Ὁ Ἀπόστολος Λουκᾶς παρατηρεῖ: «ἐπιστηρίζοντες τὰς ψυχὰς τῶν µαθητῶν, παρακαλοῦντες ἐµµένειν τῇ πίστει, καὶ ὅτι διὰ πολλῶν θλίψεων δεῖ ἡµᾶς εἰσελθεῖν εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ» (Πράξ. ιδ΄ 22). (: στηρίζοντες ἀκόµη περισσότερον τὰς ψυχὰς τῶν µαθητῶν, προτρέποντες αὐτοὺς νὰ µένουν ἀµετακίνητοι εἰς τὴν πίστιν καὶ λέγοντες ὅτι, ἐφ’ ὅσον ὁ Θεὸς τὸ ὥρισεν, ἀλλὰ καὶ ἡ ἠθικὴ κατάστασις τόσον τοῦ κόσµου, ὅσον καὶ ἡµῶν τῶν ἰδίων τὸ καθιστᾷ ἀναπόφευκτον, πρέπει νὰ ὑποστῶµεν ἡµεῖς πολλὰς θλίψεις, διὰ νὰ εἰσέλθωµεν εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ).
- Πότε μᾶς βοηθοῦν οἱ θλίψεις; Λέγει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος:
«Σ’ ἐκείνους πού ἀγαποῦν τό Θεό ὅλα συνεργοῦν στό καλό τους». Αὐτή τή φράση, παρακαλῶ, ἔχοντας κι ἐμεῖς χαραγμένη στό νοῦ μας, ποτέ ἄς μή στενοχωριόμαστε, ὅταν περιπέσουμε στή ζωή αὐτή σέ κάποιες θλίψεις ἤ σέ περιστάσεις ἤ σέ σωματικές ἀρρώστιες ἤ σέ κάποια ἄλλα λυπηρά πράγματα, ἀλλὰ φιλοσοφώντας πολὺ τὰ πράγματα, ἄς ἀντιστεκώμεθα σὲ κάθε πειρασμό, γνωρίζοντας ὅτι, ἄν εἴμαστε νηφάλιοι, ἀπὸ παντοῦ μποροῦμε νὰ κερδίζουμε καὶ μάλιστα περισσότερο ἀπ’ τοὺς πειρασμοὺς παρὰ ἀπὸ τὶς ἀνέσεις».
- Ὁ Ἅγ. Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ ἐπισημαίνει ὅτι «ἡ ἀπελπισία εἶναι ἡ μεγαλύτερη χαρὰ τοῦ διαβόλου. Εἶναι ἁμαρτία θανάσιμη». Ἀπόγνωση σημαίνει παγίδα τοῦ διαβόλου. Ἀναφέρουμε ἕνα συγκλονιστικὸ παράδειγμα τῶν θλίψεων ποὺ πέρασε στὴν ζωή του ὁ νέος Ἅγιός μας Ἐφραὶμ Κατουνακιώτης.
«Ἄχ, τί νὰ σᾶς πῶ τώρα. Νὰ σᾶς πῶ καὶ αὐτό, καίτοι αὐτὸ εἶναι ἕνα ἀπόρρητο τῆς ζωῆς μου, ἀλλὰ γιὰ τὴν ἀγάπη σας, θὰ σᾶς τὸ πῶ.
Τὸ ἔκζεμα τὸ ὁποῖο ἔχω, αὐτὴν τὴν πληγὴ ποὺ ἔχω στὸ ποδάρι, τό ’χω ἀπὸ δεκαπέντε χρονῶν. Δοκίμασα διάφορα φάρμακα, τίποτε. Τώρα ποὺ πέρασε ἡ ἡλικία, τότες περισσότερο ἐπιδεινώθη τὸ πρᾶγμα. Καθήμενος στὸ κρεβάτι, τὸ ὀνομάζω τὸ “κρεβάτι τοῦ πόνου” ἐγώ. Διότι νὰ καθίσω, ὅπως καθόσαστε ἐσεῖς, δὲν μπορῶ. Θὰ καθίσω λίγο, δὲν μπορῶ, κατεβαίνουν τὰ αἵματα καὶ πονάει περισσότερο ἡ πληγή, ἐνῶ ἔτσι, τρόπον τινά, ἂν βάλης κι ἕνα μαξιλάρι καὶ σηκώσης λιγάκι τὸ ποδάρι πιὸ ψηλά, κατεβαίνουν κάτω τὰ αἵματα καὶ ἐλαφρώνεται ὁ πόνος. Ἔ, τὴ νύχτα προσπαθῶ ἔτσι νὰ ἐλαφρώσω τὸν πόνο.
Ἀλλὰ καθήμενος ἐδῶ μοῦ δημιουργήθηκε καὶ κύστη κόκκυγος. Ὅταν τὸ σκέπτεσθε αὐτό, εἶναι τὸ πλέον φρικωδέστερο, νὰ ποῦμε. Διότι εἶναι… πολὺ πόνο! Πῶς νὰ καθίσης, βρὲ παιδί μου; Πῶς νὰ καθίσης; Στὸ κρεβάτι κάθεσαι, Θὰ καθίσης λίγο ἔτσι, θὰ καθίσης λιγάκι δεξιά, λιγάκι ἀριστερά. Ὑπομονή· γυρίζεις δεξιά. Δεξιὰ ὁ γλουτὸς ἐκεῖ σὲ πονάει, μετὰ ἀπὸ μισὴ ὥρα σὲ πονάει, σὲ τσούζει, σὲ προειδοποιεῖ ὅτι θ᾿ ἀνοίξη πληγή. Γυρίζεις ἀριστερά. Πάλι μισὴ ὥρα ποὺ κάθεσαι ἀριστερά, πάλι σὲ τσούζει, σὲ πονάει, σὲ εἰδοποιεῖ ὅτι θ᾿ ἀνοίξη πληγή. Μὰ ἐδῶ θ᾿ ἀνοίξη πληγή, δεξιὰ θ᾿ ἀνοίξη πληγή, ἀριστερὰ θ᾿ ἀνοίξη πληγή, ἔτσι ἀνάσκελα ποὺ κάθεσαι πάλι πληγή προμηνύει· ἔ, τότες ἐγὼ πῶς νὰ καθίσω; Δοκίμασα νὰ καθίσω μπρούμυτα, μὰ μπρούμυτα μπορεῖς νὰ καθίσης;
Ὑπομονή, ὑπομονή, ὑπομονή, ὑπομονή, ἑωσότου μία φορὰ δὲν ἄντεξα κι ἔπεσα σὲ ἀπόγνωση! Μόνο ποὺ τὸ σκέπτεσαι, ἡ ἀπόγνωση εἶναι φρίκη, εἶναι γεύση κολάσεως, γεύση γεέννης, νὰ ποῦμε. Σὰν νὰ ἔχω τώρα τοῦτα ἐδῶ, πῶς νὰ περπατήσω, νὰ πηδήξω νὰ βγῶ ἀπ᾿ ἔξω, πῶς νὰ τὸ κάνω νὰ φύγω, πῶς νὰ βγῶ; Μὲ κράτησε ἕξι ἕως ἑφτὰ λεπτά.
Μέσα στὸν πόνο, μέσα στὴν ἀπόγνωση, μέσα στὴν ἀπελπισία ποὺ βρισκόμουνα, στὴ συνοδεία μου δὲν ἔλεγα τίποτες. Μία λεπτὴ φωνὴ ἄκουσα, σὰν αὔρα λεπτή, νὰ ποῦμε, ὅτι: «Ἔτσι σὲ θέλει ὁ Θεός». Μὲ αὐτὸ ἔτσι σὰν νὰ πῆρα μία βαθιὰ ἀναπνοή· ἔ, νἆναι εὐλογημένο, ἀφοῦ μὲ θέλει ὁ Θεός, νά ’ναι εὐλογημένο· μὰ δῶσ᾿ μου καὶ ὑπομονή, γιατί δὲν ἀντέχω ἐγὼ τώρα.
