«Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ»
Όταν ήμουν άκόμη στόν κόσμο, μά είχα πιά άρχίσει νά κόβω κάθε φιλία μαζί του, έπαυσα νά πηγαίνω έπισκέψεις στά διάφορα σπίτια, έκτός άπό δύο τρείς ευσεβείς οικογένειες, πού τίς έπισκεπτόμουν πότε πότε. Μιά ἀπό αὐτές άποτελεῖτο άπό μία γερόντισσα μητέρα, μιά κόρη χήρα καί μιά εγγονή. Μιά ἡμέρα, ἐνῶ καθισμένοι στό τραπέζι έπίναμε τσάϊ καί συζητούσαμε, ή χήρα μοῦ διηγήθηκε τό έξής:
Μερικά χρόνια πρίν, όταν έχασα τόν άνδρα μου, ήμουν φοβερά λυπημένη. Ή ζωή είχε χάσει γιά μένα κάθε ένδιαφέρον καί ή σκέψη γιά αύτοκτονία έρχόταν στόν νου μου όλο καί πιό συχνά. Ποτέ δέν θά ξεχάσω τήν παραμονή τοῦ Πάσχα έκείνης τής τραγικής γιά μένα χρονιάς. Μέ τήν φροντίδα τής μητέρας όλα ήταν έτοιμα γιά τόν μεγάλο εορτασμό καί τό σπίτι μας είχε πάρει τήν πανηγυρική του όψη. Μόνο πού στήν ψυχή μου δέν είχα Πάσχα! Αντίθετα μάλιστα. Έκυριαρχοῦσε έκεῖ τό ζοφερό σκοτάδι τής άπογοήτευσης. Ή μητέρα μου όμως, πού ήξερε τήν βαρειά μου ψυχική κατάστασι, δέν μέ άφηνε σχεδόν ούτε βήμα νά κάνω άπό κοντά της, χωρίς νά μέ παρακολουθή. Καί τότε έγώ, σέ χρόνο κατάλληλο νά φέρω σέ πέρας τόν λογισμό μου, νά θέσω τέρμα μέ τήν αύτοκτονία στήν ζωή μου, διάλεξα τήν νύκτα τοῦ Πάσχα. Ή μητέρα μου πήγαινε στήν Εκκλησία πάντοτε πολύ ενωρίς. "Ετσι δέν θά ήταν στό σπίτι, σκεφτόμουν, κανένας έκτός άπό τήν μικρή κορούλα μου νά μέ έμποδίση! Είπα λοιπόν στήν μητέρα μου, πώς έγώ θά άργοῦσα λίγο, γιατί μέ πονούσε τάχα τό κεφάλι. «Καλά τότε, ξάπλωσε λίγο μέ συμβούλευσε ή μητέρα καί άφοῦ σοῦ περάση τό κεφάλι θά πάμε μαζί στήν Εκκλησία».
Γιά νά άποφύγω τήν κουβέντα της ξάπλωσα. Καί χωρίς νά τό καταλάβω αποκοιμήθηκα. Καί ξαφνικά βλέπω ένα παράξενο όνειρο. Εύρίσκομαι σέ κάποιο σκοτεινό καί τρομακτικό ύπόγειο. Μακρυά βλέπω τεράστιες φλόγες. Καί άπό τό κάτω μέρος, τοῦ ύπόγειου αύτοῦ χώρου κατακαημένη, φρικιαστική, μέ ένα σκοινί στόν λαιμό, τρέχει πρός τό μέρος μου μιά παλιά μου συμμαθήτρια. «Ὄλγα, Όλγα τί κάνεις;» φωνάζω. «Δύστυχη, καί σύ θέλεις νά ρθής έδώ;» μοῦ σκούζει έκείνη. Καί άμέσως άντηχεῖ ό γλυκύς ήχος τής μεγάλης μας καμπάνας.
Ἄνοιξα τά μάτια μου γεμάτα φρίκη καί τρόμο. Είδα πώς βρισκόμουν στό δωμάτιο μου. Καί έγαλήνεψα. Τήν ίδια στιγμή μπήκε καί ή μητέρα.
Ξύπνησες, κόρη μου, Πώς πάει τό κεφάλι σου;
Πέρασε, μητέρα θά πάμε μαζί στήν Εκκλησία.
Έχάρηκε καί είπε:
Δόξα σοι, Κύριε. Καί είχα στενοχωρηθή, πώς θά έμενες χωρίς όρθρο τέτοια ήμέρα!
Μετά τήν άκολουθία ὅταν μέ τήν μητέρα άνταλλάξαμε μεταξύ μας τόν άναστάσιμο άσπασμό λέγοντας τό «Χριστός Ανέστη» άρχίσαμε νά μιλάμε πνευματικά. Καί τότε έγώ τής τά διηγήθηκα όλα. Γιά τήν φίλη μου δέν ήξερα τίποτε· ούτε ποῦ, ούτε τί τής συνέβη. Σιγά σιγά μάθαμε τήν διεύθυνσι τοῦ παπποῦ της, πού ζοῦσε στό Σιμπίρσκ. Τοῦ γράψαμε. Τόν ρωτούσαμε, τί κάνει ή Όλγα. Μας άπάντησε μέ τήν θλιβερή πληροφορία, ότι πρίν άπό ένα χρόνο ή έγγονή του είχε αύτοκτονήσει. Τότε καταλάβαμε τήν σημασία τοῦ ονείρου.
Τήν δούλη του αύτή ό Κύριος τήν συνέτισε μέ τό όνειρο αύτό. Έγώ δέν δίνω σημασία στά όνειρα. Όμως μερικές φορές συμβαίνουν καί όνειρα μέ ιδιαίτερη σημασία.
Ἀπό π. Δαμασκηνό Γρηγοριάτη
Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου