Ὁ θαυμαστός ἐν τοῖς Ἁγίοις αὐτοῦ Κύριος εὐδόκησε μεταξύ τῶν πολλῶν εὐλογιῶν Του, πού ἀδιαλείπτως ἐπιδαψιλεύει σέ μᾶς, νά εὐλογήσῃ τήν Ἱερά Μονή μας καί μέ τήν Χάρι τῶν ἱερῶν λειψάνων τῆς ὁσίας μητρός ἡμῶν Σοφίας τῆς Κλεισούρας, ἡ ὁποία προσφάτως κατετάγη στό ἁγιολόγιο τῆς Ἐκκλησίας μας.
Τά ἱερά λείψανα τῆς Ὁσίας προσεκόμισε στήν Ἱ. Μονή μας μέσα σέ κλῖμα κατανύξεως καί χαρᾶς πνευματικῆς ὁ φιλάγιος Μητροπολίτης Καστορίας κύριος Σεραφείμ τήν 20ή Μαΐου ἐνεστῶτος ἔτους, παραμονή τῆς πανηγύρεως τῆς Μονῆς μας ἐπί τῇ ἀνακομιδῇ τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ προστάτου μας ἁγίου Νικολάου Ἀρχιεπισκόπου Μύρων τῆς Λυκίας τοῦ θαυματουργοῦ.
Ἡ ὁσία μήτηρ ἡμῶν Σοφία γεννήθηκε τό 1883 στό χωριό Σαρή παπᾶ τῆς Τραπεζοῦντος τοῦ Πόντου. «Ἀπό μικρή στήν πατρίδα ἔτρεχε στίς ἐκκλησίες καί τά ἐξωκκλήσια, γιά νά τά περιποιηθεῖ καί νά ἀνάψει τά καντήλια. Δέν τῆς ἄρεσαν οἱ παρέες καί οἱ ἄτακτες συζητήσεις τῶν συνομήλικών της κοριτσιῶν. Ἦταν, ὅπως λένε, ἐξαιρετικά ὄμορφη»1. Σέ ἡλικία 24 ἐτῶν ὑπανδρεύθη παρά τήν θέλησί της τόν Ἰορδάνη Χοτοκουρίδη, μέ τόν ὁποῖο ἀπέκτησε ἕνα παιδί. Κρίμασι ὅμως Θεοῦ τό παιδί ἀπέθανε σέ ἡλικία 2 ἐτῶν. Τό 1914, ὅταν ξεκίνησε ὁ Α΄ Παγκόσμιος πόλεμος, μετά τήν ἐπιστράτευσί του, ἐξαφανίσθηκε καί ὁ σύζυγός της. «Ὁ θάνατος τοῦ παιδιοῦ καί ἡ ἐξαφάνιση τοῦ συζύγου σφράγισαν, μέ τήν τραγικότητά τους, τήν ζωή τῆς Σοφίας καί ἀποτυπώθηκαν ἀνεξίτηλα στό ἀσκητικό της βλέμμα. Αὐτά τήν ὁδήγησαν σέ βαθειά μετάνοια καί σέ διά βίου ἀσκητική ἀφιέρωση... Ὅταν τά θυμόταν... σταυροκοπιοῦνταν καί ἐπικαλοῦνταν τό ὄνομα τῆς Παναγίας. Ἔκλαιε πικρά καί ἐπαναλάμβανε τήν ἀγαπημένη της φράση: “Εἶμαι πολλά ἁμαρτωλή. Ὁ Θεός νά ἐλεᾶ με”»2. Τό 1916 μετά ἀπό τά φρικτά γεγονότα τῶν πολύ δύσκολων ἐκείνων ἐποχῶν τά ἴχνη τῆς Ὁσίας χάνονται. Τό 1923 τήν ἀνευρίσκουν οἱ συγγενεῖς της –ἀφοῦ ἦλθαν στήν Ἑλλάδα – στήν Ἐκκλησία τῆς Ἀναλήψεως Θεσσαλονίκης. Στήν συνέχεια ἐγκαθίστανται ὅλοι μαζί στήν Ἀναρράχη Πτολεμαΐδος.
Ἡ Ὁσία, σέ ἡλικία 44 ἐτῶν, μετά ἀπό ἐπανειλημμένες ἐμφανίσεις τῆς Παναγίας, ἡ ὁποία τήν διέτασσε νά ἔλθῃ στό σπίτι της στήν Κλεισούρα, ἐγκαθίσταται στήν Ἱερά Μονή Γενεσίου τῆς Θεοτόκου Κλεισούρας. Ἐκεῖ ζοῦσε διακονώντας ὅλους, ἐργαζομένους, ἀσθενεῖς, περαστικούς, καί κάνοντας συγχρόνως καί ὅλες τίς ἐργασίες τοῦ νοικοκυριοῦ.
Τό 1944, κατά τήν Κατοχή, οἱ Γερμανοί, ἐξαγριωμένοι ἀπό τόν φόνο
ἑνός γερμανοῦ μοτοσυκλετιστή, φθάνουν μέ τόν στρατό τους στήν Κλεισούρα καί σκοτώνουν περί τούς 300 ἀνθρώπους. Στήν συνέχεια
κατευθύνονται πρός τήν Μονή τῆς Παναγίας καί ἑτοιμάζονται νά τήν κάψουν καί αὐτήν. «Ἐκεῖ ἡ μοναχή Σοφία, μέ τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας στήν ἀγκαλιά της, γονατίζει στούς στρατιῶτες γερμανούς, τούς φιλᾶ τά πόδια καί κλαίει δυνατά. Τούς λέγει·“ὄχι τήν Παναγία”.
Τότε οἱ Γερμανοί, ἡ Παναγία τούς φώτισε καί δέν πείραξαν τό Μοναστήρι καθόλου»3. Στήν Μονή εἶχαν συγκεντρωθῆ πολλοί ἄνθρωποι, κυρίως γυναικόπαιδα, γιά νά σωθοῦν. «Ἡ Σοφία γονατιστή προσευχόταν μέ πολύ πόνο γιά τά φρικτά συμβάντα. Ἡ παρουσία της δέσποζε καί παρηγοροῦσε, ἰδίως τίς χαροκαμένες μάνες. Ὁ πόνος τους ἔγινε δικός της πόνος. Μάτωνε ἡ καρδιά της καθώς πρόφερε ἐκεῖνο τό “ὑπομονή, ὑπομονή, ἡ Παναΐα κι θά χάντς σας (=ἡ Παναγία δέν θά σᾶς ἀφήσει νά χαθεῖτε)”»4.
«Πόσες φορές παρουσιάστηκε ἡ Κυρία Θεοτόκος στήν Σοφία δέν γνωρίζουμε. Ὅταν ὅμως ἐγκαταστάθηκε τελικῶς στό μοναστήρι, στήν Κλεισούρα, ἄν καί τότε ὅλα σχεδόν τά κελλιά τοῦ μοναστηριοῦ
ἦταν ἄδεια, αὐτή ἔμενε στήν ποδιά τοῦ τζακιοῦ, ἀπέναντι ἀπό τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας, πού εἶναι στό ὑπέρθυρο τῆς νότιας πύλης τοῦ Καθολικοῦ. Αὐτή, ὅπως ἔλεγε, ἦταν ἡ ἐντολή πού πῆρε»5. «Ἡ πλάκα τοῦ τζακιοῦ... μέ ἐντολή τῆς Παναγίας ἦταν ἡ μόνιμη κατοικία τῆς Σοφίας. Γονατιστή ὅλη νύχτα, καθόταν μέ τήν πλάτη ἀκουμπισμένη στόν ὑγρό τοῖχο. Χωρίς τήν τζαμαρία, τό κρύο μέ τήν ὑγρασία ἀπό τά τρεχούμενα νερά ἦταν ἀκόμα πιό τσουχτερό... Τό θερμόμετρο... συχνά τόν χειμώνα κατεβαίνει στούς 15 βαθμούς κάτω
ἀπό τό μηδέν»6. «Ἐκεῖ καθόταν, ἐκεῖ ἔτρωγε, ἐκεῖ περνοῦσε τόν καιρό της, παρακολουθῶντας συγχρόνως καί τήν πύλη τῆς Μονῆς. Συχνά, χωρίς καμία προηγούμενη εἰδοποίηση, ἀφοῦ τηλέφωνα ἤ ἄλλος τρόπος ἐπικοινωνίας τότε δέν ὑπῆρχε, ἐκεῖ πού συζητοῦσε μέ τήν παρέα της, τούς φανέρωνε αὐτούς πού σέ λίγο θά κατέφθαναν γιά νά προσκυνήσουν, μάλιστα προέλεγε καί τό ὄνομά τους, πρίν κἄν οἱ ἄλλοι δοῦν τούς ἐπισκέπτες»7. «Τό τζάκι ἦταν ἀκόμα γιά τήν Σοφία καί τό ἀποστολικό της βῆμα, ὁ ἄμβωνας, ἀπό ὅπου ἔκανε τά κηρύγματά της. Ὁ λόγος της... ὄχι μόνον “ἅλατι ἠρτυμένος”, δηλαδή
σοφός καί σίγουρος, ἀλλά καί μέλιτι μεμιγμένος, ὅλο στοργή καί γλυκύτητα»8. «Ἐκεῖ στό τζάκι, στήν πλάκα τοῦ τζακιοῦ, δεχόταν ἐπίσης ὅ,τι φαγώσιμο τῆς πήγαιναν, καί, χωρίς νά σκεφτεῖ, ξάπλωνε ἐπάνω στά φαγητά καί λερωνόταν»9. Κάποιοι πού τήν ἐπισκέφθηκαν
ἕνα χειμῶνα διηγοῦνται: «Ἔκανε κρύο καί φορούσαμε ζακέτες, ἐνῶ ἐκείνη, ξυπόλυτη, ἔριχνε κρύο νερό στά χέρια καί τά γυμνά της πόδια»10.
«Τά ἐνδύματα τῆς Σοφίας ἦσαν πάμφτωχα... Καμιά φορά τό καταχείμωνο ἔριχνε στήν πλάτη της μία τρύπια κουβέρτα ἤ κανένα ποντικοφαγωμένο σάλι... Πάντα ἦταν ξυπόλητη... Σπάνια φοροῦσε κάτι μάλλινα σκουφούνια, τρύπια καί παλιά, καί κάτι παλιοπαντόφλες ἤ παλιοπάπουτσα»11. «Βλέποντάς την οἱ προσκυνηταί μέ τά παλιόρουχα, μέσα στά κρύα καί τήν ὑγρασία, τῆς πήγαιναν ἄλλα, καινούργια καί ζεστά. Ἀλλά αὐτή ἡ μακαρία μέ τό ἕνα χέρι τά δεχόταν καί μέ τό ἄλλο τά σκόρπιζε στούς φτωχούς»12. «Στό κεφάλι εἶχε πάντα δεμένη μαύρη μαντήλα. Τά μαλλιά της, ἀπό τόν Πόντο ἀκόμα, οὔτε τά ἔλουσε οὔτε τά χτένισε. Εἶχαν κατσιάσει καί εἶχαν γίνει σκληρά σάν κοτσάνι, “σάν τήν οὐρά τοῦ ἀλόγου”. Τό κεφάλι της ὅμως εὐωδίαζε»13.
«Τά βράδυα, καθισμένη στό τζάκι, συνήθως ἔβαζε ὅποιον ἤξερε ἀνάγνωση νά τῆς διαβάζει βίους ἁγίων, ἀπό μικρά φυλλαδιάκια, πού φύλαγε μέ προσοχή ἀνάμεσα στά πράγματά της»14.
«Στό μοναστήρι ἀνέβηκε ὅταν ἦταν σαραντατεσσάρων ἐτῶν. Γιά νά μήν σκανδαλίζει μέ τήν ὀμορφιά της, μαύριζε καί μουτζούρωνε τό ὡραῖο της πρόσωπο μέ γάνες καί κάπνες ἀπό τά καζάνια. Ἔπιανε τά ἀναμμένα κάρβουνα μέ τά χέρια, χωρίς μασιά, γιαυτό καί τά ροζιασμένα της δάκτυλα, τά γεμάτα κόμπους σκληρούς ἀπό τίς ἀμέτρητες μετάνοιες, ἦταν, ἰδίως τόν χειμώνα, πάντα καμμένα »15.
«Ἡ τροφή της πάντα νηστεία. Κόκκινες πιπεριές, ἤ κανένα πράσσο ψημένα στήν χόβολη τοῦ τζακιοῦ, λίγο τουρσί ντομάτα πράσινη, ἄσπρη ἀπό τήν μούχλα, ἁλμυρές πιπεριές, καί σέ μέρες ἀρτύσιμες κανένα παστό ψαράκι»16. «Τό ἐλαιόλαδο τό εἶχε μόνον γιά τά καντήλια τῆς Παναγίας, πού ἤθελε νά εἶναι πάντοτε καθαρά καί ἀναμμένα, γιά νά λάμπει ἡ Ἐκκλησία, πλημμυρισμένη στό φῶς»17.
«Ἡ Σοφία ποτέ δέν πλήγωσε οὔτε καί στενοχώρησε ἄνθρωπο. Ὅταν καταλάβαινε πώς κάποιος δυσκολευόταν ἀπό τίς ἁμαρτίες πού τόν τυραννοῦσαν, περνοῦσε διακριτικά ἀπό δίπλα του. Μουρμούριζε μία δύο κουβέντες, κάτι σάν σύνθημα... Μόνον ἐκεῖνος πού ἔπρεπε νά καταλάβει, καταλάβαινε καί τήν ἀκολουθοῦσε. Τότε μόνοι οἱ δυό τους, καθισμένοι ἀπόμερα, ὥστε νά τούς βλέπουν ἀλλά νά μήν τούς ἀκοῦν, χωρίς νά τοῦ φανερώσει τήν ἁμαρτία ἤ τό πρόβλημα, ἐνῶ τά προγνώριζε, πρῶτα τόν παρηγοροῦσε κι ὕστερα τόν συμβούλευε μέ ψυχωφέλιμα στοργικά λόγια τοῦ Θεοῦ»18. «Σέ κάποιες συγκεκριμένες περιπτώσεις –π.χ. ὅταν κάποιος ἔβριζε τά θεῖα– ἡ Σοφία θύμωνε πάρα πολύ· τουλάχιστον ἐπιφανειακά ἔτσι ἔδειχνε... Ἀμέσως ὅμως μετά ἀπό τό πρῶτο κύμα θυμοῦ, γαλήνευε καί ἄρχιζε νά κάνει ὄρθιες μετάνοιες καί νά ζητάει ἀπό τόν Θεό καί τήν Παναγία νά τήν συγχωρήσουν, ἀναστενάζοντας, μέ μακρόσυρτα ἄαααχ, κατηγορῶντας συνεχῶς τόν ἑαυτό της»19.
«Ἰδιαίτερα νοιαζόταν γιά τά ἀνύπαντρα κορίτσια, πού τύχαινε νά παραστρατήσουν... Τά μάζευε κοντά της καί τά νουθετοῦσε καλύτερα ἀπό μάνα... φρόντιζε νά τά καλοπαντρέψει, δίνοντάς τα καί προῖκα ἡ ἴδια, χρήματα καί ρουχισμό, ἀπό αὐτά πού ἄλλοι τῆς ἔδιναν»20.
«Ἡ ἴδια ζοῦσε μέσα στήν ἀθλιότητα καί τήν φτώχεια. Ὅταν ἦταν πολύ δύσκολα κάτω στό τζάκι, πήγαινε στό ἐπάνω πάτωμα, σέ ἕνα κελλί... Ἐκεῖ εἶχε ριγμένα φύλλα καί ἄχυρα καί ξάπλωνε. Ἀλλά ἡ περιέργεια τοῦ κόσμου ἔψαξε καί ἐκεῖ, καί τί βρῆκε; Κάτω ἀπό τά ἄχυρα ἡ Σοφία εἶχε σουβλερές πέτρες»21. «Στήν περίοδο τῆς Κατοχῆς, κάτω ἀπό τά ἄχυρα, ἔκρυβε λάδια ἤ φαγώσιμα, καί τά μοίραζε, μέ τόν τρόπο της, ὅπου ὑπῆρχε μεγάλη ἀνάγκη»22. «Χρήματα ἀπό τά χέρια της πέρασαν πολλά. Τά ἔπαιρνε καί τά ἔβαζε
ὅπου τύχαινε... Μόλις ὅμως τά χρειαζόταν, ἀμέσως τά εὕρισκε, καί τά ἔδινε ὅπου ἔπρεπε»23.
«Ἡ γερόντισσα ἦταν ἕνα γνήσιο καλλικέλαδο, ἀλλά καί θρηνητικό ἀηδόνι τῆς Ἀνατολῆς, πού ἡ ἄσκησή της καί οἱ προσευχές της διαπερνοῦσαν τό στερέωμα γιά νά φθάσουν κατ’ εὐθεῖαν στόν θρόνο
τοῦ Οὐρανίου Πατέρα... Ἐφλέγετο ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ... Τά πνευματικά μάτια τῆς ψυχῆς της ἦσαν πολύ διεισδυτικά, ὥστε νά βλέπουν ἀκόμη καί εἰς τό μέλλον»24.
«Τήν ρώτησαν πῶς μένει μόνη της μέσα στήν ἐρημιά, ἀλλά αὐτή, ἡ ζωή της ἦταν μισή στήν γῆ, μισή στόν οὐρανό. “Ὄχι, δέν εἶμαι μόνη μου”, ἔλεγε ἐκείνη ἡ εὐλογημένη ψυχούλα. Ἔρχονται οἱ ἄγγελοι καί μέ κάνουν παρέα. Μέ δείχνει ὁ Κύριος χωράφια καί ἀγκάθια. Αὐτή εἶναι ἡ γῆ πού ζοῦμε ἐδῶ. Καί μέ λέει· βλέπεις αὐτά τά ἀγκάθια; Αὐτά εἶναι ἡ ἁμαρτία, αὐτά ὅλα θά καθαριστοῦν. Θά γίνει μεγάλο κακό, ἀλλά θά καθαριστεῖ ὁ κόσμος. Ἔρχεται ἡ Παναγία, ἔρχεται ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ἔρχεται ἡ Ἁγία Παρασκευή καί μέ λένε, Σοφία, νά χαίρεσαι. Δέν καταλαβαίνω πῶς περνᾶνε οἱ μέρες»25.
«Ἀγαπημένη της φράση ἦταν: “Πολλά ὑπομονή νά κάμνετε, πολλά ὑπομονή”. Τήν ἔλεγε καί τήν ξαναέλεγε, αὐτή, πού ἡ ζωή της ἦταν μόνο ὑπομονή καί σκληρός ἀγώνας γιά τόν Χριστό»26.
