ἡ ἀγάπη, ἡ χαρὰ ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν ἀγαθὴν συνείδησιν, ἡ ἀχώριστος ἀπὸ αὐτὴν εἰρήνη, ἡ ἀνοχὴ καὶ ἡ πλατειὰ καρδιά, εἰς τὰς ἀδικίας ποὺ μᾶς κάνουν οἱ ἄλλοι, ἡ ἀγαθὴ διάθεσις καὶ καλωσύνη, ἡ εὐεργετικὴ ἐκδήλωσεις καὶ ἡ ἐξωτερίκευσίς της, ἡ ἀξιοπιστία εἰς τοὺς λόγους καὶ τὰς ὑποσχέσεις μας».

Ναὶ ἡ χαρὰ εἶναι καρπὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ναὶ ἀλλὰ ποιὰ χαρά; Λέγει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος «πάντοτε ἐν Κυρίῳ».

«Θέλεις νὰ βρῆς ἄνεση στὴν ἄλλη ζωή; Τότε νὰ ἀνεχθῆς τὶς θλίψεις ἐδῶ, γιὰ τὸν Χριστό. Τίποτα δὲν εἶναι ὅμοιο μ’ αὐτὴ τὴν ἄνεση. Χαίρονταν οἱ Ἀπόστολοι, ὅταν μαστιγώνονταν. Αὐτὸ κι ὁ Παῦλος συμβουλεύει, λέγοντας «Χαίρετε ἐν Κυρίῳ» (Φιλ. 4.4). Καί πῶς εἶναι δυνατὸ νὰ λέγη, νὰ χαίρεται κανένας, ὅπου ὑπάρχουν φυλακίσεις, ὅπου βάσανα, ὅπου δικαστήρια; Πρὸ πάντων ἐδῶ εἶναι δυνατὸ νὰ χαίρεται· Ἄκουγε δέ πῶς εἶναι δυνατό νά χαίρεται κανένας, ὅπου ὑπάρχουν ὅλα αὐτά. Ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἐνοχλεῖται ἀπ’ τὴ συνείδησή του, θὰ αἰσθάνεται μεγάλη εὐχαρίστηση, ὥστε, ὅσο μιλᾶς γιὰ τὴ θλίψη, τόσο ἀναφέρεις τὴ χαρά».

 – Ἀπὸ τὸ περιοδικὸ «Σωτὴρ» Ἰαν. 2022 δανειζόμαστε τὸ ἀκόλουθο γεγονὸς γιὰ τὴ χαρά: «Εἶπαν ὅτι, «ἂν κάποιος ἤθελε νὰ περιγράψει τὴν προσωπικότητα τοῦ ἁγίου Σεραφεὶμ τοῦ Σαρώφ, ἀναπόφευκτα θὰ ἔπρεπε νὰ χρησιμοποιήσει τὴ λέξη «χαρὰ»[1]. Πράγματι ὁ ἅγιος Σεραφεὶμ (1759- 1833), ὁ ταπεινὸς ἐρημίτης καὶ πνευματικὸς καθοδηγὸς μυριάδων ψυχῶν στὴ Ρωσία τοῦ 19ου αἰώνα, ζοῦσε καὶ μετέδιδε μὲ ἕνα τρόπο μοναδικὸ τὴ χαρὰ ὡς γνήσιο καρπὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Αὐτὴ ἡ χαρὰ πλημμύριζε τὴν ὕπαρξή του καὶ ἔδινε τὸν τόνο στὴν ἐπικοινωνία του μὲ κάθε ἄνθρωπο ποὺ συχνὰ τὸν προσφωνοῦσε: «χαρά μου!»

Κάποτε μία μοναχή, ἡ Ματρώνα Πλεστσέιεφ, περνοῦσε μία μεγάλη δοκιμασία. Παρουσίασε κάποιο πρόβλημα ὑγείας καὶ ὁ παμπόνηρος διάβολος τῆς ἔβαζε τὴ σκέψη νὰ φύγει ἀπὸ τὸ μοναστήρι. Συγκεκριμένα, ἐκεῖνο τὸν καιρὸ ὑπηρετοῦσε στὴν κουζίνα καὶ τὸ διακόνημα αὐτὸ τῆς φαινόταν τόσο δύσκολο καὶ ἀφόρητο, ποὺ σκεφτόταν νὰ ἐγκαταλείψει τὴ μονὴ γιὰ πάντα, μυστικὰ καὶ χωρὶς εὐλογία.

Ὁ ὅσιος Σεραφείμ, φωτισμένος ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, διέκρινε ὅτι κινδύνευε ἡ κλήση καὶ ἡ σωτηρία τῆς ψυχῆς της καὶ τὴν κάλεσε νὰ τὸν ἐπισκεφθεῖ.

-Ἔλα, χαρά μου, σὲ περίμενα ὅλη τὴν ἡμέρα, τῆς εἶπε μὲ πατρικὴ στοργή, ἐνῷ ἐκείνη βλέποντας καὶ μόνο τὸ πρόσωπό του ἀναλύθηκε σὲ δάκρυα.

 Ὁ Ἅγιος τῆς σκούπισε τὰ δάκρυα μὲ τὸ μαντήλι του καὶ τὴν ὁδήγησε στὸν χῶρο ὅπου προσευχόταν, μπροστὰ στὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας, τῆς οὐράνιας Βασίλισσας τῆς Τρυφερότητας, ὅπως τὴν ἔλεγε.

-Προσκύνησέ την· ἡ οὐράνια Βασίλισσα θὰ σὲ παρηγορήσει.

Πράγματι, ἡ μοναχὴ Ματρώνα ἀσπάσθηκε μὲ εὐλάβεια τὴν εἰκόνα καὶ ἡ ψυχὴ της γέμισε μὲ τέτοια χαρά, ποὺ ἔνιωσε ὅτι ἀναζωογονήθηκε.

Στὴ συνέχεια προχώρησαν πρὸς τὸ ἐρημητήριο κι ἐκεῖ ἔκπληκτη ἡ μοναχὴ εἶδε μὲ τὰ μάτια της μία ἀρκούδα νὰ ὑπακούει στὸν ὅσιο ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ξαπλώνει κοντά του σὰν ἀρνάκι. Φοβήθηκε νὰ πλησιάσει.

-Αὐτὸ εἶναι τὸ τέλος μου! φώναξε.

-Ὄχι, τὴν καθησύχασε ἐκεῖνος. Αὐτὸ δὲν εἶναι τὸ τέλος σου. Αὐτὸ εἶναι χαρά!

Ὁ Ὅσιος Σεραφεὶμ τῆς ζήτησε νὰ ταΐσει ἡ ἴδια τὴν ἀρκούδα. Δὲν θὰ τὸ τολμοῦσε, ἀλλά ἔκανε ὑπακοὴ μὲ τὴ σκέψη ὅτι μὲ κάποιο τυχὸν τραῦμα θὰ λυνόταν τὸ πρόβλημά της: «Δὲν πειράζει, ἄν μοῦ δαγκώσει τὸ χέρι, διότι ἔτσι δὲν θὰ ἔχω καὶ ὑποχρέωση νὰ μαγειρεύω!»

Ὡστόσο ὅλοι οἱ λογισμοὶ της ἐξαφανίσθηκαν βλέποντας τὸ γιγάντιο θηρίο νὰ δέχεται τόσο ἤρεμα καὶ ἁπλὰ τὴν τροφὴ ἀπὸ τὰ χέρια της. Ὅση ὥρα τάιζε τὴν ἀρκούδα, ἔνιωθε ἀπερίγραπτη χαρὰ ἀλλά καὶ βαθιὰ μετάνοια καὶ συντριβὴ γιὰ τὸ πόσο ἐκείνη εἶχε ἀγριέψει ἀπὸ τὸν πειρασμό.

Σὰν βάλσαμο δέχτηκε τότε τὴ συμβουλὴ τοῦ Ἁγίου:

– Ποτὲ καὶ γιὰ κανένα λόγο νὰ μὴ χάνεις τὴν ἐλπίδα σου, ἀλλὰ πάντοτε νὰ μιμεῖσαι τὴν ταπείνωση τῆς ἁγίας Ἰσιδώρας. Στὸ μοναστήρι της ἦταν ἡ τελευταία στὰ μάτια ὅλων, ἀλλὰ γιὰ τὸν Θεὸ ἦταν πρώτη, ἐπειδὴ δὲν ἀποστρεφόταν κανένα διακόνημα. Ἔτσι ἡ Ματρώνα ἔφυγε χαρούμενη καὶ εἰρηνικὴ καὶ δὲν διηγήθηκε τὸ θαῦμα ποὺ ἔζησε, παρὰ μόνο 11 χρόνια μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ Ὁσίου, ὅπως τῆς τὸ εἶχε ζητήσει ὁ ἴδιος».