Μελέτη στό εὐαγγελικό ανάγνωσμα
Μετά τήν Ἀνάστασή του ὁ Χριστός καί μέχρι τήν Ἀνάληψή του ἐμφανίστηκε ἀρκετές φορές σέ πολλούς. Ὁ σκοπός ἦταν νά πιστοποιηθεῖ τό γεγονός τῆς Ἀνάστασης. Ὅπως γίνεται στήν σημερινή εὐαγγελική διήγηση ἄφησε νά τόν ἀγγίξουν, ἄλλοτε ἔφαγε μαζύ τους καί σέ μία περίπτωση εἶχε «ἀνθρακιάν κειμένην καί ὀψάριον», εἶχε δηλαδή μαγειρεύσει ὁ ἴδιος καί τούς εἶπε «δεῦτε ἀριστήσατε», ἐλᾶτε νά φᾶμε.
Ὁ Χριστός φρόντισε νά βεβαιωθοῦν οί μαθητές ὅτι μετά τήν Ἀνάσταση ἔφερε τό ἀναστημένο σῶμα του καί δέν ἦταν πνεῦμα ἤ φάντασμα.
Μέ τόν παραπάνω τρόπο γίνεται ἡ ἀνακαίνιση τῆς ἀνθρώπινης φύσης. Γίνεται δηλαδή στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Δέν θεώνεται ἡ ἀνθρώπινη φύση ἔξω ἀπό τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Αὐτό ἔχει ὀντολογικές συνέπειες. Ἐπειδή τό ἔργο τοῦ Χριστοῦ ἀφορᾶ ὅλη τήν ἀνθρωπότητα ὁ Χριστός ἀνακαφαλαιώνει ὅλους τούς ἀνθρώπους, ἀνακαινίζει ὅλη τήν ἀνθρώπινη φύση. Πρόκειται, δηλαδή, γιά ἀναδημιουργία, γιά ἕνα προεπινοούμενο δεύτερο στάδιο τῆς Δημιουργίας. Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἀνακαινίζει τήν ἀνθρώπινη φύση ἐπειδή ὅλη ἡ ἀνθρώπινη φύση ἦταν ὑποστασιασμένη στό πρόσωπό του. Συνεπῶς, εἴμαστε ἄρηκτα συνδεδεμένοι μέ τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καί ὅτι ἔχει ὁ Χριστός κατά φύση ἐμεῖς τά ἔχουμε κατά χάρη καί κατά υἱοθεσία. Ἡ ἀνάσταση τοῦ άνθρώπου εἶναι ἡ δυνατότητά του νά μετέχει στήν αἰώνια ζωή. Ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά συνδοξάζεται μέ τόν Θεό.
Ὁ Χριστός εἶναι ὁ μόνος μεσίτης μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρώπων. Ἐπειδἠ ἔχει ὑποστατικό ἰδίωμα τό γενητό μᾶς ἀνάγει σέ υἱούς καί θυγατέρες τοῦ Πατέρα. Κανείς δέν πηγαίνει στόν Πατέρα παρά μόνο μέσω τοῦ Υἱοῦ. Πρέπει νά εἴμαστε διαρκῶς ἀγκιστρωμένοι πάνω του , ἑνωμένοι μέσω τῶν μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας καί μέσω τῆς προσευχῆς. Ὁ Χριστός εἶναι ὁ νέος Ἀδάμ καί ἡ ἀνθρωπότητα ξαναρχίζει μέ αὐτόν, οἱ συνέπειες τῆς Ἀνάστασης ἀφοροῦν ὅλους τούς ἀνθρώπους, ὅλο τό σύμπαν. Ὁ ἄνθρωπος καί ὅλη ἡ κτίση ἀνακαινισμένοι μετά τήν πρόσληψή μας στήν μία ὑποσταση τοῦ Θεοῦ Λόγου «ἐλογώθηκαν», βαδίζουν πρός τήν τελειότητα μέ τήν διαρκή ἁγιοποίηση ὅλης τῆς κτίσης. «Νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός».
Μπορεῖ κανείς νά πεῖ ὅτι ἀπό αὐτήν τήν πρώτη ἐμφάνισή του στούς μαθητές τήν «μιᾶ τῶν Σαββάτων», ὁ Χριστός ἐξαπολύει τήν Ἐκκλησία στό ἔργο της. Δίνει στούς μαθητές τό Ἅγιο Πνεῦμα («λάβετε Πνεῦμα ἅγιον»), τούς καθιστᾶ Ἀποστόλους («καθώς ἀπέσταλκέ με ὁ Πατήρ καγώ πέμπω ἡμᾶς») καί τούς δίνει τήν ἐξουσία νά συγχωροῦν ἁμαρτίες («ἄν τινων ἀφῆτε τάς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς»). Ἡ ἡμέρα τῆς Ἀνάστασης καί ἡ ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς εἶναι ἕνα γεγονός, μιά ἡμέρα, ἡ «ἡμέρα Κυρίου». Βέβαια χρονικά μετά τήν Ἀνάσταση ἔπρεπε νά γίνει ἡ Ἀνάληψη καί μετά ἡ Πεντηκοστή ἀλλά τό ἔργο τῆς ἴδρυσης τῆς Ἐκκλησίας σάν σῶμα Χριστοῦ καί ἡ πορεία της μέσα στόν χρόνο εἶναι ἔργο τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Γιά τόν λόγο αὐτό στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν ἔχουμε χριστομονισμό ἤ πνευματομονισμό ἀλλά γνωρίζουμε ὅτι τό Ἅγιο Πνεύμα μᾶς βοηθᾶ στήν οἰκείωση τοῦ ἔργου τοῦ Χριστοῦ. Χριστός καί Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι διαρκῶς παρόντες στήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας.
Κάθε ἄνθρωπος μπορεῖ νά ἀναφωνήσει τά λόγια τοῦ Θωμᾶ: «ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου». Ὁ Χριστός ἐκτός ἀπό ἄσαρκος καί ἔνσαρκος Λόγος, εἶναι ὁ «πνευματικῶς ὀρώμενος» μέσα στήν Ἐκκλησία καί μετά τήν Ἀνάληψή του. Σοῦ ἐπιτρέπει νά τόν ψηλαφήσεις ἐάν εἶσαι καλοπροαίρετος. Ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ παράταση τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ μέσα στόν κόσμο. Ὅσοι μετέχουν στήν σοφοποιό ἤ φωτιστική ἤ θεοποιό ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ὅσοι ἔχουν τήν ἐμπειρία τῆς ὄρασης τοῦ ἀκτίστου φωτός, κατά τόν Ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, ἔχουν «ἐμπειρία» τοῦ Θεοῦ. Γιά ἐμᾶς, πού δέν ἔχουμε ἐμπειρίες θέωσης, ἡ αἴσθηση τῆς ἀγάπης του εἶναι μία καθημερινή πραγματικότητα. Στήν μικρή ἄσημη καθημερινότητά μας ἡ παρουσία του εἶναι αἰσθητή σάν βοήθεια. Χωρίς τήν ἄπειρη ἀγάπη του θά ἦταν τεράστιο τό βάρος τῆς ζωῆς. Ἡ ἀγάπη του Θεοῦ ψηλαφίζεται, καί ἀπό μόνη της εἶναι λόγος νά ζεῖς αὐτή τἠν ζωή.