«Έδωκεν ο Θεός εις τον άνθρωπον,
πρόσωπον εστραμμένον προς τον ουρανόν»
(Λατινικό απόφθεγμα)
Ο τρόπος ζωής που επιλέγει ο άνθρωπος κόντρα στο θέλημα του Θεού, εκδηλώνεται μέσω της αποστασίας. Γιατί η τήρηση και στάση σε απόσταση από τον Θεό, δηλώνει μία αντιφρόνηση προς τον λόγο του Θεού. Κηρύσσει μία επανάσταση, υποκινεί μία ανταρσία. Αποστασία κατ’ ουσίαν, είναι η δημοσιοποίηση της έκδοσης του αποστασίου, δηλαδή του διαζυγίου μεταξύ Θεού και ανθρώπου, κατόπιν διακοπής της επικοινωνίας και των σχέσεων μεταξύ τους. Αποστασία είναι το ίστασθαι μακράν από τον Θεό, λόγω αποδημίας, αναχώρησης και μετακίνησης από τον κόσμο των θεϊκών εντολών. Οπότε αποστάτης είναι ο αντιφρονών, ο στασιαστής, ο επαναστάτης. Ο εχθρικά διακείμενος προς τον Θεό. Ο αντίθεος.
Σύμφωνα όμως με την φωνή του Ιησού που ακούστηκε κατά την πορεία του Σαύλου στη Δαμασκό, η αποστασία είναι μία επώδυνη διεργασία γι’ αυτόν που την μηχανεύεται, καθότι μοιάζει με λάκτισμα πάνω σε οξεία αιχμή, σε κεντριά. Αποστασία είναι μία γροθιά πάνω σε κοφτερό μαχαίρι. Αυτή η πράξη όμως είναι μία ματαιοπονία, καθότι δεν καταλήγει σε κάποιο ευεργετικό αποτέλεσμα για τον αποστάτη. Αντιθέτως αποτελεί ένα απονενοημένο διάβημα, μία απόπειρα αυτοκτονίας που θέτει τέρμα στην πνευματική ζωή του απέλπιδος ανθρώπου, προσφέροντάς την ως θυσία στον βωμό του αντιχρίστου. Όμως μία φωνή αγάπης και παρηγορίας ακούγεται εκείνη την ώρα με πρόθεση να αφυπνίσει τον ταλαίπωρο στασιαστή, ανακαλώντας τον στην τάξη: «Σαούλ, Σαούλ, τί μέ διώκεις;» (Πραξ. 26,14).
Αλλά το χρονικό της αποστασίας καταγράφεται από τα πρώτα κιόλας χρόνια της δημιουργίας του ανθρώπου, εκδηλούμενο απότομα και αναπάντεχα. Ο Θεός είχε άλλα «όνειρα» για το πλάσμα του, αλλά τα διέγραψε η άθλια πραγματικότης. Ενθρονισμένος ο πρώτος άνθρωπος επί γης, ως απόλυτος άρχων και μοναδικός βασιλέας, εξουσίαζε τα πάντα. Όμως κάποια στιγμή μέσα στον οίστρο της μοναρχικής του ακολασίας, ενοχλήθηκε, γιατί ένα δέντρο δεν ενέπιπτε στην επιστασία του και την απόλυτη δικαιοδοσία του, αλλά παρέμενε αυστηρά ιδιοκτησία του Θεού. Κι όμως ήταν το μόνο πράγμα που είχε κρατήσει ο Θεός για τον «εαυτό» του, μέσα στην ολοκληρωτική ακτημοσύνη του, αφού είχε παραχωρήσει τα πάντα στον άνθρωπο. Αλλά ο άπληστος, ο ακόρεστος, ο αισχρός και φιλήδονος άνθρωπος, απαιτούσε τα πάντα κάτω από την κυριαρχική του λαγνεία. Ποθούσε τα πάντα προς τέρψη των χαμερπών παθών του και ικανοποίηση των ταπεινών ενστίκτων του.
Ποθούσε ο Αχαάβ το αμπελάκι του φτωχού Ναβουθαί, την ώρα που είχε στην απόλυτη κατοχή του όλους τους αμπελώνες του βασιλείου και όμως σκότωσε αυτόν και τα παιδιά του, για να το σφετερισθεί άνανδρα ο ίδιος. Ο φονιάς. Ο άπληστος. Ο ιερόσυλος. Κατά τα άλλα όμως, βασιλέας, εκπρόσωπος του δικαίου και το πρότυπο του λαού.
Ποθούσε ο Δαβίδ, ο βασιλέας, ο μέγας ποιητής, ο καλλιεργημένος ψυχικά υμνωδός, την Βηρσαβεέ, την ξένη γυναίκα, την γυναίκα του στρατηγού Ουρία και τον «σκότωσε» στο πεδίο της μάχης, προκειμένου να λάβει εις τα ίδια αυτή. Ο Θεός όμως είχε δώσει εντολή ενωρίτερον «οὐκ ἐπιθυμήσεις τήν γυναίκα τοῦ πλησίον σου» (Εξ. 20,17). Αλλά οι ποικιλόρυθμοι ηγέτες και καθ’ όλα ιδιόρρυθμοι πάντοτε είχαν τον τρόπο τους να καταδυναστεύουν τους λαούς τους ψυχοσωματικά, παραμένοντες οι ίδιοι ασφαλείς, απαθείς και ανέγγιχτοι στο ηγεμονικό τους απυρόβλητο. Ειδικά στις μέρες μας, το επιτυγχάνουν ψηφίζοντας εν μια νυκτί, νόμους ανόμους μέσω των οποίων αποποινικοποιούν την παλιανθρωπιά τους, προκειμένου να διαφυλάξουν τα άθλια κουφάρια τους από την λαβίδα του εισαγγελέα. Νομίζουν δε οι άθλιοι, ότι με αυτόν τον τρόπο «αποστατούν» έννομα. Μάλλον δρουν εκ του ασφαλούς. Ο ευπρεπισμός της αμαρτίας σε πλήρη αθλιότητα. Λησμονούν ότι «Ἔστιν δίκης ὀφθαλμός ὅς τά πανθ’ ὁρᾶ» (Μένανδρος 4ος αιών π. Χ.).
Έτσι λοιπόν ο Αδάμ παρ’ όλο τον απέραντο πλούτο του και την ασύνορη ιδιοκτησία του, το ήθελε και αυτό το μοναδικό δέντρο. Το δέντρο του Θεού. Γιατί; Διότι ο μέγας αποστάτης Διάβολος, του σφύριξε στο αυτί της μεγαλαυχίας του, ότι το συγκεκριμένο ενέκλειε θαυματουργικές ιδιότητες: το δικαίωμα και τη δύναμη της ανάδειξης του ανθρώπου σε Θεό.
Όμως όταν βιαστούν οι νόμοι του Θεού και καταπατηθούν, τότε η θεϊκή συνείδηση κηρύττει έναν αμείλικτο πόλεμο κατά του εκμαυλιστού ανθρώπου. Στην προκειμένη περίπτωση, η παράβαση της θεϊκής εντολής και η γεύση του απηγορευμένου καρπού σήμανε την έκρηξη επανάστασης κατά του Θεού. Ήγειρε μία ανέντιμη ανταρσία που έθλιψε τόσο πολύ τον Θεό, ώστε «ἐνεθυμήθη ὁ Θεός, ὅτι ἐποίησε τόν ἄνθρωπον καί μετεμελήθη» (Γεν. 6,6). Πόνεσε ο Θεός βαθειά και μετεμελήθη! «Μετάνιωσε», γιατί έπλασε τον άνθρωπο. Αυτή η στάση του Θεού, αποτελεί την σκληρότερη «εκδίκηση» και τιμωρία του προς τον άνθρωπο. Όμως ο δρόμος της αποστασίας χαράχτηκε ανεξίτηλα στη σκέψη του υβριστού ανθρώπου και απέβη έκτοτε κανόνας στην ζωή των αντιθέων διωκτών. Των αναρχικών, που δεν ανέχονται καμία αρχή πάνω από το κεφάλι τους, προπάντων την αρχή του Θεού.
