Γράφει ὁ Ἀρχιμανδρίτης Παῦλος Ντανᾶς,
Ἱεροκήρυξ Ἱερᾶς Μητροπόλεως Αἰτωλίας καί Ἀκαρνανίας
Λυπηθήκαμε καί σκανδαλισθήκαμε μέ τίς δηλώσεις τοῦ Μητροπολίτη Νέας Ἰωνίας καί Φιλαδελφείας κ. Γαβριήλ: «…Ἐκ τῶν πραγμάτων ὁ Θεός ἔχει δώσει σέ μερικούς ἀνθρώπους νά αἰσθάνονται τήν ἕλξη πρός τό ἴδιο φῦλο, δέν μπορῶ νά ξέρω γιατί, δέν θά κατηγορήσω ἐγώ τόν Θεό…».
Βλασφημεῖ ὁ Σεβασμιώτατος τό Θεό, ὅταν τόν θεωρεῖ ὑπεύθυνο γιά τό πάθος τῆς ὁμοφυλοφιλίας, μέ τόν ἰσχυρισμό ὅτι κάποιοι γεννιοῦνται ἔχοντας τήν ἐκ φύσεως τάση ἤ ροπή νά ἐπιθυμοῦν τήν συνεύρεση μέ ἀνθρώπους τοῦ ἰδίου φύλου καί νά πράττουν τό βδελυκτό ἁμάρτημα τοῦ σοδομισμοῦ. Κατ’ αὐτόν, δέν εἶναι ἠθικά ὑπεύθυνοι ὅσοι κυλίονται στό εἰδεχθές αὐτό ἁμάρτημα, ἄρα μποροῦν νά ἁμαρτάνουν ἐλεύθερα χωρίς ἐνοχές. Καί ὅπως ἔγραψε ὁ Πλάτων στήν Πολιτεία του: «Αἰτία Ἑλομένου, Θεός Ἀναίτιος» (Πλάτων – Πολιτεία 617e). Ἡ εὐθύνη γιά τίς ἐπιλογές μας εἶναι δική μας. Ὁ Θεός δέν εὐθύνεται. Ὁ Χριστός ἀγαπάει τούς ἁμαρτωλούς καί ἦρθε στόν κόσμο, γιά νά μᾶς σώσει, ἀλλά βδελύσσεται τήν ἁμαρτία.
Ὑπενθυμίζουμε ὅμως τή βαρύτητα τοῦ ζητήματος, ὅπως τήν παρουσιάζει ἡ Ἁγία Γραφή: «Καί μετά ἄρσενος οὐ κοιμηθήσῃ κοίτην γυναικείαν, βδέλυγμα γάρ ἐστι» (Λευϊτικό 18,22). Δέν πρέπει νά πλαγιάσεις μέ ἄντρα, ὅπως πλαγιάζεις μέ γυναίκα, εἶναι βδελυρό. Καί «…δικαίῳ νόμος οὐ κεῖται, ἀνόμοις δέ καί ἀνυποτάκτοις, ἀσεβέσι καί ἁμαρτωλοῖς, ἀνοσίοις καί βεβήλοις, πατρολῲαις καί μητρολῲαις, ἀνδροφόνοις, πόρνοις, ἀρσενοκοίταις, ἀνδραποδισταῖς, ψεύσταις, ἐπιόρκοις καί εἴ τι ἕτερον τῇ ὑγιαινούσῃ διδασκαλίᾳ ἀντίκειται (Α΄ Τιμ. 1, 9-10).
Ἡ διδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, περί τοῦ ζητήματος τούτου, διά στόματος τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ἀποφαίνεται πώς: «ἡ γνησία ἡδονή ἡ κατά φύσιν ἐστίν. ἀλλ’ ὅταν ὁ Θεός ἐγκαταλείπει, πάντα ἄνω κάτω γίνεται, διά τοῦτο οὐ τό δόγμα αὐτοῖς σατανικόν μόνον ἦν, ἀλλά καί ὁ βίος διαβολικός» (ΕΠΕ 16Β, 408). Οὔτε ἡδονή ἀληθινή αἰσθάνονται στίς παρά φύση σαρκικές σχέσεις, διότι ἡ γνήσια ἡδονή εἶναι φυσική, ἀλλ’ ὅταν ὁ Θεός ἐγκαταλείπει, τότε τά πάντα γίνονται ἄνω – κάτω. Γι’ αὐτό, δέν ἦταν μόνο τό δόγμα αὐτῶν σατανικό, ἀλλά καί ἡ ζωή τους διαβολική.
