Δευτέρα 4 Απριλίου 2022

ΕΣΩΘΗ ΔΙΟΤΙ ΕΠΗΓΑΙΝΕ ΣΥΧΝΑ ΣΤΗΝ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ...

«Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ»

Κατά τάς ημέρας τοῦ βασιλέως Θεοδοσίου τοῦ Μεγά­λου, τοῦ βασιλεύσαντος είς τήν Κωνσταντινούπολιν άνθρωπος τις ενάρετος εις τήν πολιτείαν καί πλούσιος κατά πολλά εις τήν νεότητα, εἶχεν υιόν μονογενή ονόματι Θεόφιλον. Εις δέ τό γήρας αύτού έπτώχευσε πολύ καί μή έχων τά αναγκαία τού σώ­ματος, είπε πρός τόν υιόν αύτού: «Τέκνον μου, ιδού, κα­θώς βλέπεις, έγώ είμαι άδύνατος καί πτωχός, τόσον ώ­στε δέν έχω πώς νά άντεπεξέλθω εις τάς άνάγκας τής ζω­ής. Λοιπόν θέλω νά σέ παρακαλέσω νά μοῦ κάμης μίαν χάριν διά νά σωθώ καί έγώ ό ταπεινός εις τό γήρας μου καί σύ πάλιν νά άξιωθής, διά τήν υπακοήν σου, τής ούρανίου μακαριότητος». Ό δέ άπεκρίνατο: «Λέγε μοι, πά­τερ, ό,τι όρίσης καί έγώ δέν θέλω παρακούσει τάς έντολάς σου».

Τότε ό γέρων λέγει πρός τόν υιόν του: «Ό μακάριος Αβραάμ είχεν ένα υίόν εξ επαγγελίας καί έπήγεν είς τό βουνόν νά τόν σφάξη, έκεῖνος δέ ό εύλογημένος δέν έστρεψεν οπίσω, άλλά καί τά ξύλα έβάσταζε μετά χαράς καί μετά προθυμίας ήκολούθει τόν πατέρα του. Όχι δέ μόνον αύτός, άλλά καί άλλοι πολλοί ύπήκουσαν τούς πατέρας των καί δέν έζημιώθησαν. Ούτω κάμε καί σύ, υ­ιέ μου παμφίλτατε, ύπάκουσον τήν έντολήν μου καί ελ­πίζω είς τόν φιλάνθρωπον Θεόν, ότι δέν θέλεις λυπηθή δι᾿ αύτό». Λέγει πρός αύτόν ό Θεόφιλος: «Μήπως θέλεις καί σύ νά μέ θανατώσης»; Έκεῖνος δέ άπεκρίνατο: «Μή γένοιτο, τέκνον, νά πράξω τοιαύτην άνομίαν. Άλλά μίαν έντολήν ποίησον καί καταδέξου νά σέ πωλήσω ώς δοῦλον μου, νά πορευθώ είς τό γήρας μου, διά νά μή περιέρχομαι ώς πένης καί άπορος ζητών ελεημοσύνην, καί ό έλεήμων Θεός θέλει κάμει έλεος εις σέ διά τήν καλωσύνην σου αύτή, νά σοῦ δώση πλούτον άπειρον είς αύτόν τόν κόσμον καί τήν ψυχήν σου νά άναπαύση είς τούς κόλπους τοῦ Αβραάμ. "Ετι δέ καί δευτέραν έντολήν μου φύλαξον έως τήν ώραν τοῦ θανάτου σου. Οιανδήποτε ύπηρεσίαν καί άν έχης καί οπού νά σέ στείλη ό αύθέντης σου, ένθυμοῦ νά πηγαίνης πρότερον είς τήν άγίαν ίερουργίαν, όταν είναι καιρός, έπειτα πάλιν πήγαινε είς τήν έργασίαν σου μετά τήν άπόλυσιν τής Εκκλησίας. Όμοίως έχε είς τήν Παναγίαν πολλήν εύλάβειαν. Έάν κάμης οῦτω, θέλει σέ λυτρώσει ό Κύριος άπό μέγαν καί άφόρητον κλύδωνα». Ό δέ υίός άπεκρίνατο μετά προθυ­μίας: «Ώς θέλεις, πάτερ μου, ποίησον».

Κατά τήν έπομένην ήμέραν έπώλησεν ό πατήρ, ό­στις ώνομάζετο Ιουλιανός, τόν υίόν του είς πατρίκιόν τινα, άρχοντα τοῦ παλατιού, Κωνσταντΐνον ονόματι, ό­στις ήγάπησε τόν νέον πάρα πολύ διά τήν μεγάλην του ύπακοήν, τήν σωφροσύνην, τήν ταπείνωσιν, τήν ώραιό­τητα τοΰ προσώπου, τήν γνώσιν του καί διά τά γράμμα­τα τά όποια έγνώριζε καί τόν είχε πάντοτε είς τήν συνοδείαν αύτοῦ καί τήν τράπεζάν του, διότι τόν ύπηρέτει έπιμελώς. Έν μια δέ τών ήμερών, άπερχόμενος εις τά βα­σίλεια ό αυθέντης του, έλησμόνησε τόν χαρτοφύλακά του είς τόν όποιον είχε τούς βασιλικούς ορισμούς. "Ε­στειλε λοιπόν τόν Θεόφιλον νά δράμη ταχέως νά τοῦ τόν φέρη. Ό δέ νέος έτρεχεν ώς ήδύνατο. Είσελθών δέ είς τό δωμάτιον τοῦ πατρικίου θαρρετά, ήρπασε τόν χαρ­τοφύλακα. Τήν ώραν δέ έκείνην έκείτετο είς τήν κλίνην ή γυνή τοῦ πατρικίου μέ ένα δοῦλον της καί έμοιχεύετο. Ό δέ νέος, άπό τήν βίαν του, δέν τούς άντελήφθη. Εκεί­νοι όμως οί άθλιοι, οί όποιοι έκαμναν τήν άμαρτίαν, έμελέτησαν κατ' αύτοῦ κενά καί μάταια. Έλθών δέ ό πα­τρίκιος, είπε πρός αύτόν ή γυνή του: «Διά τοῦτο ήγόρασες τόν δοῦλον αύτόν, διά νά έλθη είς τήν κλίνην νά μέ μοιχεύση ό άναίσχυντος; Καί άν δέν ήθελα φωνάξει νά μέ βοηθήση ό δείνα, έπαιρνε τήν τιμήν μου ό άσεβέστατος' μήπως είμαι έγώ άπό άτυχον γένος καί μέ κατεφρόνησες; Είς τήν εύχήν τών γονέων μου καί τήν σωτηρίαν τής ψυχής μου, σέ προειδοποιώ δτι, έάν αὔριον δέν ἴδω τήν κεφαλήν αύτοῦ τοῦ αυθάδους καί παντόλμου δούλου κομμένην, δέν σταματώ πλέον μίαν ώραν είς τήν οίκίαν σου, άλλά χωρίζομαι άπό σέ καί λαμβάνω τήν προίκα μου».

Ταύτα άκούσας ό πατρίκιος έθυμώθη κατά τοῦ δού­λου καί τής ύπεσχέθη νά κάμη τό θέλημά της έξ άποφάσεως. Τήν έπαύριον συνηντήθη είς τό παλάτιον μέ τόν έπαρχον καί τού λέγει: «Αὔριον τό πρωΐ θά σοῦ στείλω έ­να δοῦλον μου καί ώς έλθει κόψε τήν κεφαλή του, βάλε την είς ένα σάκκον, βούλωσέ την καί νά μοῦ τήν στείλης». Ό δέ έπαρχος άπεκρίνατο: «Έγώ δέν κάμνω άδικον κρίσιν, μόνον άς μαρτυρήσουν τρεις άνθρωποι γραφικώς, ότι είναι άξιος θανάτου, καί τότε νά τόν φονεύ­σω». Τότε ό πατρίκιος είπεν ενώπιον τριών μαρτύρων τήν κατηγορίαν, λέγων: «Δοῦλον νέον ήγόρασα καί αύ­τός ό άθλιος έδυνάστευε τήν κυρίαν του νά κοιμηθή μετ' αύτής». Ταύτα ειπών έγραψε τόν θάνατον αύτού διά τής ιδίας του χειρός καί τότε εδέχθη ό έπαρχος νά τόν θανατώση. Όταν δέ έξημέρωσεν, έκάλεσεν ό πατρίκιος τόν άνεύθυνον, λέγων πρός αύτόν: «Άπελθε είς τόν έπαρχον καί είπέ του ότι τόν χαιρετώ καί νά μοῦ στείλη άπόκρισιν». Απερχόμενος λοιπόν ό καλός δοῦλος έπέρασεν ά­πό Ναόν τινα τής Ύπεραγίας Δεσποίνης ήμών Θεοτό­κου, είς τόν όποιον έλειτούργουν καί άνεγίνωσκον τόν Άπόστολον. Τότε ένεθυμήθη τήν πατρικήν παραγγελίαν καί είσελθών είς τήν Έκκλησίαν έμεινεν έως τήν άπόλυσιν. Ό δέ κάκιστος δούλος, όστις έμοίχευε τήν πατρικίαν, βλέπων, ότι ήργησε νά στείλη τήν κεφαλήν ό έ­παρχος, είπε πρός τόν πατρίκιον: «Υπάγω έγώ νά τήν φέρω, έάν όρίζης». Ό δέ πατρίκιος είπε πρός αύτόν: «Άπελθε»,

Έδραμε λοιπόν τρέχων ό κακός δοῦλος, ωσάν νά έ­μελλε νά λάβη θησαυρόν πολύτιμον καί φθάσας είς τήν οίκίαν τοῦ έπάρχου είσελθών έχαιρέτησεν αύτόν έξ ονό­ματος τοῦ πατρικίου. Έκεῖ όμως έστέκετο κρυφίως ό δή­μιος μέ τήν άκονισμένην σπάθην καί έκοψε τήν κεφα­λήν αύτοῦ πάραυτα, τήν οποίαν έβαλαν είς λεκάνην καί πλύναντες αύτήν έτύλιξαν είς μανδήλιον καί τήν έβαλαν είς σάκκον, όταν δέ ήθελον νά σφραγίσουν τόν σάκκον, ιδού έφθασε καί ό πιστός καί άδολος δούλος, όστις πρότερον έλειτουργήθη, καί χαιρετήσας τόν έπαρχον έλαβε παρ' αύτοῦ τήν κεφαλήν σφραγισμένην είς τόν σάκκον, μή γνωρίζων τί περιέχει έντός αύτοῦ. Όταν δέ ούτος έπήγεν είς τόν πατρίκιον καί τόν εἴδον όλοι, έθαύμασαν καί μάλιστα ή κυρία του, διότι ένώ τόν έστειλε διά νά τοῦ κόψουν τήν κεφαλήν αύτός επέστρεψε ζών. Έρωτήσαντες δέ αύτόν τί έκράτει, άπεκρίθη λέγων «Καθώς πα­ρήγγειλες, κύριέ μου, έχαιρέτησα τόν έπαρχον καί εύθύς μοῦ έδωκεν αύτό τό πράγμα νά σοῦ φέρω, άλλά δέν γνω­ρίζω τί έχει μέσα».

Λαβόντες τότε αύτό οί ύπηρέται καί άποσφραγίσαντες, εύρον τήν κεφαλήν τοῦ μοιχοῦ. Ή δέ μοιχαλίς έτρόμαξε καί έμεινεν άλαλος ώραν πολλήν. "Επειτα, άφ' ου συνήλθεν ό νοῦς της, κατενόησε τήν δικαίαν άπόφασιν τοῦ Θεοῦ. Καί φοβηθεῖσα μήπως πάθη τά όμοια καί αύτή ώς κακού αίτιος, έκλαυσεν έξ όλης καρδίας καί ὡμολόγησε παρρησία τήν άνομίαν της, λέγουσα: «Έγώ, αύθέντη μου, ή άθλία καί ταλαίπωρος, είμαι ή άφορμή τοῦ κακοῦ καί φοβούμαι μήπως πάθω κατά τά έργα μου. Ότι «ού γάρ έστι κρυπτόν», κατά τήν τοῦ Κυρίου φωνήν, «ό ού φανερόν γενήσεται» (Λουκ. η' 17). Έγώ, κύ­ριέ μου, έκαμνα τήν πονηράν άμαρτίαν μέ τόν φονευθέ­ντα δοῦλον έπί τρεις καί ήμισυ σήμερον χρόνους, καί δέν τό έγνώριζες. Ούτος δέ ό νέος δοῦλος είναι καθαρός άπό έμέ καί άμαρτίαν ποσώς δέν έπραξεν, άλλά άδίκως τόν κατηγόρησα ἡ ταλαίπωρος. Διό δίκαιος ό Κύριος καί δικαιοσύνας ήγάπησεν, αποδίδων έκάστω κατά τά έργα αυτού' λοιπόν αύθέντα μου, συγχώρησόν μοι διά τούς οίκτιρμούς τοῦ Θεοῦ καί ύπόσχομαι νά μή σοῦ πταίσω πλέον άπό τήν σήμερον». Κατέλαβε λοιπόν άπαντας φρίκη καί έκστασις καί έδόξασαν τόν φιλάνθρωπον Κύριον, ότι ούδέποτε παραβλέπει τόν ποιοῦντα τό θέλη­μα αύτού.

Τότε ό πατρίκιος ήρώτησε τόν νέον νά εἴπη πάντα τά κατ᾿ αύτόν, ήτοι τήν πολιτείαν του καί τάς άρετάς του. Τότε αύτός διηγήθη τήν προτέραν εύγένειαν τοῦ πατρός του, τήν έσχάτην του πενίαν, τήν ύπακοήν τήν οποίαν έ­καμε νά πωληθή ώς δοῦλος διά νά περιθάλψη τό γήρας του καί τήν παραγγελίαν, τήν οποίαν εκείνος τοῦ έδωσε νά πηγαίνη εις τήν ίεράν Λειτουργίαν καί τά έπίλοιπα. Ό δέ πατρίκιος, ταύτα άκουσας, είχε πλέον αύτόν ουχί ώς δοῦλον, άλλ' ώς υίόν αύτού γνήσιον συνεσθίοντα μετ' αύτοῦ καί συναυλιζόμενον. Όχι δέ μόνον ταύτα, άλλά καί κληρονόμον τόν έγραψε είς όλον τόν πλοῦτον του.

Διό καί ήμεῖς, άγαπητοί, άς φοβηθώμεν τά κρίματα τοῦ Θεοῦ καί άς πηγαίνωμεν τακτικά είς τήν Έκκλησίαν, άς ίστάμεθα μετά φόβου καί τρόμου μέχρι τής απολύσε­ως, ώς έάν έβλέπαμεν καί μέ τούς αισθητούς οφθαλμούς αύτόν τόν Δεσπότην Χριστόν, όστις μέλλει νά μας κρίνη κατά τήν φοβεράν έκείνην ήμέραν τής κοινής άναστάσεως, καί νά μή έξερχώμεθα τοΰ Ναού χωρίς νά τελειώση ἡ άκολουθία. Ούτε νά τολμήση τις νά όμιλήση έν αύτή ούδόλως, διότι όστις έξέρχεται τής Εκκλησίας χωρίς άνάγκης μεγάλης, ή εἴπη τίποτε περί σωματικών φροντί­δων, μιμείται τόν Ίούδαν, όστις ήγέρθη άπό τόν δείπνον καί άπελθών έπρόδωσε τόν Χριστόν, ό άχάριστος.

Ἀπό π. Δαμασκηνό Γρηγοριάτη

Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου