«Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ»
Στήν Μονή μας, τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου, τήν ἡμέρα τοῦ Πάσχα τοῦ ἔτους 1976, ἦλθε μέ μιά ὁμάδα Σιμωνοπετριτῶν Πατέρων καί ἕνας νεαρός, ὀνόματι Γεώργιος. Εἴχαμε ἀκούσει γι'αὐτόν καί κάτι ἀπό τήν ἱστορία τῆς ζωῆς του. Τότε λοιπόν, πού ἦλθε στήν Μονή μας, δέν χάσαμε τήν εὐκαιρία νά τόν πλησιάσουμε μέ πρῶτο τόν γράφοντα αὐτές τίς γραμμές γιά νά μάθουμε λεπτομερέστερα τά τῆς ζωῆς του. Ὁ ἴδιος λοιπόν μᾶς διηγήθηκε τά ἑξῆς.
Γεννήθηκε στήν Αὐστραλία ἀπό ἕλληνες ὀρθοδόξους γονεῖς, χωρίς ὅμως οἱ ἴδιοι νά ἔχουν κάποια στενή σχέσι μέ τήν Ἐκκλησία. Ὅταν τό παιδί τους γεννήθηκε, μετά ἀπό κάποιο διάστημα, τό ἐβάπτισαν μέ τό ὄνομα Γεώργιος. Ἐπηρεασμένοι προφανῶς ἀπό τό κοσμικό πνεῦμα καί τήν δρᾶσι τῆς μαγείας, πού ἔχει ἐπεκταθῆ παντοῦ, ἐθεώρησαν καλό νά στείλουν τό παιδί τους στήν Ἰνδία γιά νά ἀνέλθη στ΄ἀνώτατα ἀξιώματα τῆς θρησκευτκῆς ἱεραρχίας τῆς μαγείας. Ἔτσι εἶχαν ἀκούσει καί ὄντας ἀμύητοι στά τῆς ὀρθοδόξου πίστεως καί ζωῆς, ὅταν τό παιδί τους ἔφθασε στήν ἡλικία τῶν τριῶν ἐτῶν, τό συνώδευσαν καί τό ἄφησαν στούς κορυφαίους μάγους τῆς Ἰνδίας.
Ἐκεῖ ὁ Γεώργιος, μέσα σέ 12 χρόνια, μυήθηκε στά μαγικά μυστήρια τῆς μαύρης καί λευκῆς μαγείας, ἔμαθε ἑπτά νεκρές γλῶσσες ἀρχαίων λαῶν, ἔμαθε νά ὁμιλῆ τήν ἀραμαϊκή γλῶσσα πού μιλοῦσε στήν ἐποχή του ὁ Χριστός. Ἐγνώρισε ὅλη τήν φιλοσοφία τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων καί ἄλλων φιλοσόφων τῆς ἀρχαιότητος. Ἔφθασε σέ ὕψη γνώσεως τῶν δαιμονικῶν μυστηρίων καί ἔλαβε τό ἀξίωμα ἀπό τούς διδασκάλους του τοῦ ἀνωτάτου ἄρχοντος-μάγου, τοῦ πατριάρχου θά ἐλέγαμε ἐμεῖς τῆς μαγείας.
Ὅταν ἔφθασε στήν ἡλικία τῶ 15 περίπου ἐτῶν, ἐζήτησε νά ἐπισκεφθῆ τούς γονεῖς του, μέ τούς ὁποίους συχνά ἐπικοινωνοῦσε. Ἐπῆγε στήν Αὐστραλία καί ἐκεῖ ἄρχισε νά ἐπιδεικνύη στούς ἄλλους τίς ἱκανότητές του Οἱ ἄνθρωποι τόν ἀκολουθοῦσαν κατά ἑκατοντάδες παραξενεμένοι καί συνεπαρμένοι.
Κάποια ἡμέρα εἶδε ὁ Γεώργιος ἕνα ὀρθόδοξο ἱερέα στόν δρόμο. Τόν ἐρώτησε ποιός εἶναι καί τί δουλειά κάνει. Ὁ ἱερεύς τοῦ ἀπήντησε σχετικά ὅτι εἶναι δοῦλος καί λειτουργός τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ. Ὁ νεαρός τοῦ εἶπε ὅτι ἀληθινός θεός εἶναι μόνο αὐτός πού ὁ ἴδιος πιστεύει καί ἀκολουθεῖ. Τελικά μέ πρότασι τοῦ Γεωργίου ἔφθασαν μέ τόν ἱερέα στό σπίτι του. Ἐκεῖ ὁ Γεώργιος εἶπε τοῦ ἱερέως. 'Απόδειξέ μου ὅτι ὁ δικός σου Θεός εἶναι ἀληθινός. Ὁ ἱερεύς τοῦ εἶπε. Ἀπόδειξε πρῶτα ἐσύ ὅτι ἀληθινός θεός εἶναι ὁ δικός σου καί μετά θά σοῦ ἀποδείξω καί ἐγώ. Τότε ὁ Γεώργιος ἄρχισε νά κάνη τά διάφορα μαγικά του. "Θέλετε νά ἔλθη ἕνα ποτήρι στά χέρια μου γεμᾶτο νερό; Διέταζε τά δαιμόνια, πού τόν ἀκολουθοῦσαν σάν δοῦλοι του καί τοῦ ἔφερναν τό νερό ἀπό τήν βρύσι, χωρίς οἱ ἄλλοι νά βλέπουν τίς μορφές καί τίς κινήσεις τους. Μόνο ὁ Γεώργιος εἶχε μαζί τους ζωντανή καί ὁρατή ἐπικοινωνία. Τούς ἔλεγε. "Θέλετε νά φύγη ἀπό μπροστά σας αὐτός ὁ τοῖχος τοῦ σπιτιοῦ νά γίνη τζάμι καί νά βλέπετε ἔξω πῶς κινοῦνται τά αὐτοκίνητα καί ὁ κόσμος; Καί ἀμέσως ὁ λόγος του γινόταν ἔργο. Τότε ὁ ἱερεύς, χωρίς νά ταραχθῆ, τοῦ εἶπε. Πάρε αὐτό τό ἀντικείμενο καί φόρεσέ του καί δοκίμασε πάλι νά κάνης, ὅσα ἔκανες προηγουμένως. Ἔβγαλε, λοιπόν, ἀπό τόν λαιμό του καί τοῦ ἔδωσε τόν σταυρό του. Τόν φόρεσε ὁ Γεώργιος καί προσπάθησε νά κάνη τά ἴδια, ἀλλά τότε τά διαμόνια, περίπου 50, ἐστάθησαν μακριά του καί τοῦ ἐφώναζαν σπαρακτικά.
-Πέταξε αὐτό πού ἐφόρεσες, διῶξε αὐτόν πού ἔχεις δίπλα σου καί τότε θά ἔλθουμε πάλι ἐμεῖς νά σέ ὑπηρετήσουμε.
-Μά ἐσεῖς δέν μοῦ εἴπατε ὅτι εἶσθε παντοδύναμα πνεύματα;
-'Εμεῖς κυβερνοῦμε ὅλο τόν κόσμο καί μόνο ἕνα κομμάτι τῆς γῆς δέν εἶναι δικό μας.
-Ποῦ εὑρίσκεται αὐτό;
-Εὑρίσκεται στήν Ἑλλάδα καί λέγεται Ἅγιον Ὄρος, ἀλλά καί ἐκεῖ κάτι τρελλοί καί παλαβοί κατοικοῦν.