Δυστυχῶς, ἀπό τότε πού πολεμήθηκαν τά τρία πνευματικά μεγέθη – Πατρίδα, Θρησκεία, Οἰκογένεια μέ στόχο τήν ἀποδόμηση τῆς συνοχῆς τους – προβάλλεται ἡ ὁμοφυλοφιλία, ὅσο τίποτε ἄλλο στήν ἐποχή μας, ὡς μία φυσιολογική κατάσταση. Οἱ πολιτικοί μας, τά Μέσα Μαζικῆς Ἐξαπατήσεως, ἡ Νομοθεσία γιά τό σύμφωνο συμβίωσης καί τεκνοθεσίας, τό δικαίωμα στούς 15χρονους ἐφήβους νά ἐπιλέξουν τό φῦλο τους ἀπό τόσο ἄγουρη ἡλικία, τό μάθημα τῆς σεξουαλικῆς ἀγωγῆς στά σχολεῖα, οἱ πάσης φύσεως παρελάσεις, οἱ χρηματοδοτήσεις γιά τέτοιου εἴδους ἐκδηλώσεις καί τά σκοτεινά κέντρα τῆς Νέας Ἐποχῆς, ἔχουν διαστρέψει ὀντολογικά τόν ἄνθρωπο καί τόν ἔχουν ὁδηγήσει σέ μιά ζωώδη συμπεριφορά.
Εἶναι ἀδιαμφισβήτητο γεγονός, ὅτι ἡ ἐποχή μας χαρακτηρίζεται γιά τήν ἀποστασία ἀπό τίς εὐαγγελικές ἐντολές. Ἡ ἁγνότητα καταπατεῖται, χλευάζεται καί περιφρονεῖται. Πονάει ὅμως, ἡ ψυχή μας, ὅταν ἀντικρύζουμε νέους ζαλισμένους καί διχασμένους λόγω τής ἁμαρτίας.
Ἐμεῖς ὡς Πνευματικοί συμπάσχουμε καί καταθλίβεται ἡ ψυχή μας ὅταν ἔχουμε τέτοιες «ἰδιαίτερες» περιπτώσεις νά ἀντιμετωπίσουμε, γιατί βλέπουμε ὅτι οἱ ἄνθρωποι πού ἔχουν πέσει σέ τόσο βαριά σαρκικά ἁμαρτήματα ἔχουν δαιμονική ἐπήρεια, ψυχολογικά προβλήματα, ἀντικοινωνικότητα, τύψεις καί ἐνοχές καί ἡ ζωή τους εἶναι μιά κόλαση. Προσπαθοῦμε μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ καί τήν πατρική ἀγάπη νά βοηθήσουμε, ὅσο εἶναι δυνατόν, αὐτά τά πλάσματα τοῦ Θεοῦ, ἔτσι ὥστε νά ἐλευθερωθοῦν ἀπό τούς βρόγχους τῆς ἁμαρτίας. Δέν κατηγοροῦμε, συνεπῶς, τούς ἀνθρώπους αὐτούς, ἀλλά τήν ἁμαρτία, διότι ἡ συγκεκριμένη ἀποτελεῖ ἕνα ἀπό τά φρικτότερα ἁμαρτήματα.
Ὅταν ὅμως οἱ γονεῖς καί τά παιδιά τους συνδεθοῦν μέ τό Χριστό, τήν Ἐκκλησία καί τά χαριτόβρυτα Μυστήρια, νηστεύουν, προσεύχονται, ἐκκλησιάζονται, ἀποφεύγουν τίς ἀφορμές τῆς ἁμαρτίας, καταθέτουν τούς λογισμούς καί τά πάθη τους στόν Πνευματικό, τά ὁποῖα ριζώνουν μέσα τους ἀπό τήν παιδική ἡλικία, τότε ἔχουν πνευματική πρόοδο καί διατηροῦνται ἁγνοί μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Ἅγιος Πορφύριος ἔλεγε ὅτι: «γνώριζε νέους πού εἶχαν τήν τάση τοῦ ἀντίθετου φύλου, δηλαδή, ἐνῶ ἦταν ἀγόρια, αἰσθανόντουσαν ὡς κορίτσια καί τό ἀντίθετο, αὐτά ὄχι μόνο δέν ἐκτράπηκαν πρός τό κακό τῆς ἀντίθετης φύσεως, ἀλλά καί τή δική τους φύση τήν κράτησαν δεμένη μέ τίς σκέψεις τῆς σωφροσύνης καί ἁγιωσύνης καί διήνυσαν τή ζωή τους σάν ἐπίγειοι ἄγγελοι καί ἅρπαξαν τό μεγάλο στεφάνι τῆς παρθενίας ἀπό τή χάρη τοῦ στεφανοθέτη Χριστοῦ. Καί φυσικά, κατά τό μέτρο τοῦ πειρασμοῦ εἶναι ἀνάλογη καί ἡ λαμπρότητα τοῦ στεφάνου πού χαρίζει ὁ Κύριος» (Ἀνθολόγιο Συμβουλῶν, σελ. 324).