Ο άγιος Άλμπαν ήταν ειδωλολάτρης ταπεινής καταγωγής που ζούσε στο Βερουλιάνο (Σαιντ-Άλμπαν της Αγγλίας) και ο οποίος προσέφερε φιλοξενία σε έναν ιεραπόστολο ιερέα που καταδιωκόταν. Βλέποντας ο Άλμπαν τον φιλοξενούμενό του να εγκαρτερεί στην προσευχή ημέρα και νύχτα, δέχτηκε το άγγιγμα της θείας χάριτος και άρχισε να ακολουθεί το παράδειγμά του και να τον ρωτά για την Πίστη του.
Οι διδαχές του άγιου ιερέα έδιωξαν κάθε ίχνος ειδωλολατρικής δεισιδαιμονίας από πάνω του και έλαβε τον φωτισμό του αγίου Βαπτίσματος. Ο Ρωμαίος διοικητής ωστόσο πληροφορήθηκε ότι ο ιεραπόστολος κρυβόταν στο σπίτι του Άλμπαν και έστειλε τους στρατιώτες του για να τον συλλάβουν.
Όταν αυτοί έφθασαν εκεί βρήκαν τον Άλμπαν ντυμένο με τα ρούχα του ιερέα, ο οποίος είχε καταφέρει να φύγει. Δεν πρόβαλε καμμία αντίσταση και οδηγήθηκε στο δικαστήριο την στιγμή που ο δικαστής στεκόταν μπροστά στον βωμό των ψευδών θεών έτοιμος να προσφέρει θυσία. Διαπιστώνοντας ότι είχε ξεγελαστεί, εξοργίστηκε και απείλησε τον Άλμπαν με θάνατο αν αρνιόταν να παραδώσει τον φυγάδα και να εκδηλώσει την ευσέβειά του απέναντι στους θεούς.
Όταν του ζητήθηκε να δηλώσει ποιος είναι, ο Άλμπαν απάντησε με θάρρος ότι πλέον ήταν χριστιανός, τόσο κατ’ όνομα όσο και κατά τον τρόπο του βίου, ενέπαιξε δε τα άψυχα είδωλα που δεν μπορούν να εισακούσουν αυτούς που τα λατρεύουν και προσφέρουν σε αυτά τις προσευχές τους, ενώ αντίθετα προξενούν την αιώνια καταδίκη τους.
Ο δικαστής τον παρέδωσε στους άνδρες του για να τον μαστιγώσουν. Καθώς όμως ο άγιος επέδειξε την καρτερία ασώματου όντος και ακτινοβολούσε από χαρά, έδωσε την εντολή να τον θανατώσουν χωρίς χρονοτριβή. (*)
Λέγεται ότι με την προσευχή του ο άγιος Άλμπαν έδωσε την δυνατότητα στο πλήθος που προσήλθε να παραστεί στην θανάτωσή του να περάσει τον ποταμό Κολν αβρόχοις ποσίν, προκειμένου να μην καθυστερήσει την είσοδό του στους ουρανούς περιμένοντας ώσπου να περάσουν όλοι από την στενή γέφυρα που οδηγούσε στον τόπο της εκτέλεσής του. Μπροστά στο θαύμα αυτό, ένας από τους δημίους του μεταστράφηκε και δήλωσε έτοιμος να αποκεφαλισθεί στην θέση του αγίου.
Έσυραν τον Άλμπαν στην κορυφή ενός ψηλού λόφου, όπου ο άγιος έκανε να αναβλύσει μία πηγή για να ξεδιψάσει το πλήθος, προσευχήθηκε υπέρ των διωκτών του και προσφέρθηκε γαλήνια στο ξίφος. Την στιγμή που το κεφάλι του κύλησε στο χώμα τα μάτια του δημίου του βγήκαν από τις κόγχες τους.
Μπροστά σε τέτοια θαύματα ο διοικητής διέταξε να σταματήσει ο διωγμός και να αποδοθεί τιμή στους ένδοξους μάρτυρες του Χριστού. Έκτοτε πολλοί άρρωστοι θεραπεύθηκαν κοντά στον τάφο του αγίου Άλμπαν και η τιμή του διαδόθηκε ευρέως στην Αγγλία, όπου τιμάται ως πρωτομάρτυρας, καθώς και στην υπόλοιπη Ευρώπη.
(*) Το 303, σύμφωνα με την Εκκλησιαστική ιστορία του αγγλικού λαού Ι, 7 του Βέδα του Αιδεσίμου. Το πιθανότερο όμως είναι το 287 ή 254.
Από το βιβλίο: Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, υπό Ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου. Τόμος δέκατος, Ιούνιος. Ίνδικτος, Αθήναι 2008, σελ. 264.