'Ακούοντας τά ἀποκαλυπτικά λόγια τῶν δαιμόνων ὁ Γεώργιος, τά ὁποῖα εἶπαν προφανῶς ἀναγκασθέντες ἀπό θεία δύναμι, ἐζήτησε νά μάθη ποῦ εἶναι τό Ἅγιον Ὄρος. Πρίν ἔλθη στήν Ἐλλάδα, ἐπῆγε στήν Σουηδία γιά νά γνωρίση τήν γιαγιά του, τήν μητέρα τοῦ πατέρα του, τήν ὁποία δέν εἶχε γνωρίσει. Μετέβη ἐκεῖ, ἔμεινε μαζί της ἕνα χρόνο καί ἐκεῖ ἔμαθε ἀρκετά τήν ἑλληνική γλῶσσα. Κατόπιν ἔφθασε στήν Ἑλλάδα καί κατευθύνθηκε πρός τό Ἅγιον Ὄρος. Φθάνοντας στήν Οὐρανούπολι, ἔβλεπε νά τόν συντροφεύουν δύο δαιμόνια. Ἔλεγαν μεταξύ τους. θά χάσουμε τό ἀφεντικό μας. " Ὄχι, δέν τόν χάνουμε, εἶναι γιά πάντα δικός μας, τοῦ ἀπαντοῦσε τό ἄλλο δαιμόνιο. Ἐκεῖ διεφώνησαν μεταξύ τους καί χτυπήθηκαν ἄσχημα. Τελικά δέν μπῆκαν μέσα στό Ὄρος σάν συνοδοί τοῦ Γεωργίου.
Ἀνεβαίνοντας στίς Καρυές ὁ Γεώργιος, μέ συστάσεις Χριστιανῶν, ἐπῆγε κατ'εὐθεῖαν στόν Γέροντα Παΐσιο. Τότε ἔμενε στήν περιοχή τῆς Μονῆς Σταυρονικήτα. Τόν καλοδέχθηκε καί τόν ἔβαλε νά καθίση. Μέχρι νά πάη στήν κουζίνα γιά νά βάλη λουκούμι καί νερό, οἱ δαίμονες τόν εἶχαν ἁρπάξει τόν Γεώργιο καί τόν εἶχαν κυλήσει κάτω στήν χαράδρα σέ στιγμές δευτερολέπτων. Δηλαδή, ὅταν ἐπέστρεψε στό ἀρχονταρικάκι ὁ Γέρο-Παΐσιος, εἶδε τόν Γεώργιο καταπληγωμένο καί τά ροῦχα του γεμᾶτα μέ ἀγκάθια καί χώματα. Τόν ἐρώτησε καί κατάλαβε τί εἶχε συμβῆ.
Μετά στάθηκαν νά κουβεντιάσουν. Τοῦ λέγει ὁ Γεώργιος:
-Πές μου ἐσύ ποιά δύναμι ἔχει ὁ Θεός σου.
-Ὁ δικός μου Θεός εἶναι ταπεινός, τοῦ λέγει ὁ Γέροντας, ἀλλά δεῖξε μου ἐσύ τόν δικό σου θεό.
-Νά, θέλεις αὐτή τήν πέτρα νά τήν κάνω τρία κομμάτια;
-'Εε καί τί εἶναι αὐτό! Καί ὁ δικός μου Θεός ἠμπορεῖ νά τό κάνη αὐτό. Ἐσταύρωσε λοιπόν τήν πέτρα ὁ Γέρο Παΐσιος στό ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος καί ἀμέσως ἡ πέτρα ἐσχίσθηκε στά τρία κομμάτια. Ἀπόρησε ὁ Γεώργιος καί ἄρχισε νά τόν ἐρωτᾶ πλέον μέ εἰλικρινές ἐνδιαφέρον γιά τόν δικό του Θεό. Ἀπό τήν συζήτησί τους, δέν ἠμποροῦσε νά καταλάβη ὁ Γεώργιος γιά τήν ἀρετή τῆς ταπεινώσεως τίποτε, διότι εἶχε μέσα του συγκάτοικο ὁλόκληρο τόν σατανᾶ, πού εἶναι τό πνεῦμα τῆς ὑπερηφανείας.
Ἔμεινε ἐκεῖ περίπου μία ἑβδομάδα, ἄκουσε πολλά ἀπό τά θαυμάσια τοῦ Θεοῦ ὁ Γεώργιος καί ἔπειτα ἐπῆγε στήν Σιμωνόπετρα. Τόν καλοδέχθηκαν ὁ ἡγούμενος π. Αἰμιλιανός καί οἱ Πατέρες. Ἐκεῖ τόν ἔχρισαν καί ἔκαμε στόν Ἡγούμενο τήν πρώτη του ἐξομολόγησι, δηλαδή τοῦ εἶπε ὁλόκληρη τήν ζωή του. Στήν Μονή αὐτή ἔμεινε περί τούς 6 μῆνες. Στό διάστημα αὐτό ἦλθε καί στήν Μονή μας, τήν ἡμέρα τοῦ Πάσχα.Ὁ Γέροντας, μετά ἀπό κάποιο διάστημα, τοῦ ἐπέτρεψε νά κοινωνήση. Ὅμως ὁ διάβολος, ὅπως μοῦ ἔλεγε ὁ ἴδιος ὁ Γεώργιος, τοῦ ἐμφανιζόταν κάθε βράδυ τά μεσάνυκτα σάν ἕνα θηρίο μέ φουντωτή οὐρά ἀπό τήν ὁποία ἐξεπέμπετο φωτιά καί τόν κτυποῦσε πολύ δυνατά καί τόν ἔκαιγε. Μάλιστα τόν ἐρωτοῦσε ὀργισμένος. "Γιατί μᾶς ἐγκατέλειψες; Τόσα μυστικά, τόση σοφία, τόσες τέχνες σέ ἐμάθαμε! Γιατί τώρα θέλεις νά ἀκολουθήσης ἄλλο θεό;"
Κάθε πρωΐ ὁ Γεώργιος δέν ἠμποροῦσε νά κινήση, οὔτε χέρια, οὔτε πόδια ἀπό τό ξύλο. Ὁ Γέροντας τῆς Μονῆς τοῦ ἔβαλε νά φορῆ στό στῆθος σταυρό. Καί ἀπορίας ἄξιον ἦτο τό γεγονός, ὅτι τίς νύκτες ὁ σταυρός ἦτο κάτω στό πάτωμα.
Μετά τό ἑξάμηνο στήν Σιμωνόπετρα ὁ Γεώργιος βγῆκε στήν Θεσσαλονίκη νά βρῆ δουλειά καί νά ἐγκατασταθῆ ἐκεῖ. Κάποτε οἱ μάγοι τῆς Ἰνδίας μαθαίνοντας ἀπό τόν διάβολο ὅτι ὁ Γεώργιος ἦτο στήν Ἑλλάδα, ἦλθαν νά τόν συναντήσουν. Τόν συνάντησαν ἔξω ἀπό τήν θεολογική σχολή Θεσσαλονίκης. Τοῦ ἐζήτησαν ἐξηγήσεις καί τόν περεκάλεσαν νά γυρίση πίσω στήν πατρίδα τους. Ἐκεῖνος ἀρνήθηκε καί ἠθέλησαν νά τόν πάρουν διά τῆς βίας. Τότε ὁ Γεώργιος, ὁ ὁποῖος ἐγνώριζε καί "καράτε" τούς ἐκτύπησε καί τούς ἄφησε πεσμένους στήν ἄσφαλτο καί ἐξαφανίσθηκε. Ἔκτοτε δέν γνωρίζουμε ποῦ εὑρίσκεται. Ἴσως νά γνωρίζουν νεώτερα γι'αὐτόν οἱ πατέρες τῆς Σιμωνόπετρας.
Μον.Δαμασκηνός Γρηγοριάτης
Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου