«Καὶ ἀπάντησε ὁ Θωμὰ καὶ τοῦ εἶπε: Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου»
(Ἰω. κ΄28)
Ὅταν μπῆκε ὁ Χριστὸς στὴ σύναξη τῶν μαθητῶν Του, ἐνῶ οἱ πόρτες ἦταν κλεισμένες, ὁ Θωμᾶς ἔλειπε μονάχα. Ἦταν κι αὐτὸ ἔργο τῆς θείας οἰκονομίας· ἡ ἀπομάκρυνση τοῦ μαθητῆ νὰ προξενήσῃ περισσότερη βεβαιότητα γιὰ τὴν ἀνάσταση. Διότι, ἄν ἦταν μαζὶ ὁ Θωμᾶς, δὲ θὰ εἶχε βεβαία ἀμφιβολία κι ἄν δὲν είχε ἀμφιβολία δὲν θὰ ζητοῦσε μὲ ἐπιμονὴ καὶ ἄν δὲ ζητοῦσε δὲ θὰ ψηλαφοῦσε. Ἄν, ὅμως, δὲν ψηλαφοῦσε δὲ θὰ ὡμολογοῦσε Κύριο καὶ Θεό, κι ἄν δὲν ὡμολογοῦσε Κύριο καὶ Θεό, τὸ Χριστό, δὲ θὰ εἶχαμε ἐμεῖς διδαχθεῖ νὰ τὸν δοξολογοῦμε μ΄ αὐτὸν τὸν τρόπο.
Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου