Το μυστικό της αρετής του ανθρώπου, κατά τη χριστιανική διδασκαλία, βρίσκεται στην απόφαση της μετανοίας. Η μετάνοια είναι το θαύμα του Θεού για τη σωτηρία του εκπεσόντος ανθρώπου. Είναι η θεία δωρεά, που ανυψώνει τον άνθρωπο από τον Άδη στο φως του Θεού (Αρχιμ. Σωφρόνιος). Στη μετάνοια οδηγείται όποιος αισθάνεται να τον βαραίνει η αμαρτία. Και οδηγείται τόσο πιο έντονα, όσο πιο έντονο αισθάνεται το βάρος της αμαρτίας. Αντίθετα, όποιος καυχιέται για τις αρετές του δε μετανοεί, αλλά μένει μακριά από τη χάρη του Θεού. Γι’ αυτό οι αμαρτωλοί ξεπερνούν τους δίκαιους στην πορεία προς τη βασιλεία του Θεού.
Η πρόταξη όμως αυτή φαίνεται παράξενη σε πολλούς. Παράξενη, αν όχι και απαράδεκτη, φαίνεται και σε αρκετούς Χριστιανούς, μολονότι βεβαιώθηκε από τον ίδιο το Χριστό. Και αυτό δεν είναι παράδοξο, όταν ο Χριστιανισμός εκλαμβάνεται ως ηθική διδασκαλία, και ο Χριστός ως ηθικοδιδάσκαλος, που ήρθε να εγκαθιδρύσει τη δικαιοσύνη και την αρετή, όπως τις εννοούν οι άνθρωποι. Ο Χριστός όμως παραμερίζει και ανατρέπει τις ανθρώπινες αξίες. Ο άνθρωπος δεν αξιολογείται σύμφωνα με την ηθική του υπόληψη. Ούτε η κοινωνική θέση και αξιοπρέπεια προσδιορίζουν την αξία του. Το μόνο σταθερό κριτήριο, το μόνο μέτρο για την αξιολόγησή του είναι η μετάνοια. Όποιος συναισθάνεται την αθλιότητά του και μετανοεί, γίνεται δεκτός στη βασιλεία του Θεού, σώζεται. Όποιος δεν μετανοεί, οτιδήποτε άλλο και αν κάνει, είναι σε τελευταία ανάλυση άχρηστο· δεν τον σώζει. Αυτό είναι το χριστιανικό κριτήριο. Αυτό είναι το μέτρο, με το οποίο κρίνει ο Θεός τον άνθρωπο.
Βέβαια, όποιος μετανοεί και πιστεύει στο Χριστό, είναι φυσικό να επιδίδεται και στην τήρηση των εντολών του. Εδώ έγκειται και ο πνευματικός αγώνας. Ο πιστός οφείλει ν’ αγωνίζεται με δύναμη και προθυμία για την τήρηση όλων των εντολών του Θεού. Δεν επιτρέπεται να φροντίζει για μερικές και ν’ αδιαφορεί για τις άλλες. Δεν μπορεί να τηρεί ορισμένες, επειδή τις θεωρεί βασικές, και να παραμελεί άλλες ως ασήμαντες. Στην περίπτωση αυτή έρχεται σε αντίθεση προς το θέλημα του Θεού και ανατρέπει όλες τις εντολές του.
Ο άνθρωπος όμως είναι μικρός και αδύναμος. Ποιος μπορεί να ισχυριστεί ότι τηρεί τις εντολές του Θεού και δεν αμαρτάνει; Ιδιαίτερα με τη σύγχρονη ηθική αποχαλίνωση η αμαρτία έχει τόσο διαδοθεί, ώστε πολλοί όχι μόνο τη θεωρούν φυσική, αλλά και καυχιόνται γι’ αυτήν. Οι μεγαλύτερες απάτες και τα φοβερότερα εγκλήματα γίνονται συχνά με φυσικό τρόπο. Αρκεί ν’ αφήσει κανείς λίγο ελαστική τη συνείδησή του, για να φτάσει, χωρίς να το καταλάβει, σε πράγματα επαίσχυντα. Μέσα στο κλίμα αυτό πολλοί Χριστιανοί αισθάνονται αυτάρκεις με μια υποτυπώδη ηθική ζωή και λησμονούν την τραγικότητα της αμαρτίας. Μια τέτοια όμως αντίληψη είναι καταστροφική.
Η έλλειψη της ηθικής αυτάρκειας, η απουσία της επιφανειακής κοσμιότητας, η αηδία της αμαρτίας δημιουργούν προϋποθέσεις μετανοίας, η οποία προσφέρει τη μόνη δυνατότητα σωτηρίας. Γι’ αυτό ο δρόμος της μετανοίας είναι πολύ κοντά στο σημερινό άνθρωπο που συνειδητοποιεί την κατάστασή του. Είναι ο δρόμος στον οποίο οδηγούν τα ίδια τα δεδομένα της ζωής: η απροκάλυπτη αμαρτία, ο ηθικός εκπεσμός, η πνευματική ασυναρτησία.
Η ηθική και η πνευματική κρίση της εποχής μας, η εξάπλωση και παροξυσμός της αμαρτίας δεν σημαίνει καθόλου το θρίαμβο του κακού, αλλά μάλλον την έκφραση της απελπισμένης αγωνίας του. Το κακό δεν είναι θέση αλλά άρνηση. Δεν είναι ύπαρξη, αλλ’ ανυπαρξία. Αυτό γίνεται εμπειρικά αισθητό από τη διάσπαση και την ασυναρτησία που δημιουργεί. Όταν ο άνθρωπος μετανοεί, λυτρώνεται από το κακό και προχωρεί από τη διάσπαση και την ασυναρτησία στην ενότητα και την αρμονία. Η λύτρωση αυτή δεν είναι μια στιγμιαία πράξη, αλλά τρόπος ζωής. Και η χριστιανική ζωή στην ουσία της είναι ζωή μετανοίας και ανακαινίσεως.
Από το βιβλίο: Γεωργίου Ι. Μαντζαρίδη, Ορθόδοξη Πνευματική Ζωή, εκδ. ΠΟΥΡΝΑΡΑ, κεφ. «ΑΜΑΡΤΙΑ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΟΙΑ» (αποσπάσματα).