Έτσι μετά την πρώτη αποστασία του ο άνθρωπος, άρχισε να αποτραβιέται και να παραμένει μακριά από τον Θεό. Σε απόσταση. «Από μακρόθεν» πλέον «ο Πέτρος», παρακολουθεί τον Θεό, είτε από φόβο για την σωματική του ακεραιότητα, είτε από αισθήματα ενοχής, ένεκα των ποικιλωνύμων αρνήσεων, είτε από αισθήματα κατωτερότητος λόγω μη κατάληψης πρωτοκαθεδριών, γιατί οι εν λόγω διέρχονταν απαραιτήτως μέσα από τον Γολγοθά, οπότε δεν συνέφεραν. Αλλά ο Θεός για να μην αφήσει τον άνθρωπο να οδηγηθεί στην παντελή καταστροφή και τον πλήρη αφανισμό λόγω της ακατάσχετης ύβρεως του, ανέκοπτε τις αλαζονικές τάσεις και απόπειρές του, είτε με κατακλυσμούς, καταπνίγοντας την ασωτία και την θεϊκή πρόκληση, είτε με σύγχυση των γλωσσών, διαταράσσοντας την βλάσφημη επικοινωνία των επιδόξων οικοδόμων της βαβελικής αυθαιρεσίας.
Αποστασία! Ποιός την χαράσσει και την υποκινεί; Μα φυσικά ο βαρυποινίτης άνθρωπος, μέσα στο κάτεργο της έπαρσής του. Μέσα στην φυλακή από την οποία δεν έχει ελπίδα να δραπετεύσει, καθότι και ο πνιγμένος από τα μαλλιά του πιάνεται… Ποιος άλλος; Μα ο ίδιος, ο τιποτένιος δούλος, αυτός που του χάρισε ο Θεός τα χρέη του όλα, αλλά εκείνος γυρνά τώρα και τον απειλεί. Ο άνευ ουδεμιάς αξίας, ο ανάξιος της αγάπης του Θεού, ο υπόδουλος των παθών του, το κοινό έρμαιο, που έρχεται σε άμεση σύγκρουση με τον μακαρισμό του Χριστού, «μακάριοι οἱ πτωχοί τῶ πνεύματι». Γιατί μακάριος εν βαθυτάτη εννοία, είναι αυτός που έχει συναίσθηση της μικρότητός του έναντι στον Θεό. Αυτός που αισθάνεται πραγματικά την υλική και πνευματική αδυναμία του, έναντι στο υπέρτατο ον του δημιουργού, του ποιητού, του μεγάλου συνθέτου της παγκοσμίου αρμονίας. Αυτόν που έχει το «γνῶθι σαυτόν» κατά τους αρχαίους ή ακολουθεί την συμβολή του Μ. Βασιλείου «πρόσεχε σεαυτῶ».
Ας επιχειρήσουμε όμως μία διείσδυση μέσα στο κάστρο των υψηλών ιδεών και ας μελετήσουμε το αξίωμα, «τό ἔλασσον ἐν τῶ μείζονι», προς εξαγωγή ψυχωφελούς πορίσματος και διδακτικού συμπεράσματος. Ο Θεός είναι το μείζον και ο άνθρωπος το έλασσον. Ο Θεός είναι το «περιέχον» και ο κόσμος το «περιεχόμενον». Ο Θεός είναι το «άρχον» και ο άνθρωπος το «αρχόμενον». Ως εκ τούτου βάσει της αναλύσεως του προτέρου αξιώματος, το αρχόμενον πρέπει να υποτάσσεται στο άρχον και να προσβλέπει προς αυτό με δέος, με πτωχεία πνεύματος και ταπείνωση καρδιάς. Γιατί ο Θεός υπερηφάνους αντιτάσσεται και ταπεινούς χαριτώνει. Καί «ἐπί τίνα ἐπιβλέψω, ἀλλ’ ἤ ἐπί τόν ταπεινόν καί ἡσύχιον καί τρέμοντα τούς λόγους μου;» (Ησ. 66,2).
Κάπως έτσι λοιπόν ο Θεός παίρνει την απόφαση έκδοσης γραπτών εντολών, ώστε πλέον να μην αναιρείται, ούτε παραποιείται το θέλημά του. Προπάντων να μη νοθεύεται από τους επιδόξους παραχαράκτες. Έτσι, οι δέκα εντολές απετέλεσαν τον πρώτο γραπτό νόμο του Θεού, απέναντι στους ανθρώπους. Έρχεται με αυτόν τον τρόπο ο μέγας νομοθέτης, να επιστήσει την προσοχή στον υπερόπτη και απείθαρχο άνθρωπο, για να υποταχθεί στο θέλημα το θεϊκό, χωρίς παραχαράξεις και αλλοτριώσεις του ιερού νόμου. Χωρίς ανταρσίες και άθλιους εκπειρασμούς.
