Τί δίδασκε ο Μονοφυσιτισμός;
Ο Μονοφυσιτισμός που βρισκόταν στον αντίποδα τού Νεστοριανισμού,
επηρεαζόταν αισθητά από τις διαρχικές αντιλήψεις (πνεύμα–ύλη) τού
Νεοπλατωνισμού και από τις ιδιαίτερες χριστολογικές τάσεις της αρχαίας
Αλεξανδρινής Σχολής. Οι ιδέες του είχαν συγγένεια προς τα διδάγματα τού
Απολλιναρισμού.
Βασικό πρόβλημα της αρχαίας ελληνικής σκέψεως στο χώρο της φιλοσοφίας ήταν ο καθορισμός της σχέσεως μεταξύ πνεύματος και ύλης, μεταξύ τού απολύτου και τού κόσμου. Δύο δε τρόποι καθορισμού ήσαν δυνατοί: ο μονιστικός, κατά τον οποίο το πεπερασμένο εκλαμβάνεται πανθεϊστικά ως εκδήλωση τού άπειρου και αιώνιου, και ο δυιστικός, ο οποίος εκλαμβάνει το αισθητό ως προϊόν πτώσεως, το οποίο πρέπει ν’ απορροφηθεί και ν’ αναλυθεί στο θείο. Οι τελευταίες αυτές ιδέες, ορφικής κυρίως προελεύσεως, υιοθετήθηκαν από τον Πλατωνισμό και τον Νεοπλατωνισμό και επηρέασαν αισθητά τη θεολογική σκέψη τού Μονοφυσιτισμού.
Αρχηγέτης της αιρέσεως ήταν ο Ευτυχής, αρχιμανδρίτης της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως. Ο Ευτυχής απέρριπτε την ασύγχυτη και άτρεπτη ένωση των φύσεων στο Χριστό, όπως περί αυτού είχε αποφανθεί η Γ’ εν Εφέσω Οικουμενική Σύνοδος. Κατ’ αυτόν το σώμα τού Κυρίου ήταν μεν ανθρώπινο, όχι όμως και ομοούσιο με το δικό μας, κάτι που θεωρούσε ανάρμοστο στη θεότητα τού Λόγου. Αποδεχόταν όμως τη θέωση της ανθρώπινης φύσεως τού Χριστού, την οποία απέφευγε να προσδιορίσει· «φυσιολογείν εμαυτώ ουκ επέτρεπον». Τον ισχυρισμό, ότι δεχόταν ουράνιο το σώμα τού Χριστού, εχαρακτήριζε ως συκοφαντία.
Ο Ευτυχής, όπως και όλοι οι ομόφρονές του, δέχονταν μία φύση στο Χριστό μετά την ένωση· «ομολογώ εκ δύο φύσεων γεγενήσθαι τον Κύριον ημών προ της ενώσεως, μετά δε την ένωσιν μίαν φύσιν ομολογώ». Κατά τον Θεοδώρητο Κύρου, ο αιρεσιάρχης μιλούσε ρητώς περί καταπόσεως της ανθρώπινης φύσεως τού Χριστού από τη θεία φύση. Δεν πρόκειται βέβαια περί αφανισμού, αλλά περί μεταποιήσεώς της στην ουσία της θεότητας. Ως παράδειγμα έφερε τη σταγόνα τού όξους, η οποία ρίπτεται στη θάλασσα. Όπως δηλαδή το όξος (το ξύδι) που ρίπτεται στα θαλάσσια νερά αναλύεται στη φύση τους, χωρίς ωστόσο να χάνεται, έτσι και η ανθρώπινη φύση τού Χριστού αναλύθηκε στην απειρία της θεότητας.
Η συγγένεια τού Μονοφυσιτισμού με τον Απολλιναρισμό είναι εμφανής. Ο μεν Απολλινάριος προσέβαλλε την ακεραιότητα της ανθρώπινης φύσεως, ενώ ο Ευτυχής δεχόταν την κατάποσή της, από τη θεία φύση τού Χριστού.
Οι Σεβηριανοί αντίθετα ήταν μετριοπαθείς. Μιλούσαν μεν για μία φύση μετά την ένωση, όμως δέχονταν το άτρεπτο και ασύγχυτο των φύσεων στο Χριστό.
ΑΠΟ
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΙΣΤΗ ΜΑΣ – ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ
ΔΙΑΚΟΝΙΑΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ- ΚΟΖΑΝΗ ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2005 ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον www.egolpion.com