Τί νὰ κάνω, νὰ βγῶ ἔξω νὰ κάνω ἐγχείρηση; Ὅλοι σοῦ λένε, ἐγχείρηση νὰ κάνης, ἐγχείρηση νὰ κάνης. Πῶς νὰ βγῶ ὅμως; Ἐδῶ θὰ μπῶ στὸ αὐτοκίνητο, θὰ πάω, ἀλλὰ καὶ στὸ αὐτοκίνητο δὲν σὲ τραντάζει; Σηκώνομαι ἀπελπισμένος ἔτσι καὶ πηγαίνω στὸ καντηλάκι τῆς Παναγίας, καὶ τὸ καντηλάκι τῆς Παναγίας κι αὐτὸ θαυματουργὸ εἶναι· πῆρα λίγο βαμβάκι κι ἔρχομαι στὸ δωμάτιο, ἀλείβω τὸ μέρος ποὺ εἶναι ἡ κύστη κόκκυγος καὶ δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ τοὺς γλουτοὺς τὴν πρώτη μέρα. Τὴ δεύτερη μέρα πάλι, τὴν τρίτη μέρα ἄφαντα γινῆκαν ὅλα. Ἐθαυματούργησε ἡ Παναγία! Τώρα κάθομαι ὧρες ὁλόκληρες, δὲν μὲ πονάει οὔτε γλουτὸς οὔτε κύστη κόκκυγος».
- Ἀλλὰ καὶ στὸ βίο τοῦ νέου Ὁσίου Ἰακώβου τοῦ Τσαλίκη βλέπουμε πῶς ἐπεμβαίνει ὁ Θεὸς καὶ δίνει τὴν λύση. Ἐμεῖς ὑπομονή, ὑπομονή, ὑπομονή.
«Ὅταν βγῆκα, παιδιά μου, ἀπὸ τὸ νοσοκομεῖο περάσαμε ἀπὸ τὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸν Ρῶσσο, τὸν εὐχαρίστησα, καθὼς καὶ τὸν Ὅσιο Δαυΐδ. Ὤ τοῦ θαύματος! Βλέπω τὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸν Ρῶσσο καὶ μοῦ λέει:
– Σ’ ἀκούω νὰ λές, πάτερ μου, ὁ κύριος Καλοχέρης καὶ ὁ κύριος Καλοχέρης, τί καλὸς γιατρὸς καὶ καλὸς ἄνθρωπος! Ἄκουσε, ὅσο καλὸς κι ἄν ἦταν ὁ κύριος Καλοχέρης, δὲν μποροῦσε νὰ σὲ θεραπεύση! Τὸ λεπίδι τοῦ κυρίου Καλοχέρη, δὲν μποροῦσε νὰ σὲ θεραπεύση. Ἐγὼ σὲ βοήθησα, ἐγὼ σὲ θεράπευσα, ἐγὼ σὲ χειρούργησα. Διετάχθην ἀπὸ τὸν Θεὸν κι ἐπειδὴ μὲ κάλεσες ἦρθα καὶ σὲ βοήθησα, ἀλλὰ ἄκουσε, πάτερ μου, ἦτο σήμερον νὰ φύγης, ἀλλὰ ἐγὼ σὲ ἄφησα διὰ τὴν αὔριον.
Ἔπρεπε νὰ εἶχα πεθάνει στὶς 4 Ὀκτωβρίου τοῦ 1967.
Καὶ μὲ ἄφησε ὁ Ἅγιος Ἰωάννης μέχρι σήμερα».
Λοιπὸν ὅ,τι καὶ νὰ μᾶς συμβαίνη ἄς ἐφαρμόζουμε αὐτὸ ποὺ ἄκουσε ὁ Ἅγιος Ἐφραίμ: «ἔτσι σὲ θέλει ὁ Θεός» καὶ αὐτός, ἄν εἶναι γιὰ τὸ συμφέρον μας, θὰ μᾶς γιατρέψη.