Του Πρωτοπρεσβυτέρου Ευαγγέλου Κ. Πριγκιπάκη, Δρος Θ. - Δρος Φ.
Καθηγητού του Πρότυπου Γυμνασίου Πατρών
Υπάρχουν, καθώς λένε, βουνοκορφές, που στα πλάγια τους κιοτεύει κι η ιστορία. Και τότε οι βουνοκορφές αυτές γίνονται θρύλος[2]. Μια τέτοια ψηλή βουνοκορφή όπως αυτές του Πάρνωνα και του Ταΰγετου που γεννήθηκε, γαλουχήθηκε και έδρασε ηρωικά, ήταν ο Θεόδωρoς Κολοκοτρώνης[3], ο ρωμαλέος αυτός στο μικροκαμωμένο του σώμα, αλλά γίγαντας στην καρδιά, ανδρείος στο φρόνημα και «γέρος» στη σύνεση σπουδαίος Έλληνας[4], ο οποίος αναδείχθηκε με τη δράση του σε φυσικό αρχηγό του αγώνα της Ελευθερίας στον Μοριά[5], καθώς και σε έναν από τους πρωτεργάτες του ξεσηκωμού του Γένους.
Ο Κολοκοτρώνης ανήκε στους θεληματικούς εκείνους άνδρες της ιστορίας, που θέτοντας έναν ανώτερο σκοπό στη ζωή τους, τον υπηρετούν με πάθος, αυταπάρνηση και πείσμα μέχρι να τον επιτύχουν. Όταν μάλιστα αυτός ο σκοπός είναι η απελευθέρωση του υπόδουλου Γένους, αλλά και έχει επιπλέον την υπογραφή του Θεού, τότε τον υπηρετούν με αφοσίωση, πίστη και υπακοή στο θέλημά Του. Και ο ηρωικός στρατηγός είχε ριζωμένα βαθιά στην ψυχή του και την πίστη και την υπακοή στο θέλημα του Θεού των Πατέρων του[6]. Γι’ αυτό και ήδη από τις παραμονές της Επανάστασης ήταν απόλυτα βέβαιος, πως ο «προστάτης της Ελλάδος»[7] Παντοδύναμος Κύριος θα τα «οικονομήσει όλα με τη δύναμή του»[8], εφόσον, ως υπέρμαχος[9] του δίκαιου αγώνα των Ελλήνων, «είχε βάλει την υπογραφή του για τη λευτεριά …και …δεν θα την έπαιρνε πίσω»[10].
Για την ανάληψη του αγώνα «υπέρ πίστεως και πατρίδος» με στόχο την απελευθέρωση του Γένους, ο Κολοκοτρώνης ανατράφηκε και ανδρώθηκε στο πνευματικό κλίμα της τοπικής κοινωνίας και της οικογένειάς του στον νότιο ορεινό Μοριά, αποκτώντας βαθιά ευσέβεια και πίστη στο Θεό, κάτι που όφειλε στην μητέρα του Ζαμπία κυρίως, αλλά και αστείρευτη αγάπη προς την «πατρίδα»[11], όπως αποκαλούσε όλες τις οθωμανοκρατούμενες περιοχές που ζούσε ο υπόδουλος Ελληνισμός. Από τη γέννησή του μέσα στα σπλάχνα της καταδιωγμένης από τον δυνάστη οικογένειάς του προετοιμάστηκε πατριωτικά, αλλά και γαλουχήθηκε πνευματικά μέσα στη ζωογόνο μήτρα της μάνας του Γένους Εκκλησίας, αφού, όπως ανέφερε, «το ψαλτήρι, το κτωήχι, ο μηναίος, άλλαι προφητείαι, ήσαν τα βιβλία όπου ανέγνωσα»[12], οικοδομώντας έτσι μια στιβαρή προσωπικότητα και έναν ατσάλινο χαρακτήρα, αλλά και αποκτώντας πλήρη και υγιή συνείδηση του Γένους και των περιπετειών του. Στα πλαίσιο αυτό διαμόρφωσε και την πεποίθηση, όπως έλεγε το 1805, ότι αφού βαφτίστηκε στο λάδι προσλαμβάνοντας την πίστη και αποκτώντας την εν Χριστώ πνευματική του ελευθερία, όφειλε να βαφτιστεί και στο αίμα[13] για να αποκτήσει την πολιτική της ελευθερία και αξιοπρέπεια η πατρίδα του, πού στέναζε για αιώνες μετά το πάρσιμο της Πόλης, κάτω από την οθωμανική τυραννία.
Η βαθιά πεποίθηση της οικογένειάς του στην ύπαρξη και τη λειτουργία του Γένους, είχε οδηγήσει τον πατέρα του Κωνσταντή αρχικά, αλλά και τον ίδιο αργότερα να αφοσιωθούν με πάθος στον αγώνα υπέρ της ελευθερίας ως κλέφτες[14], τρέφοντας μεγάλες προσδοκίες και χρηστές ελπίδες για βοήθεια από το αδελφό και ομόδοξο ρωσικό Γένος. Ο πατέρας του, μάλιστα, υποστήριξε με θέρμη και κόστος την ίδια του τη ζωή, δέκα χρόνια αργότερα (1780), το κίνημα των Ορλώφ, αλλά και ο Θεόδωρος, που γεννήθηκε τον Απρίλιο του 1770[15], έλαβε κατά το άγιο βάπτισμα το όνομά του προς τιμήν του Ρώσου αξιωματικού Θεοδώρου Ορλώφ.
Μεγαλώνοντας σε ένα τέτοιο περιβάλλον ο Κολοκοτρώνης, αναδείχθηκε σε μια από τις μορφές εκείνες των Ελλήνων αγωνιστών που έφεραν αμόλυντη, ατόφια και καθαρή τη συνείδηση της ακατάλυτης πνευματικής και πολιτικής συνέχειας στην ιστορική πορεία του Γένους από την αρχαιότητα μέχρι και την εποχή του με μόνη διαφορά - όπως παρατηρούσε - στη θρησκεία, καθώς οι Έλληνες πέρασαν από την ειδωλολατρία στην πίστη στον Χριστό. «Οι παλαιοί Έλληνες», ανέφερε στον λόγο του στην Πνύκα, «από τους οποίους και ημείς καταγόμεθα και ελάβαμε το όνομα τούτο… διέφεραν από ημάς εις την θρησκείαν, διότι επροσκυνούσαν τες πέτρες και τα ξύλα…», ενώ «αφού … ήλθε στον κόσμο ο Χριστός, … επίστευσαν εις το Ευαγγέλιόν του, και έπαυσαν να λατρεύουν τα είδωλα»[16].
Αυτό όμως δεν στάθηκε ικανό, δυστυχώς, για να εκλείψει και η διχόνοια, που αποτελούσε διαχρονικά την κυριότερη αιτία των μεγάλων δεινών και των ποικίλων περιπετειών του Γένους, εφόσον, όπως τόνιζε, «οι παλαιοί Έλληνες, οι πρόγονοί μας, έπεσαν εις την διχόνοια και ετρώγονταν μεταξύ τους, και έτσι έλαβαν καιρό πρώτα οι Ρωμαίοι, έπειτα άλλοι βάρβαροι και τους υπόταξαν. Ύστερα ήλθαν οι Μουσουλμάνοι και έκαμαν ό,τι ημπορούσαν, δια να αλλάξη ο λαός την πίστιν του. Έκοψαν γλώσσες εις πολλούς ανθρώπους, αλλ’ εστάθη αδύνατο να το κατορθώσουν. Τον ένα έκοπταν, ο άλλος το σταυρό του έκαμε»[17], θέλοντας να τονίσει με αυτά ο σοφός στρατηγός, ότι, παραμένοντας οι υπόδουλοι Έλληνες σταθεροί στην πίστη τους στον Χριστό, διατήρησαν ταυτόχρονα ακέραια και την ελληνική τους αυτοσυνειδησία. Διότι γνώριζε πολύ καλά, πως, αν ο λαός θα μετέβαλε την πίστη του, θα απέβαλε παράλληλα και την ελληνική του ταυτότητα, με συνέπεια να αφανιστεί το Γένος με την πολιτική και θρησκευτική του αφομοίωση στο οθωμανικό Μιλέτι, όπως είχε συμβεί παλαιότερα με τους εξισλαμισμένους ελληνικούς πληθυσμούς στη Μικρά Ασία.
Το Γένος στη συνείδηση των Κολοκοτρωναίων, αλλά και των άλλων αγωνιστών[18] είχε ως υπαρκτικά θεμέλια την Ορθόδοξη πίστη και την Ελληνικότητα, δηλαδή τη μακραίωνη και με αδιάρρηκτη συνέχεια ελληνική ιστορία και πολιτιστική παράδοση, όπως αυτά διασώθηκαν διαχρονικά και ακέραια στη συνείδηση του λαού. Γι’ αυτό και στον ιδεολογικό κόσμο του στρατηγού το Γένος είναι συνώνυμο ή και ταυτίζεται με την «πατρίδα», το «έθνος», τη «φυλή» και την «Ελλάδα», όρους με τους οποίους εννοεί σαφώς τον Ορθόδοξο ελληνικό λαό και όλες ανεξαιρέτως τις γεωγραφικές περιοχές όπου κατοικούσε και εξακολουθούσε να στενάζει κάτω από τον Οθωμανικό ζυγό, τα οποία συγκροτούσαν μέχρι την άλωση τη Ρωμηοσύνη, ως πολιτική υπόσταση του Οικουμενικού Ελληνισμού με κέντρο την Κωνσταντινούπολη.
Είναι γεγονός ότι στη συνείδηση του Κολοκοτρώνη παρέμενε αμετακίνητη η πεποίθηση για την οργανική συνέχεια και τη διαχρονική ενότητα του Γένους με κέντρο την Πόλη, δεδομένου ότι θεωρούσε τον εαυτό του, αρχικά ως κλέφτη και κατόπιν ως επαναστάτη, υπήκοο και στρατιώτη του τελευταίου αυτοκράτορα του Οικουμενικού Ελληνισμού της Ρωμηοσύνης, Κωνσταντίνου Παλαιολόγου. Γι’ αυτό και, όταν αργότερα, κατά τη διάρκεια του Αγώνα, ο βρετανός ναύαρχος Χάμιλτον του ζήτησε να δεχτεί συνθηκολόγηση με τους κατακτητές, εκείνος αρνήθηκε επίμονα, τονίζοντάς του, πως «εμείς (…) ποτέ συμβιβασμόν δεν εκάμαμεν με τους Τούρκους. Άλλους έκοψε, άλλους σκλάβωσε με το σπαθί και άλλοι, καθώς εμείς, εζούσαμεν ελεύθεροι από γενεάς εις γενεά. Ο βασιλέας μας εσκοτώθη, καμμία συνθήκη δεν έκαμε. Η φρουρά του είχε παντοτεινόν πόλεμον με τους Τούρκους, και δυό φρούρια ήτον πάντοτε ανυπότακτα. (…). Η φρουρά του βασιλέως μας είναι οι λεγόμενοι κλέφται, τα φρούρια η Μάνη και το Σούλι και τα Βουνά»[19].
Έχοντας κατανοήσει από πολύ νωρίς την ανάγκη για απελευθέρωση του Γένους, ο Θεόδωρος συνέχισε και μετά τη δημιουργία της οικογένειάς του το 1790[20] την επαναστατική του δράση, με αποτέλεσμα το 1802 να καταδικαστεί σε θάνατο με ειδικό σουλτανικό διάταγμα, χωρίς όμως να πτοηθεί. Έτσι, το 1805 έλαβε ενεργό μέρος στις επιχειρήσεις του Ρωσικού στόλου, κατά τον Ρωσο-τουρκικό πόλεμο, ευελπιστώντας μάταια και πάλι στη βοήθεια των ομόδοξων Ρώσων, ως αδελφού Γένους, για να απελευθερωθεί το υπόδουλο Ελληνικό, ενώ τον επόμενο χρόνο κατέφυγε στη Ζάκυνθο[21], όπου κατέβαλε έντονες προσπάθειες για να ξεκινήσει ο απελευθερωτικός αγώνας με τη βοήθεια των Άγγλων κυρίως, αλλά και των Ρώσων[22]. Συζητούσε μάλιστα σοβαρά το ενδεχόμενο, προκειμένου να διασφαλιστεί η επιτυχία του επικείμενου αγώνα, να καταληφθεί, κυρίως με τη συνδρομή του αγγλικού στόλου, η Κωνσταντινούπολη, καθώς θεωρούνταν, ως πρωτεύουσα του Οικουμενικού Ελληνισμού, το πνευματικό και πολιτικό κέντρο του Γένους. Σχεδίαζαν δηλαδή τότε, «ότι πρέπει να υπάγουν να κτυπήσουν με τα αγγλικά [πλοία] το κεφάλι όπου είναι η Κωνσταντινούπολις, και έπειτα, όταν κτυπήσωμεν το κεφάλι, το επίλοιπον είναι εδικόν μας»[23].
Επιθυμώντας να υπηρετήσει τον ιερό αυτό σκοπό, εντάχθηκε από το 1810 στο ελληνικό στρατιωτικό σώμα του αγγλικού στρατού. Ωστόσο, όμως, διαπίστωσε με το πέρασμα του χρόνου, ότι τα φωτισμένα έθνη της Ευρώπης, χωρίς να εξαιρείται και η Ρωσία, δεν ήταν διατεθειμένα να διαρρήξουν τις σχέσεις τους με τον Οθωμανό σουλτάνο. Γι’ αυτό και είχε πειστεί, πως «ό,τι είναι να κάμωμε, θα το κάμωμε μονάχοι και δεν έχομε καμμία ελπίδα από τους ξένους»[24]. Το 1818 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και τον Ιανουάριο του 1821 επανήλθε με προτροπή του Αλεξάνδρου Υψηλάντη στη Μάνη, όπου ξεκίνησε την προετοιμασία της Επανάστασης[25]. Προγραμματισμένη ημέρα του γενικού ξεσηκωμού ήταν η σημαδιακή 25η Μαρτίου[26], εορτή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου και ημέρα μνήμης της απαρχής της ανάστασης του ανθρωπίνου γένους από τη δουλεία του θανάτου με τη σάρκωση του Λόγου του Θεού, η οποία θα αποτελούσε συμβολικά και την απαρχή της ανάστασης και της αναγέννησης του υπόδουλου Γένους των Ελλήνων. Ο Κολοκοτρώνης πίστευε ακράδαντα, πως μόνο με τη συνδρομή της πίστης στο Θεό θα επιτυγχανόταν η πνευματική αφύπνιση και ενδυνάμωση του λαού για να μπορέσει να λυτρωθεί η πατρίδα. Πίστη και ελευθερία για τον μεγάλο άνδρα ήταν πράγματα αλληλένδετα και αλληλοπεριχωρούμενα στον αγώνα της ανάστασης του Γένους, γι’ αυτό και, όπως τόνιζε, «όταν επιάσαμε τα άρματα είπαμε πρώτα υπέρ πίστεως και έπειτα υπέρ πατρίδος»[27].
Η αστείρευτη πνευματική δύναμη της ορθόδοξης πίστης, σε συνδυασμό με την πλούσια μακραίωνη ελληνική ιστορία και παράδοση, συνιστούσαν για τον σοφό στρατηγό την εγγύηση για τη βεβαιότητα της ελευθερίας του υπόδουλου Γένους, παρόλο που ένας απελευθερωτικός αγώνας εκείνη την εποχή θεωρούνταν πραγματική παράνοια, καθώς, όπως έλεγε, «ημείς, αν δεν είμεθα τρελοί, δεν θα εκάναμεν επανάστασιν»[28], προσπαθώντας διαρκώς να παρηγορεί, να εμψυχώνει και να ενθαρρύνει τον λαό, επαναλαμβάνοντας, πως «οι Έλληνες είναι τρελοί, αλλά έχουν Θεόν φρόνιμο»[29] που τους προστατεύει και εκπληρώνει τα δίκαια αιτήματά τους. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο ο Κωνσταντίνος Οικονόμος υπογραμμίζει στον επιτάφιό του, πως όλη η δύναμη του γενναίου στρατηγού ήταν ριζωμένη και πήγαζε από τη βαθιά του πίστη και την αγάπη προς τον Θεό, αλλά και προς κάθε Έλληνα συμπατριώτη και αδελφό του, δηλαδή από την «φιλοθεΐαν» του και από την «φιλαδελφίαν» του. Η πίστη και η αγάπη του Κολοκοτρώνη προς τους αδελφούς του Έλληνες ήταν, όπως συνεχίζει ο Οικονόμος, τα στοιχεία εκείνα που τον ώθησαν στο να χρησιμοποιήσει, ως φιλόθεος και ως φιλόπατρις, την ανδρεία του για τη σωτηρία του Γένους, αφού ως φιλόθεος κατέστησε την πίστη τελεσιουργό της ανδρείας του, ενώ ως φιλόπατρις ανέδειξε την ανδρεία του τρανή βεβαίωση της βαθιάς του πίστης στο Θεό[30].
Επειδή ακριβώς η επικείμενη επανάσταση της 25ης Μαρτίου ήταν για τον ηρωικό στρατηγό ένας καθολικός αγώνας[31] με σκοπό την πνευματική και πολιτική απελευθέρωση του Γένους, δεν είχε καμία απολύτως σχέση ούτε με την Αμερικανική, αλλά ούτε και με τη Γαλλική Επανάσταση, που ήταν στην πραγματικότητα εμφύλιοι πόλεμοι, παρόλο που υποστήριζε πως «η Γαλλική επανάστασις και ο Ναπολέων έκαμε … να ανοίξη τα μάτια του κόσμου»[32]. Γι’ αυτό, όπως τόνιζε, «η επανάστασις η εδική μας δεν ομοιάζει με καμίαν απ’ όσαις γίνονται την σήμερον εις την Ευρώπην». Διότι «της Ευρώπης αι επαναστάσεις εναντίον των διοικήσεών των, είναι εμφύλιος πόλεμος», ενώ «ο εδικός μας πόλεμος ήτον ο πλέον δίκαιος, ήτον έθνος με άλλο έθνος, ήτον με ένα λαόν οπού ποτέ δεν ηθέλησε να αναγνωρισθή ως τοιούτος, ούτε να ορκισθή, παρά μονον ό,τι έκαμνε η βία, ούτε ο σουλτάνος ηθέλησε ποτέ να θεωρήσει τον Ελληνικόν λαόν ως λαόν, αλλ’ ως σκλάβους»[33].
Ακολουθώντας τις οδηγίες του Υψηλάντη για την επανάσταση που θα ξεκινούσε ταυτόχρονα σε ολόκληρη τη χερσόνησο του Αίμου, από τις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες μέχρι και τον Μοριά με σκοπό την επανάκτηση της Κωνσταντινούπολης και την απελευθέρωση ολόκληρου του Γένους, έλαβε ενεργό μέρος στην εξέγερση της Πελοποννήσου. Το γεγονός, μάλιστα, πως η επανάσταση θα είχε ως αρχικό και κύριο σκοπό την ελευθερία του Γένους με αποκορύφωμα την ανάκτηση της Πόλης, προκύπτει σαφώς από αυτά που τόνιζε αργότερα επικρίνοντας τη διχόνοια που επικράτησε μετά τον πρώτο χρόνο του ξεσηκωμού, καθώς, όπως ανέφερε, «Εις τον πρώτο χρόνο της Επαναστάσεως είχαμε μεγάλη ομόνοια και όλοι ετρέχαμε σύμφωνοι … και εάν αυτή η ομόνοια εβαστούσε ακόμη δύο χρόνους, ηθέλαμε κυριεύσει και την Θεσσαλία και την Μακεδονία, και ίσως εφθάναμε και έως την Κωνσταντινούπολη»[34].
Ο πατριωτισμός, η πίστη, το «αδάμαστον ήθος»[35], η απαράμιλλη ανδρεία, αλλά και οι έκτακτες στρατιωτικές αρετές που διέθετε, όπως και οι ηγετικές ικανότητες που επέδειξε, ανέδειξαν τον Κολοκοτρώνη σε μια από τις λαμπρότερες φυσιογνωμίες της Ελληνικής Επανάστασης και σε πρωταγωνιστή της απελευθέρωσης του Μοριά[36], οργανώνοντας και διευθύνοντας μεταξύ άλλων απόλυτα επιτυχημένα τη μάχη στο Βαλτέτσι το Μάιο του 1821, την πολιορκία και άλωση της Τριπολιτσάς το Σεπτέμβριο του 1821 και οπωσδήποτε τη μάχη στα Δερβενάκια τον Ιούλιο του 1822, όπου αναδείχθηκε πλήρως η στρατηγική του ιδιοφυΐα στην τακτική του πολέμου, ώστε να επιτύχει τη συντριβή της τρομερής υπό το Δράμαλη πασά στρατιάς[37].
Η έντονη συνείδηση του Γένους που βίωνε ο Κολοκοτρώνης ως πίστη και φιλοπατρία, αποτυπώθηκαν έντονα επίσης και στην πατριωτική του στάση κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου[38], αφού προσπάθησε επανειλημμένα, αλλά μάταια, να αμβλύνει τις αντιθέσεις ανάμεσα στους αντιπάλους για να εκλείψει η διχόνοια, να επέλθει η ομόνοια και να προχωρήσει απρόσκοπτα ο αγώνας. Η αμοιβή που έλαβε, ως γνωστό, ήταν να δολοφονηθεί ο γιός του Πάνος, αλλά και εκείνος να συλληφθεί και να περιοριστεί στη μονή του προφήτη Ηλία στην Ύδρα[39]. Το 1825, ωστόσο, αποφυλακίστηκε. Χωρίς ίχνος μνησικακίας, αλλά με σθένος και αυταπάρνηση επιδόθηκε σε κλεφτοπόλεμο με ολιγάριθμο σώμα εναντίον του Ιμπραήμ μέχρι το 1828[40], καλώντας όσους μπορούν να κρατήσουν άρματα από το υπόλοιπο Γένος, την Κρήτη και τη Μικρά Ασία, να συνδράμουν στον κοινό αγώνα, εφόσον «πιστεύουν Χριστό και αγαπούν την πατρίδα : Κρήταις, Αιβαλιώταις, ό,τι είδος στρατεύματα και αν ήτον»[41].
Αλλά και μετά το τέλος της Επανάστασης, ο Κολοκοτρώνης συνέχισε να διαδραματίζει ενεργό ρόλο στα στρατιωτικά και πολιτικά πράγματα του τόπου, καθώς υπήρξε ένθερμος οπαδός της πολιτικής του ευπατρίδη πρώτου μας Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια[42], συντασσόμενος με το φιλορωσικό κόμμα, δεδομένου ότι εξακολουθούσε να πιστεύει μάταια, πως οι Ρώσοι, που ανήκαν στην Ορθόδοξη Κοινοπολιτεία και συνδέονταν οργανικά με τον Ελληνισμό της Ρωμηοσύνης στο παρελθόν, θα συνέδραμαν στην επίτευξη του τελικού σκοπού, που ήταν η απελευθέρωση του Γένους. Ωστόσο, όμως, όλο αυτό το όραμα ματαιώθηκε άδοξα από τα σχέδια των Μεγάλων Δυνάμεων και, ιδιαιτέρως, των εδώ ιδεολογικών τους υποστηρικτών, οι οποίοι επιδίωξαν, με την έλευση κυρίως της Βασιλείας από το 1833, την εγκαθίδρυση ενός Έθνους - Κράτους[43] κατά τα ευρωπαϊκά πρότυπα, αφήνοντας εκτός συνόρων το μεγαλύτερο γεωγραφικό και πληθυσμιακό τμήμα του Γένους[44].
Ο Κολοκοτρώνης, ευελπιστώντας και πάλι ότι θα λειτουργήσει ενοποιητικά για τον κατακερματισμένο από τη διχόνοια λαό, υποστήριξε με σθένος, παρά τις κατηγορίες εναντίον του και τη δοκιμασία που υπέστη με την άδικη καταδίκη και φυλάκισή του το 1834[45], το θεσμό της Βασιλείας[46], διατελώντας από το 1835, ως «υποστράτηγος» και «σύμβουλος της επικρατείας», στενός συνεργάτης του νεαρού βασιλιά Όθωνα, χωρίς όμως, δυστυχώς, να εισακούεται.
Έτσι, παρά την αρχική του απόφαση να αποσυρθεί από τον δημόσιο βίο[47], ο Γεροστρατηγός ακολούθησε τον νέο ηγεμόνα στην Αθήνα, προσδοκώντας ότι θα τον συνδράμει για να αναδειχθεί άξιος διάδοχος και συνεχιστής του έργου των βασιλέων του Γένους μέχρι την άλωση της Πόλης, αλλά και διαβλέποντας στο πρόσωπό του το σύμβολο της ενότητας και της ομόνοιας του Οικουμενικού Ελληνισμού. Το 1838 εκφώνησε στην Αθήνα τον περίφημο λόγο στην Πνύκα, όπου, παραμένοντας πιστός και αφοσιωμένος στη συνείδηση της ύπαρξης του Γένους, συνιστούσε στους νέους Έλληνες τη διατήρηση των υπαρκτικών του θεμελίων, δηλαδή της πίστης στο Χριστό και της αγάπης προς την πατρίδα, ως εξής : «Πρέπει να φυλάξετε την πίστη σας και να την στερεώσετε, διότι, όταν επιάσαμε τα άρματα είπαμε πρώτα υπέρ πίστεως και έπειτα υπέρ πατρίδος. Όλα τα έθνη του κόσμου έχουν και φυλάττουν μια Θρησκεία»[48], ενώ όπως τους τόνιζε επίσης, «εις εσάς μένει να ισάσετε και να στολίσετε τον τόπο, οπού ημείς ελευθερώσαμε· και, δια να γίνη τούτο, πρέπει να έχετε ως θεμέλια της πολιτείας την ομόνοια, την θρησκεία, την καλλιέργεια του Θρόνου, εννοώντας το σεβασμό στο πολίτευμα, και την φρόνιμον ελευθερίαν»[49], δηλαδή όχι την ειδολογική, αλλά την ουσιαστική, την πνευματική ελευθερία.
Ο Κολοκοτρώνης πέθανε αναπάντεχα το Φεβρουάριο του 1843 στην Αθήνα[50] και η εξόδιος ακολουθία του τελέστηκε στον τότε Μητροπολιτικό Ναό της Αγίας Ειρήνης επί της οδού Αιόλου. Τον επιτάφιο εκφώνησε ο πολύς Κωνσταντίνος ο εξ Οικονόμων, στον οποίο ιχνηλάτησε με γλαφυρότητα την προσωπικότητα του μεγάλου στρατηγού και σοφού άνδρα, προβάλλοντάς τον ως έχοντα πλήρη και ζωντανή στην ψυχή του τη συνείδηση του Γένους, αφού αναδείχθηκε με τη ζωή και τη δράση του «γενναίος πρόμαχος της πίστεως και της πατρίδος»[51], αλλά και «καρτερόψυχος αγωνιστής υπέρ πίστεως και πατρίδος»[52], παραμένοντας μέχρι τέλους αφοσιωμένος στην υπόθεση της απελευθέρωσης, της διατήρησης, της ακατάλυτης ιστορικής συνέχειας και απρόσκοπτης πορείας του Ελληνικού Γένους στο μέλλον.
Καθηγητού του Πρότυπου Γυμνασίου Πατρών
Υπάρχουν, καθώς λένε, βουνοκορφές, που στα πλάγια τους κιοτεύει κι η ιστορία. Και τότε οι βουνοκορφές αυτές γίνονται θρύλος[2]. Μια τέτοια ψηλή βουνοκορφή όπως αυτές του Πάρνωνα και του Ταΰγετου που γεννήθηκε, γαλουχήθηκε και έδρασε ηρωικά, ήταν ο Θεόδωρoς Κολοκοτρώνης[3], ο ρωμαλέος αυτός στο μικροκαμωμένο του σώμα, αλλά γίγαντας στην καρδιά, ανδρείος στο φρόνημα και «γέρος» στη σύνεση σπουδαίος Έλληνας[4], ο οποίος αναδείχθηκε με τη δράση του σε φυσικό αρχηγό του αγώνα της Ελευθερίας στον Μοριά[5], καθώς και σε έναν από τους πρωτεργάτες του ξεσηκωμού του Γένους.
Ο Κολοκοτρώνης ανήκε στους θεληματικούς εκείνους άνδρες της ιστορίας, που θέτοντας έναν ανώτερο σκοπό στη ζωή τους, τον υπηρετούν με πάθος, αυταπάρνηση και πείσμα μέχρι να τον επιτύχουν. Όταν μάλιστα αυτός ο σκοπός είναι η απελευθέρωση του υπόδουλου Γένους, αλλά και έχει επιπλέον την υπογραφή του Θεού, τότε τον υπηρετούν με αφοσίωση, πίστη και υπακοή στο θέλημά Του. Και ο ηρωικός στρατηγός είχε ριζωμένα βαθιά στην ψυχή του και την πίστη και την υπακοή στο θέλημα του Θεού των Πατέρων του[6]. Γι’ αυτό και ήδη από τις παραμονές της Επανάστασης ήταν απόλυτα βέβαιος, πως ο «προστάτης της Ελλάδος»[7] Παντοδύναμος Κύριος θα τα «οικονομήσει όλα με τη δύναμή του»[8], εφόσον, ως υπέρμαχος[9] του δίκαιου αγώνα των Ελλήνων, «είχε βάλει την υπογραφή του για τη λευτεριά …και …δεν θα την έπαιρνε πίσω»[10].
Για την ανάληψη του αγώνα «υπέρ πίστεως και πατρίδος» με στόχο την απελευθέρωση του Γένους, ο Κολοκοτρώνης ανατράφηκε και ανδρώθηκε στο πνευματικό κλίμα της τοπικής κοινωνίας και της οικογένειάς του στον νότιο ορεινό Μοριά, αποκτώντας βαθιά ευσέβεια και πίστη στο Θεό, κάτι που όφειλε στην μητέρα του Ζαμπία κυρίως, αλλά και αστείρευτη αγάπη προς την «πατρίδα»[11], όπως αποκαλούσε όλες τις οθωμανοκρατούμενες περιοχές που ζούσε ο υπόδουλος Ελληνισμός. Από τη γέννησή του μέσα στα σπλάχνα της καταδιωγμένης από τον δυνάστη οικογένειάς του προετοιμάστηκε πατριωτικά, αλλά και γαλουχήθηκε πνευματικά μέσα στη ζωογόνο μήτρα της μάνας του Γένους Εκκλησίας, αφού, όπως ανέφερε, «το ψαλτήρι, το κτωήχι, ο μηναίος, άλλαι προφητείαι, ήσαν τα βιβλία όπου ανέγνωσα»[12], οικοδομώντας έτσι μια στιβαρή προσωπικότητα και έναν ατσάλινο χαρακτήρα, αλλά και αποκτώντας πλήρη και υγιή συνείδηση του Γένους και των περιπετειών του. Στα πλαίσιο αυτό διαμόρφωσε και την πεποίθηση, όπως έλεγε το 1805, ότι αφού βαφτίστηκε στο λάδι προσλαμβάνοντας την πίστη και αποκτώντας την εν Χριστώ πνευματική του ελευθερία, όφειλε να βαφτιστεί και στο αίμα[13] για να αποκτήσει την πολιτική της ελευθερία και αξιοπρέπεια η πατρίδα του, πού στέναζε για αιώνες μετά το πάρσιμο της Πόλης, κάτω από την οθωμανική τυραννία.
Η βαθιά πεποίθηση της οικογένειάς του στην ύπαρξη και τη λειτουργία του Γένους, είχε οδηγήσει τον πατέρα του Κωνσταντή αρχικά, αλλά και τον ίδιο αργότερα να αφοσιωθούν με πάθος στον αγώνα υπέρ της ελευθερίας ως κλέφτες[14], τρέφοντας μεγάλες προσδοκίες και χρηστές ελπίδες για βοήθεια από το αδελφό και ομόδοξο ρωσικό Γένος. Ο πατέρας του, μάλιστα, υποστήριξε με θέρμη και κόστος την ίδια του τη ζωή, δέκα χρόνια αργότερα (1780), το κίνημα των Ορλώφ, αλλά και ο Θεόδωρος, που γεννήθηκε τον Απρίλιο του 1770[15], έλαβε κατά το άγιο βάπτισμα το όνομά του προς τιμήν του Ρώσου αξιωματικού Θεοδώρου Ορλώφ.
Μεγαλώνοντας σε ένα τέτοιο περιβάλλον ο Κολοκοτρώνης, αναδείχθηκε σε μια από τις μορφές εκείνες των Ελλήνων αγωνιστών που έφεραν αμόλυντη, ατόφια και καθαρή τη συνείδηση της ακατάλυτης πνευματικής και πολιτικής συνέχειας στην ιστορική πορεία του Γένους από την αρχαιότητα μέχρι και την εποχή του με μόνη διαφορά - όπως παρατηρούσε - στη θρησκεία, καθώς οι Έλληνες πέρασαν από την ειδωλολατρία στην πίστη στον Χριστό. «Οι παλαιοί Έλληνες», ανέφερε στον λόγο του στην Πνύκα, «από τους οποίους και ημείς καταγόμεθα και ελάβαμε το όνομα τούτο… διέφεραν από ημάς εις την θρησκείαν, διότι επροσκυνούσαν τες πέτρες και τα ξύλα…», ενώ «αφού … ήλθε στον κόσμο ο Χριστός, … επίστευσαν εις το Ευαγγέλιόν του, και έπαυσαν να λατρεύουν τα είδωλα»[16].
