ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
ΠΕΡΙ ΑΝΑΓΝΩΣΕΩΣ
ΤΗΣ ΚΑΙΝΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ
ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΕΙΣ ΤΟΝ ΑΓΙΟΝ
ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΤΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΝ
ΟΜΙΛΙΑ A’
1 . Έπρεπε βέβαια εμείς να μη έχωμεν ανάγκην από την βοήθειαν των γραμμάτων αλλά να παρουσιάζωμεν τόσον καθαρόν βίον, ώστε η χάρις του Πνεύματος να λαμβάνη την θέσιν βιβλίων δια τας ψυχάς μας, και όπως αυτά έχουν γραφή με μελάνην, έτσι και αι καρδίαι μας να έχουν γραφή με το Πνεύμα. Αφού όμως απεκρούσαμεν την χάριν αυτήν, ας αποδεχθούμεν τουλάχιστον το «δεύτερον ταξίδι». Ότι το πρώτον ήτο καλύτερον, μας το εφανέρωσεν ο Θεός και με όσα είπε και με όσα έκαμε. Διότι και με τον Νώε και τον Αβραάμ και τους απογόνους εκείνου και με τον Ιώβ, και με τον Μωϋσή ακόμη, δεν επεκοινωνούσε με γράμματα άλλ’ ο ίδιος αυτοπροσώπως, επειδή εύρισκε τον νουν των καθαρόν.
Όταν όμως όλος ο Ιουδαϊκός λαός έπεσεν εις τον πυθμένα κυριολεκτικά της κακίας, τότε πλέον χρησιμοποιούνται τα γράμματα και αι πλάκες και η υπενθύμισις που αυτά παρέχουν. Τούτο όχι μόνον εις τους αγίους της Παλαιάς αλλά το βλέπει κανείς να γίνεται και εις τους αγίους της Καινής. Ακόμη και εις τους αποστόλους δεν έδωσε τίποτε γραπτόν ο Θεός αλλά υπεσχέθη ότι θα δώση εις αυτούς την χάριν του Πνεύματος και όχι γραπτά. Λέγει, «Εκείνος γαρ αναμνήσει υμάς ταύτα». Και δια να εννοήσης ότι τούτο ήτο πολύ καλύτερον, άκουσε τι λέγει δια του στόματος του προφήτου. «Διαθήσομαι υμίν διαθήκην καινήν, διδούς νόμους μου εις διάνοιαν αυτών, και επί καρδίας γράψω αυτούς, και έσονται πάντες διδακτοί Θεού». Και ο Παύλος θέλων να δείξη αυτήν την υπεροχήν έλεγεν ότι «ελάβαμεν νόμους όχι εις λιθίνας πλάκας άλλα εις τας σαρκίνας πλάκας της καρδίας». Επειδή όμως με το πέρασμα του καιρού οι νόμοι έσβησαν άλλοι εξ αιτίας αλλαγής πεποιθήσεων, άλλοι λόγω τρόπου ζωής, εχρειάσθη πάλιν η υπόμνησις με γράμματα. Στοχάσου λοιπόν πόσον μέγα κακόν είναι ημείς που ωφείλαμεν να ζούμεν βίον καθαρόν, ώστε να μην έχωμεν καμμίαν ανάγκην γραμμάτων αλλά να προσφέρωμεν εις το πνεύμα αντί βιβλίων τας καρδίας μας, εμείς οι ίδιοι, αφού εχάσαμεν εκείνην την τιμήν και ήλθαμεν εις την ανάγκην των γραμμάτων, να μη χρησιμοποιούμεν ορθώς ούτε αυτό το δεύτερον φάρμακον. Διότι αν ήτο κατηγορία το να χρειασθούμεν τα γράμματα και να μη σύρωμεν εις ημάς την χάριν του Πνεύματος, σκέψου πόσον μεγάλη κατηγορία είναι να μη θέλωμεν να επωφεληθούμεν μήτε από την βοήθειαν αυτήν, αλλά να περιφρονούμεν τα γράμματα, σαν να έχουν δοθή χωρίς λόγον και σκοπόν και να επισύρωμεν την τιμωρίαν μεγαλυτέραν. Δια να μη γίνη τούτο ας προσέχωμεν με ακρίβειαν εις τας γραφάς και ας διδαχθούμεν πως εδόθη ο παλαιός νόμος και πως η Καινή Διαθήκη.
Πως λοιπόν εδόθη τότε ο νόμος εκείνος και πότε και που; Έπειτα από την καταστροφήν των Αιγυπτίων εις την έρημον, επάνω εις το όρος Σινά, ενώ ανυψώνετο από το όρος καπνός και πυρ, ηχούσεν η σάλπιγγα, εξεσπούσαν βρονταί και αστραπαί και ο Μωϋσής εισήρχετο εις αυτόν τον γνόφον. Δεν συνέβη έτσι εις την Καινήν Διαθήκην. Μήτε εις την έρημον εδόθη, μήτε εις το όρος ούτε με καπνόν και σκότος και αχλύν και θύελλαν. Αλλά μέσα εις το σπίτι ενώ ήρχιζε η ημέρα και ήσαν όλοι καθισμένοι μαζί, συνέβησαν τα πάντα με πολλήν ημερότητα. Δι’ όσους έχουν ακαλλιέργητον λογικήν και είναι δυσάγωγοι εχρειάζετο κάποια ικανοποίησις των αισθήσεων με την έρημον, το όρος, τον καπνόν, τον ήχον της σάλπιγγος και τα άλλα όμοια. Ενώ δια τους προχωρημένους και πειθήνιους, αν έχουν υπερνικήσει την δύναμιν του σώματος, δεν υπάρχει χρεία κανενός από αυτά. Εάν τώρα και εις την συγκέντρωσην αυτήν ηκούσθη ήχος, τούτο δεν έγινε δια τους αποστόλους αλλά δια τους παρισταμένους Ιουδαίους, χάριν των οποίων εφάνησαν και αι γλώσσαι του πυρός. Αν και έπειτα από αυτό έλεγαν ότι «Γλεύκους μεμεστωμένοι εισί», θα έλεγαν περισσότερα, αν δεν έβλεπαν τίποτε από αυτά.
Και εις μεν την Παλαιάν Διαθήκην όταν ανέβη ο Μωϋσής, κατέβη ο Θεός. Εδώ όμως, αφού η ιδική μας φύσις ανυψώθη εις τον ουρανόν ή μάλλον εις τον θρόνον του βασιλέως, τότε κατέρχεται το Πνεύμα. Και αν το Πνεύμα ήτο ολιγώτερον, δεν θα ήσαν όσα συνέβησαν μεγαλύτερα και πλέον θαυμαστά. Διότι αι νεώτεραι πλάκες είναι πολύ ανώτεραι και λαμπρότερα τα έργα. Δεν κατέβαιναν οι απόστολοι από το όρος έχοντες εις τα χέρια των στήλας από λίθον, όπως ο Μωϋσής. Είχαν εις τον νουν των το Πνεύμα και ξεχειλίζοντες από κάποιον θησαυρόν και από κάποιαν πηγήν διδαχής και χαρισμάτων και όλων των αγαθών περιήρχοντο όλα τα μέρη, και ήσαν οι ίδιοι με την δύναμιν της χάριτος βιβλία ζωντανά και νόμοι έμψυχοι. Κατ’ αυτόν τον τρόπον εκέρδισαν τας τρεις και τας πέντε χιλιάδας και τα πλήθη της γης, επειδή ήτο ο Θεός που ωμιλούσεν εις όλους τους προσερχομένους με το στόμα εκείνων. Αφού και ο Ματθαίος ακόμη, γεμάτος από το Πνεύμα, έγραψεν όσα έγραψεν· ο Ματθαίος ο τελώνης. Δεν εντρέπομαί που τον αποκαλώ από το επάγγελμά του, ούτε αυτόν ούτε τους άλλους. Διότι αυτά αποδεικνύουν καλύτερα και την χάριν του Πνεύματος αλλά και την αρετήν εκείνων.
2 . Δικαιολογημένα την συγγραφήν του αυτήν την εκάλεσεν ευαγγέλιον. Ήλθε και εκήρυττεν εις όλους την κατάργησιν της κολάσεως, την διάλυσιν των αμαρτιών, την δικαιοσύνην, τον αγιασμόν, την απολύτρωσιν, την υιοθεσίαν, την κληρονομιάν των ουρανών, την συγγένειαν προς τον Υιόν του Θεού, εις τους εχθρούς, τους αγνώμονας, εις αυτούς που κάθηνται εις το σκότος. Τι ημπορεί να εξισωθή με τα ευαγγέλια αυτά; Θεός επάνω εις την γην, άνθρωπος εις τον ουρανόν· και όλα έχουν αναμιχθή, οι άγγελοι εχόρευαν μαζί με τους ανθρώπους και οι άνθρωποι εσυντρόφευαν τους αγγέλους και τας άλλας δυνάμεις του ουρανού. Και ήτο δυνατόν να ιδής ειρηνευμένον τον πολυχρόνιον πόλεμον, την συμφιλίωσιν του Θεού με ημάς τους ανθρώπους, εξηυτελισμένον τον διάβολον, τους δαίμονας να δραπετεύουν, τον θάνατον να έχη καταργηθή, τον παράδεισον να ανοίγεται, την κατάραν να εξαφανίζεται, την αμαρτίαν εξωρισμένην, την πλάνην να έχη εκδιωχθή, την αλήθειαν να εχη επανελθεί, τον λόγον της ευσεβείας να σπείρεται παντού και να κυματίζη, την πολιτείαν του ουρανού να φυτεύεται εις την γην, να ομιλούν με ελευθερίαν αι δυνάμεις εκείναι με ημας, να επισκέπτωνται συνεχώς οι άγγελοι την γην και να υπάρχη πολλή ελπίδα για την μέλλουσαν ζωήν.
Δια τούτο εκάλεσε την ιεράν αυτήν ιστορίαν Ευαγγέλιον. Διότι όλα τα άλλα είναι λέξεις μόνον κεναί από πραγματικόν περιεχόμενον, ήτοι ο πλούτος των υλικών αγαθών, το μέγεθος της εξουσίας, τα αξιώματα, αι δόξαι και αι τιμαί και όλα όσα θεωρούνται αγαθά από τους ανθρώπους. Τα κηρύγματα όμως των αλιέων θα ημπορούσαν αληθινά και κυριολεκτικά να αποκληθούν ευαγγέλια. Όχι μόνον επειδή είναι σταθερά και ακλόνητα αγαθά και ανώτερα από την ιδικήν μας αξίαν αλλά και διότι μας εδόθησαν με όλην την ευκολίαν. Διότι ούτε εκοπιάσαμεν ούτε ιδρώσαμεν, δεν εκουρασθήκαμεν και δεν εταλαιπωρήθημεν αλλά μόνον επειδή ηγαπήθημεν από τον Θεόν, ελάβαμεν αυτά που ελάβαμεν.
Και διατί τάχα ενώ ήσαν τόσον πολλοί οι μαθηταί, γράφουν μόνον δύο από τους αποστόλους και δύο από τους ακολούθους των;
Διότι ο ένας ήτο μαθητής του Παύλου και ο άλλος του Πέτρου και μαζί με τον Ιωάννην και τον Ματθαίον έγραψαν τα Ευαγγέλια. Επειδή τίποτε δεν έκαναν δια να δοξασθούν αλλά δια να εξυπηρετήσουν μίαν ανάγκην.
Και λοιπόν δεν έφθανεν ένας ευαγγελιστής να τα εξιστορήση όλα; Βεβαίως έφθανεν. Αν όμως πάλιν αυτοί που γράφουν είναι τέσσαρες ενώ δεν γράφουν κατά τον ίδιον χρόνον, ούτε εις τους αυτούς τόπους ούτε έπειτα από συνάντησήν και συνομιλίαν, εν τούτοις ομιλούν δι’ όλα σαν από ένα στόμα, γίνεται τότε αυτό η μεγίστη απόδειξις της αληθείας.
Ναί, αλλά συνέβη το αντίθετον, παρατηρεί εις πολλά σημεία συλλαμβάνονται να διαφωνούν.
