Ὁ Ἀπόστολος Ἰάκωβος (Ἰακ. ε΄, 13,14) μᾶς συμβουλεύει:
«Κακοπαθεῖ τις ἐν ὑµῖν; Προσευχέσθω· εὐθυµεῖ τις; Ψαλλέτω. Ἀσθενεῖ τις ἐν ὑµῖν; Προσκαλεσάσθω τοὺς πρεσβυτέρους τῆς ἐκκλησίας, καὶ προσευξάσθωσαν ἐπ’ αὐτὸν ἀλείψαντες αὐτὸν ἐλαίῳ ἐν τῷ ὀνόµατι τοῦ Κυρίου.».
(: Εὑρίσκεται κανεὶς µεταξύ σας εἰς στενοχωρίαν καὶ θλῖψιν; Ἂς προσεύχεται καὶ ἂς ζητῇ παρηγορίαν ἀπὸ τὸν Θεόν. Ἔχει εὐθυµίαν κάποιος; Ἂς ψάλλη ψαλµοὺς καὶ µὲ αὐτοὺς ἂς ἐξαγιάζῃ τὴν εὐθυµίαν του. Εἶναι κανεὶς µεταξύ σας ἄρρωστος; Ἂς προσκαλέσῃ τοὺς πρεσβυτέρους τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἂς προσευχηθοῦν ἐπάνω του, συγχρόνως δὲ ἂς τὸν ἀλείψουν µὲ ἔλαιον ἐπικαλούµενοι τὸ ὄνοµα τοῦ Κυρίου).
- Ποῦ καταφεύγουμε, ὅταν συμβῆ κάτι δυσάρεστο; Στὴν προσευχή.
Λέγει ὁ Ἅγιος Νεκτάριος:
«Ἡ προσευχή εἶναι βοήθεια τῆς ζωῆς μας, συνομιλία μέ τόν Θεό, λησμοσύνη τῶν γηίνων, ἄνοδος πρός τόν οὐρανό. Μέ τήν προσευχή ἀποδημοῦμε πρός τόν Θεό. Ὅταν προσευχώμασθε, θά μπορέσουμε νά εἴμασθε τελείως προσηλωμένοι, ἐάν εἴμασθε ἀπολύτως βέβαιοι ὅτι στεκόμασθε ἐμπρός στόν Θεό.
Ἡ προσευχή μας ἄς μή ἐξαρτᾶται ἀπό τό σχῆμα τοῦ σώματός μας καί τίς κινήσεις μας καί τίς φωνές μας, ἀλλά ἀπό τήν ψυχική μας διάθεση καί ἀπό τή συντριβή τῆς διάνοιάς μας καί ἀπό τά δάκρυα τῆς καρδιᾶς μας».
- Μάλιστα ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος λέγει: «Πρέπει νὰ μνημονεύουμε τὸν Θεὸ περισσότερο ἀπ’ ὅσο ἀναπνέουμε».
- Στὸ Γεροντικὸ διαβάζουμε γιὰ τὴν προσευχή:
«Ἀκοὴ ἀντί ἀκοῆς λαμβάνουμε, λέει κάποιος Πατήρ. Καὶ ἐξηγεῖ: Ἀκούει ὁ Θεὸς τὴν προσευχὴ ἐκείνου ποὺ ὑπακούει στὸ θέλημά Του.
Κάποιος μοναχὸς σὲ μιὰ σκήτη ἦταν πρόθυμος στὴν προσευχή, ἀλλὰ ἀμελὴς σ’ ὅλα τ’ ἄλλα. Μιὰ μέρα πῆγε ὁ διάβολος σ’ ἕνα ἀπὸ τοὺς ἐκεῖ Πατέρες καὶ τοῦ εἶπε μὲ εἰρωνεία:
– Τί παραδοξολόγοι ποὺ εἴσασθε ἐσεῖς οἱ ἄνθρωποι.
– Γιατί; τὸν ρώτησε ἐκεῖνος.
– Νά, ὁ τάδε μοναχὸς μὲ κρατᾶ κάτω ἀπὸ τὴν μασχάλη του καὶ μὲ σφίγγει δυνατὰ νὰ μὴ τοῦ φύγω, κάνοντας ὅλα μου τὰ θελήματα. Κι ὕστερα στέκεται ὧρες ὁλόκληρες καὶ λέει στὸν Θεό: «Ρῦσαί με ἀπὸ τοῦ πονηροῦ».
- Ἀπὸ τὸ περιοδικὸ «Πρὸς τὴ Νίκη» δανειζόμασθε τὸ ἀκόλουθο συγκινητικὸ περιστατικό:
«Χτύπησαν τὸ κουδούνι.
– Εἴμασθε ἀπὸ τὸν ἔρανο τῆς ἐνορίας γιὰ τὰ Χριστούγεννα. Θὰ μᾶς ἀνοίξετε;
Λίγα δευτερόλεπτα ἀγωνίας καὶ μετὰ ὁ βόμβος ἀπὸ τὸ θυροτηλέφωνο. Ἡ πόρτα ἄνοιξε κι οἱ γυναῖκες μπῆκαν μέσα. Ἡ πόρτα δὲν εἶχε κλείσει ἀκόμη πίσω τους, ὅταν ἀκούστηκε ἡ ἀντρικὴ φωνή.
– Μπορῶ νὰ σᾶς ζητήσω κάτι;
Γύρισαν τὰ κεφάλια τους πίσω. Ἦταν ἕνα παλληκάρι ὥς εἴκοσι χρονῶν αὐτὸς ποὺ μιλοῦσε καὶ κρατοῦσε μισάνοιχτη τὴν πόρτα. Τρίκλιζε καὶ τὰ λόγια του ἔβγαιναν μπερδεμένα.
– Μήπως μπορεῖτε νὰ μὲ βοηθήσετε; ξαναμίλησε τὸ παλληκάρι καὶ ἔτεινε τὸ χέρι του παρακλητικά.
Οἱ γυναῖκες κοιτάχτηκαν διστακτικά. Μὲ ἀργὲς κινήσεις ἡ κ. Μαρκέλλα ἔβαλε τὸ χέρι στὴν τσέπη της καὶ τράβηξε ἕνα νόμισμα.
– Ὁρίστε, εἶναι δικό σου.
Τὸ παλληκάρι ἔκλεισε στὴ χούφτα του τὸ πολύτιμο κέρμα.
– Εὐχαριστῶ, ψιθύρισε κι ἔκανε νὰ φύγει.
– Πῶς σὲ λένε; τὸν σταμάτησε ἡ κ. Μαρκέλλα.
Τὸ παλληκάρι τὴν κοίταξε τρομαγμένο.
– Τί τὸ θέλετε τὸ ὄνομά μου;
Ἡ κ. Μαρκέλλα χαμογέλασε καθησυχαστικά.
– Γιὰ νὰ κάνουμε προσευχὴ γιὰ σένα, τὸ ρωτάω.
Τὸ παλληκάρι ἄρχισε νὰ τρέμει.
– Ἀλήθεια; Ἀλήθεια τὸ λέτε; Σταμάτησε. Πῆρε νὰ κλαίει μὲ λυγμούς. Θὰ κάνετε προσευχὴ γιὰ μένα; Νίκο μὲ λένε. Νίκο. Εὐχαριστῶ. Εὐχαριστῶ…
Ὁ Νίκος γύρισε τὴν πλάτη του καὶ ψιθυρίζοντας ξανὰ καὶ ξανὰ «εὐχαριστῶ» βγῆκε ἀπὸ τὴν πολυκατοικία.
Οἱ δύο γυναῖκες κοιτάχτηκαν ἀμίλητες.
Κάπου μέσα στὸ νοῦ τους θυμήθηκαν τὰ λόγια ποὺ εἶχαν κάποτε ἀκούσει: «Ὅταν περπατᾶτε στὸ δρόμο, νὰ κάνετε προσευχὴ γιὰ ὅλους ὅσους βλέπετε. Γιὰ τοὺς ἄστεγους, τοὺς ναρκομανεῖς, γιὰ τοὺς διπλανούς σας στὸ λεωφορεῖο, γιὰ τοὺς περαστικούς, γιὰ ὅλους. Ἔτσι θὰ ἔρχεται ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ παντοῦ».
Ἄρχισαν νὰ ἀνεβαίνουν τὶς σκάλες. Δὲν μιλοῦσαν, μὰ ἡ καρδιὰ τους φώναζε: «Κύριε, ἐλέησε τὸν δοῦλο Σου Νίκο καὶ ὅλους ὅσους μοιάζουν μὲ τὸν Νίκο…».
Τὸ βράδυ, πρὶν κοιμηθεῖς, θυμήσου ὅσους γιὰ κάποιο λόγο ξαγρυπνοῦν καὶ ζήτησε μὲ τὴν προσευχή σου νὰ τοὺς σκεπάσει ὁ Θεός…
- Ἄς διαβάσουμε πῶς προσευχόταν γιὰ ὅλους ὁ Ἅγιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης:
«Κύριε,
πόσοι ἄνθρωποι ἀπόψε ξαγρυπνοῦν…
Σὲ ἱκετεύω:
- γιὰ ὅσους ὑπηρετοῦν σὲ βραδινὴ βάρδια ὑπηρετώντας τοὺς ἄλλους…
- γιὰ ὅσους βρίσκονται στὸ κρεβάτι τοῦ πόνου καὶ γιὰ ὅσους στέκονται κοντά τους…
- γιὰ ὅσους πεινοῦν καὶ πλαγιάζουν νηστικοί…
- γιὰ ὅσους κρυώνουν…
- γιὰ ὅσους νιώθουν μοναξιά…
- γιὰ ὅσους φιλοξενοῦνται ἔρημοι σὲ ἕνα παγερὸ παγκάκι…
- γιὰ ὅσους ἐγκληματοῦν…
- γιὰ ὅσους βασανίζονται ἀπὸ τύψεις…
- γιὰ ὅσους ὀρφάνεψαν…
- γιὰ ὅσους πεθαίνουν ἀμετανόητοι ἢ ἄπιστοι…
- γιὰ ὅσους παλεύουν νὰ μείνουν πιστοὶ στὸν Νόμο τὸν δικό Σου…
- γιὰ ὅσους προσεύχονται γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου…
Κύριε τοῦ ἐλέους,
γιὰ ὅλους αὐτοὺς ποὺ γιὰ τόσο διαφορετικοὺς λόγους ἀπόψε ξαγρυπνοῦν, ψελλίζω ταπεινὰ ἕνα «Μνήσθητι, Κύριε».
Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησέ μας…».