Παιδεύτηκα πολὺ ἐντός μου γιὰ τὴν σύνταξη τοῦ παρόντος κειμένου, στὸ πλαίσιο τοῦ ὁποίου ἐκφράζω τὴν δυσαρέσκειά μου γιὰ τὴ στάση τῆς διοικούσας Ἐκκλησίας στὸ θέμα τῆς ἐξελισσόμενης καὶ σὲ μερικὴ ὕφεση ὑγειονομικῆς κρίσης. Δὲν εἶμαι ἱκανοποιημένος, ὅπως καὶ χιλιάδες ἄλλοι πιστοί, ἀπὸ τὴ στάση ὁρισμένων Ἱεραρχῶν κατὰ τὴν δύσκολη περίοδο τῶν δύο καὶ πλέον τελευταίων ἐτῶν.
Τολμῶ νὰ πῶ ὅτι ἐνίοτε οἱ ποιμαίνουσα Ἐκκλησία κυνηγᾶ πελάτες. Οὐσιαστικά, πολλὲς ἀπὸ τὶς δογματικὲς ἀλήθειές της τὶς ἀποσιώπησε τεχνηέντως, γιὰ νὰ μὴ ρίξει λάδι στὴ φωτιὰ ἢ παρουσίασε τὴν δογματικὴ τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μὲ τέτοιο τρόπο ποὺ νὰ μὴ ἔλθει σὲ ἄμεση ἀντιπαράθεση μὲ τὸ Κράτος. Σὲ μία, ὅμως, ἀκατήχητη, ἀδιάφορη, ἄθεη, εἰδωλολατρική, ὁδεύοουσα ὁλοταχῶς πρὸς τὸν μεταμοντερνισμὸ κοινωνία ὄφειλε νὰ εἶναι πιὸ συνετὴ μὲ τὶς ἐπιλογές της. Ὅταν ἡ Ἐκκλησία συνηθίζει στὴν οἰκονομία, ἡ ἀκρίβεια πάει περίπατο καὶ λησμονεῖται. Στὸ τέλος μένει μόνο ἡ οἰκονομία καὶ μία ἀλλοιωμένη πίστη, ἀφοῦ ὅταν στὸ κρασὶ βάζει κανεὶς συνέχεια νερό, στὸ τέλος θὰ πιεῖς μόνο νερό.
Πιὸ συγκεκριμένα, θὰ ξεκινήσω μὲ ἀναφορὰ σὲ συγκεκριμένα πρόσωπα, ποὺ ὁ λόγος τους δίχασε καὶ σίγουρα δὲν ἦταν ἐκκλησιαστικός. Ὁ Μητροπολίτης Δωδώνης Χρυσόστομος μὲ σόκαρε, ὅταν ἔκανε λόγο γιὰ «ψεκασμένους» πιστοὺς καὶ «παρλαπίπες» ἱερεῖς. Δηλαδὴ ὄχι μόνο ἐπιτέθηκε σὲ μέρος τοῦ σώματος τῶν πιστῶν, ἀλλὰ καὶ κατὰ τοῦ ἴδιου τοῦ γένους του, τῶν κληρικῶν, σὲ μία περίοδο ποὺ ὅλοι εἶχαν κάτι νὰ προσάψουν στὸν κλῆρο. Μά, ὅταν ἕνας κληρικός, καὶ δὴ ποιμένας, τολμᾶ νὰ μιλάει ἔτσι, τί νὰ περιμένει κανεὶς ἀπὸ τὸν δημοσιογραφικὸ καὶ πολιτικὸ ὄχλο; Καὶ μία ὁλόκληρη Σύνοδος τοῦ ἐπέτρεψε γιὰ μέρες νὰ μιλᾶ, ἀντὶ νὰ τὸν μαζέψει!
Ὁ δὲ Μητροπολίτης Μεσσηνίας Χρυσόστομος εἶπε μὲ περισσὴ ἄνεση ὅτι ὅποιος δὲν προχωρήσει στὸν ἐμβολιασμό του δὲν ἀγαπᾶ τὸν πλησίον του καὶ δὲν εἶναι καλὸς χριστιανός, ἐννοώντας ὅτι μὲ τὴ στάση του ὁ πιστὸς ὀφείλει νὰ συμβάλλει στὴν ἀνακοπὴ τῆς πανδημίας καὶ νὰ μὴ διαιωνίζεται ὁ κύκλος τῶν θανάτων. Σαφέστατα, εἶναι μία ἐνδιαφέρουσα καὶ ἀνθρωπιστικὴ τοποθέτηση. Ἀλλὰ δὲν μπορεῖ νὰ χαρακτηρίζει ὡς κακὸ χριστιανὸ ὅποιον δὲν ἐπιθυμεῖ τὸν ἐμβολιασμό του. Ἔχει μήπως ὁ Σεβασμιώτατος ἄνωθεν πληροφορία;
Καὶ πολλοὶ ἄλλοι ἱεράρχες, ὅπως -ἐνδεικτικὰ ἀναφέρω- ὁ Σιδηροκάστρου Μακάριος ἢ ὁ Πειραιῶς Σεραφείμ, τολμῶ νὰ πῶ ὅτι δὲν στάθηκαν στὸ ὕψος τους. Ἐν τέλει, τὸ αὐτεξούσιο ὑποτάσσεται στὴ Σύνοδο; Ὑπάρχει ἢ δὲν ὑπάρχει αὐτεξούσιο; Οἱ Ἱεράρχες εἶναι εἰς τόπον, τύπον καὶ τρόπον Χριστοῦ, ἢ ὁ ἴδιος ὁ Χριστός; Δὲν ἐπέδειξε τὴν ἴδια δυναμικότητα ὁ Μητροπολίτης Πειραιῶς ποὺ κατὰ τό παρελθὸν εἶχε κάνει χρήση γιὰ ἄλλα θέματα καὶ λύπησε πολλούς! Ὁ δὲ λόγος του πολλὲς φορὲς γίνεται κατανοητὸς μόνο ἀπὸ θεολόγους, φιλολόγους καὶ νομικούς, ὥστε ἀκόμα καὶ οἱ θεολογικὲς ἀλήθειες ποὺ ἐκφράζει νὰ μὴ γίνονται κατανοητὲς στὸ μέσο πιστό, καὶ σίγουρα ὄχι ἀπὸ τοὺς ἐκτὸς ποιμνίου.
Οἱ δημοσιογράφοι μᾶλλον φοβίζουν τοὺς Ἱεράρχες, καθὼς οἱ πρῶτοι βυθισμένοι στὴν ἀναίδεια, τὴν ἀήθεια καὶ τὴν ἔλλειψη κατήχησης ἐπιτίθενται μὲ κάθε εὐκαιρία στὴν Ἐκκλησία, μὲ ἔμφαση στὴ διοίκησή της. Πιστεύω ὅτι φοβήθηκαν οἱ Ἱεράρχες συγκεκριμένα πρόσωπα, τὰ ὁποῖα ἔτσι καὶ ἀλλιῶς ἀδιαφοροῦν γιὰ τὰ περὶ τῆς πίστεως. Εἶναι σαφὲς ὅτι πλεῖστοι ἐκ τῶν δημοσιογράφων τῆς χώρας εἶναι σκοταδιστὲς καὶ δὲν σέβονται τὴν Ἐκκλησία. Εἶναι σαφὲς ὅτι ἡ θεολογικὴ ἐπιστήμη δὲν ἀντιμετωπίζεται πολλὲς φορὲς ὡς ἐπιστήμη. Εἶναι σαφὲς ὅτι ἡ Ἐκκλησία χρησιμοποιεῖται γιὰ τὴν ἐπίτευξη συγκεκριμένων πολιτικῶν στόχων, καὶ δὲν δείχνεται σεβασμὸς στὸ Δόγμα της ἢ τοὺς Κανόνες της. Καὶ ἀντὶ νὰ ἔχουμε μία στρατευόμενη διοικοῦσα Ἐκκλησία, ποιμαινόμαστε -ἐνίοτε-ἀπὸ μία φοβισμένη διοικοῦσα Ἐκκλησία.
Ἐκοιμήθη ἕνας ἄξιος, ταπεινὸς Ἱεράρχης ὁ Αἰτωλίας καὶ Ἀκαρνανίας Κοσμᾶς. Γιὰ ἡμέρες ἐμπαιζόταν γιὰ τὴ στάση του ἀπὸ τὸν δημοσιογραφικὸ ὄχλο. Καὶ οἱ λοιποὶ ποιμένες ἀπόντες, ἂν ἐξαιρέσει βέβαια κανεὶς τὸν Δωδώνης Χρυσόστομο ποὺ γιὰ ἄλλη μία φορά κέντησε μὴ τιμώντας τὸ ἐπώνυμό του καὶ τὸν συνάδελφό του. Καὶ βέβαια εἶναι ἀπὸ τοὺς ἀγαπημένους τῶν τηλεοπτικῶν ἐκπομπῶν, ἀφοῦ λέει ὅσα βρίσκουν σύμφωνους τοὺς πολιτικούς, τοὺς δημοσιογράφους καὶ τοὺς προβεβλημένους γιατροὺς τῆς περιόδου ποὺ διανύουμε.
Πολλοὶ δὲν ἔχουν καταλάβει ἀκόμα ὅτι δὲν ἀμφισβητεῖται ὁ τρόπος μετάδοσης τῆς Θείας Κοινωνίας, ἀλλὰ τὸ ἴδιο τὸ περιεχόμενό της, ἡ ἴδια ἡ οὐσία τοῦ μυστηρίου. Ἀμφισβητεῖται ἡ ἱερότητα τῶν εἰκόνων, ἀμφισβητεῖται ἡ ἱερότητα τοῦ Ναοῦ, ἀμφισβητεῖται ἡ δράση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ τῶν ἀκτίστων θείων ἐνεργειῶν, ἀμφισβητοῦνται σχεδὸν ὅλες οἱ δογματικὲς ἀλήθειες τῆς Ὀρθοδοξίας. Ὥς καὶ οἱ Κανόνες προσεγγίζονται μὲ ἐλευθεριότητα, ὅπως αὐτὸς περὶ τοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα, τῆς Πενθέκτης Συνόδου, ποὺ συνιστᾶ κατὰ τὸ ἀρχαῖο τυπικὸ τὴν τέλεση τῆς Ἀνάστασης κατὰ τὸ μεταμεσονύχτιο. Καί, ὅμως, οἰκονομία στὴν οἰκονομία. Λείπει ἡ ἀποφασιστικότητα! Τὸ μειλίχιο, ἀγαπητικὸ καὶ διπλωματικὸ πνεῦμα τοῦ ἀξιοτάτου Ἀρχιεπισκόπου Ἱερωνύμου ἀποδεικνύεται διαρκῶς μὴ γόνιμο, ὅταν ἔχεις νὰ συνδιαλλαγεῖς μὲ πολιτικοὺς καὶ δημοσιογράφους! Καὶ ἀφοῦ ἡ Ἐκκλησία ἀποδείχτηκε εὐπροσάρμοστη μία φορά, θὰ ὑπάρξει καὶ ἑπόμενη.
