ΠΕΤΡΟΥ ΚΑΙ ΠΑΥΛΟΥ, ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ
Ματθ. 16, 13-19
ΕΝΑ ΕΡΩΤΗΜΑ
«Τίνα με λέγουσιν οἱ ἄνθρωποι
εἶναι τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου;»
(Ματθ. 16, 13)
Ο ΚΥΡΙΟΣ ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ἀγαπητοί μου χριστιανοί, κατὰ τὸ τριετὲς διάστημα τῆς δημοσίας του δράσεως, ἐργαζόταν συνεχῶς. Ἕνας πόθος φλογερὸς ἔφλεγε τὴν καρδιά του. Καὶ ὁ πόθος αὐτὸς ἦτανε ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Πῶς, δηλαδή, ὅλοι οἱ ἄνθρωποι πιστέψουν στὸ χαρμόσυνο ἄγγελμα ποὺ ἔφερε στὴ γῆ καὶ μία νέα τάξις πραγμάτων στὶς σχέσεις ἀνθρώπου πρὸς ἄνθρωπο καὶ ἀνθρώπου πρὸς τὸν Θεὸ θὰ ἐπικρατοῦσε.
Θεράπευε καὶ ἀρρώστους ποὺ ἔπασχαν ἀπὸ διάφορες ἀσθένειες, ἀσθένειες ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ θεραπεύση κανεὶς γιατρὸς τοῦ κόσμου τούτου.
* * *
Ὤ πόσο κοπίαζε ὁ Χριστὸς γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων! Ποτὲ δὲν κοπίασε ἄνθρωπος ὅσο ὁ Χριστός.
Ὡς ἄνθρωπος δέ, ὅμοιος μʼ ἐμᾶς πλὴν τῆς ἁμαρτίας, ἦταν ἐπόμενο
νὰ αἰσθάνεται τὴν ἀνάγκη νὰ ξεκουραστῆ κάπου προσωρινά. Γιʼ αὐτὸ
βλέπουμε ὁ Χριστὸς κάποτε – κάποτε νὰ βγαίνη ἀπὸ τὶς πόλεις καὶ νʼ
ἀποσύρεται σὲ ἐρημικὰ μέρη κʼ ἐκεῖ μαζὶ μὲ τοὺς μαθητάς του νὰ περνάη
ὧρες, νὰ διανυκτερεύη καὶ νὰ ἐπικοινωνῆ μὲ τὸν οὐράνιο Πατέρα. Καὶ μὲ τὸ
παράδειγμά το μᾶς διδάσκει, ὅτι ὁ ἄνθρωπος τῆς ἐργασίας καὶ τοῦ μόχθου
ἔχει ἀνάγκη νὰ διακόπτη κάποτε – κάποτε τὴν ἐργασία, νὰ ἀποσύρεται σὲ
τόπους ἐξοχικοὺς κʼ ἐκεῖ νὰ συγκεντρώνη τὸ πνεῦμα του. Συντελεῖ καὶ ὁ
τόπος στὴν αὐτοσυγκέντρωσι, στὸ «γνῶθι σαυτόν», στὴν προσευχὴ καὶ στὴ
μελέτη. Ναί, συντελεῖ ὁ τόπος. Γιά ʼκείνους, ἐννοεῖται, ποὺ ἔχουν καλὴ
διάθεση. Ἀλλʼ ἐκεῖνοι ποὺ δὲν ἔχουν καλὴ διάθεσι, καὶ στὰ πλέον ἐρημικὰ
μέρη καὶ ἄν ἀποσυρθοῦν, δὲν πρόκειται νὰ πάψουν νʼ ἁμαρτάνουν καὶ νὰ
ἐγκληματοῦν.
* * *
Σὲ μιὰ τέτοια ἔξοδο τοῦ Χριστοῦ
πρὸς τὴν ὕπαιθρο, στὰ μέρη τῆς Καισαρείας, ὅταν ὁ Χριστὸς βρέθηκε μόνος
μὲ τοὺς δώδεκα μαθητάς του, μακριὰ ἀπὸ τὸ θόρυβο ποῦ δημιουργεῖ ἡ ζωὴ
καὶ ἡ κίνηση τῶν πόλεων, ὁ Χριστὸς ἔκρινε κατάλληλη τὴν περίστασι νʼ
ἀπευθύνη στὸ στενὸ κύκλο τῶν μαθητῶν του τὸ ἐρώτημα˙ «Τίνα με λέγουσιν
οἱ ἄνθρωποι εἶναι τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου;». Ποιά, δηλαδή, ἰδέα ἔχουν γιὰ
μένα οἱ ἄνθρωποι;
Ὁ Χριστὸς δὲν ρωτᾶ ποιά ἰδέα ἔχουν γιὰ τὸ πρόσωπό του οἱ
ἀρχιερεῖς, οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ φαρισαῖοι, ποὺ ἀποτελοῦσαν τὴν
πνευματικὴ ἡγεσία τοῦ Ἰσραήλ. Αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι, τυφλοὶ ἀπὸ ἐμπάθεια καὶ
φθόνο, δὲν ἦταν σὲ θέσι νὰ ἐκτιμήσουν ὅπως πρέπει τὸ πρόσωπο τοῦ
Χριστοῦ. Τὸν κατηγοροῦσαν, τὸν διέβαλλαν, τὸν κατεδίωκαν καὶ ἐπιθυμοῦσαν
τὴν ἐξόντωσί του. Ὁ Χριστός, ἀπευθύνοντας τὸ ἐρώτημα αὐτό, ἐνδιαφερόταν
νὰ μάθη ποιὰ ἰδέα ἔχουν γιʼ αὐτὸν οἱ ἄνθρωποι τοῦ λαοῦ, οἱ ὁποῖοι
ἔκριναν πρόσωπα καὶ πράγματα χωρὶς τὴν ἐμπάθεια αὐτῶν ποὺ κατέχουν
ἀξιώματα, πλοῦτο καὶ δύναμι. Ἀλλιῶς κρίνει ὁ ἀπλοϊκὸς λαὸς καὶ ἀλλιὼς
κρίνουν οἱ ἄρχοντες. Οἱ μεγάλοι καὶ ἰσχυροὶ ἔχουν μεθύσει ἀπὸ τὴν
ἐξουσία καὶ βλέπουν τοὺς ἄλλους μὲ βλέμμα περιφρονήσεως. Οἱ ἄνθρωποι
λοιπὸν τοῦ λαοῦ ρωτᾶ τί ἰδέα ἔχουν.
Ὁ Χριστὸς βέβαια, σὰν Θεὸς ποὺ ἦταν, ἐγνώριζε τί ἰδέα εἶχε γιʼ
αὐτὸν ὁ λαός. Ἀλλὰ κάνει τὸ ἐρώτημα, γιὰ νὰ τοῦ δοθῆ ἡ ἀφορμὴ νὰ
διακηρύξη τὴν ἀλήθεια γιὰ τὸ πρόσωπό του.
Στὸ ἐρώτημα τοῦ Χριστοῦ ἀπαντοῦν οἱ μαθηταί˙
«Ὁ λαὸς ποὺ σὲ ἀκούει καὶ βλέπει τὰ θαύματά σου, ἔχει μεγάλη
ἰδέα γιὰ τὸ πρόσωπό σου. Ἄλλοι λένε, ὅτι εἶσαι ὁ Ἰωάννης ὁ βαπτιστής,
ἄλλοι λένε, ὅτι εἶσαι ὁ Ἰερεμίας ἤ ἕνας ἀπὸ τοὺς προφῆτες ποὺ ἀναστήθηκε
ἐκ νεκρῶν» (Ματθ. 16, 14-15).
* * *
Καὶ ὁ Χριστὸς τώρα τοὺς ἐρωτᾶ˙
«Σεῖς τί λέτε ὅτι εἶμαι;» (Ματθ. 16, 16). Στὸ ἐρώτημα αὐτὸ τοῦ Χριστοῦ ὁ
Πέτρος, ποὺ διακρινόταν γιὰ τὸ θάρρος του καὶ θεωρεῖτο τὸ στόμα τῶν
ἀποστόλων, ἀπάντησε˙ «Σὺ εἶσαι ὁ Χριστός, ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος»
(Ματθ. 16, 17). Δηλαδή, σὺ δὲν εἶσαι ὅπως οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι. Εἶσαι
ἀνώτερος ἀπὸ τοὺς ἄλλους, ἀπὸ πατριάρχες καὶ προφῆτες. Εἶσαι ὁ Υἱὸς τοῦ
Θεοῦ. Υἱὸς ὄχι ὅπως εἴμαστε ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι, κατὰ χάριν, ἀλλὰ Υἱὸς
φυσικός, ὁ μονογενὴς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ. Εἶσαι ὁ Θεός.
Ὁ Χριστός, ὅταν ἄκουσε τὴν ἀπάντησι αὐτὴ τοῦ Πέτρου, μακάρισε τὸν Πέτρο. Τοῦ εἶπε˙
«Πέτρο, αὐτὸ ποὺ εἶπες δὲν σοῦ τὸ φανέρωσε ἄνθρωπος, ἀλλὰ ὁ
Πατὴρ ποὺ εἶνε στοὺς οὐρανούς. Καὶ πάνω στὴν ἀλήθεια αὐτή, ποὺ
ὁμολογεῖς, θὰ οἰκοδομήσω σὰν πάνω σὲ αἰώνιο βράχο τὴν Ἐκκλησία. Θεμέλιος
λίθος τῆς Ἐκκλησίας θὰ εἶνε ἡ πίστις αὐτή. Καὶ καμμιὰ σατανικὴ δύναμις
δὲν θὰ μπορέση νὰ κλονίση τὴν Ἐκκλησία».
