«ἐμοί οὐ λαλεῖς; Οὐκ οἶδας,
ὅτι ἐξουσίαν ἔχω σταυρῶσαι
σε καί ἐξουσίαν ἔχω ἀπολῦσαι σε;»
Ιω.19,10
Ο τύραννος απειλεί! «Σε εμένα δεν μιλάς; Δεν γνωρίζεις, ότι έχω εξουσία να σε σταυρώσω και έχω εξουσία να σε αφήσω ελεύθερο;»
Μιλάει η εξουσία. Το δίπτυχο της δύναμης και του δικαιώματος. Της αυθαίρετης συμπεριφοράς και του αυταρχισμού. Εξουσία! Η αρχή που κινεί κάθε πάθος και φανερώνει κάθε κακία. Οι αρετές και οι ικανότητες ενός ανθρώπου ή αντιστρόφως, η ανικανότης και η ακαταλληλότης του, ως άρχοντος ή ως ασκούντος εξουσία ή λειτούργημα, θα αναφανούν, όταν διοικήσει.
Όμως οι «μεγάλοι» εξουσιαστές, μιλάνε, προστάζουν και «οι νεκροί» του πάνω κόσμου υποτάσσονται. Το τονίζει καθαρά ο Κύριος «οἴδατε ὅτι οἱ ἄρχοντες τῶν ἐθνῶν κατακυριεύουσιν αὐτῶν, καί οἱ μεγάλοι κατεξουσιάζουσιν αὐτῶν» (Ματ. 20,25). Να γνωρίζετε, ότι οι άρχοντες, καθότι αισθάνονται ως τσιφλικάδες, θεωρούν τους λαούς κτήμα τους και όλοι αυτοί οι αξιωματούχοι μεταχειρίζονται τους λαούς σαν δούλους. Ο πραγματικά Μεγάλος όμως, είναι ο υιός του ανθρώπου, ο οποίος ήλθε στον κόσμο σαν υπηρέτης, προσφέροντας ταπεινά τις υπηρεσίες του τις πνευματικές και τώρα πλησίασε η ώρα να προσφέρει και την ζωή του, για να εξαγοράσει τους ψυχικά νεκρούς. Αναλυτικότερα ο Χριστός «υποστηρίζει», ότι, διακεκριμένοι άρχοντες, πολιτικοί άνδρες, δημόσιοι λειτουργοί, αρχηγοί κρατών και πολιτειών, ιεράρχες κ.λπ. είναι εκείνοι, που υπηρετούν τους λαούς τους και αναλίσκονται υπέρ αυτών και όχι οι δια μέσου της εξουσίας εξυπηρετούντες τις νοσηρές φιλοδοξίες τους και τα προσωπικά τους συμφέροντα. Όχι, οι ανήθικοι, οι ιδιοτελείς λαοπλάνοι, οι αισχροί δημοκόποι και οι γλοιώδεις δημοκόλακες. Γι’ αυτό υποστηρίζει ο Σόλωνας· «Να γίνεσαι κυβερνήτης, αφού προηγουμένως μάθεις να σε κυβερνούν, διότι, όταν ασκηθείς στο να σε κυβερνούν, θα γίνεις ικανός και να κυβερνήσεις». Προπάντων δε, απαιτεί ο ίδιος από τον κυβερνήτη, να συμβουλεύει και υποδεικνύει όχι τα ευχάριστα, αλλά τα άριστα προς τους πολίτες.
Όμως η σιωπή του Κυρίου, ερεθίζει τον εξουσιαστή. Ο Πιλάτος θίγεται. Οργίζεται. Ο επί γης «θεός» απαιτεί προσκύνηση, γονυκλισίες και επαιτεία χάριτος. Αποφασίζει και διατάζει. Εδώ όμως στο σημείο αυτό, είναι ανάγκη να σπάσει η σιωπή του Χριστού. Το απαιτεί η περίσταση. Καιρός του σιγάν και καιρός του λαλείν. Την μονόπλευρη και άκρως νταήδικη επίθεση του ηγεμόνα την αποκρούει ο έμψυχος κατηγορούμενος, κτυπώντας τον «κατή» αλύπητα στο σταυρόνημα της αλαζονείας του. Τα λόγια του Χριστού, σκληρός καταπέλτης, που ανατρέπει τον δεσποτισμό του Πιλάτου.
«Δεν θα είχες καμία εξουσία εναντίον μου, εάν δεν σου είχε δοθεί η εξουσία αυτή από ψηλά. Από τον πατέρα μου. Τον Θεό. Τον μοναδικό και απόλυτο εξουσιαστή των πάντων. Αυτόν που κατέχει το δεσμείν, αλλά και το λύειν». Ακόμη περισσότερο τονίζει ο Χριστός· «Η ανοχή του Θεού σε κρατεί άρχοντα επί της δικαστικής έδρας και επεφύλαξε σε σένα το έργο να με δικάσεις. Κανείς δεν έχει την εξουσία αφ’ εαυτού, ώστε να μπορεί να την χρησιμοποιεί όπως θέλει. Από τον Θεό δόθηκε και σ’ αυτόν θα λογοδοτήσει». Πέρα όμως από τα πρότερα, ο Χριστός υπονοούσε και κάτι βαθύτερο αλλά και άγνωστο στους επί γης βασιλείς. «Καθότι είμαι καθαρόαιμος βασιλιάς, πρέπει να θυσιασθώ για τους υπηκόους μου, εκτελώντας κατά γράμμα την αποστολή που έλαβα από τον Θεό–πατέρα. Οπότε συμβιβασμούς και υποχωρήσεις, δεν ανέχομαι από κανένα και επ’ ουδενί». Άλλωστε, οι ταπεινωτικές υπαναχωρήσεις και οι ηττοπαθείς ενδοτισμοί, ανήκουν στους γήινους «μεγάλους εξουσιαστές», οι οποίοι κάποια στιγμή σύρονται προς σύναψη ταπεινωτικών συμφωνιών. Πολλές φορές δε ακόμη και με αυτόν τον όχλο, που απαιτεί σταύρωση του Δικαίου. Εν τέλει, οι πρότερες νοσηρές φιλοδοξίες των ανικάνων και ανηθίκων αρχομανών στοιχείων, επισύρουν υποταγή σε επαίσχυντες συνθήκες. Αυτό επιτάσσει η θεία δίκη, ως ανάλογη αμοιβή.
Η φράση όμως του όχλου, «ὅτι ἑαυτόν Θεοῦ υἱόν ἐποίησεν» (Ιω. 19,7), καρφώθηκε απειλητικά στην σκέψη του ηγεμόνος. Η άμεση αντίδρασή του «πόθεν εἶ σύ» (Ιω. 19,8). Με απλά λόγια «από πού είσαι εσύ; Ποιος είσαι τελικά;» Φοβήθηκε ο Πιλάτος μήπως πράγματι ο Χριστός ήταν γιός κάποιου Θεού και με την δύναμή του, τον εξολόθρευε. Ήταν απλά ένας γήινος ή ήταν εξ’ ουρανού; Μήπως ήταν αληθινός Θεός και όχι κάλπικος, σαν αυτούς που λάτρευαν ανέκαθεν οι διεφθαρμένοι ειδωλολάτρες άνθρωποι; Σαν αυτούς που πολύ περαιτέρω λατρεύουν οι τωρινοί διανοούμενοι και οι παντοειδείς εξουσιαστές; Γιατί η αποστασία και η γελοία ειδωλολατρία των ημερών μας, συστοιχίζεται κατά κύριο λόγο στα σαλόνια και τις δεξιώσεις των απεξαρτημένων από τον Θεό, «νομικών» και «πλουσίων» του ευαγγελίου. Αυτά αποτελούν την μόδα που τους καταδυναστεύει, γελοιοποιώντας τους ταυτοχρόνως. Ο απλός λαός εμμένει στην γνήσια πίστη του φτωχού Ναζωραίου. Αυτού που σταυρώνουν και σήμερα, οι νυν εξουσιαστές.
«ἐφοβήθη ὁ τύραννος». Τον φοβίζει ιδιαίτερα η τέλεια ηρεμία του Ιησού, η θεία του αταραξία, η αγία του γαλήνη, το υπεράνθρωπο ηθικό μεγαλείο του, η ασύγκριτη σοφία του, με την οποία έδιδε τις υπέροχες απαντήσεις του. Εντυπωσιάσθηκε ο Πιλάτος. Εντυπωσιάζονται, όλοι οι εκάστοτε ηγεμόνες, όταν συναντώνται με άτομα που είναι δομημένα μέσα στην ψυχική ακεραιότητα και το θεϊκό μεγαλείο, καθότι δεν είναι συνηθισμένοι στην θέα και επικοινωνία με τέτοια υψηλά αναστήματα. Γιατί όλοι αυτοί που τους περιτριγυρίζουν, είναι φτηνοί αυλοκόλακες, ποταπά μισθωμένα όργανα, προς εξυπηρέτηση των αθλίων επιδιώξεων αυτών που υπηρετούν. Αλλά και κάτι άλλο. Όταν ένας απλός πολίτης, ένα τίμιο και ηθικό στοιχείο, έρχεται για κάποιο λόγο σιμά σε «υψηλό πρόσωπο», αντικρίζοντάς το, πριν ακόμη μιλήσει μαζί του, αποκαρδιώνεται και πέφτει σε μελαγχολία, γιατί ήταν καλύτερα που το άκουγε από μακριά, παρά που τον βλέπει τώρα από κοντά. Γιατί αυτός που διοικεί άλλους, θα έπρεπε να μάθει πρώτα, όπως προανέφερε ο Σόλων να διοικεί πρώτα τον εαυτό του. Να είναι δηλαδή «αὑτοκράτορας» με δασεία.
Όμως εφοβήθη ο τύραννος. Γιατί; Διότι η συνείδησή του τον ήλεγχε. Θετικό στοιχείο ο εν λόγω έλεγχος γι’ αυτούς που διοικούσαν μέχρι χθες. Γιατί σήμερα οι νυν άρχοντες είναι πλήρως ασυνείδητοι, γι’ αυτό και πατούν στις καταπιεσμένες και εξαθλιωμένες συνειδήσεις των λαών τους, Γολιαθικά.
Όμως ο Πιλάτος γνώριζε ότι ήταν ένοχος ο ίδιος και ειδικά ο τρόπος που χειριζόταν τα της δίκης ήταν τόσο ξένος προς την έννοια της δικαιοσύνης. Η καρδιά του δεν ήταν ευθεία και ο καταιγισμός των τύψεων, λόγω του άδικου φραγγελώματος του Ιησού, μαστίγωνε και τον ίδιο αλύπητα, χαρακώνοντας την καρδιά του οδυνηρά. Αλλά πάλι· «πόθεν εἶ σύ;» Πόσο ποθούσε ο Πιλάτος να ακούσει, ότι είναι άνθρωπος ο κατηγορούμενος. Όλα θα τελείωναν και θα ησύχαζαν οι πάντες, προπάντων αυτός ο μέγας δυνάστης. Αλλά νεκρική σιγή. Ούτε ναι, ούτε όχι. Ο Χριστός εσιώπα, γιατί δεν ήθελε να δώσει λαβή στον Πιλάτο, θεωρώντας τον Θεό και να αποτρέψει την καταδίκη του. Λέγει ο Παύλος· «Εἰ γάρ ἔγνωσαν, οὐκ ἄν τόν Κύριον τῆς δόξης ἐσταύρωσαν» (Α΄Κορ. 2,8). Αν τον γνώριζαν ως Υιό του Θεού και ανεγνώριζαν την σοφία με την οποία λαλούσε, δεν θα τον σταύρωναν. Όμως ο Χριστός, πιστός στο θεϊκό καθήκον, έπρεπε να σταυρωθεί. Πρώτευε το σχέδιο του Θεού.
Αυτή είναι η στάση των γνησίων βασιλέων και ηγετών. Η σταύρωση υπέρ των λαών τους. Υπέρ του δικαίου. Υπέρ του χρέους και της επιβεβλημένης θυσίας.
Υπήρξαν τέτοια αναστήματα ανέκαθεν και θα υπάρχουν, προς έλεγχο και ταπείνωση των αθλίων εξουσιαστών που το μυαλό τους, η σκέψη τους, είναι «κολλημένα» στην έπαρση και στην μίζα. Στο «οὐκ οἶδας ὅτι ἐξουσίαν ἔχω…».
Να θυμηθούμε όμως ενδεικτικά τον Καποδίστρια, που ενώ είχε ενημερωθεί για την απόπειρα δολοφονίας του, αυτός επέλεξε τον ασφαλή δρόμο της συνάντησής του με τον Κύριο μπροστά στον ναό του. Αλλά μπροστά και στον λαό του…
Ας αναφερθούμε και στον βράχο της ορθοδοξίας, τον Μέγα Βασίλειο, που κατεπλάκωσε βαριά αποστομώνοντάς τον, αυτόν που χρησιμοποιούσε την εξουσία για να φανεί ισχυρός και μεγάλος. Τον Μόδεστο, που προσπάθησε να απειλήσει τον ιεράρχη, με δήμευση, εξορία, βασανιστήρια και θάνατο, επειδή δεν ενέδιδε στην αμαρτωλή και αιρετική εξουσία. Πήρε όμως ο ύπαρχος την κατάλληλη απάντηση. «Δεν απειλούν με δήμευση τον φτωχό και αυτόν που «δεν έχει από τον ήλιο μοίρα». Δεν εξορίζουν, τον ήδη πλανώμενο στα όρη και τις οπές της γης. Αυτά ούτως ή άλλως είναι ιδιοκτησία του Θεού και πάνω σε αυτήν δεν έχει κανείς δικαίωμα έστω και αν είναι ύπαρχος. Δεν απειλούν με βασανισμό αυτόν που δεν έχει «σώμα», γιατί ήδη είναι πνεύμα. Ούτε τελικά χρησιμοποιούν την θανάτωση σαν έσχατο μέσο απειλής, γιατί ο θάνατος αποτελεί ευεργεσία για τους αθάνατους. Τους πνευματοφόρους και αγίους ανθρώπους, που κρατούν ολάκερη την κοινωνία. Κράτησε λοιπόν μέγα εξουσιαστή για λογαριασμό σου, τις φωτιές, τα ξίφη, τα θηρία, τα νύχια που ξεσχίζουν σάρκες, αλλά δεν μπορούν με τίποτα να πλήξουν την ψυχή. Γιατί η ψυχή είναι ιδιοκτησία του κάθε εμψύχου ανθρώπου και δεν μπορεί να την οικειοποιηθεί κανένας Μόδεστος».
Μετά από αυτά έμεινε άλαλος ο ύπαρχος. Μιμήθηκε τον Χριστό που εσιώπα ή μάλλον κατάλαβε ότι η εξουσία είναι μόνο του Θεού; Ποιος γνωρίζει;
Όμως, ας κλείσουμε το παρόν πόνημά μας, όχι όμως πονώντας για την ψευδαίσθηση της ισχύος που διακατέχει τους εξουσιαστές, αλλά χαιρόμενοι και ευφραινόμενοι για την απάντηση που έδωσε ο Φώτος Τζαβέλας στις εκβιαστικές απειλές ενός άλλου αιμοχαρούς, αλλά και καθ’ όλα τιποτένιου εξουσιαστού, του Αλή πασά. Αυτόν που προσπαθούν ανεπιτυχώς να υποδυθούν κάποια άθλια γραικύλα στοιχεία των ημερών μας.
Ας «ακούσουμε» όμως το γνήσιο εξουσιαστικό μήνυμα–απάντηση.
«ΒΕΖΥΡ ΑΛΗ ΠΑΣΑ
Μη στοχασθής ότι θα μεύρης μικρόψυχον, επειδή έχεις εις χείρας σου την γυναίκα μου και τα τέκνα μου. Η αγάπη της πατρίδος μου με κάμνει να μη στοχασθώ, ούτε γυναίκα ούτε υιούς. Είσαι εξουσιαστής να τους κάμης ό,τι και όπως θέλεις. Εγώ δε με όλην μου την φυλήν και συναδέλφους, μου είναι αδύνατον να σοι παραδώσουμε τα όπλα ζώντες»
ΦΩΤΟΣ ΤΖΑΒΕΛΑΣ 4-12-1803.
Ας ατενίσουμε με περηφάνια τους αετούς του ’21 και ας αφήσουμε τις τωρινές κότες του γραικυλισμού, εγκλεισμένες στην αθλιότητα του κοτετσιού της νέας τάξης. Τα κακαρίσματά τους μόνο γεράκια προσελκύουν. Πολύ περαιτέρω, ας παραβλέψουμε τις απειλές και μεγαλοστομίες των συγχρόνων Γολιάθ. Οι μέρες τους κάποια στιγμή θα τελειώσουν. Ξάφνου θα αναφανεί ένας νέος μικρόσωμος Δαβίδ, που με το λιθάρι της πίστεώς του θα συντρίψει το κρανίο των μεγαλοστομούντων και ας είναι περιβεβλημένο με το κράνος της εξουσίας.
Τα αξιώματα με τα οποία τους τίμησε ο απλός λαός τους δημιούργησαν έπαρση, υπερφροσύνη, εγωισμό μεγάλο και την εντύπωση ότι έχουν δικαιώματα, ως κατέχοντες την εξουσία. Όμως κατ’ ουσίαν δεν τα έχουν. Το λέγει ο Παύλος. Γιατί κάθε εξουσία προέρχεται από τον Θεό. Οι δε άρχοντες που ασκούν την εξουσία, έχουν ταχθεί κατ’ απόφαση ή ανοχή του Θεού. (Ρωμ. 13,1).
Οπότε η απάντηση σε όλους αυτούς που ζητούν την ψυχή μας στις μέρες μας, δηλαδή ό,τι μας απέμεινε, είναι μία.
«Τό δέ τήν πόλιν σοι δοῦναι, οὔτ’ ἐμόν ἐστι οὔτ’ ἄλλου τῶν κατοικούντων ἐν ταύτη· κοινῆ γάρ γνώμη πάντες αὐτοπροαιρέτως ἀποθανοῦμεν καί οὐ φεισόμεθα τῆς ζωῆς ἡμῶν».