Ακριβώς αυτό είναι η μεγαλύτερα απόδειξις της αληθείας. Αν δηλαδή είχαν συμφωνήσει δι’ όλα με την μεγαλυτέραν ακρίβειαν και δια τον χρόνον και δια τον τόπον και δια τας λέξεις τας ιδίας, κανείς από τους εχθρούς δεν θα επίστευεν ότι χωρίς συνάντηση και συμφωνίαν ανθρωπίνην έγραψαν όσα έγραψαν, δεν είναι δείγμα ειλικρίνειας τόσον μεγάλη συμφωνία. Τώρα όμως και η φαινομενική εις τας λεπτομέρειας διαφωνία τους απαλλάσσει από κάθε υποψίαν και υπεραμύνεται θαυμάσια του τρόπου των συγγραφέων. Εάν ωμίλησαν διαφορετικά δια τον χρόνον και τον τόπον, τούτο δεν ζημιώνει καθόλου την αλήθειαν των λόγων των.
Αλλά και αυτά όμως, καθόσον μας παραχωρήσει ο Θεός, θα προσπαθήσωμεν προχωρούντες να τα διαλευκάνωμεν και έχομεν την αξίωσιν μαζί με τα λεχθέντα να προσέξετε και εκείνο, ότι εις τα κεφαλαιώδη, που συγκρατούν την ζωήν μας και συνθέτουν το κήρυγμα, πουθενά δεν ευρίσκεται κανένας από αυτούς να διαφωνή. Ποια είναι αυτά; Ότι ο Θεός λόγου χάριν έγινεν άνθρωπος, ότι έκαμε θαύματα, ότι εσταυρώθη, ετάφη, ανέστη, ανελήφθη, ότι πρόκειται να κρίνη, ότι έδωκε σωστικάς εντολάς, ότι δεν εισήγαγε νόμον αντίθετον προς την Παλαιάν Διαθήκην, ότι είναι Υιός, Μονογενής, γνήσιος, ότι είναι της ιδίας ουσίας με τον Πατέρα και όσα όμοια. Εις αυτά θα εύρωμεν ότι συμφωνούν απολύτως. Ενώ ως προς τα θαύματα, αν δεν τα ανέφεραν όλοι όλα, αλλά ο ένας αυτά και ο άλλος εκείνα, τούτο ας μη σε ανησυχή. Αν τα ανέφερεν ένας όλα, οι άλλοι ήσαν περιττοί, αν πάλιν τα ανέφεραν όλοι διαφορετικά από τους άλλους και μόνον αυτοί, δεν θα υπήρχεν απόδειξις της συμφωνίας. Δια τούτον τον λόγον και από κοινού ωμίλησαν δια πολλά και καθένας από αυτούς επήρε και μας διηγείται κάτι το ιδιαίτερον. Έτσι ούτε περιττός θα φανή και ότι συμμετέχει εις την εξιστόρησιν χωρίς λόγον αλλά και κριτήριον ακριβές θα προσφέρη δια την αλήθειαν των λεγομένων.
3 . Ο Λουκάς λοιπόν παραθέτει και την αιτίαν, η οποία τον ώθησεν εις την συγγραφήν. Λέγει, «Ίνα έχης περί ων κατηχήθης λόγων την ασφάλειαν». Δηλαδή, δια να είσαι ασφαλισμένος με την διαρκή υπόμνησιν και να παραμένης ασφαλής. Ο Ιωάννης από την άλλην απεσιώπησε την αιτίαν. Διότι υπάρχει παράδοσις που έφθασε μέχρις ημών από παλαιά, από την εποχήν των πατέρων μας, ότι μήτε ο Ιωάννης δεν ήρχισε να γράφη χωρίς λόγον. Αλλά επειδή οι τρεις ηθέλησαν ν’ ασχοληθούν με την αφήγησιν της θείας οικονομίας και παρ’ ολίγον ν’ αποσιωπηθή η διδασκαλία περί θεότητος, τον εφώτισεν ο Θεός και έτσι ήρχισε την συγγραφήν του ευαγγελίου του. Τούτο γίνεται φανερόν και από αυτήν την διήγησιν αλλά και από το προοίμιον του ευαγγελίου. Δεν αρχίζει από την γην κάτω όμοια με τους άλλους αλλά από τον ουρανόν υψηλά, όπου εβιάζετο να φτάση και χάριν του οποίου έχει συνθέσει το βιβλίον του όλον, και όχι μόνον εις το προοίμιον αλλά και απ’ αρχής μέχρι τέλους του ευαγγελίου του είναι υψηλότερος από τους άλλους. Επίσης λέγεται ότι και ο Ματθαίος, αφού ήλθαν και τον παρεκάλεσαν, άφησε γραπτά εις τους Ιουδαίους που επίστευσαν όσα εδίδαξε προφορικά και ότι συνέγραψε το ευαγγέλιόν του εις την εβραϊκήν γλώσσαν. Αλλά και ο Μάρκος εις την Αίγυπτον έκαμε το ίδιο έπειτα από παράκλησιν των μαθητών.
Δια τούτο λοιπόν ο μεν Ματθαίος, επειδή γράφει προς Εβραίους, δεν ηθέλησε να δείξη τίποτε περισσότερον παρά ότι κατήγετο από τον Αβραάμ και τον Δαυίδ, ο δε Λουκάς επειδή απευθύνεται εις όλους τους ανθρώπους από κοινού, οδηγεί τον λόγον πιο πέρα και προχωρεί μέχρι του Αδάμ. Και ο ένας αρχίζει από την καταγωγήν επειδή τίποτε δεν ικανοποιούσε τόσον τον Ιουδαίον, όσον να μάθη ότι ο Χριστός ήτο απόγονος του Αβραάμ και του Δαυίδ. Ο τρόπος αυτός δεν είναι και του άλλου, αναφέρει πρώτον πολλά άλλα πράγματα και τότε προχωρεί εις την γενεαλόγησιν.