Ἰδού ἐπὶ λέξει ἡ ἀπάντησις τοῦ Χριστοῦ˙
«Μακάριος εἶ, Σίμων Βαριωνᾶ, ὅτι σὰρξ καὶ αἷμα οὐκ ἀπεκάλυψέ
σοι, ἀλλʼ ὁ πατήρ μου ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς. Κἀγὼ δέ σοι λέγω ὅτι σὺ εἶ
Πέτρος, καὶ ἐπὶ ταύτη τῆ πέτρα οἰκοδομήσω μου τὴν ἐκκλησία, καὶ πύλαι
ἅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς…» (Ματθ. 16, 17-18).
* * *
Ἀπὸ τότε ποὺ ὁ Χριστὸς ἀπηύθυνε
στοὺς μαθητάς του τὸ ἐρώτημα «Τίνα με λέγουσιν οἱ ἄνθρωποι…;», ἔχουν
περάσει δεκαεννέα καὶ πλέον αἰῶνες. Ἀλλὰ τὸ ἐρώτημα ἐξακολουθεῖ καὶ
σήμερα νὰ εἶνε ἐπίκαιρο. Οἱ ἄνθρωποι καὶ τοῦ παρόντος αἰῶνος, ὅταν
κανεὶς τοὺς ρωτήση γιὰ τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ἀπαντοῦν. Ὑπάρχουν
ἄνθρωποι ποὺ εἶνε σὰν τοὺς γραμματεῖς καὶ φαρισαίους καὶ ἀκόμα
χειρότεροι ἀπʼ αὐτούς, ἄνθρωποι ποὺ κρύβουν σκορπιοὺς καὶ φίδια στὴν
καρδιά. Αὐτοὶ μισοῦν τὸ Χριστό. Τὸν διαβάλλουν, τὸν συκοφαντοῦν, ρίχνουν
στὸ ἄσπιλο πρόσωπό του λάσπες. Λένε, δηλαδή, λόγια ἄπρεπα, ποὺ
ἀνατριχιάζει ὁ ἄνθρωπος νὰ τʼ ἀκούη.
Ἀλλʼ ἄν ἀφαιρέσουμε αὐτούς, θὰ δοῦμε ὅτι οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι
ἔχουν ὑψηλὴ ἰδέα γιὰ τὸ Χριστό. Τὸν ἐπαινοῦν, τὸν ἐγκωμιάζουν, τὸν
θεωροῦν ἕναἀπὸ τὰ μεγαλύτερα πνεύματα. Ἀλλὰ σταματοῦν μέχρι ἐκεῖ. Δὲν
θέλουν νὰ πιστέψουν, ὅτι εἶνε ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος, ὅτι εἶνε ὁ
Θεός.
Ἀλλʼ ἄν οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ ἤθελαν νὰ ἐξετάσουν τὰ πράγματα
βαθύτερα, τότε θὰ συμφωνοῦσαν κι αὐτοὶ μʼ ἐκεῖνο ποὺ διακήρυκε πρῶτος ὁ
ἀπόστολος Πέτρος. Διότι ὑπάρχουν μύριες ἀποδείξεις ὅτι ὁ Χριστὸς εἶνε
Θεός.
Εἶνε Θεός! Τὸ φωνάζει ἡ διδασκαλία του, μιὰ διδασκαλία ποὺ δὲν ἀκούσθηκε οὔτε θʼ ἀκουσθῆ ἄλλη ἀνώτερη ἀπʼ αὐτήν.
Εἶνε Θεός! Τὸ φωνάζουν τὰ θαύματά του. Εὐκολώτερο εἶνε νὰ
μετρήσης τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ παρὰ τὰ θαύματα ποὺ ἔκανε, κάνει καὶ θὰ
κάνη μέχρι συντελείας τῶν αἰώνων ὁ Χριστός.
Εἶνε Θεός! Τὸ φωνάζει ἡ ἁγία του ζωή, στὴν ὁποία δὲν διακρίνει κανεὶς κανένα στίγμα ἁμαρτίας.
Εἶνε Θεός! Τὸ φωνάζει ἡ ἀνάστασίς του καὶ ἡ ἱστορία εἴκοσι αἰώνων.
Κι ἄν ἀκόμα ὑποθέσουμε, ὅτι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι καταντήσουν σὲ
ἀπιστία, τότε κι αὐτὲς οἱ πέτρες, θὰ φωνάξουν˙ «Εἶς ἅγιος, εἶς Κύριος,
Ἰησοῦς Χριστός, εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός. Ἀμήν» (θ. Λειτουργία).
Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Ἐπισκόπου Αὐγουστῖνου Ν. Καντιώτου (Μητροπολίτου πρώην Φλωρίνης) »Σταγόνες ἀπὸ τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν», σελ. 169-175 (ἕκδοσις Γ΄, »Ἀδελφότης ΣΤΑΥΡΟΣ», Ἀθῆναι 1990).