σχόλιο Γ.Θ : Εκείνη την Μεγάλη Παρασκευή του Παπα Φώτη θα την θυμάστε για πάντα...
Καταπολεμούσε την πνευματική αδιαφορία. Τα λόγια του πολλές φορές ήταν σκληρά σα «μαχαιριές», όμως κανείς δεν διαμαρτυρόταν. Όλοι σεβόντουσαν απόλυτα τις συμβουλές του. Ιδίως επιτιμούσε την γύμνια και τους Ιερείς που εκτελούσαν αμελώς τα ιερατικά τους καθήκοντα και δεν ενδιαφερόταν για το ποίμνιό τους. Έλεγε συχνά με πολλή ταπείνωση ότι για τα διαζύγια των ζευγαριών φταίνε οι Ιερείς γιατί δεν διαβάζουν όλες τις ευχές όταν τελούν το μυστήριο του γάμου. Τον απογοήτευε η αίρεση και το σχίσμα από την Αλήθεια της Ορθοδοξίας. Δεν δεχόταν ότι είναι δυνατόν να μας έχει δωρίσει ο Θεός την αιωνιότητα, την Βασιλεία Του, και εμείς οι άνθρωποι με υπέρμετρο φανατισμό να διαιρούμαστε για 13 ημέρες, ή επειδή οι δαίμονες πλανούν κάποιους κακοπροαίρετους!
Όποιος είχε την ευλογία να τον συνοδέψει έστω και για λίγο σε κάποια περιπλάνησή του και κατάφερνε να μείνει σιωπηλός, «κρυφάκουγε» την γεμάτη αγάπη προσευχή του που έβγαινε μέσα απ' την καρδιά του. Η αγαπημένη του φράση που τον «πρόδινε» ήταν το «Χαίρε Νύμφη Ανύμφευτε», δείγμα του πόσο υπεραγαπούσε την Παναγία μας. Το να τον συντροφεύει κανείς ήταν μια ευχάριστη πνευματική εμπειρία. Δεν δίσταζε ακόμα και να τραγουδήσει παλιά παραδοσιακά όμορφα και σπάνια τραγούδια. Για να ευχαριστήσει τους επισκέπτες του, έβγαζε ένα μάτσο από διάφορα χριστιανικά έντυπα, χάρτινες εικόνες, ή ακόμα και φωτογραφίες του, όταν ήταν νεότερος και τις έδινε για ευλογία. Ως άλλος Άγιος Πατροκοσμάς, επισκεπτόταν την πόλη και όλα τα χωριά του νησιού, αλλά και πολλά μέρη της Ελλάδας που τον ήξεραν και τον υπεραγαπούσαν. Κήρυττε βρωντοφωνάζοντας και καυτηριάζοντας όσα έβλεπε ότι εμπόδιζαν τους ανθρώπους στο να επιτύχουν τη σωτηρία τους. Παντού είχε γνωστούς ανθρώπους που τον αγαπούσαν και τον φιλοξενούσαν. Στα λεωφορεία ή στα πλοία που χρησιμοποιούσε όταν μετακινιόταν, κανείς δεν του έπαιρνε χρήματα. Και μόνο η απλοϊκή, ασκητική του παρουσία έπειθε τον κόσμο ότι ήταν Άνθρωπος του Θεού. Πολλές φορές η ιδιορρυθμία του χαρακτήρα του σε διάφορα θέματα, εξηγιόταν ως δείγμα σαλότητας. Αρκετοί τον θεωρούσαν ότι ήταν Σαλός διά τον Χριστό! Η σκληρότητά του, «μπερδεμένη» με μια υπέρμετρη καλοσύνη οδηγούσε σ' αυτό το συμπέρασμα.
Ως τα βαθιά γεράματά του, παρά την ασθένεια που τον ταλαιπωρούσε, δεν ξεχνούσε την νηστεία. Νήστευε αυστηρά ακόμα και το λάδι, θέλοντας να ζει ασκητικά, καθηλωμένος και ανήμπορος στο μικρό κρεβατάκι του. Υποβασταζόμενος πλησίαζε πάντα τελευταίος το Άγιο Ποτήριο και κοινωνούσε τον Χριστό. Τα καλοκαίρια ερχόταν στη γενέτειρά του, στα Πάμφιλα όπου τον φρόντιζαν οι γυναίκες σε μια καμαρούλα, όπως και τον χειμώνα στην Αθήνα όπου τον διακονούσε με υπέρμετρη αγάπη η κυρία Σοφία. Ο νούς του ήταν πώς θα μεταβεί στον αγαπημένο του τόπο, στον Άγιο Λουκά, να δεί σε τι κατάσταση βρισκόταν η Εκκλησία, πόσο προχώρησε η Αγιογράφηση. Εκεί, ξεδίπλωνε μια μεγάλη κόλα αναφοράς γεμάτη με ονόματα νηπίων και παίδων Μαρτύρων που Αγίασαν, δίνοντας εντολές να αγιογραφηθούν πάραυτα!
Υπεραγαπώντας την Ορθοδοξία και την πατρίδα του την Ελλάδα, ο παπά Φώτης εκοιμήθη εν Κυρίω στις 5 Μαρτίου 2010, ημέρα Παρασκευή Γ΄ Εβδομάδας των νηστειών.
Καταπολεμούσε την πνευματική αδιαφορία. Τα λόγια του πολλές φορές ήταν σκληρά σα «μαχαιριές», όμως κανείς δεν διαμαρτυρόταν. Όλοι σεβόντουσαν απόλυτα τις συμβουλές του. Ιδίως επιτιμούσε την γύμνια και τους Ιερείς που εκτελούσαν αμελώς τα ιερατικά τους καθήκοντα και δεν ενδιαφερόταν για το ποίμνιό τους. Έλεγε συχνά με πολλή ταπείνωση ότι για τα διαζύγια των ζευγαριών φταίνε οι Ιερείς γιατί δεν διαβάζουν όλες τις ευχές όταν τελούν το μυστήριο του γάμου. Τον απογοήτευε η αίρεση και το σχίσμα από την Αλήθεια της Ορθοδοξίας. Δεν δεχόταν ότι είναι δυνατόν να μας έχει δωρίσει ο Θεός την αιωνιότητα, την Βασιλεία Του, και εμείς οι άνθρωποι με υπέρμετρο φανατισμό να διαιρούμαστε για 13 ημέρες, ή επειδή οι δαίμονες πλανούν κάποιους κακοπροαίρετους!
Όποιος είχε την ευλογία να τον συνοδέψει έστω και για λίγο σε κάποια περιπλάνησή του και κατάφερνε να μείνει σιωπηλός, «κρυφάκουγε» την γεμάτη αγάπη προσευχή του που έβγαινε μέσα απ' την καρδιά του. Η αγαπημένη του φράση που τον «πρόδινε» ήταν το «Χαίρε Νύμφη Ανύμφευτε», δείγμα του πόσο υπεραγαπούσε την Παναγία μας. Το να τον συντροφεύει κανείς ήταν μια ευχάριστη πνευματική εμπειρία. Δεν δίσταζε ακόμα και να τραγουδήσει παλιά παραδοσιακά όμορφα και σπάνια τραγούδια. Για να ευχαριστήσει τους επισκέπτες του, έβγαζε ένα μάτσο από διάφορα χριστιανικά έντυπα, χάρτινες εικόνες, ή ακόμα και φωτογραφίες του, όταν ήταν νεότερος και τις έδινε για ευλογία. Ως άλλος Άγιος Πατροκοσμάς, επισκεπτόταν την πόλη και όλα τα χωριά του νησιού, αλλά και πολλά μέρη της Ελλάδας που τον ήξεραν και τον υπεραγαπούσαν. Κήρυττε βρωντοφωνάζοντας και καυτηριάζοντας όσα έβλεπε ότι εμπόδιζαν τους ανθρώπους στο να επιτύχουν τη σωτηρία τους. Παντού είχε γνωστούς ανθρώπους που τον αγαπούσαν και τον φιλοξενούσαν. Στα λεωφορεία ή στα πλοία που χρησιμοποιούσε όταν μετακινιόταν, κανείς δεν του έπαιρνε χρήματα. Και μόνο η απλοϊκή, ασκητική του παρουσία έπειθε τον κόσμο ότι ήταν Άνθρωπος του Θεού. Πολλές φορές η ιδιορρυθμία του χαρακτήρα του σε διάφορα θέματα, εξηγιόταν ως δείγμα σαλότητας. Αρκετοί τον θεωρούσαν ότι ήταν Σαλός διά τον Χριστό! Η σκληρότητά του, «μπερδεμένη» με μια υπέρμετρη καλοσύνη οδηγούσε σ' αυτό το συμπέρασμα.
Ως τα βαθιά γεράματά του, παρά την ασθένεια που τον ταλαιπωρούσε, δεν ξεχνούσε την νηστεία. Νήστευε αυστηρά ακόμα και το λάδι, θέλοντας να ζει ασκητικά, καθηλωμένος και ανήμπορος στο μικρό κρεβατάκι του. Υποβασταζόμενος πλησίαζε πάντα τελευταίος το Άγιο Ποτήριο και κοινωνούσε τον Χριστό. Τα καλοκαίρια ερχόταν στη γενέτειρά του, στα Πάμφιλα όπου τον φρόντιζαν οι γυναίκες σε μια καμαρούλα, όπως και τον χειμώνα στην Αθήνα όπου τον διακονούσε με υπέρμετρη αγάπη η κυρία Σοφία. Ο νούς του ήταν πώς θα μεταβεί στον αγαπημένο του τόπο, στον Άγιο Λουκά, να δεί σε τι κατάσταση βρισκόταν η Εκκλησία, πόσο προχώρησε η Αγιογράφηση. Εκεί, ξεδίπλωνε μια μεγάλη κόλα αναφοράς γεμάτη με ονόματα νηπίων και παίδων Μαρτύρων που Αγίασαν, δίνοντας εντολές να αγιογραφηθούν πάραυτα!
Υπεραγαπώντας την Ορθοδοξία και την πατρίδα του την Ελλάδα, ο παπά Φώτης εκοιμήθη εν Κυρίω στις 5 Μαρτίου 2010, ημέρα Παρασκευή Γ΄ Εβδομάδας των νηστειών.
Μια Μεγάλη Παρασκευή ο Παπα - Φώτης περνούσε απ' την Παναγιούδα (χωριό ευρισκόμενο 3χλμ. βορείως της Μυτιλήνης) και είδε κάποιον με την οικογένειά του να τρώνε μπριζολάκια σε μια ταβέρνα. Τον πλησίασε και του έκανε παρατήρηση για το «αιδέσιμον» της ημέρας. Και εκείνος τον αποπήρε με σκαιό τρόπο. Βεβαίως κουβέντα στην κουβέντα, ο Παπα - Φώτης στο τέλος πέταξε τα φαγιά μαζί με το τραπεζομάντηλο, οπότε ο ενοχλημένος οικογενειάρχης σηκώθηκε και τον πλάκωσε στο ξύλο. Ο Παπα - Φώτης υπέμεινε το ξύλο αγόγγυστα, και του είπε φεύγοντας: «Εγώ το ξύλο το 'φαγα, αλλά και συ δεν πιστεύω να ξαναφάς μπριζόλες Μεγάλη Παρασκευή»!!
Μετά από μια αγρυπνία σε ναό της Θεσσαλονίκης, κάποιος παπάς του πήρε κατά λάθος το τρύπιο ράσο αφήνοντας στη θέση του το δικό του, καινούριο και ολομέταξο. Όταν το συνειδητοποίησε ο παπα Φώτης έβαλε τα κλάματα σαν μωρό παιδί γιατί το καινούριο ήταν πολύ ζεστό κι αυτός ήθελε το δικό του το δροσερό.
Όταν μετά από κόπους σαράντα χρόνων τελείωσε τον ναό του αγίου Λουκά, έγινε η πρώτη λειτουργία. Πολύς κόσμος ήταν εκεί. Λίγο προτού βγει για τη μικρή είσοδο αντιλήφθηκε πως είχε ξεχάσει ν’ αφήσει άνοιγμα αριστερά της Ωραίας Πύλης για να περάσει. Πήγε αμέσως, πήρε τον κασμά κι άρχισε να γκρεμίζει το ντουβάρι. Ο κόσμος βγήκε έξω βήχοντας από τη σκόνη, κινδυνεύοντας από τις πέτρες που εκτοξεύονταν. Εκείνος, ήσυχος, μόλις τέλειωσε τη δουλειά του, συνέχισε κανονικά τη Λειτουργία του…