«Τό σῶμα της σκελετωμένο, κατάξερο· ὁσία Μαρία Αἰγυπτία. Πρόσωπο μόνον κόκκαλα· σκαμμένο, χαρακωμένο ἀπό τά θεϊκά περπατήματα. Μῆλα ξεπεταγμένα σάν μυστικές σημαδοῦρες. Βαθουλωμένες κόγχες, σπήλαια πού ἔκρυβαν βαθιά βιώματα. Μάτια
μικρά, κατάμαυρα, διαπεραστικά. Σάν νά διαπερνοῦσαν νοῦ, σκέψη, τά πάντα, ἐκεῖνα τά μάτια της. Σπηλαιώδη, ἀπό τήν ἀγρυπνία τῆς προσευχῆς, πού δάκρυζαν συνεχῶς γιά τόν κόσμο ἤ ἀπό ἀγάπη γιά τόν Χριστό καί τήν Παναγία. Τό στόμα χωρίς δόντια, φρυγμένο ἀπό τήν πείνα καί τήν ἑκούσια δίψα καί ἡ γλῶσσα σάν νά εἶχε κατεβεῖ στόν λαιμό της. Ἡ θωριά της πολλούς τούς τρόμαζε. Ἀλλά ὅταν χαμογελοῦσε στόν κόσμο, ἦταν πολύ γλυκιά. Ἔλαμπαν καί τά μάτια της. Δέρμα χωρίς ἰκμάδα, ἡλιοψημένο, κίτρινο, σχεδόν ἄσπρο, δίχως
αἷμα. Μαλλιά ἀχτένιστα, σκληρά, μπερδεμένα μέ ἀγκάθια καί κολτσίδες, φύλλα, χορτάρια καί κοπριές ἀπό τά πρόβατα. Χέρια ροζιασμένα, καψαλισμένα ἀπό τίς στάχτες καί τά κάρβουνα. Δάχτυλα γεμάτα κόμπους σκληρούς ἀπό τίς ἀμέτρητες μετάνοιες. Χτυποῦσε τό στῆθος της κλαίγοντας καί ἀκουγόταν σάν νά χτυπᾶς λαμαρίνα, σκέτο κόκκαλο καί δέρμα ξερό... Πόδια σάν καλαμιᾶς, γόνατα ἀπό τό συνεχές γονάτισμα καί τίς ἀπειράριθμες γονυκλισίες, ἀπεσκληκότα, σάν τῆς καμήλας, φτέρνες σκασμένες καί ματωμένες»27.
Ἔτσι πέρασε τήν ὁσιακή ζωή της ἡ εὐλογημένη Μητέρα μας Σοφία. Πτωχή, καταφρονημένη ἀπό τούς ἀνθρώπους, μέ ἐπίπλαστη σαλότητα, μέ ἀπέραντο πόθο γιά τόν Θεό καί ἀγάπη γιά τούς ἀνθρώπους. Καί ὁ Θεός τήν ἐδόξασε μέ πολλά σημεῖα, μέ προόρασι καί θαυματουργία.
Στίς «ἕξι Μαΐου, τό 1974... μνήμη τοῦ ἁγίου Ἰώβ τοῦ πολυάθλου ἐκοιμήθη ἡ μακαρία καί ἐν ὁσίαις δούλη τοῦ Θεοῦ Σοφία». Εἶχε θεϊκή πληροφορία γιά τήν κοίμησί της. «Τρεῖς ἡμέρες πρίν ἀπό τό τέλος της, τήν μετέφεραν στό κελλί, στό ἐπάνω πάτωμα. Στό κορμί της δέν εἶχε μείνει σάρκα, μόνον κόκκαλα πού πονοῦσαν. Κρύωνε καί ἀναγκαστικά ἄναψαν τζάκι. Ἀλλά ἡ καμινάδα ἦταν βουλωμένη...
Ὁ καπνός ἀπό τήν φωτιά καί τό θέαμα τῆς Σοφίας σέ ἔκαναν, θέλοντας καί μή, νά κλαῖς. Καί αὐτή παρέμενε στοργική καί γλυκομίλητη»28.
«Ὅλη τήν ζωή της τήν πέρασε καλογερικά, καί ἴσως πιό σκληρά καί ἀπό μοναχή· σάν ἀσκήτρια, μέ τέλεια ἀκτημοσύνη, σωφροσύνη καί ὑπακοή στόν λόγο τῆς Κυρίας Θεοτόκου»29.
«Μόλις παρέδωσε τήν τελευταία της πνοή, τό καμπουριασμένο καί πολύπαθο σῶμα ἦρθε καί ἴσιωσε. Τό τίμιο λείψανό της τό συνέστειλαν καί τό τακτοποίησαν ὅσα πνευματικά της τέκνα ἔτυχε νά βρίσκονται ἐκεῖ, εἴτε εἰδοποιημένα εἴτε αὐθόρμητα»30.
«Κατά τήν ἐκδημίαν της, προσείλκυσεν μεγάλο πλῆθος πιστῶν ἐξ ὅλων τῶν περιοχῶν Μακεδονίας καί Θεσσαλίας καί τοῦτο ἦτο ἀξιοθαύμαστον, πῶς καί πότε ἐπληροφορήθη τόσον πλῆθος λαοῦ διά νά παραστῇ εἰς τήν ἐξόδιον ἀκολουθίαν της»31.
«Μετά ἀπό 7 χρόνια... στίς 7 Ἰουλίου τό 1981, ἔγινε ἡ ἐκταφή τῶν λειψάνων τῆς Σοφίας... ἀνοίγοντας ὁ τάφος, εὐωδίασε βασιλικός... καί ἡ εὐωδία αὐτή παρέμεινε μέρες πολλές. Ἄλλοι εἶδαν τήν ἡμέρα ἐκείνη νά βγαίνει μία λάμψη ἀπό τόν τάφο της καί νά ἀνεβαίνει πρός τόν οὐρανό»32.
Ἔτσι δοξάζει ὁ Θεός αὐτούς πού μέ τήν ζωή τους Τόν ἐδόξασαν ἐδῶ στήν γῆ, ὅπως ἔκανε καί ἡ μακαρία δούλη τοῦ Θεοῦ Σοφία. Ἡ Ἐκκλησία μέ ἐπίσημη πρᾶξι της τήν κατέταξε μετά τῶν Ἁγίων της κατά τήν 4η Ὀκτωβρίου 2011 καί ὥρισε ἡ μνήμη της νά τελῆται κατάτήν 6η Μαΐου.
-----------------------------
1. «Σοφία, ἡ ἀσκήτισσα τῆς Παναγίας», ἔκδ. Ἱ. Μονῆς Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου, Κλεισούρα Καστοριᾶς 2002, σελ. 42.
2. Ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 44.
3. Ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 52.
4. Ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 53.
5. Ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 55.
6. Ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 56.
7. Ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 59.
8. Ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 60.
9. Ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 61.
10. Ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 62.
11. Ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 66.
12. Ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 67.
13. Ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 68.
14. Ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 69.
15. Ἔνθ’ ἀνωτ.
16. Ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 70.
17. Ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 71.
18. Ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 71-72.
19. Ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 72.
20. Ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 73.
21. Ἔνθ’ ἀνωτ.
22. Ἔνθ’ ἀνωτ.
23.Ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 74.24. Ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 77.
25. Ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 79-80.
26. Ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 81.27. Ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 81-82.
28. Ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 171.
29. Ἔνθ’ ἀνωτ.
30. Ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 172.
31. Ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 174.
32. Ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 180.
"Ο ΟΣΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ", ΕΤΗΣΙΑ ΕΚΔΟΣΙΣ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΟΣΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ, ΠΕΡΙΟΔΟΣ Β΄ ΕΤΟΣ 2019 ΑΡΙΘΜ. 44