Τότε το δέντρο στον παράδεισο ήταν ένα. Λόγω απληστίας επιδειχθείσης όμως, από πλευράς ανθρώπου, ο Θεός τα αύξησε «τα δέντρα» σε δέκα. Όσο ο άνθρωπος θα απαιτεί πολλά, θα υφίσταται και πολλά δεινά και ανάλογες στερήσεις. Τόσο θα υπόκειται σε κανονισμούς και διατάξεις περαιτέρω με στόχο να συνθλίβεται ο υπερφίαλος εγωισμός του. Τρανό παράδειγμα η κορωνοϊκή δοκιμασία. Επέτρεψε ο Θεός να υποστεί ο αχάριστος άνθρωπος, ποικίλες στερήσεις και περιορισμούς, βιώνοντας μία ιδιόρρυθμη σκλαβιά –σκλαβιά σύγχρονης Αιγύπτου– για να αναγκασθεί, να θυμηθεί τις εντολές του. Για να αναγκασθεί «εἰς ἑαυτόν ἐλθών…» (Λουκ. 15,19).
Έτσι λοιπόν στην φάση αυτή ο Θεός, περιορίζεται στην γραπτή επίδοση του δεκαλόγου, μέσω του προφήτου του Μωυσή, με στόχο ο νόμος να φτάσει δίπλα στον άνθρωπο, ώστε να αναγκασθεί να τον ακούσει, να τον διαβάσει, αλλά προπάντων να τον τηρήσει, βιώνοντάς τον. Γιατί αλλιώς, ανισόρροποι και διεστραμμένοι άρχοντες, κακοί δυνάστες, τύραννοι μυσαροί, ολιγάρχες μεγάλαυχοι και δημοκράτες δικτάτορες, όπως σήμερα. Κατεβαίνοντας όμως ο προφήτης του Θεού από το ιερό βουνό εξαγνισμένος, με θεοπρεπή εμφάνιση ψυχοσωματική, έρχεται και προσκρούει στην ειδωλολατρική δίψα ενός λαού ευεργετηθέντος απόλυτα από τον ένα και μοναδικό Θεό. Βρίσκεται αντιμέτωπος μπρος στην θέα ενός χρυσού μόσχου και ακούει αλαλαγμούς γλεντοκόπων και μεθυσμένων ανθρωπίνων ομοιωμάτων. Αντικρίζει, μετά βαθείας λύπης και πόνου ψυχής, την απόλυτη άφρενη κατάπτωση ενός λαού. Του λαού που ηγείτο. Μάλλον ενός κοινού όχλου, που τον απελευθέρωσε ο Θεός από την σκλαβιά της αμαρτωλής Αιγύπτου και του έδωσε το δικαίωμα ο ίδιος ο Θεός, να καταδικάσει μετέπειτα σε σταύρωση τον μονάκριβο γιό του, αφήνοντας ελεύθερη και πάλι την αμαρτία και το αισχρό έγκλημα. Τον Βαραββά. Έτσι μέσα στην οργή του ο Μωυσής, πετάει κάτω τις πέτρινες πλάκες, τις χαραγμένες αμφίπλευρα με τον νόμο του Θεού, από τον ίδιο τον Θεό, «σχίζοντας τα ιμάτια του» και σκεπτόμενος μελαγχολικά, ότι αυτός ο λαός τιμά τον Θεό μόνο με λόγια, ενώ κατ’ ουσίαν παραμένει ένας δολοφονικός όχλος. Μία ελεεινή σπείρα… Σπάζει λοιπόν ο Μωυσής τις πλάκες κομματιάζοντάς τες. Νωρίτερα όμως, ενώ ο προφήτης ήταν πάνω στο βουνό, αυτός ο λαός έκοβε με προκλητικό τρόπο τα πνευματικά νήματα που συνέδεαν ψυχικά τον ίδιο με τον σωτήρα Θεό, κτίζοντας και προσκυνώντας τετράποδα άψυχα. Οι σχέσεις διεταράχθησαν άμεσα και η συμφωνία καταλύθηκε. Ξανά ιερός πόλεμος. Ο αποστάτης άνθρωπος κατά του Θεού. Αυτή η άθλια ιστορία συνεχίζεται μέχρι των ημερών μας, χωρίς ουσιαστικές διαφοροποιήσεις. Και πάλι μία ελεεινή πορεία προς Δαμασκό που ποθεί σφοδρά την εκδίκηση, χωρίς να ποθεί συνάντηση με τον Θεό.
Παρ’ όλα αυτά ο Θεός κάμπτεται λόγω των προσευχών των ανθρώπων του και δεν καταστρέφει τον λαό που έβγαλε από την σκλαβιά της Αιγύπτου. Στέλνει χρόνια ολόκληρα τους προφήτες του και ποδηγετεί τον λαό ποικίλως, ελέγχοντάς τον σκληρά, όταν απαιτείται. Αλλά και αυτούς τους προφήτες, «η Ιεζάβελ» τους σκότωσε προκλητικά.
Τελικά ο Θεός πήρε την τελεσίδικη απόφαση να στείλει τον γιό του τον μοναδικό κάτω στη γη, να επισκεφθεί τον αμπελώνα του, να επιστατήσει επιτηρώντας την καλλιέργεια και προτείνοντας νέες μεθόδους περιποίησης της πνευματικής γης, να αυξήσει την ψυχική σοδιά. Πράγματι ο γιός ήλθε στη γη σαν ένας κοινός θνητός, απρόσδεκτος, ανεπιθύμητος, διωκόμενος, αμφισβητούμενος, λοιδορούμενος, βασανιζόμενος και εν τέλει οδηγήθηκε ως πρόβατον επί σφαγή, πάνω σε ένα ξέχωρο βωμό. Στο ικρίωμα, για να σταυρωθεί. Γιατί; Γιατί η πρότυπη καλλιέργεια της ψυχής που δίδαξε και ενσάρκωσε με την προσωπική του ζωή και το παράδειγμά του, επειδή ενυδατωνόταν από τον αιμαγωγό, λόφο του Γολγοθά, δεν έγινε αποδεκτή στους φυγόπονους ανθρώπους. Προτίμησαν τους αγρούς τους να τους κρατήσουν άγονους και ξερικούς. Μέσα στην πνευματική ολιγωρία, στην κηφηνοειδή απραξία, στην άνευ κόπων, ιδρώτος και βασάνων ζωή. Προπάντων δε η βασιλεία του Θεού δεν τους συγκίνησε ποσώς, καθότι προτιμούσαν τους επίγειους βασιλείς. Αυτούς που τους εξέφραζαν καθ’ όλα. Τους πόρνους, τους μοιχούς, τους ψυχανώμαλους, τους πυρομανείς, τους φονιάδες, της ψυχής και του σώματος των λαών. Έτσι συμβιβάζονταν άριστα με τα επίγεια είδωλα, αυτά που τους κρατούσαν στην ηθική αποχαύνωσή τους. Στο κτηνώδες μαρκάρισμά τους και στην δουλική αριθμοποίησή τους, για να αποσπούν υψηλή εμπορικότητα στα σκλαβοπάζαρα των μεγιστάνων.
Όμως ο Θεός φτάνοντας σε κατάσταση ιερής απογοήτευσης, ξεσπά σε θρήνο…
«Λαέ μου τι κακό σου έκανα; Σε τι πράγμα δεν σου φέρθηκα σωστά; Έδωσα το φως στους τυφλούς σου, καθάρισα τους λεπρούς σου, ορθοπόδησα τους παραλυτικούς σου και εσύ μου έδωσες χολή αντί για μάννα, όξος αντί για νερό. Αντί να με ευχαριστήσεις, με κάρφωσες πάνω στον σταυρό. Δεν σε αντέχω άλλο…»
Άκουσε λοιπόν αποστάτη άνθρωπε! Εγώ είμαι ο ένας και μοναδικός Θεός πάνω στη γη και διαφεντεύω και όλο το υπόλοιπο σύμπαν. Εσύ όμως προτίμησες χρόνια ολάκερα να προσκυνάς μόσχους. Τότε μεν τετράποδους, τώρα δε και δίποδους. Το πρόσωπό σου αντί να το έχεις στραμμένο ψηλά στους ουρανούς, το έχεις μόνιμα καθηλωμένο στο χώμα. Σε αυτό που είσαι και αυτό που σε εκφράζει. Κάπως έτσι με έδιωξες από την ζωή σου, γιατί κατά την γνώμη σου, σε καταδυνάστευα. Τώρα όμως σκλαβώθηκες ολοτελώς από επίγειους δυνάστες, ακολουθώντας αγόγγυστα και κατά γράμμα τα θελήματά τους. Αυτών και των κυρίων τους. Και δεν διαμαρτύρεσαι….