Αυτό όμως δεν στάθηκε ικανό, δυστυχώς, για να εκλείψει και η διχόνοια, που αποτελούσε διαχρονικά την κυριότερη αιτία των μεγάλων δεινών και των ποικίλων περιπετειών του Γένους, εφόσον, όπως τόνιζε, «οι παλαιοί Έλληνες, οι πρόγονοί μας, έπεσαν εις την διχόνοια και ετρώγονταν μεταξύ τους, και έτσι έλαβαν καιρό πρώτα οι Ρωμαίοι, έπειτα άλλοι βάρβαροι και τους υπόταξαν. Ύστερα ήλθαν οι Μουσουλμάνοι και έκαμαν ό,τι ημπορούσαν, δια να αλλάξη ο λαός την πίστιν του. Έκοψαν γλώσσες εις πολλούς ανθρώπους, αλλ’ εστάθη αδύνατο να το κατορθώσουν. Τον ένα έκοπταν, ο άλλος το σταυρό του έκαμε»[17], θέλοντας να τονίσει με αυτά ο σοφός στρατηγός, ότι, παραμένοντας οι υπόδουλοι Έλληνες σταθεροί στην πίστη τους στον Χριστό, διατήρησαν ταυτόχρονα ακέραια και την ελληνική τους αυτοσυνειδησία. Διότι γνώριζε πολύ καλά, πως, αν ο λαός θα μετέβαλε την πίστη του, θα απέβαλε παράλληλα και την ελληνική του ταυτότητα, με συνέπεια να αφανιστεί το Γένος με την πολιτική και θρησκευτική του αφομοίωση στο οθωμανικό Μιλέτι, όπως είχε συμβεί παλαιότερα με τους εξισλαμισμένους ελληνικούς πληθυσμούς στη Μικρά Ασία.
Το Γένος στη συνείδηση των Κολοκοτρωναίων, αλλά και των άλλων αγωνιστών[18] είχε ως υπαρκτικά θεμέλια την Ορθόδοξη πίστη και την Ελληνικότητα, δηλαδή τη μακραίωνη και με αδιάρρηκτη συνέχεια ελληνική ιστορία και πολιτιστική παράδοση, όπως αυτά διασώθηκαν διαχρονικά και ακέραια στη συνείδηση του λαού. Γι’ αυτό και στον ιδεολογικό κόσμο του στρατηγού το Γένος είναι συνώνυμο ή και ταυτίζεται με την «πατρίδα», το «έθνος», τη «φυλή» και την «Ελλάδα», όρους με τους οποίους εννοεί σαφώς τον Ορθόδοξο ελληνικό λαό και όλες ανεξαιρέτως τις γεωγραφικές περιοχές όπου κατοικούσε και εξακολουθούσε να στενάζει κάτω από τον Οθωμανικό ζυγό, τα οποία συγκροτούσαν μέχρι την άλωση τη Ρωμηοσύνη, ως πολιτική υπόσταση του Οικουμενικού Ελληνισμού με κέντρο την Κωνσταντινούπολη.
Είναι γεγονός ότι στη συνείδηση του Κολοκοτρώνη παρέμενε αμετακίνητη η πεποίθηση για την οργανική συνέχεια και τη διαχρονική ενότητα του Γένους με κέντρο την Πόλη, δεδομένου ότι θεωρούσε τον εαυτό του, αρχικά ως κλέφτη και κατόπιν ως επαναστάτη, υπήκοο και στρατιώτη του τελευταίου αυτοκράτορα του Οικουμενικού Ελληνισμού της Ρωμηοσύνης, Κωνσταντίνου Παλαιολόγου. Γι’ αυτό και, όταν αργότερα, κατά τη διάρκεια του Αγώνα, ο βρετανός ναύαρχος Χάμιλτον του ζήτησε να δεχτεί συνθηκολόγηση με τους κατακτητές, εκείνος αρνήθηκε επίμονα, τονίζοντάς του, πως «εμείς (…) ποτέ συμβιβασμόν δεν εκάμαμεν με τους Τούρκους. Άλλους έκοψε, άλλους σκλάβωσε με το σπαθί και άλλοι, καθώς εμείς, εζούσαμεν ελεύθεροι από γενεάς εις γενεά. Ο βασιλέας μας εσκοτώθη, καμμία συνθήκη δεν έκαμε. Η φρουρά του είχε παντοτεινόν πόλεμον με τους Τούρκους, και δυό φρούρια ήτον πάντοτε ανυπότακτα. (…). Η φρουρά του βασιλέως μας είναι οι λεγόμενοι κλέφται, τα φρούρια η Μάνη και το Σούλι και τα Βουνά»[19].
Έχοντας κατανοήσει από πολύ νωρίς την ανάγκη για απελευθέρωση του Γένους, ο Θεόδωρος συνέχισε και μετά τη δημιουργία της οικογένειάς του το 1790[20] την επαναστατική του δράση, με αποτέλεσμα το 1802 να καταδικαστεί σε θάνατο με ειδικό σουλτανικό διάταγμα, χωρίς όμως να πτοηθεί. Έτσι, το 1805 έλαβε ενεργό μέρος στις επιχειρήσεις του Ρωσικού στόλου, κατά τον Ρωσο-τουρκικό πόλεμο, ευελπιστώντας μάταια και πάλι στη βοήθεια των ομόδοξων Ρώσων, ως αδελφού Γένους, για να απελευθερωθεί το υπόδουλο Ελληνικό, ενώ τον επόμενο χρόνο κατέφυγε στη Ζάκυνθο[21], όπου κατέβαλε έντονες προσπάθειες για να ξεκινήσει ο απελευθερωτικός αγώνας με τη βοήθεια των Άγγλων κυρίως, αλλά και των Ρώσων[22]. Συζητούσε μάλιστα σοβαρά το ενδεχόμενο, προκειμένου να διασφαλιστεί η επιτυχία του επικείμενου αγώνα, να καταληφθεί, κυρίως με τη συνδρομή του αγγλικού στόλου, η Κωνσταντινούπολη, καθώς θεωρούνταν, ως πρωτεύουσα του Οικουμενικού Ελληνισμού, το πνευματικό και πολιτικό κέντρο του Γένους. Σχεδίαζαν δηλαδή τότε, «ότι πρέπει να υπάγουν να κτυπήσουν με τα αγγλικά [πλοία] το κεφάλι όπου είναι η Κωνσταντινούπολις, και έπειτα, όταν κτυπήσωμεν το κεφάλι, το επίλοιπον είναι εδικόν μας»[23].
Επιθυμώντας να υπηρετήσει τον ιερό αυτό σκοπό, εντάχθηκε από το 1810 στο ελληνικό στρατιωτικό σώμα του αγγλικού στρατού. Ωστόσο, όμως, διαπίστωσε με το πέρασμα του χρόνου, ότι τα φωτισμένα έθνη της Ευρώπης, χωρίς να εξαιρείται και η Ρωσία, δεν ήταν διατεθειμένα να διαρρήξουν τις σχέσεις τους με τον Οθωμανό σουλτάνο. Γι’ αυτό και είχε πειστεί, πως «ό,τι είναι να κάμωμε, θα το κάμωμε μονάχοι και δεν έχομε καμμία ελπίδα από τους ξένους»[24]. Το 1818 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και τον Ιανουάριο του 1821 επανήλθε με προτροπή του Αλεξάνδρου Υψηλάντη στη Μάνη, όπου ξεκίνησε την προετοιμασία της Επανάστασης[25]. Προγραμματισμένη ημέρα του γενικού ξεσηκωμού ήταν η σημαδιακή 25η Μαρτίου[26], εορτή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου και ημέρα μνήμης της απαρχής της ανάστασης του ανθρωπίνου γένους από τη δουλεία του θανάτου με τη σάρκωση του Λόγου του Θεού, η οποία θα αποτελούσε συμβολικά και την απαρχή της ανάστασης και της αναγέννησης του υπόδουλου Γένους των Ελλήνων. Ο Κολοκοτρώνης πίστευε ακράδαντα, πως μόνο με τη συνδρομή της πίστης στο Θεό θα επιτυγχανόταν η πνευματική αφύπνιση και ενδυνάμωση του λαού για να μπορέσει να λυτρωθεί η πατρίδα. Πίστη και ελευθερία για τον μεγάλο άνδρα ήταν πράγματα αλληλένδετα και αλληλοπεριχωρούμενα στον αγώνα της ανάστασης του Γένους, γι’ αυτό και, όπως τόνιζε, «όταν επιάσαμε τα άρματα είπαμε πρώτα υπέρ πίστεως και έπειτα υπέρ πατρίδος»[27].
Η αστείρευτη πνευματική δύναμη της ορθόδοξης πίστης, σε συνδυασμό με την πλούσια μακραίωνη ελληνική ιστορία και παράδοση, συνιστούσαν για τον σοφό στρατηγό την εγγύηση για τη βεβαιότητα της ελευθερίας του υπόδουλου Γένους, παρόλο που ένας απελευθερωτικός αγώνας εκείνη την εποχή θεωρούνταν πραγματική παράνοια, καθώς, όπως έλεγε, «ημείς, αν δεν είμεθα τρελοί, δεν θα εκάναμεν επανάστασιν»[28], προσπαθώντας διαρκώς να παρηγορεί, να εμψυχώνει και να ενθαρρύνει τον λαό, επαναλαμβάνοντας, πως «οι Έλληνες είναι τρελοί, αλλά έχουν Θεόν φρόνιμο»[29] που τους προστατεύει και εκπληρώνει τα δίκαια αιτήματά τους. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο ο Κωνσταντίνος Οικονόμος υπογραμμίζει στον επιτάφιό του, πως όλη η δύναμη του γενναίου στρατηγού ήταν ριζωμένη και πήγαζε από τη βαθιά του πίστη και την αγάπη προς τον Θεό, αλλά και προς κάθε Έλληνα συμπατριώτη και αδελφό του, δηλαδή από την «φιλοθεΐαν» του και από την «φιλαδελφίαν» του. Η πίστη και η αγάπη του Κολοκοτρώνη προς τους αδελφούς του Έλληνες ήταν, όπως συνεχίζει ο Οικονόμος, τα στοιχεία εκείνα που τον ώθησαν στο να χρησιμοποιήσει, ως φιλόθεος και ως φιλόπατρις, την ανδρεία του για τη σωτηρία του Γένους, αφού ως φιλόθεος κατέστησε την πίστη τελεσιουργό της ανδρείας του, ενώ ως φιλόπατρις ανέδειξε την ανδρεία του τρανή βεβαίωση της βαθιάς του πίστης στο Θεό[30].
Επειδή ακριβώς η επικείμενη επανάσταση της 25ης Μαρτίου ήταν για τον ηρωικό στρατηγό ένας καθολικός αγώνας[31] με σκοπό την πνευματική και πολιτική απελευθέρωση του Γένους, δεν είχε καμία απολύτως σχέση ούτε με την Αμερικανική, αλλά ούτε και με τη Γαλλική Επανάσταση, που ήταν στην πραγματικότητα εμφύλιοι πόλεμοι, παρόλο που υποστήριζε πως «η Γαλλική επανάστασις και ο Ναπολέων έκαμε … να ανοίξη τα μάτια του κόσμου»[32]. Γι’ αυτό, όπως τόνιζε, «η επανάστασις η εδική μας δεν ομοιάζει με καμίαν απ’ όσαις γίνονται την σήμερον εις την Ευρώπην». Διότι «της Ευρώπης αι επαναστάσεις εναντίον των διοικήσεών των, είναι εμφύλιος πόλεμος», ενώ «ο εδικός μας πόλεμος ήτον ο πλέον δίκαιος, ήτον έθνος με άλλο έθνος, ήτον με ένα λαόν οπού ποτέ δεν ηθέλησε να αναγνωρισθή ως τοιούτος, ούτε να ορκισθή, παρά μονον ό,τι έκαμνε η βία, ούτε ο σουλτάνος ηθέλησε ποτέ να θεωρήσει τον Ελληνικόν λαόν ως λαόν, αλλ’ ως σκλάβους»[33].
Ακολουθώντας τις οδηγίες του Υψηλάντη για την επανάσταση που θα ξεκινούσε ταυτόχρονα σε ολόκληρη τη χερσόνησο του Αίμου, από τις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες μέχρι και τον Μοριά με σκοπό την επανάκτηση της Κωνσταντινούπολης και την απελευθέρωση ολόκληρου του Γένους, έλαβε ενεργό μέρος στην εξέγερση της Πελοποννήσου. Το γεγονός, μάλιστα, πως η επανάσταση θα είχε ως αρχικό και κύριο σκοπό την ελευθερία του Γένους με αποκορύφωμα την ανάκτηση της Πόλης, προκύπτει σαφώς από αυτά που τόνιζε αργότερα επικρίνοντας τη διχόνοια που επικράτησε μετά τον πρώτο χρόνο του ξεσηκωμού, καθώς, όπως ανέφερε, «Εις τον πρώτο χρόνο της Επαναστάσεως είχαμε μεγάλη ομόνοια και όλοι ετρέχαμε σύμφωνοι … και εάν αυτή η ομόνοια εβαστούσε ακόμη δύο χρόνους, ηθέλαμε κυριεύσει και την Θεσσαλία και την Μακεδονία, και ίσως εφθάναμε και έως την Κωνσταντινούπολη»[34].
Ο πατριωτισμός, η πίστη, το «αδάμαστον ήθος»[35], η απαράμιλλη ανδρεία, αλλά και οι έκτακτες στρατιωτικές αρετές που διέθετε, όπως και οι ηγετικές ικανότητες που επέδειξε, ανέδειξαν τον Κολοκοτρώνη σε μια από τις λαμπρότερες φυσιογνωμίες της Ελληνικής Επανάστασης και σε πρωταγωνιστή της απελευθέρωσης του Μοριά[36], οργανώνοντας και διευθύνοντας μεταξύ άλλων απόλυτα επιτυχημένα τη μάχη στο Βαλτέτσι το Μάιο του 1821, την πολιορκία και άλωση της Τριπολιτσάς το Σεπτέμβριο του 1821 και οπωσδήποτε τη μάχη στα Δερβενάκια τον Ιούλιο του 1822, όπου αναδείχθηκε πλήρως η στρατηγική του ιδιοφυΐα στην τακτική του πολέμου, ώστε να επιτύχει τη συντριβή της τρομερής υπό το Δράμαλη πασά στρατιάς[37].
Η έντονη συνείδηση του Γένους που βίωνε ο Κολοκοτρώνης ως πίστη και φιλοπατρία, αποτυπώθηκαν έντονα επίσης και στην πατριωτική του στάση κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου[38], αφού προσπάθησε επανειλημμένα, αλλά μάταια, να αμβλύνει τις αντιθέσεις ανάμεσα στους αντιπάλους για να εκλείψει η διχόνοια, να επέλθει η ομόνοια και να προχωρήσει απρόσκοπτα ο αγώνας. Η αμοιβή που έλαβε, ως γνωστό, ήταν να δολοφονηθεί ο γιός του Πάνος, αλλά και εκείνος να συλληφθεί και να περιοριστεί στη μονή του προφήτη Ηλία στην Ύδρα[39]. Το 1825, ωστόσο, αποφυλακίστηκε. Χωρίς ίχνος μνησικακίας, αλλά με σθένος και αυταπάρνηση επιδόθηκε σε κλεφτοπόλεμο με ολιγάριθμο σώμα εναντίον του Ιμπραήμ μέχρι το 1828[40], καλώντας όσους μπορούν να κρατήσουν άρματα από το υπόλοιπο Γένος, την Κρήτη και τη Μικρά Ασία, να συνδράμουν στον κοινό αγώνα, εφόσον «πιστεύουν Χριστό και αγαπούν την πατρίδα : Κρήταις, Αιβαλιώταις, ό,τι είδος στρατεύματα και αν ήτον»[41].
Αλλά και μετά το τέλος της Επανάστασης, ο Κολοκοτρώνης συνέχισε να διαδραματίζει ενεργό ρόλο στα στρατιωτικά και πολιτικά πράγματα του τόπου, καθώς υπήρξε ένθερμος οπαδός της πολιτικής του ευπατρίδη πρώτου μας Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια[42], συντασσόμενος με το φιλορωσικό κόμμα, δεδομένου ότι εξακολουθούσε να πιστεύει μάταια, πως οι Ρώσοι, που ανήκαν στην Ορθόδοξη Κοινοπολιτεία και συνδέονταν οργανικά με τον Ελληνισμό της Ρωμηοσύνης στο παρελθόν, θα συνέδραμαν στην επίτευξη του τελικού σκοπού, που ήταν η απελευθέρωση του Γένους. Ωστόσο, όμως, όλο αυτό το όραμα ματαιώθηκε άδοξα από τα σχέδια των Μεγάλων Δυνάμεων και, ιδιαιτέρως, των εδώ ιδεολογικών τους υποστηρικτών, οι οποίοι επιδίωξαν, με την έλευση κυρίως της Βασιλείας από το 1833, την εγκαθίδρυση ενός Έθνους - Κράτους[43] κατά τα ευρωπαϊκά πρότυπα, αφήνοντας εκτός συνόρων το μεγαλύτερο γεωγραφικό και πληθυσμιακό τμήμα του Γένους[44].
Ο Κολοκοτρώνης, ευελπιστώντας και πάλι ότι θα λειτουργήσει ενοποιητικά για τον κατακερματισμένο από τη διχόνοια λαό, υποστήριξε με σθένος, παρά τις κατηγορίες εναντίον του και τη δοκιμασία που υπέστη με την άδικη καταδίκη και φυλάκισή του το 1834[45], το θεσμό της Βασιλείας[46], διατελώντας από το 1835, ως «υποστράτηγος» και «σύμβουλος της επικρατείας», στενός συνεργάτης του νεαρού βασιλιά Όθωνα, χωρίς όμως, δυστυχώς, να εισακούεται.
Έτσι, παρά την αρχική του απόφαση να αποσυρθεί από τον δημόσιο βίο[47], ο Γεροστρατηγός ακολούθησε τον νέο ηγεμόνα στην Αθήνα, προσδοκώντας ότι θα τον συνδράμει για να αναδειχθεί άξιος διάδοχος και συνεχιστής του έργου των βασιλέων του Γένους μέχρι την άλωση της Πόλης, αλλά και διαβλέποντας στο πρόσωπό του το σύμβολο της ενότητας και της ομόνοιας του Οικουμενικού Ελληνισμού. Το 1838 εκφώνησε στην Αθήνα τον περίφημο λόγο στην Πνύκα, όπου, παραμένοντας πιστός και αφοσιωμένος στη συνείδηση της ύπαρξης του Γένους, συνιστούσε στους νέους Έλληνες τη διατήρηση των υπαρκτικών του θεμελίων, δηλαδή της πίστης στο Χριστό και της αγάπης προς την πατρίδα, ως εξής : «Πρέπει να φυλάξετε την πίστη σας και να την στερεώσετε, διότι, όταν επιάσαμε τα άρματα είπαμε πρώτα υπέρ πίστεως και έπειτα υπέρ πατρίδος. Όλα τα έθνη του κόσμου έχουν και φυλάττουν μια Θρησκεία»[48], ενώ όπως τους τόνιζε επίσης, «εις εσάς μένει να ισάσετε και να στολίσετε τον τόπο, οπού ημείς ελευθερώσαμε· και, δια να γίνη τούτο, πρέπει να έχετε ως θεμέλια της πολιτείας την ομόνοια, την θρησκεία, την καλλιέργεια του Θρόνου, εννοώντας το σεβασμό στο πολίτευμα, και την φρόνιμον ελευθερίαν»[49], δηλαδή όχι την ειδολογική, αλλά την ουσιαστική, την πνευματική ελευθερία.
Ο Κολοκοτρώνης πέθανε αναπάντεχα το Φεβρουάριο του 1843 στην Αθήνα[50] και η εξόδιος ακολουθία του τελέστηκε στον τότε Μητροπολιτικό Ναό της Αγίας Ειρήνης επί της οδού Αιόλου. Τον επιτάφιο εκφώνησε ο πολύς Κωνσταντίνος ο εξ Οικονόμων, στον οποίο ιχνηλάτησε με γλαφυρότητα την προσωπικότητα του μεγάλου στρατηγού και σοφού άνδρα, προβάλλοντάς τον ως έχοντα πλήρη και ζωντανή στην ψυχή του τη συνείδηση του Γένους, αφού αναδείχθηκε με τη ζωή και τη δράση του «γενναίος πρόμαχος της πίστεως και της πατρίδος»[51], αλλά και «καρτερόψυχος αγωνιστής υπέρ πίστεως και πατρίδος»[52], παραμένοντας μέχρι τέλους αφοσιωμένος στην υπόθεση της απελευθέρωσης, της διατήρησης, της ακατάλυτης ιστορικής συνέχειας και απρόσκοπτης πορείας του Ελληνικού Γένους στο μέλλον.
[1] Ομιλία στο πλαίσιο εορταστικής εκδήλωσης με θέμα : «Οι άνθρωποι πίσω από την Ελληνική Επανάσταση του 1821» του Συλλόγου Αρκάδων Πατρών «Θεόδωρος Κολοκοτρώνης», στις 26/03/2022.
[2] Κ. Σαρδελή, Το Συναξάρι του Γένους, Αθήνα : Εστία, χ.χρ.2, σ. 211.
[3] Για τον Κολοκοτρώνη, βλ. επιπλέον Ν. Γιαννόπουλου, Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Η πολυτάραχη ζωή και η δράση του ηγέτη της Επανάστασης, Αθήνα: Περισκόπιο, 2001. Δ. Δημητρόπουλου, «’Ο Γέρος του Μοριά’. Κτίζοντας μια πατρική φιγούρα του Έθνους» στο Κ. Δέδε-Δ. Δημητρόπουλου (επιμ.), «Η ματιά των άλλων». Προσλήψεις προσώπων που σφράγισαν τρεις αιώνες (18ος-20ος), Αθήνα: ΙΝΕ/ΕΙΕ, 2012, σ. 69-90. Δ. Μιχαλόπουλου- Δ. Παυλόπουλου, Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Από τη μορφή του στην εικόνα της, Αθήνα : Δήμος Οιχαλίας, 2021.
[4] Σ. Μελά, Ο Γέρος του Μοριά, Αθήνα : Μπίρης, 1957, σ. 6-9. . Δ. Δημητρόπουλου, Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, (Οι Ιδρυτές της Νεότερης Ελλάδας), Αθήνα : Τα Νέα, 2009, σ. 102 εξ. (στο εξής Δημητρόπουλος, Κολοκοτρώνης). Ι.Δ. Μιχαηλίδη, Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Ο στρατιωτικός ηγέτης της Επανάστασης, Αθήνα : Μεταίχμιο, 2020, σ. 123 εξ (στο εξής Μιχαηλίδης, Κολοκοτρώνης).
[5] Β. Σφυρόερα, «Κολοκοτρώνης, Θεόδωρος», ΠΛΜ 34 (1996), σ. 335 Γ (στο εξής Σφυρόερας, Κολοκοτρώνης). Μιχαηλίδης, Κολοκοτρώνης 20, σ. 23 εξ.
[6] «Η πίστις αυτού υπήρχε, κατά την άπλαστον αυτού καρδίαν, απλοϊκή και άθικτος και ακέραιος. Ασφαλώς και αδιστάκτως εκράτει την αγίαν παρακαταθήκην της ευσεβείας, ην παρέλαβε παρά των πατέρων, και διετήρει την εαυτού διάνοιαν εις την επίγνωσιν της θείας αληθείας ορθήν και βεβαίαν και προς αυθάδεις συζητήσεις αζυγομάχητον» Κωνσταντίνου του εξ Οικονόμων, Πρεσβυτέρου και Οικονόμου, Λόγος επιτάφιος εις τον αοίδιμον Θ. Κολοκοτρώνην. Εκφωνηθείς Αθήνησι, τη 5η Φεβρουαρίου 1843, εν τω Ναώ της Αγίας Ειρήνης, Εν Αθήναις : Ν. Παπαδόπουλος, 1843, σ. 17 (στο εξής Οικονόμος, Επιτάφιος).
[7] Σ. Μελά, Ο Γέρος του Μοριά, σ. 537.
[8] Σ. Μελά, Ο Γέρος του Μοριά, σ. 553.
[9] «ο Παντοδύναμος Κύριος της ημετέρας ελευθερίας υπερμαχών» Οικονόμος, Επιτάφιος, σ. 18.
[10] Α.Ν. Γούδα, Βίοι Παράλληλοι των επί της Αναγεννήσεως της Ελλάδος διαπρεψάντων ανδρών, τ. Η΄, Ήρωες της Ξηράς, Εν Αθήναις: Τύποις Ελληνικής Ανεξαρτησίας, 1876, σ. 106 (στο εξής Γούδας, Βίοι Παράλληλοι, Η΄).
[11] Θ. Κολοκοτρώνη, Διήγησις συμβάντων της Ελληνικής Φυλής από τα 1770 έως τα 1836, Αθήνησιν : Τύποις Χ. Νικολαΐδου, 1846, σ. 15 εξ 16 εξ (στο εξής Κολοκοτρώνης, Διήγησις).
[12] Κολοκοτρώνης, Διήγησις, σ. 48.
[13] «Μια φορά εβαπτιστήκαμεν με το λάδι. Βαπτιζόμεθα και μίαν με το αίμα και άλλην μίαν δια την ελευθερίαν της πατρίδος μας» Κολοκοτρώνης, Διήγησις, σ. 16.
[14] Μιχαηλίδης, Κολοκοτρώνης, σ. 27 εξ.
