Σάββατο 14 Μαΐου 2022

«Θεέ μου, ἔλα στὴ θέση μου»

ΠΑΤΕΡΙΚΑΙ ΔΙΔΑΧΑΙ

«Τότε νηστεύσαντες καὶ προσευξάµενοι καὶ ἐπιθέντες αὐτοῖς τὰς χεῖρας ἀπέλυσαν» (Πράξ. ιγ΄, 3). (: Τότε, ἀφοῦ καὶ πάλιν ἐνήστευσαν καὶ προσηυχήθησαν καὶ ἔθεσαν τὰς χεῖρας ἐπ’ αὐτῶν, ὄχι διὰ νὰ τοὺς προχειρίσουν εἰς τὸ ἀποστολικὸν ἢ ἄλλο ἱερατικὸν ἀξίωµα, διότι εἶχον ἤδη ταῦτα οἱ δύο ἀπόστολοι, ἀλλ’ ἁπλῶς διὰ νὰ τοὺς καθιερώσουν καὶ τοὺς ξεχωρίσουν ἐπισήµως εἰς τὸ εἰδικὸν τοῦτο ἔργον, τοὺς ἀπέστειλαν).

Δὲν ἔκαναν κάτι οἱ Ἀπόστολοι ἤ οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας χωρὶς προσευχή.

Τί εἶναι ἡ προσευχή;

  • Τονίζει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος:

«Ἡ προσευχή δέν εἶναι μικρός σύνδεσμος τῆς ἀγάπης μας πρός τόν Θεό. Μᾶς συνηθίζει νὰ μιλᾶμε πρὸς Αὐτὸν καὶ μᾶς ὁδηγεῖ στὴν εὐσέβεια. Γιατί, ἄν κανεὶς συναναστρεφόμενος κάποιο ἀξιοθαύμαστο ἄνθρωπο, ἀποκομίζει μεγάλη ὠφέλεια ἀπ’ τὴ συναναστροφὴ αὐτή, πολὺ περισσότερο ὠφελεῖται ἐκεῖνος ποὺ συνομιλεῖ συνεχῶς μὲ τὸν Θεό».

Καὶ συνεχίζει…

«Πραγματικὰ συνομιλοῦμε μὲ τὸν Θεὸ κατὰ τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς, μ’ αὐτὴν συνδεόμαστε μὲ τοὺς ἀγγέλους καὶ φαινόμαστε ὅτι ἀπέχουμε πολὺ ἀπ’ τὴν ἐπικοινωνία πρὸς τὰ ἄλογα ζῶα. Γιατὶ ἡ προσευχὴ εἶναι ἔργο τῶν ἀγγέλων, ποὺ ξεπερνάει ἀκόμη καὶ τὴν ἀξία ἐκείνων, ἀφοῦ εἶναι ἀνώτερο ἀπ’ τὴν ἀξία τῶν ἀγγέλων τὸ νὰ συνομιλῆς μὲ τὸν Θεό».

  • Μᾶς συμβουλεύει ὁ Ἅγιος Γέροντας Ἐφραὶμ ἀπὸ τὴν Ἀριζόνα:

«Ἔτσι ἐξηγεῖται, διατὶ δὲν εἰσακούονται καὶ οἱ δικές μας προσ­­ευχὲς πολλὲς φορές. «Διὰ τὴν ἀπιστίαν ἡμῶν». Δὲν ἔχει σχέσιν, ἐὰν πιστεύωμεν θεωρητικῶς εἰς τὸν Χριστὸν καὶ ἐὰν λεγώμεθα Χριστιανοί, Ὀρθόδοξοι μάλιστα. Οὔτε ἀκόμη καὶ ἐὰν προσ­ευχώμεθα. Σημασίαν ἔχει τὸ νὰ ἔχωμεν ἀκράδαντον πίστιν. Νὰ πιστεύωμεν, ὅτι θὰ μᾶς τὸ δώση, ἐὰν δὲν συντρέχουν ἄλλοι λόγοι, ὁ Θεὸς ἐξάπαντος.

«Πάντα, εἶπεν, ἀλλαχοῦ ὁ Κύριος, πάντα ὅσα, ἐὰν αἰτήσητε ἐν τῇ προσευχῇ πιστεύοντες, λήψεσθε» (Ματθ. 21, 22). Δὲν ξεχωρίζει ὁ Κύριος μικρὰ ἢ μεγάλα οὔτε ἐὰν εἶναι βαρειὰ ἡ ἀσθένεια ἢ ἐλαφρά. Ξεχωρίζει μόνον τὴν πίστιν. Ἐὰν ἡ πίστις ἔχη ἀμφιβολίας καὶ ἀμφιταλαντεύσεις, δὲν εἶναι πίστις καὶ δὲν εἰσακούεται ὁ ἔχων τοιαύτην πίστιν. «Ὃς ἂν μὴ διακριθῇ ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ, ἀλλὰ πιστεύσῃ ὅτι ἅ λέγει γίνεται, ἔσται αὐτῷ ὅ ἐὰν εἴπῃ» (Μᾶρκ. 11, 23).

Τοιαύτην πίστιν εἶχεν ὁ Ἀβραάμ· Τοῦ εἶπεν ὁ Θεός, ὅτι τὸ σπέρμα αὐτοῦ κληρονομήσει γῆν καὶ ἔσται ὡς ἡ ἄμμος τῆς θαλάσσης καὶ τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ. Τὸ ἐπίσπευσε. Ὅλα τὸν ἀπήλπιζαν. Ἡ στειρότης, τὸ γῆρας, «ἑκαντονταετὴς ποὺ ὑπάρχων». Ἀλλ’ «οὐ διεκρίθη τῇ ἀπιστίᾳ». Καὶ ὅταν κατόπιν διατάσσεται ἀπὸ τὸν Θεὸν νὰ θυσιάση τὸ παιδὶ αὐτὸ τῆς ἐπαγγελίας, δὲν “ἐδίστασεν οὐδ’ ἐπὶ  στιγμήν”. Ἐσκέφθη ὅτι εἶναι ἱκανὸς ὁ Θεὸς καὶ ἐκ τῶν λίθων νὰ ἀναστήση τέκνα τῷ Ἀβραάμ. Καὶ σήμερον ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ ἔχουν πραγματικὴν πίστιν.

Κάποιος πτωχὸς Μπαρμπαμανώλης ὀνόματι, μὲ πολυμελῆ οἰκογένειαν εἶχε ἕνα κτηματάκι σπαρμένο ἀραβόσιτον. Εἰς αὐτὸ ἐκρέμετο ἡ ζωή τῆς οἰκογένειάς του. Ἐκινδύνευε νὰ καταστραφῆ τελείως ἀπὸ τὴν ἀνομβρίαν. Καθημερινῶς ποὺ τὸ ἐπεσκέπτετο τὸ ἔβλεπε νὰ φθίνη καὶ μαχαίρια τοῦ ἔτρωγαν τὴν καρδιά. Μίαν ἡμέραν, τὸ εἶδε νὰ μὴ ἀντέχη ἄλλο. Θλιμμένος, ἀλλὰ καὶ γεμᾶτος πίστιν ἐγονάτισε, ἔβγαλε, τὸ σκουφί του, σήκωσε τὰ μάτια του εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ εἶπε: «Θεέ μου, ἔλα στὴ θέση μου ἐὰν ἤσουν Μπαρμπαμανώλης καὶ ἐγὼ Θεὸς τί θὰ ἤθελες νὰ σοῦ κάνω;». Δὲν πρόφθασε νὰ φθάση εἰς τὸ καλύβι του καὶ ἔβρεξε ὁ Θεὸς βροχήν, εὐεργετικωτάτην. Βλέπετε πίστιν;

Ὅταν ὅμως ὑπάρχουν ἀμφιταλαντεύσεις καὶ ἀμφιβολίαι, δὲν εἶναι πίστις καὶ δὲν ἀκούει ὁ Θεός. Ὅταν στέλης νὰ ἔλθη ὁ ἱερεὺς καὶ συγχρόνως καὶ ἡ ἐξορκίστρα, ἡ μάγισσα, μὴ περιμένης νὰ σὲ ἀκούση ὁ Θεός, ἔστω καὶ ἄν σοῦ πονέση τὸ στόμα ἀπὸ τὴν προσευχή· καὶ τρυπήσουν τὰ γόνατά σου ἀπὸ τὶς γονυκλισίες. «Αἰτείτω ἐν πίστει», λέγει ὁ θ. Ἰάκωβος, «μηδὲν διακρινόμενος. Ὁ γὰρ διακρινόμενος ἔοικε κλύδωνι θαλάσσης ἀνεμιζομένῳ καὶ ραπιζομένῳ. Μὴ γὰρ οἰέσθω ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος ὅτι λήψεταί τι παρὰ Κυρίου». Ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἀμφιταλαντεύεται δὲν ἔχει τὴν φλόγα τῆς πίστεως, ἀλλὰ εἶναι λυχνάρι σβησμένο, ποὺ καπνίζει, καὶ ἀντὶ νὰ ἑλκύη τὸν Θεὸν τὸν ἀπομακρύνει καὶ τὸν κάμνει ν’ ἀποστρέφη τὸ πρόσωπόν Του.

Ὅταν ζητήσωμεν κάτι διὰ τῆς προσευχῆς ἀπὸ τὸν Θεὸν πρέπει νὰ τὸ λάβωμεν. Ἐὰν δὲν τὸ λάβωμεν, ἡ αἰτία δὲν θὰ εἶναι ποτὲ ἀπὸ τὸν Θεόν, ἀλλὰ ἀπὸ ἡμᾶς. Διότι ὁ ἀγαθὸς Θεὸς καὶ τὴν δύναμιν ἔχει καὶ τὴν διάθεσιν ἔχει. Εἶναι παντοδύναμος».

  • Ἀπὸ τὸ Ὀρθόδοξο Ἔντυπο «Ὁ Στῦλος τῆς Ὀρθοδοξίας» ἀντιγράφουμε ἕνα θαυμαστὸ γεγονὸς τῆς δυνάμεως τῆς προσευχῆς:

«Κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ἕνας στρατιώτης ἔχασε τὴ μονάδα του μέσα στὸν χαμὸ τῶν ἐκρήξεων καὶ τῶν πυροβόλων.

Ἔψαξε γιὰ τοὺς συμπολεμιστές του, ἀλλὰ πρὸς μεγάλη του θλίψη δὲν μπόρεσε νὰ τοὺς βρῆ. Εἶχε μείνει μόνος του σ’ ἐκεῖνο τὸν τόπο. Ἄκουγε τοὺς ἐχθροὺς νὰ ἔρχωνται κατὰ τὸ μέρος του. Ἀπεγνωσμένα ἔψαχνε γιὰ καταφύγιο καὶ κάποια στιγμὴ τὸ μάτι του ἔπεσε σὲ κάποιες σπηλιὲς στὰ ἀντικρυνὰ βράχια.

Γρήγορα σκαρφάλωσε καὶ χώθηκε σὲ μία ἀπὸ αὐτές. Παρότι ἦταν γιὰ τὴν ὥρα ἀσφαλής, διαπίστωσε ὅτι οἱ ἐχθροὶ δὲν θὰ ἀργοῦσαν νὰ σκαρφαλώσουν κι αὐτοί, νὰ ψάξουν τὶς σπηλιὲς νὰ τὸν βροῦν καὶ νὰ τὸν σκοτώσουν. Ὅση ὥρα περίμενε προσ­ευχήθηκε στὸ Θεό: «Σὲ παρακαλῶ Θεέ μου, ἂν θέλεις προστάτεψέ με. Παρόλα αὐτὰ ὅ,τι εἶναι θέλημά Σου, σὲ ἀγαπῶ καὶ σὲ ἐμπιστεύομαι».

Ὅταν τελείωσε τὴν προσευχή του ξάπλωσε ἤρεμος καὶ ἄκουγε τοὺς ἐχθροὺς ποὺ πλησίαζαν. Σκέφτηκε: «Ὅπως βλέπω ὁ Θεὸς δὲν πρόκειται νὰ μὲ βοηθήση νὰ γλυτώσω αὐτὴ τὴ φορά». Τότε παρατήρησε μία ἀράχνη ποὺ ξεκίνησε νὰ ὑφαίνει τὸν ἱστό της στὴν εἴσοδο τῆς σπηλιᾶς.

«Χά!» σκέφτηκε «αὐτὸ ποὺ θέλω εἶναι πέτρες καὶ τούβλα καὶ ὁ Θεός μοῦ ἔστειλε μία ἀράχνη καὶ τὸν ἱστό της. Μὰ πράγματι ὁ Θεὸς ἔχει χιοῦμορ!»

Καθὼς πλησίαζε ὁ ἐχθρὸς ἀπὸ τὴ σκοτεινὴ μεριὰ τῆς σπηλιᾶς ἔβλεπε τοὺς στρατιῶτες ποὺ ἐξερευνοῦσαν τὴν μία σπηλιὰ ὕστερα ἀπὸ τὴν ἄλλη. Ὅταν ἔφτασαν στὴ δική του ἦταν ἕτοιμος νὰ δώσει τὴν τελευταία του μάχη. Ὅμως πρὸς μεγάλη του ἔκπληξη οἱ στρατιῶτες ἔριξαν μόνο μία ματιὰ μέσα καὶ συν­έχισαν στὴν ἑπόμενη.

Ξαφνικὰ συνειδητοποίησε ὅτι μὲ τὸν ἱστὸ στὴν εἴσοδο τῆς σπηλιᾶς φαινόταν ὅτι ἦταν κλειστὴ ἐδῶ καὶ πάρα πολὺ καιρό. «Θεέ μου, συγχώρεσέ με», εἶπε ὁ νεαρὸς στρατιώτης.

“Εἶχα ξεχάσει ὅτι ὁ ἱστὸς τῆς ἀράχνης εἶναι πιὸ δυνατὸς ἀπὸ ἕνα τοῖχο φτιαγμένο ἀπὸ τοῦβλα”»!