Ἢ τί νὰ πεῖ κανεὶς γιὰ τὴν εὐρύτερη ἐπιχειρηματολογία ὑπὲρ τῶν ὑγειονομικῶν μέτρων, τὰ ὁποῖα ἐγκαινίασαν μία νέα θεολογία. Κάποιοι τὴν χαρακτήρισαν ἄσηπτη θεολογία! Νὰ κλαίει καὶ νὰ γελᾶ κανεὶς ταυτόχρονα, ὅταν ἀναζητοῦνται θεολογικὰ ἐπιχειρήματα ὑπὲρ τοῦ ἐμβολίου, τῆς μάσκας, τοῦ ἀντισηπτικοῦ καὶ τῶν λοιπῶν προστατευτικῶν μέτρων, μπάς καὶ οἱ δύσπιστοι, οἱ φοβισμένοι, οἱ ὀλιγόπιστοι κ.τ.ο. περάσουν τὸ κατώφλι τοῦ Ναοῦ. Ποῦ εἶναι ὅλοι αὐτοὶ τώρα; Ἔρχονται στὴν Ἐκκλησία;
Μὲ μία ἐπιλεκτικὴ καὶ τραβηγμένη ἀπὸ τὰ μαλλιὰ θεολογία οἱ ποιμένες μας μία χαρὰ τὰ κατάφεραν. Ὁ γράφων ἔχει ἐμβολιαστεῖ, ἀλλὰ δὲν πείστηκε ὑπὲρ αὐτῆς τῆς πράξης του ἀπὸ τὶς ἀθεολόγητες τοποθετήσεις ὁρισμένων ποιμένων, οὔτε φυσικὰ ἀπὸ τὸν δαιμονικὰ μαινόμενο πολιτικό, δημοσιογραφικὸ καὶ ἰατρικὸ ὄχλο. Καὶ φυσικὰ ὁ γράφων δὲν δίστασε νὰ κοινωνήσει, νὰ ὑπάρξει ἐντὸς τοῦ ἱεροῦ Ναοῦ χωρὶς μάσκα, νὰ προσκυνήσει τὴν ἱερωσύνη τοῦ ἱερέως, νὰ ἀποδώσει τιμητικὴ προσκύνηση (ὄχι λατρευτικὴ) σὲ μία ἱερὴ εἰκόνα κ.λπ. Ἡ Ὀρθόδοξη Θεολογία δὲν προσαρμόζεται. Καὶ ἡ πολιτεία, ἡ ἰατρικὴ καὶ ἡ δημοσιογραφία πρέπει νὰ ἀπαγορευτεῖ νὰ εἰσέρχονται στὰ χωράφια της!
Μὲ λύπησε ἀκόμα, ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας, ὅτι προβάλλονται ἄνθρωποι, πού γίνονται καί Ἐπίσκοποι, οἱ ὁποῖοι ἀνήκουν στὸν κατάλληλο κύκλο καὶ εἶναι δεινοί στὶς δημόσιες σχέσεις. Τὰ «Βασιλεῦ Οὐράνιε, Παράκλητε…» καὶ «…ἐλθὲ καὶ σκήνωσον ἐν ἡμῖν…» καὶ «Πάντα χορηγεῖ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον…», πᾶνε αὐτά. Ἀποφασίζομεν καὶ διατάζομεν, καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἀκολουθεῖ! Ἂν ἀνήκεις στὸν κατάλληλο κύκλο καὶ διαθέτεις τὰ ἀνάλογα μέσα, ὅλα θὰ πᾶνε πρίμα σὲ προσωπικὸ ἐπίπεδο! Γιὰ τὴν Ἐκκλησία;
Πάντως γιὰ νὰ γίνει κανεὶς ἱερέας καὶ ἱεράρχης χρειάζεται νὰ εἶναι ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ. Ἡ Θεολογία κατὰ κύριο λόγο βιώνεται, μολονότι ἡ χαρισματικὴ Θεολογία λησμονήθηκε στὰ χρόνια τῆς πανδημίας, καὶ συχνὰ παραθεωρεῖται ἔναντι τῆς ἀκαδημαϊκῆς. Εἶναι δὲ τραγικὸ νὰ ἔχουν λόγο περὶ τῆς ἱερῆς θεολογικῆς ἐπιστήμης καὶ τῆς Ἐκκλησίας ἄνθρωποι ποὺ θέλησαν νὰ γίνουν ἱερεῖς μὲ μόνο στόχο τὸ ἐγκόλπιο καὶ τὴ μίτρα! Ἀγαποῦν τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία Του, ἢ τὸ δεσποτιλίκι;
