Κυριακή 17 Απριλίου 2022

ΚΑΙ ΕΝΔΥΜΑ ΟΥΚ ΕΧΩ...

 

«Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ»

Εἶν᾿ Ἑβδομάδα τῶν παθῶν, τοῦ Λυτρωτοῦ τοῦ κόσμου

οἱ Χριστιανοί μαζεύονται ὅλοι στίς ἐκκλησίες

᾿ Ἰδού Νυμφίος ἔρχεται..." ν᾿ ἀκούσουν, νά θρηνήσουν,

ὅτι ραθύμως ἔφθασαν καί ὁ Νυμφίος ἦλθε...

Ὕστερα ἀτενίζοντες τόν τοῦ Χριστοῦ Νυμφῶνα

βοοῦν μαζί περίτρανα: "Τόν Νυμφῶνα Σου βλέπω..."

Σωτήρ μου, νά κεκόσμηται, ἀλλ᾿ ἔνδυμα οὐκ ἔχω

γιά νά εἰσέλθω ἐν αὐτῶ, λάμπρυνον τήν ψυχή μου

γιά νά δοξάζω σέ, Χριστέ, τοῦ κόσμου Φωτοδότα ".

Πόσες φορές μέ κάλεσες καί μένα, Ἰησοῦ μου

νά μοῦ φορέσης ἔνδυμα φωτός καί ἀφθαρσίας,

ἤτοι τήν θείαν Χάριν Σου καί τήν ταπείνωσίν Σου,

ἀλλ᾿ εὗρες φεῦ τήν πόρτα μου διά πάντα κεκλεισμένη.

"Ἰδού, μοῦ εἶπες, στέκομαι στήν θύρα σου καί κρούω

δέν ἔχω ὅμως τό κλειδί ἐγώ νά σοῦ ἀνοίξω.

Τό ἔχεις ἐσύ στά χέρια σου κι ἄν θέλης μοῦ ἀνοίγεις,

φίλον σου κι ὁμοτράπεζον γιά πάντα νά μέ κάνης.

Τί ὠφελῆσαι, ἀδελφέ, μόνο νά μέ κυττάζης

ν᾿ἀσπάζεσαι ἀδιάφορα Ἐμέ καί νά κομπάζης,

πώς ἦλθες μέ προσκύνησες, ἔκανες τόν σταυρόν σου

καί τά τροπάρια ἤκουσες μ᾿ ἐξαίσια ψαλμωδία;

Δέν ἦλθες ἐσύ στήν ἐκκλησιά, ἔνδυμα νά φορέσης,

δέν ἦλθες τά κουρέλια σου ἐκεῖ νά ἐναποθέσης.

Δέν ἦλθες μέ ταπείνωσι Χάριν νά μοῦ ζητήσης

δέν ἦλθες τήν καρδίαν σου μέ ἔνδυμα νά ἐνδύσης

τῆς μετανοίας, τῆς χαρᾶς, τῆς δόξης τῶν Ἀγγέλων.

Γυμνός εἰσῆλθες, ἀδελφέ, γυμνός καί ἐπανῆλθες

στά ἴδια καί χειρότερα, στοῦ κόσμου τίς συνήθειες.

Μόνο γιά ἕνα νοιάζεσαι ἔνδυμα ποῦ θά εὕρης

τόν ράφτη τόν καλλίτερο ἐκεῖ νά παραγέλλης,

φορέματα, κουστούμια, γραβάτες, παντελόνια

γιά νά στολίζεσαι λαμπρῶς νά βγαίνης στό παζάρι,

κι ἐκεῖ νά περιφέρεσαι ψάχνοντας μέσ᾿ στήν λάσπη

γιά σαρκικούς κι ἀπατηλούς νυμφίους καί νυμφάδες.

"Ψυχή μου, πόσο θλίβομαι, κι ἐσύ ἄς μή τό ξέρης,

βλέποντας τόν διάβολο μπροστά σου νά χορεύη

 νά σέ στολίζη μέ φαιδρά ροῦχα τῆς ἁμαρτίας

φανταχτερά, προκλητικά γιά κάθε ἀσωτία!

Τίς Κυριακές ἐνίοτε θ᾿ ἀκούσης τήν καμπάνα

καί θά σκεφθῆς τό φόρεμα εἶναι σιδερωμένο,

τό ἄσπρο τό πουκάμισο, τό μαῦρο τό κουστούμι;

Ἴσως ἀργά, ἀπρόθυμα στήν πόρτα Μου νά φθάσης

μ᾿ἐνδύματα καινούργια, λουστρίνια τά παπούτσια.

Θά πρέπει τό κεράκι σου ἀμέσως νά ἀνάψης

γιατί ἀλλιῶς θά θεωρηθῆς ὅτ᾿ εἶσαι φτωχαδάκι.

Θά στέκεσαι σάν κόκκαλο κι ὁλόγυρα θά βλέπης

ποιός μπαίνει, ποιός ἐξέρχεται καί ποιός σέ ἀντικρύζει.

Σίγουρα τά ροῦχα σου, θά λές αὐτός κυττάζει.

Ποῦ νἄβρης πλέον εὔκαιρον χρόνον γιά ν᾿ ἀκούσης

τί λένε μέσ᾿ στήν ἐκκλησιά, τί κάνουν καί τί ψάλλουν;

Τά πάντα ἐτελείωσαν, βλέπεις καί σύ τούς ἄλλους

νά παίρνουν ᾿ νά τεμάχιο ψωμιοῦ καί πᾶς κοντά τους,

νά τρῶς καί φεύγεις λέγοντας: "Πῆγα στήν ἐκκλησία.

Εἶδα τόν τάδε καί αὐτός μοῦ κύτταζε τά ροῦχα.

Εἶδα τήν τάδε ἔστεκε μέ γούνα στόν λαιμόν της

εἶδα καί πῶς καμάρωνε καί μένα ἡ ψυχή μου!

Ψυχή μου καί ἀγάπη Μου, δέν εἶδες ᾿ κεῖ πού πῆγες

τίποτε δέν σέ ἄγγισε, γιατί δέν εἶχες μάτια

τοῦ Πνεύματος τά νοερά ἀληθινά νά ἴδης

Μυστήρια οὐράνια, Θυσία τήν δική Μου,

τό Δεῖπνο Μου τόν Μυστικό, τροφή γιά τούς πιστούς Μου.

Δέν ζήτησες τό ἔνδυμα πού μόνο ᾿γώ χαρίζω,

ἔτσι γυμνή καί ἄσωτη μπῆκες καί βγῆκες πάλι

χωρίς κατάνυξι θερμή, ταπείνωσι ἁγία.

Ζήτησε μέ μετάνοια νά πλύνης τήν ψυχήν σου,

σ᾿ ἕνα ἅγιο Πνευματικό νά πῆς τά κρίματά σου

τότε κι Ἐγώ μέ ὕφασμα ἄφθαρτο θά σοῦ πλέξω

τό ἔνδυμα πού θά φορῆς γιά πάντα στήν ζωή σου. Ἀμήν.

Μ.Δ.Γ.

Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου