Του πατρός Ιωάννη Ρωμανίδη †
Οι θεούμενοι που μετέχουν της δόξης του Θεού, δηλαδή οι Προφήτες, Απόστολοι, Πατέρες, Όσιοι, Άγιοι, είναι το θεμέλιο και η βάση της εκκλησιαστικής ζωής.
Η Εκκλησία δεν είναι μια ανθρωποκεντρική οργάνωση, αλλά το τεθεωμένο Σώμα του Χριστού και κοινωνία Θεώσεως. Κεφαλή της είναι ο Χριστός και μέλη της είναι οι κατά διαφόρους βαθμούς μετέχοντες της Θεώσεως, που λέγονται θεούμενοι.
Όσοι έχουν εμπειρία του Θεού, είναι τα πραγματικά μέλη της Εκκλησίας, αφού η Εκκλησία «δεν είναι μια αφηρημένη ιδέα», αλλά «οι εμπειρίαν έχοντες». Τα μέλη της Εκκλησίας δεν καθορίζονται από την ηθική τους συγκρότηση, αλλά από το κατά πόσον μετέχουν της Θεώσεως και είναι θεούμενοι.
«Οπότε, δεν έχουμε πλέον έναν άνθρωπο, ο οποίος είναι καλός η κακός. Έχουμε ανθρώπους οι οποίοι είναι φωτισμένοι ή δεν είναι φωτισμένοι, είναι θεούμενοι ή δεν είναι θεούμενοι».
Οι θεούμενοι είναι η αυθεντία στην Εκκλησία, γιατί αυτοί απέκτησαν την αληθινή, απλανή γνώση του Θεού.
Ο λαός που ακολουθεί τους θεουμένους έχει αληθινή πίστη. Άλλο είναι η γνώση του Θεού και άλλο είναι η πίστη περί του Θεού.
«Εάν κανείς φθάνει στον φωτισμό και την θέωση, τότε θα έχει την ίδια εμπειρία που έχουν όλοι οι θεούμενοι και, άρα, ακριβώς την ίδια γνώση που έχουν οι θεούμενοι και γι’ αυτό υπάρχει ταυτότητα γνώσεως του Θεού υφ’ όλων των θεουμένων όλης της Ιστορίας.
Εκείνοι που έχουν γνώσεις περί του Θεού, μέσω των θεουμένων, είναι εκείνοι που έχουν ορθή πίστη περί του Θεού. Αλλά η ορθή πίστη περί του Θεού δεν σημαίνει και γνώση του Θεού.
Άλλο να γνωρίσουμε τον Θεό “πρόσωπον προς πρόσωπον”, άλλο είναι να πιστεύουμε σωστά περί του Θεού, διότι έχουμε οδηγούς τους θεουμένους.
Είναι όπως είναι ο μαθητής αστρονόμος με τον επιστήμονα αστρονόμο που βλέπει με το τηλεσκόπιο. Το ίδιο ακριβώς, ίδια σχέση υπάρχει».
Οι θεούμενοι είναι οι απλανείς διδάσκαλοι στην Εκκλησία, και στην διδασκαλία τους στηριζόμαστε για να γνωρίσουμε και εμείς εκ πείρας τον Θεό. Η διδασκαλία των θεουμένων είναι τα κτιστά ρήματα και νοήματα της εμπειρίας τής ακτίστου Χάριτος που έχουν βιώσει.
«Ο ίδιος ο θεούμενος έχει μια γνώση που υπερβαίνει την γνώση, αλλά χρησιμοποιεί και τα ρητά και τα νοήματα για να μιλάει στους άλλους. Γι’ αυτό δεν καταργείται η Αγία Γραφή, χρησιμοποιείται η Αγία Γραφή από τους ίδιους τους θεουμένους, διότι είναι τα ρητά και τα νοήματα με τα οποία οδηγούνται και οι άλλοι στην ίδια εμπειρία κ.ο.κ».
Επειδή οι θεούμενοι είναι αυθεντικοί διδάσκαλοι, γι’ αυτό και, όταν συνέρχονται σε Τοπικές ή Οικουμενικές Συνόδους, διατυπώνουν απλανώς, θεοπνεύστως την διδασκαλία της Εκκλησίας.
«Γι’ αυτό βρίσκουμε θεουμένους Αγίους όχι μόνο στην Ανατολή, αλλά και στην Δύση, αιώνες ολόκληρους. Αυτοί οι άνθρωποι όταν συνήρχοντο σε Σύνοδο, αμέσως γνωρίζανε τι είναι η διδασκαλία της Εκκλησίας».
Επειδή βασικό κριτήριο στην Εκκλησία που καθορίζει την αληθινότητα των μελών της είναι οι θεούμενοι, γι’ αυτό στην αρχαία Εκκλησία παρατηρείται το γεγονός ότι από αυτούς τους θεουμένους και Προφήτες εκλέγονταν οι Επίσκοποι και Πρεσβύτεροι.
Αυτό το βλέπουμε στις «Πράξεις των Αποστόλων», κατά την εκλογή του Αποστόλου Ματθία, που κατέλαβε τον τόπο του Ιούδα. Έπρεπε να είναι μάρτυς της Αναστάσεως του Χριστού.
Άλλωστε, οι Κληρικοί έπρεπε να ήταν θεούμενοι, γιατί μόνον τότε ήταν οι αληθινοί ιατροί, γνώριζαν να θεραπεύσουν τους ανθρώπους και από το σκότος του νου να τους οδηγήσουν στον φωτισμό του νου και την θέωση.
Σκοπός της Εκκλησίας και αποστολή της είναι να κάνει τους ανθρώπους Θεούμενους.
Η Εκκλησία, όπως συχνά ως εδώ έγινε λόγος, ομοιάζει με ένα νοσοκομείο και οι Κληρικοί με τους ιατρούς. Με αυτήν την προοπτική πρέπει να δούμε την αρετή της υπακοής.
Δεν υπακούουμε σε κάθε διδασκαλία που εμφανίζεται, αλλά στους θεουμένους, που έχουν εμπειρία Θεού, διότι κατ’ αυτόν τον τρόπο η υπακοή θα οδηγήσει στην θέωση, στην μέθεξη τής ακτίστου δόξης του Θεού.
«Στην Ορθόδοξη Εκκλησία ποτέ δεν ερμηνεύθηκε η υπακοή ως μία τυφλή υπακοή σε μια αυθεντία από μια χειροτονία, επειδή ένας είναι δεσπότης, επειδή ένας είναι ηγούμενος κ.ο.κ. Όχι!
Η αυθεντία είναι η πνευματική αυθεντία.
Όταν κανείς είναι θεούμενος ή φωτισμένος και εξασκημένος στην καθοδήγηση άλλων ανθρώπων στην θεραπεία, σε αυτόν, μέχρις ότου φθάσουμε εμείς σε ορισμένο σημείο, θα έχουμε μια υπακοή για να μάθουμε την μέθοδο. Σε αυτόν θα έχουμε υπακοή. Όχι σε οποιονδήποτε».
Η υπακοή στους «πείρα μεμυημένους» είναι αναγκαία για την πορεία προς την θέωση. Αυτό δεν σημαίνει ότι υπονομεύεται και παραθεωρείται ο κανονικός θεσμός της Εκκλησίας.
Ακόμη δε και η προσευχή στους Αγίους έχει σημασία, γιατί αυτοί παραμένουν θεούμενοι, είναι φίλοι του Θεού και έχουν παρρησία σε Αυτόν, με αποτέλεσμα να έχουν οι μεσιτείες τους ενέργεια.
«Ο θεούμενος, όταν εκδημεί προς Κύριον, παραμένει θεούμενος, δεν παύει να είναι θεούμενος και μετέχει στην δόξα του Θεού, στην θεοπτία. Και γι’ αυτόν τον λόγο εμείς κάνουμε προσευχές και επικαλούμεθα αυτούς τους ανθρώπους να μεσιτεύουν υπέρ ημών».
Επομένως, οι θεούμενοι είναι η βάση και το θεμέλιο της εκκλησιαστικής ζωής, αυτοί έχουν την ζωή των Πρωτοπλάστων προ της πτώσεως, αλλά μετέχουν και του τεθεωμένου Σώματος του Χριστού. Οι Πατέρες ερμηνεύουν τα θεολογικά θέματα από εμπειρία και όχι από στοχασμούς.
Έχει δημιουργηθεί η εντύπωση ότι η ιστορία της Εκκλησίας είναι τα διάφορα γεγονότα που έχουν σχέση με την εξωτερική δράση των μελών της, με τους διωγμούς, τις Τοπικές και Οικουμενικές Συνόδους, με τα σχίσματα και τις διαιρέσεις, με τις αιρέσεις και τους πολέμους κλπ. Είναι και αυτό ένα τμήμα της ιστορίας που διδάσκεται στις θεολογικές σχολές και τα σχολεία ως ειδικό μάθημα.
Όμως, η πραγματική εκκλησιαστική ιστορία είναι η ζωή των Αγίων, η ενέργεια του Αγίου Πνεύματος στην καρδιά των πιστών, η πορεία από την Κυριακή της Τυρινής έως το Πάσχα και από εκεί έως την Πεντηκοστή και την εορτή των Αγίων Πάντων.
Αυτά τα γεγονότα δεν είναι εξωτερικά, ιστορικά μόνον, δεν είναι εφάπαξ γεγονότα, αλλά επαναλαμβάνονται στην ζωή κάθε πιστού, ο οποίος με την μετάνοια και την κάθαρση της καρδιάς φθάνει στην Πεντηκοστή, δηλαδή μετέχει της θεοπτικής ενεργείας του Θεού και εορτάζει κατά την εορτή των Αγίων Πάντων.
«Κι αυτό φαίνεται από το εορτολόγιο της Εκκλησίας, που έχουμε την ημέρα του Πάσχα. Προηγήθηκαν οι Βαπτίσεις το Μεγάλο Σάββατο. Μετά φθάνουμε μέχρι την Πεντηκοστή, με το ευαγγέλιο του Ιωάννου, που είναι το “πνευματικό ευαγγέλιο” της Εκκλησίας, γι’ αυτούς που έχουν βαπτισθεί. Μετά φθάνουμε στην ημέρα της Πεντηκοστής και μετά είναι η Κυριακή των Αγίων Πάντων. Αυτός είναι ο σκοπός της Πεντηκοστής».
«Λοιπόν, αυτά είναι τα ζωντανά κηρύγματα της Ορθοδοξίας, γι’ αυτό η Ορθοδοξία πάντοτε βασίζεται στους βίους των Αγίων. Οπότε, το αγιολόγιο ήταν η σπονδυλική στήλη της Ορθοδόξου θεολογίας».
Η Εκκλησία δεν είναι μια ιδεολογία ούτε μια κοινωνική ή θρησκευτική οργάνωση, αλλά το Σώμα του Χριστού.
Ο πιστός που μετέχει στην εκκλησιαστική ζωή, στην πραγματικότητα μετέχει της ζωής του Χριστού.
Αυτό
επιτυγχάνεται με τα Μυστήρια, δια των οποίων ο άνθρωπος δέχεται την
άκτιστη Χάρη του Θεού και ενώνεται με τον Χριστό, τρέφεται από Αυτόν και
δοξάζεται.
Έτσι
καταλαβαίνουμε ότι η Εκκλησία «σημαίνεται εν τοις μυστηρίοις» και η Χάρη
δια των Μυστηρίων ενεργεί ποικιλοτρόπως στον άνθρωπο.
Οι Απόστολοι και οι Πατέρες προσδιορίζουν κάποια πλαίσια μέσα στα οποία μπορεί να ερμηνευθεί η εκκλησιαστική ζωή.