Την συμφωνίαν των θα την δείξωμεν και από την οικουμένην που εδέχθη το κήρυγμα αλλά και από τους ίδιους τους εχθρούς της αληθείας. Διότι έπειτα από αυτούς εγεννήθησαν πολλαί αιρέσεις με αντιθέτους δοξασίας προς τα κηρυχθέντα και άλλαι μεν από αυτάς εδέχθησαν όλα τα λεχθέντα, άλλαι όμως απέσπασαν και πρεσβεύουν ωρισμένας απόψεις της διδασκαλίας. Εάν όμως υπάρχη κάποια αντίθεσις εις τα λεχθέντα, ούτε όσαι διδάσκουν τα αντίθετα θα τα εδέχοντο εις το σύνολόν των άλλ’ ένα μέρος μόνον που θα εσυμφωνούσε με αυτάς, ούτε πάλιν όσαι απέσπασαν ένα μέρος μόνον θα ηλέγχοντο από το μέρος αυτό, ώστε μήτε τα ίδια τα αποκόμματα αύται να μένουν απαρατήρητα αλλά να βοούν την συγγένειαν προς όλον το σώμα. Και όπως, όταν πάρης ένα μέρος από πλευράν, θα έχης τα πάντα εις το μέρος αυτό από όσα είναι συγκροτημένον το ζώον, και νεύρα δηλαδή και φλέβας, και οστά και αρτηρίας και αίμα και θα έλεγε κανείς θα έχης ένα δείγμα από ολόκληρον την ζύμην, έτσι και προκειμένου δια τας Γραφάς, εις έκαστον σημείον των λεχθέντων είναι δυνατόν να διακρίνης φανεράν την συγγένειαν με το σύνολον. Αν όμως ήσαν διαφορετικά, ούτε η συγγένεια θα εφαίνετο αλλά και η διδασκαλία η ίδια θα είχε προ πολλού διαλυθή. «Πάσα γαρ βασιλεία», λέγει, «εφ’ εαυτής μερισθείσα ου σταθήσεται». Τώρα όμως και εις αυτό το σημείον λάμπει η ισχύς του Πνεύματος, έπεισε τους ανθρώπους να ασχολούνται με τα πλέον απαραίτητα και κατεπείγοντα πράγματα αλλά και από τα μικρά αυτά να μη ζημιώνεται καθόλου.
4 . Δεν πρέπει να επιμείνωμεν υπερβολικά εις όσα ο καθείς έγραψεν ιδιαιτέρως. Αλλ’ ότι δεν εστάθησαν αντιμέτωποι, τούτο θα προσπαθήσωμεν να αποδείξωμεν με όλην την ανάπτυξίν μας.
Συ όταν κατηγορής την διαφωνίαν των, κάμνεις το ίδιο όπως αν διέταζες να χρησιμοποιήσουν τας ιδίας λέξεις και την ιδίαν σύνταξιν. Δεν σου αντιτάσσω ακόμη ότι και όσοι κομπάζουν πολύ δια την ρητορικήν και την φιλοσοφίαν των, μολονότι είναι πολλοί και έγραψαν πολλά βιβλία δια τα ίδια πράγματα, όχι μόνον διεφώνησαν αλλά και είπαν μεταξύ των τα αντίθετα. Είναι διαφορετικόν πράγμα η διαφωνία από την αντίθεσιν.
Δεν αναφέρω τίποτε από αυτά. Ας μη μου τύχη από την παράκρουσιν εκείνων και συνθέσω εγώ την υπεράσπισίν μου, ούτε επιθυμώ να συγκροτήσω την αλήθειαν από το ψευδός. Θα ερωτήσω όμως ευχαρίστως εκείνο, πως έγιναν πιστευτά τα συγκρουόμενα; Πως επεκράτησαν; Πως μολονότι έλεγαν πράγματα αντίθετα, εθαυμάζοντο, εγίνοντο πιστευτοί και διελαλούντο εις όλην την οικουμένηω; Υπήρχον εν τούτοις πολλοί μάρτυρες των λεγομένων, καθώς επίσης πολλοί εχθροί και αντίπαλοι. Διότι βέβαια, αφού έγραψαν τα γραπτά των δεν τα έχωσαν εις μίαν γωνίαν αλλά τα διέδωσαν εις κάθε σημείον γης και θαλάσσης, εις τας ακοάς όλων. Τα εδιάβαζαν επί παρουσία των εχθρών των, όπως και τώρα, και κανένα σημείον των λεχθέντων δεν εσκανδάλισε κανένα και πολύ ευλόγως. Διότι η θεία δύναμις ήτο εκείνη που ήρχετο και επετύγχανε τα πάντα εις αυτούς. Αν δεν συνέβαινε τούτο, πως ο τελώνης, ο αλιεύς, ο αγράμματος διετύπωνε τας σκέψεις αυτάς; Όσα οι έξω σοφοί μήτε να τα φαντασθούν δεν ημπόρεσαν ποτέ, αυτοί με πολλήν ενημέρωσιν τα κηρύττουν και πείθουν εις αυτά, και όχι μόνον όσον ήσαν εν τη ζωή άλλα και μετά θάνατον, και όχι πέντε ή δέκα ανθρώπους, ούτε εκατό και χιλίους ή δέκα χιλιάδας αλλά ολοκλήρους πόλεις, φυλάς και λαούς, την γην και την θάλασσαν, την Ελλάδα και την βαρβαρικήν, την κατοικημένην και την ακατοίκητον, και μάλιστα ομιλούντες δια πράγματα που υπερβαίνουν κατά πολύ την φύσιν μας. Διότι άφησαν την γην και ομιλούν δια τα ουράνια και μας προτείνουν μίαν άλλην ζωήν και έναν άλλον βίον και πλούτον και πτωχείαν και ελευθερίαν και δουλείαν και ζωήν και θάνατον και κόσμον και πολιτείαν όλα διαφοροποιημένα.