Τραγικὰ φαινόμενα! Καὶ μετὰ πολλοὶ ἀποροῦν γιὰ τοὺς νέους ποὺ ἀπομακρύνονται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Οἱ Ἱεράρχες καὶ οἱ ἄγαμοι καριερίστες κληρικοὶ -ἐκτὸς ἐξαιρέσεων πάντοτε- τοὺς ἀπομακρύνουν καὶ στὸ τέλος θὰ μείνουν νὰ ποιμαίνουν ἄδειες καρέκλες. Ἐκτὸς ἐξαιρέσεων, ἐπίσης, οἱ ἄπιστοι καὶ οἱ δύσπιστοι θὰ παραμείνουν ἄπιστοι καὶ δύσπιστοι. Τὸ Κράτος τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς ἐκκοσμίκευσης γιγαντώνεται καὶ κανεὶς δὲν θὰ ἀφήσει τὰ πάθη καὶ τὶς ἐπιθυμίες του, γιὰ νὰ ἀσχοληθεῖ μὲ τοὺς «ἀμόρφωτους» ρασοφόρους. Καλὸ λοιπὸν εἶναι ἡ ἐκκλησιαστικὴ διοίκηση νὰ φροντίσει νὰ μὴ πικραίνει τοὺς λίγους ποὺ τῆς ἔχουν ἀπομείνει. Νὰ πάψει νὰ νερώνει τὸ κρασὶ τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως!
Πολλὰ θέλω νὰ γράψω ἀκόμα, ἀλλὰ ὁ χῶρος μίας ἐφημερίδας δὲν εἶναι ἀπεριόριστος. Τὸ κείμενο ὑπογράφεται ἀνώνυμα, ἀφοῦ ὁ γράφων στὸ μέλλον ἐπιθυμεῖ -ἂν τὸ ἐπιθυμεῖ καὶ ὁ Κύριος- νὰ καταστεῖ ἱερέας, διάκονος τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας Του, καὶ ἡ δημοσίευση αὐτοῦ τοῦ κειμένου μετὰ τῶν πλήρων στοιχείων του ἐνδέχεται νὰ κλείσει, παρὰ νὰ ἀνοίξει, πόρτες. Βλέπετε οἱ ποιμένες προτιμοῦν συχνὰ ἀνθρώπους ποὺ τοὺς γλείφουν, ποὺ προσκυνοῦν τὶς ἀπόψεις τους, ποὺ δὲν θίγουν τὰ κακῶς κείμενα τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ φέρονται μὲ μία κακομοίρικη ψευδῆ ταπεινότητα ἐλπίζοντας φυσικὰ νὰ γίνουν δεσπότες στὴ θέση τοῦ δεσπότη, καὶ τότε ἡ ταπεινότητα ἀποδεικνύεται ταπεινοσχημία. Ὁ γράφων ἀρνεῖται τὴν ἔνταξή του σὲ ἐκκλησιαστικὰ καλούπια, ἐντὸς τῶν ὁποίων καταπίνονται ὁλόκληρες καμῆλες, ἀλλὰ ἐξετάζονται λεπτομερῶς τὰ κουνούπια.
Ἐν τέλει, μπορεῖ τὸ κατ’ οἰκονομίαν νὰ καταστρέψει, νὰ ἀλλοιώσει, νὰ ἀποσιωπήσει τὸ κατ’ ἀκρίβειαν; Ναί, μετὰ πάσης βεβαιότητος!