Όχι όπως ο Πλάτων, που συνέθεσε την καταγέλαστον εκείνην πολιτείαν και ο Ζήνων και όποιος άλλος συνέγραψε πολιτείαν και συνέθεσε νόμους. Διότι μόνοι των έδειξαν όλοι αυτοί, ότι ένα πονηρόν πνεύμα και ένας άγριος δαίμων που μάχεται την φύσιν μας, και είναι εχθρός της σωφροσύνης και πολέμιος της κοσμιότητος, έκαμε τα πάντα άνω κάτω και εξέσπασε μέσα εις την ψυχήν των. Διότι όταν κάμνουν τας γυναίκας κοινάς εις όλους, και οδηγούν τας νέας, αφού τας γυμνώσουν, εις τας παλαίστρας εις την θέαν των ανθρώπων, όταν θεσπίζουν κρυφούς γάμους και αναμειγνύουν και συγκινούν τα πάντα μαζί και ανατρέπουν τους όρους της φύσεως, τι άλλο ημπορούμεν να είπουμεν; Ότι όλα αυτά τα λεγάμενα είναι δαιμονικά και παρά φύσιν εφευρήματα, θα το μαρτυρήση και η ιδία η φύσις μας, που δεν ηνέχθη τα λεχθέντα. Και μάλιστα ενώ έγραψαν όχι με την βίαν των διωγμών, όχι με κινδύνους και πολέμους, αλλά με κάθε ευχέρειαν και ελευθερίαν και ενώ εστόλιζαν τα γραφόμενά των με λογής σχήματα. Τα κηρύγματα τώρα των αλιέων, αν και τους κατεδίωκαν, τους εκτυπούσαν, αν και εκινδύνευαν όλοι, και δούλοι και ελεύθεροι, και βασιλείς και στρατιώται, και βάρβαροι και Έλληνες, όλοι με κάθε προθυμίαν τα εδέχθησαν.
5 . Και δεν ημπορείς να ειπής ότι επειδή αυτά είναι μικρά και χαμαίζηλα δι’ αυτό και γίνονται από όλους εύκολα παραδεκτά. Διότι αυτά είναι πολύ περισσότερον υψηλά από εκείνα. Tης παρθενίας – να ειπούμεν – εκείνοι ούτε εις το όνειρόν των δεν εφαντάσθησαν το όνομα, ούτε της ακτημοσύνης, ούτε της νηστείας, ούτε κάποιο άλλο από τα υψηλά. Ενώ οι ιδικοί μας δεν εξορίζουν μόνον την επιθυμίαν , δεν τιμωρούν την πράξιν μόνον αλλά και την ακόλαστον θέαν, και τους υβριστικούς λόγους και το άκαιρον γέλοιο και την εξωτερικήν εμφάνισιν και το βάδισμα και την φωνήν και εκτείνουν την προσοχήν έως τα πιο μικρά και εγέμισαν με το φυτόν της παρθενίας όλην την οικουμένην. Κάμνουν ακόμη να ασχολούνται σχετικώς με τον Θεόν και τα ουράνια πράγματα με σκέψεις τας οποίας ουδέποτε κανείς από αυτούς μήτε εις τον νουν του δεν συνέλαβε. Και πως θα ήτο δυνατόν να γίνη τούτο από αυτούς που εθεοποίησαν τας εικόνας των θηρίων και των ερπετών και άλλων ακόμη χειροτέρων; Άλλα τα υψηλά ιδικά μας διδάγματα έγιναν δεκτά και πιστευτά και καθημερινώς ανθούν και προκόπτουν, ενώ τα ιδικά των εχάθησαν εντελώς και εξηφανίσθησαν ευκολώτερον από αράχνας, και ήτο πολύ φυσικόν αφού τα διεκήρυτταν δαίμονες. Δια τούτο εκτός από την αμαρτίαν έχουν πολλήν ασάφειαν και περισσότερον κόπον.
Διότι βέβαια τι περισσότερον καταγέλαστον θα ημπορούσε να υπάρξη από την πολιτείαν εκείνην εις την οποίαν εκτός των άλλων που είπαμεν, αφού ο φιλόσοφος δαπανήση αμέτρητους γραμμάς, δια να επιτύχη να δείξη τι είναι τέλος πάντων το δίκαιον, εκτός από την φλυαρίαν γεμίζει τους λόγους του και με πολλήν ασάφειαν; Τούτο, ακόμη και κάτι ωφέλιμον αν περιείχεν, επρόκειτο βέβαια να είναι εντελώς άχρηστον δια την ζωήν των ανθρώπων. Αν δηλαδή ο γεωργός και ο σιδηρουργός και ο κτίστης και ο πλοίαρχος και κάθε ένας αποχειροβίωτος είναι να εγκατάλειψη την τέχνην του και τους δικαίους κόπους και να εξοδεύση τόσα και τόσα έτη, δια να μάθη τι είναι δίκαιον και προτού το μάθη να κινδυνεύση συχνά από την πείναν και τελικώς να αποθάνη δια το δίκαιον τούτο, χωρίς να μάθη κανένα από τα άλλα χρήσιμα, αλλά επιπροσθέτως θέση και βίαιον τέλος εις την ζωήν του, αν γίνεται έτσι εις αυτούς, δεν συμβαίνει το ίδιο με ημάς. Άλλα και το δίκαιον και το πρέπον και το συμφέρον και όλην γενικώς την αρετήν την περιέλαβεν ο Χριστός εις λόγους σαφείς και την εδίδαξεν εις ημάς. Είτε με τους λόγους ότι «εν δυσιν εντολαίς ο νόμος και οι προφήται κρέμονται», δηλαδή την αγάπην του Θεού και του πλησίον. Είτε με τους λόγους, «Όσα αν θέλητε ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι και υμείς ποιείτε αυτοίς. Ούτος γαρ έστιν ο νόμος και οι προφήται». Αυτά και ο γεωργός και ο υπηρέτης και η χήρα και το παιδί το ίδιο, ακόμα και κάποιος που θεωρείται πολύ ανόητος είναι όλα άπλα και εύκολα να τα μάθη καλώς.
Έτσι είναι η αλήθεια και το αποδεικνύει η έκτασις των πραγμάτων. Όλοι έμαθαν λοιπόν το τι πρέπει να πράττουν. Και δεν το έμαθαν μόνον άλλα τους εδημιουργήθη και ο ζήλος, και όχι μόνον εις τας πόλεις αλλά και εις το μέσον της αγοράς και εις των βουνών τας κορυφάς. Διότι και εκεί θα εύρης να υπάρχη πολλή φιλοσοφία και να αστράπτουν χοροί αγγέλων με ανθρώπινα σώματα και την θείαν πολιτείαν να παρουσιάζεται εδώ. Μας ώρισαν βεβαίως πολιτείαν οι αλιείς, δεν μας διέταξαν όμως να την διδασκώμεθα από της παιδικής ηλικίας, όπως εκείνοι, ούτε ενομοθέτησαν ότι ο ενάρετος πρέπει να είναι τόσων ή τόσων ετών ομιλούν απλώς δια κάθε ηλικίαν. Και η συμπεριφορά εκείνων είναι παιγνίδια παιδικά, ενώ ημείς διαθέτομεν την πραγματικήν αλήθειαν. Και ως τόπον δια την πολιτείαν των καθώρισαν τον ουρανόν και εδίδαξαν ότι τεχνίτης της είναι ο Θεός, και νομοθέτης των νόμων της, όπως ήτο και το ορθόν. Αλλά τα βραβεία της πολιτείας δεν είναι φύλλα δάφνης, ούτε κότινος, ούτε και η σίτησις εις το πρυτανείον, ούτε χάλκινοι ανδριάντες, βραβεία άχρηστα και μηδαμινά. Βραβεία είναι η ζωή που δεν έχει τέλος, η ανάδειξίς μας εις τέκνα Θεού, η συγχόρευσις με τους αγγέλους, η παράστασίς μας εις τον βασιλικόν θρόνον και η ατελεύτητος συναναστροφή με τον Χριστόν.
6 . Αρχηγοί της πολιτείας αυτής είναι τελώναι και αλιείς και σκηνοποιοί, που δεν έζησαν ολίγα έτη άλλα ζουν εις τους αιώνας. Δια τούτο και μετά την Κοίμησίν των θα ημπορούσαν να ωφελήσουν τους ζώντας. Διότι εις την πολιτείαν αυτήν δεν διεξάγεται πόλεμος εναντίον ανθρώπων αλλά εναντίον δαιμόνων και εναντίον εκείνων των ασωμάτων δυνάμεων. Δια τούτο και εις τον πόλεμον αυτόν στρατηγός δεν είναι κάποιος από τους ανθρώπους ή τους αγγέλους αλλά ο ίδιος ο Θεός. Αλλά και τα όπλα των στρατιωτών τούτων είναι ανάλογα προς την φύσιν του πολέμου δεν είναι κατεσκευασμένα από δέρμα και σίδηρον αλλά από αλήθειαν και δικαιοσύνην και πίστιν και κάθε αρετήν. Επειδή λοιπόν δια την πολιτείας αυτήν έχει γραφή και το βιβλίον τούτο και δι’ αυτήν πρόκειται και ημείς τώρα να ομιλήσωμεν, ας δώσωμεν ιδιαιτέραν προσοχήν εις τον Ματθαίον που ομιλεί μεγαλοφώνως δι’ αυτήν. Διότι όλα αυτά που λέγονται δεν είναι του Ματθαίου αλλά του Χριστού, που έθεσε τους νόμους της πολιτείας. Ας προσέχωμεν δε, δια να ημπορέσωμεν ή να εγγραφώμεν εις αυτήν ή να λάμψωμεν μαζί με εκείνους που έχουν προηγηθή και έχουν δεχθή τους αμαράντους εκείνους στεφάνους. Μολονότι εις πολλούς φαίνεται ότι ο λόγος αυτός είναι εύκολος και ότι την δυσκολίαν έχουν οι λόγοι των προφητών. Αλλά και το λάθος αυτό το διαπράττουν εκείνοι που αγνοούν το βάθος των νοημάτων που περιέχει. Δια τούτο παρακαλώ να ακολουθήτε με πολλήν προθυμίαν, ώστε να εισέλθωμεν εις το ίδιο το πέλαγος των γεγραμμένων, με προηγητήν εις την είσοδόν μας αυτήν τον Χριστόν. Και δια να γίνη ο λόγος ευκολώτερον προσιτός, σάς θερμοπαρακαλώ, όπως ακριβώς εκάμαμεν και δια τα άλλα αναγνώσματα, ας διαβάζωμεν εκ των προτέρων την περικοπήν της πράξεως που πρόκειται να αναγνώσωμεν, δια να ανοίγη η ανάγνωσις τον δρόμον εις την γνώσιν – όπως έγινε και εις τον ευνούχον – και έτσι θα μας διευκολύνη πολύ. Διότι ανακύπτουν πολλαί και αλλεπάλληλοι δυσκολίαι.
Αμέσως, από την αρχήν του Ευαγγελίου του, πρόσεξε πόσαι απορίαι γεννώνται. Κατά πρώτον, δια ποιον λόγον εκτίθεται η γεννεαλογία του Ιωσήφ, ενώ δεν ήτο πατήρ του Χριστού. Δεύτερον, πως θα γίνη φανερόν εις ημάς ότι κατάγεται από τον Δαυίδ, αφού αγνοούνται οι πρόγονοι της Μαρίας από την οποίαν εγεννήθη· διότι δεν ανεφέρθησαν οι πρόγονοι της Παρθένου. Τρίτον, δια ποιον λόγον γενεαλογείται ο Ιωσήφ, που δεν συνετέλεσε καθόλου εις την γέννησιν, ενώ δεν παρουσιάζεται καθόλου ποιους γονείς και πάππους και προγόνους είχεν η παρθένος, η οποία έγινε και μητέρα του.
Έπειτα από αυτά αξίζει να ερευνηθή και τούτο· διατί ενώ προχωρεί εις γεναλογίαν δια των άνδρών, ανέφερε και ωρισμένας γυναίκας. Και αφού του εφάνη έτσι καλόν, δεν ανέφερεν όλας τας γυναίκας, παρέλειψε τας τιμημένας, όπως η Σάρρα, η Ρεβέκκα και άλλαι και έφερεν εις την μέσην τας διαβοήτους δια την κακίαν των, όποια π.χ. ήτο πόρνη και μοιχαλίς, όποια προήρχετο από παρανόμους γάμους, όποια ήτο αλλόφυλος και βάρβαρος. Διότι εμνημόνευσε την γυναίκα του Ούριου, την Θάμαρ, την Ραάβ και την Ρουθ, από τας οποίας η μία ήτο αλλόφυλος, άλλη πόρνη και άλλη επλάγιασε με τον πεθερόν της και όχι έπειτα από νόμιμον γάμον τουλάχιστον αλλά αφού επέτυχε με δόλον την συνεύρεσιν και εκαλύφθη με το προσωπείον της πόρνης. Κανείς επίσης δεν αγνοεί την γυναίκα του Ουρίου, επειδή το τόλμημα ήτο πρωτοφανές. Ο ευαγγελιστής όμως άφησεν όλας τας άλλας και περιέλαβε μόνον αυτάς εις την γενεαλογίαν του. Ενώ βεβαίως αν έπρεπε να αναφερθούν γυναίκες, έπρεπε να αναφερθούν όλαι και αν όχι όλαι αλλά μερικαί, έπρεπε να αναφερθούν αι φημισμέναι δια αρετήν και όχι δια αμαρτήματα.
Είδατε πόση προσοχή χρειάζεται ευθύς από το προοίμιον. Μολονότι φαίνεται ότι το προοίμιον είναι σαφέστερον από τα άλλα, και δια πολλούς ίσως και περιττόν, επειδή είναι μόνον αρίθμησις ονομάτων.
Έπειτα από αυτό είναι άξιον ζητήσεως και εκείνο, δια ποιον λόγον παρέτρεξε τρεις βασιλείς. Αν απεσιώπησε την ονομασίαν των επειδή ήσαν πολύ ασεβείς, δεν έπρεπεν ούτε τους άλλους να αναφέρη τους όμοιους των.
Ένα άλλο ζήτημα είναι και τούτο. Ενώ ωμίλησε δια δε- κατέσσαρας γενεάς, δεν ετήρησε τον αριθμόν εις την τρίτην ομάδα. Ακόμη, δια ποιον λόγον ο Λουκάς ανέφερεν άλλα ονόματα και όχι μόνον δεν ανέφερεν αυτά τα ίδια άλλα και πολύ περισσότερα. Ενώ ο Ματθαίος και ολιγώτερα και διάφορα, μολονότι καταλήγει και αυτός εις τον Ιωσήφ, όπου εσταμάτησε και ο Λουκάς.
Βλέπετε πόση προσοχή μας χρειάζεται όχι δια να διελευ- κάνωμεν μόνον τα ζητήματα αλλά και δια να επισημάνωμεν αυτά που πρέπει να μας απασχολήσουν. Και δεν είναι βεβαίως τούτο μικρόν, να ημπορέσωμεν να επισημάνωμεν αμφισβητούμενα. Ακόμη και τούτο προκαλεί απορίαν, πως η Ελισάβετ ήτο συγγενής της Μαρίας, ενώ κατήγετο από την Λευϊτικήν φυλήν.
7 . Αλλά δια να μην κατασκεπάσω μεν την μνήμην μας συμπλέκοντες πολλά, ας σταματήσωμεν τον λόγον ενώ είναι αρκετόν δια σάς να δείξετε ενδιαφέρον και να μάθετε απλώς ποια αποτελούν ζήτημα. Αν όμως επιθυμήτε και την λύσιν, και τούτο παρά τους λόγους μου εξαρτάται από σάς. Αν σας ιδώ δηλαδή να ενδιαφέρεσθε και να επιθυμήτε να μάθετε, θα προσπαθήσω να σάς δώσω και την λύσιν. Αν όμως χασμάσθε και δεν προσέχετε, θα αποσιωπήσω και τα ζητήματα και την λύσιν των, τηρών την εντολήν του Θεού διότι μας λέγει, «Μη δώτε τα άγια τοις κυσί, μηδέ ρίψητε τους μαργαρίτας υμών έμπροσθεν των χοίρων, ίνα μη καταπατήσωσι τοις ποσίν αυτών». Ποιος είναι αυτός που καταπατεί; Αυτός που δεν τα θεωρεί πολύτιμα και άξια σεβασμού.
Και ποιος είναι τόσον άθλιος, ερωτά, ώστε να μη τα θεωρή άξια σεβασμού και πολυτιμότερα από ο,τιδήποτε άλλο;
Αυτός που δεν τους αφιερώνει μήτε τόσην ώραν όσην εις τας πόρνας εις τα σατανικά θέατρα. Εκεί οι περισσότεροι περνούν και ολόκληρον την ημέραν των και παραμελούν πολλά οικογενειακά ζητήματα, δια την άκαιρον αυτήν απασχόλησιν, διατηρούν προσεκτικά ό,τι ακούουν, μολονότι η διατήρησις αυτή βλάπτει την ψυχήν των. Ενώ εδώ που ομιλεί ό Θεός, δεν κάμνουν υπομονήν να παραμείνουν ούτε δι’ ολίγον χρόνον. Δια τούτο δεν έχομεν καμμίαν σχέσιν με τον ουρανόν αλλά η πολιτεία μας περιορίζεται μόνον εις τους λόγους. Μολονότι δι’ αυτό ο Θεός μας έχει απειλήσει και με την γέενναν, όχι βέβαια δια να μας ρίψη εις αυτήν αλλά να μας πείση να διαφύγωμεν την βαρείαν αυτήν τυραννίαν. Ημείς όμως πράττομεν το αντίθετον και καθημερινώς ακολουθούμεν τρέχοντες τον δρόμον που οδηγεί προς τα εκεί· και ενώ ο Θεός μας προστάζει όχι μόνον να ακούωμεν αλλά και να εκτελούμεν τους λόγους του, δεν θέλομεν μήτε να ακούσωμεν.
Πότε λοιπόν, ειπέ μου, θα εκτελέσωμεν τας εντολάς και θα τας κάμωμεν πράξεις, όταν δεν έχωμεν υπομονήν μήτε τους λόγους να ακούσωμεν, με τους οποίους διατυπώνονται, αλλά θυμώνομεν και αγανακτούμεν με την εδώ παραμονήν μας, μολονότι είναι εξαιρετικά σύντομος; Έπειτα, όταν ημείς ομιλούμεν δια πράγματα αδιάφορα, αν ιδούμεν ότι οι συνομιληταί μας δεν μας προσέχουν, θεωρούμεν το πράγμα ως περιφρόνησιν. Νομίζομεν όμως ότι ο Θεός δεν θυμώνει, όταν αυτός μας ομιλή δια τόσον σοβαρά πράγματα και ημείς περιφρονούμεν τους λόγους του και βλέπομεν αλλού; Άλλ’ όποιος έχει γηράσει και επισκεφθή πολλάς χώρας, μπορεί και τον αριθμόν των σταδίων και την θέσιν των πόλεων και τα σχήματα και τους λιμένας και τας αγοράς να μας αναφέρη με κάθε ακρίβειαν· ημείς όμως δεν γνωρίζομεν ούτε πόσον απέχομεν από την ουρανίαν πόλιν. Διότι βεβαίως θα ενδιαφερόμεθα να βραχύνωμεν την απόστασιν, αν εγνωρίζαμεν το μήκος της. Η πόλις εκείνη δηλονότι δεν απέχει από ημάς όσον ο ουρανός από την γην αλλά και πολύ περισσότερον, αν επιδείξωμεν αδιαφορίαν ενώ, αντίθετα, αν δείξωμεν ενδιαφέρον, θα φθάσωμεν ακαριαία εις τας πύλας της. Διότι δεν καθωρίσθησαν αι αποστάσεις αυταί από το μάκρος των πόλεων άλλα από την διάθεσιν της συμπεριφοράς.
8 . Συ, Κύριε, γνωρίζεις με ακρίβειαν όλα τα βιοτικά πράγματα και τα νέα και τα αρχαία και τα παλαιά και ημπορείς και τους άρχοντας να αριθμής υπό τους οποίους εξεστράτευσες κατά το παρελθόν, τον αγωνοθέτην, τους θαλλοφόρους, τους στρατηγούς, που δεν σε ωφελούν καθόλου. Ποιος όμως αρχών έχει γίνει εις την πόλιν αυτήν, ποιος πρώτος και δεύτερος και τρίτος και πόσον χρόνον ο καθείς και ποια τα έργα και τα κατορθώματά του δεν τα εφαντάσθης ούτε εις τα όνειρά σου. Αλλά και δια τους νόμους επίσης που ισχύουν εις την πόλιν αυτήν, δεν έχεις υπομονήν να ακούσης και να προσέξης ούτε και τους λόγους άλλων. Πως λοιπόν έχεις την προσδοκίαν ότι θα επιτύχης τα επηγγελμένα αγαθά, αν δεν προσέχης ούτε εις τους λόγους; Άλλ’ όμως αν δεν το επράξαμεν αυτό εις το παρελθόν, ας το πράξωμεν τουλάχιστον τώρα. Διότι βεβαίως πρόκειται να εισέλθωμεν, αν επιτρέψη ο Θεός, εις μίαν πόλιν χρυσήν και από κάθε χρυσόν πολυτιμοτέραν. Ας γνωρίσωμεν λοιπόν τα θεμέλιά της, τας πύλας της που είναι από σάπφειρον και μαργαριτάρια οδηγόν άριστον έχομεν τον Ματθαίον.
Εισερχόμεθα λοιπόν τώρα από την πύλην που μας ανοίγει και έχομεν ανάγκην από βίαν πολλήν. Διότι αν παρατηρήση κάποιον να μη προσέχη, τον εκδιώκει από την πόλιν. Διότι η πόλις έχει χαρακτήρα βασιλικώτατον και περίλαμπρον και δεν είναι όπως αι ιδικαί μας χωρισμένη εις αγοράν και ανάκτορα, αλλά εκεί όλα είναι ανάκτορα. As ανοίξωμεν λοιπόν διάπλατα τας πύλας της διανοίας μας, ας ανοίξωμεν την ακοήν και με πολλήν φρίκην, καθώς πρόκειται να πατήσωμεν τα πρόθυρά της, ας προσκυνήσωμεν τον βασιλέα της, επειδή το πρώτον αντίκρυσμα δια μιας ημπορεί να καταπλήξη τον θεατήν.
Τώρα βεβαίως είναι κλεισταί δι’ ημάς αι πύλαι. Όταν όμως τας ιδούμεν να ανοίγωνται—τούτο σημαίνει η λύσις των αποριών—τότε θα αντικρύσωμεν μέσα πολλήν λάμψιν. Διότι καθοδηγούμενος από τους οφθαλμούς του πνεύματος ο τελώνης αυτός, υπόσχεται να σου δείξη τα πάντα, που κάθεται ο βασιλεύς, ποιοι παραστέκονται εις αυτόν από τα στρατεύματα του ουρανού, που είναι οι άγγελοι και που οι αρχάγγελοι, ποιος τόπος έχει ορισθή δια τους νέους πολίτας μέσα εις την πόλιν αυτήν, ποιος δρόμος οδηγεί εις αυτήν, τι κλήρον έλαβαν εκεί οι πρώτοι πολίται της και οι έπειτα από αυτούς και οι έπειτα από τούτους, πόσαι είναι αι τάξεις του λαού εκείνου και της βουλής και πόσαι αι διαφοραί των αξιωμάτων.
Ας μη εισέλθωμεν με θόρυβον και αταξίαν αλλά με σιγήν μυστικήν. Αν μέσα εις το θέατρον γίνεται πολλή σιωπή και τότε διαβάζωνται τα διατάγματα του βασιλέως, πολύ περισσότερον πρέπει να έχωμεν όλοι συστολήν μέσα εις αυτήν την πόλιν και να στεκώμεθα με όρθιας τας ψυχάς και τας ακοάς. Διότι πρόκειται να διαβασθούν όχι κάποιου επιγείου άρχοντος αλλά τα διατάγματα του κυρίου των αγγέλων.
Αν έτσι προετοιμάσωμεν τους εαυτούς μας, θα μας οδηγήση με ακρίβειαν μεγάλην η ίδια η χάρις του πνεύματος, εις αυτόν τον βασιλικόν θρόνον, θα φθάσωμεν και θα επιτύχωμεν όλα τα αγαθά με την χάριν και την φιλανθρωπίαν του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Εις αυτόν ανήκει η δόξα και η δύναμις μαζί με τον πατέρα και το άγιον Πνεύμα τώρα και πάντοτε και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
ΑΠΑΝΤΑ ΤΑ ΕΡΓΑ 9 – ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΕΙΣ ΤΟ ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ Α’ – (ΟΜΙΛΙΑΙ Α’-Κ’)
ΕΙΣΑΓΩΓΗ – ΚΕΙΜΕΝΟΝ – ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ – ΣΧΟΛΙΑ
Υπό ΙΓΝΑΤΙΟΥ ΣΑΚΑΛΗ, Φιλολόγου και ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΤΣΙΚΗ, Φιλολόγου
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