[15] Γούδας, Βίοι Παράλληλοι, Η΄, σ. 82. Σφυρόερας, Κολοκοτρώνης, σ. 335 Γ.
[16] Ανωνύμως, Ο Λόγος του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη στην Πνύκα, Αθήνα : Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, (2008), σ. 11 (στο εξής Κολοκοτρώνης, Λόγος)
[17] Κολοκοτρώνης, Λόγος, σ. 12.
[18] Δειγματοληπτικά, βλ. Χ.Ν. Πατρινέλλη, Πρώιμη Νεοελληνική Ιστοριογραφία (1453-1821). Περιλήψεις Μαθημάτων, Θεσσαλονίκη : Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, 1990, σ. 1 εξ ∙ 41 ∙ 45 ∙ 55 εξ. Γ. Κουμπουρλή, «Η ιδέα της ιστορικής συνέχειας του Ελληνικού Έθνους στους εκπροσώπους του ελληνικού Διαφωτισμού. Η διαμάχη για το όνομα του Έθνους και οι απόψεις για τους αρχαίους Μακεδόνες και τους Βυζαντινούς», Δοκιμές 13/14 (2005), σ. 144-145. Ν. Θεοτοκά, «Η επανάσταση του έθνους και το ορθόδοξο γένος. Σχόλια για τις ιδεολογίες στο Εικοσιένα», στο Ν. Θεοτοκά – Ν. Κοταρίδη, Η οικονομία της βίας. Παραδοσιακές και νεωτερικές εξουσίες στην Ελλάδα του 19ου αιώνα, Αθήνα: Βιβλιόραμα, 2006, σ. 11-57. Ν. Ροτζώκος, «Τοπική και εθνική ταυτότητα στα απομνημονεύματα των Πελοποννήσιων αγωνιστών της Επανάστασης του 1821», στο Δ. Δημητρόπουλου-Β. Καραμανωλάκη-Ν. Μαρωνίτη-Π. Μπουκάλα (επιμ.), 1821 και Απομνημόνευμα. Ιστορική χρήση και ιστοριογραφική γνώση, Αθήνα: Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, 2020, σ. 53-75.
[19] Κολοκοτρώνης, Διήγησις, σ. 190.
[20] Σφυρόερας, Κολοκοτρώνης, σ. 335 Δ-336 Α.
[21] Μιχαηλίδης, Κολοκοτρώνης, σ. 31 εξ.
[22] Σφυρόερας, Κολοκοτρώνης, σ. 336 Α.
[23] Κολοκοτρώνης, Διήγησις, σ. 31.
[24] Κολοκοτρώνης, Διήγησις, σ. 47 και Σφυρόερας, Κολοκοτρώνης, σ. 336 Α.
[25] Γούδας, Βίοι Παράλληλοι, Η΄, σ. 87 εξ. Σφυρόερας, Κολοκοτρώνης, σ. 336 Β. Μιχαηλίδης, Κολοκοτρώνης, σ. 38 εξ.
[26] «με ήλθαν γράμματα από τον Υψηλάντη δια να ήμαι έτοιμος, καθώς και όλοι οι εδικοί μας. 25 Μαρτίου ήτον η ημέρα της γενικής επαναστάσεως» Κολοκοτρώνης, Διήγησις, σ. 47-48.
[27] Κολοκοτρώνης, Λόγος, σ. 14.
[28] Κολοκοτρώνης, Διήγησις, σ. 190-191.
[29] Σ. Μελά, Ο Γέρος του Μοριά, σ. 81.
[30] «βλέπομεν πάσαν αυτού την ισχύν ερριζωμένην επί της πίστεως και της επ’ αυτής αχωρίστου φιλαδελφίας. Λέγομεν λοιπόν, ότι μετεχειρίσθη την ανδρείαν εις σωτηρίαν της πατρίδος, πρώτον, ως φιλόθεος, και δεύτερον, ως φιλόπατρις. Και ως μεν φιλόθεος είχε την πίστιν τελεσιουργόν προς ανδρίαν. Ως δε φιλόπατρις, είχεν ανδρίαν βεβαιούσαν αυτού την πίστιν» (Οικονόμος, Επιτάφιος, σ. 5). Όπως τονίζει επίσης ο Οικονόμος (Επιτάφιος, σ. 17), «ο στρατηγός Κολοκοτρώνης … εις όλας της ανδρίας αυτού τας πράξεις είχε τελεσιουργόν την εις Θεόν ακράδαντον πίστιν, ως θώρακα ταύτην ενδεδυμένος».
[31] «Όταν αποφασίσαμε να κάμωμε την Επανάσταση, δεν εσυλλογισθήκαμε ούτε πόσοι είμεθα ούτε πως δεν έχομε άρματα ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε «πού πάτε εδώ να πολεμήσετε με σιταροκάραβα βατσέλα», αλλά ως μία βροχή έπεσε εις όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας μας, και όλοι, και ο κλήρος μας και οι προεστοί και οι καπεταναίοι και οι πεπαιδευμένοι και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι εσυμφωνήσαμε εις αυτό το σκοπό και εκάμαμε την Επανάσταση» Κολοκοτρώνης, Λόγος, σ. 13.
[32] Κολοκοτρώνης, Διήγησις, σ. 49.
[33] Κολοκοτρώνης, Διήγησις, σ. 190.
[34] Κολοκοτρώνης, Λόγος, σ. 13.
[35] Γούδας, Βίοι Παράλληλοι, Η΄, σ. 106.
[36] Κολοκοτρώνης, Διήγησις, σ. 50 εξ.
[37] Για τη δράση του, βλ. Γούδας, Βίοι Παράλληλοι, Η΄, σ. 91 εξ. Σφυρόερας, Κολοκοτρώνης, σ. 336 ΓΔ-337 Α. Μιχαηλίδης, Κολοκοτρώνης, σ. 52 εξ.
[38] Σφυρόερας, Κολοκοτρώνης, σ. 337 ΑΒ. Μιχαηλίδης, Κολοκοτρώνης, σ. 70 εξ.
[39] Γούδας, Βίοι Παράλληλοι, Η΄, σ. 97 και Σφυρόερας, Κολοκοτρώνης, σ. 337 Β.
[40] Μιχαηλίδης, Κολοκοτρώνης, σ. 98 εξ.
[41] Κολοκοτρώνης, Διήγησις, σ. 200-201.
[42] Γούδας, Βίοι Παράλληλοι, Η΄, σ. 102 εξ. Σφυρόερας, Κολοκοτρώνης, σ. 337 Γ. Μιχαηλίδης, Κολοκοτρώνης, σ. 113 εξ.
[43] Επ’ αυτού, βλ. Ε. Βόγλη, «Έλληνες το Γένος». Η Ιθαγένεια και η Ταυτότητα στο Εθνικό Κράτος των Ελλήνων (1821-1844), Διδ. Διατριβή, Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, 2003, σ. 29 εξ (Επίσης η έκδοση από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2007, σσ. 478).
[44] Για τη διαφορετική αντίληψη αναφορικά με την πολιτική ιδεολογία μεταξύ παραδοσιακής «ρωμαίικης» του Γένους, που εκπροσωπούσαν ο απλός λαός και οι αγωνιστές, και της ελληνικής εθνικής ταυτότητας των εκπροσώπων του Διαφωτισμού, βλ. Γ. Κουμπουρλή, «Η ιδέα της ιστορικής συνέχειας του Ελληνικού Έθνους στους εκπροσώπους του ελληνικού Διαφωτισμού. Η διαμάχη για το όνομα του Έθνους και οι απόψεις για τους αρχαίους Μακεδόνες και τους Βυζαντινούς», Δοκιμές 13/14 (2005), σ. 137-138. Επίσης, σ. 141 εξ
[45] Μιχαηλίδης, Κολοκοτρώνης, σ. 117 εξ.
[46] Κολοκοτρώνης, Διήγησις, σ. 254 εξ και Σφυρόερας, Κολοκοτρώνης, σ. 337 ΓΔ.
[47] «Όσον ηµπόρεσα έκαµα το χρέος µου εις την πατρίδα και εγώ και όλη η φαμελιά μου. Είδα την πατρίδα µου ελεύθερη, είδα εκείνο όπου ποθούσα και εγώ, και ο πατέρας µου και ο πάππος µου και όλη η γενιά µου, καθώς και όλοι οι Έλληνες. Απεφάσισα να πάω εις ένα περιβόλι, όπου είχα έξω από τ’ Ανάπλι. Επήγα, εκάθησα και απερνούσα τον καιρό µου καλλιεργώντας» Κολοκοτρώνης, Διήγησις, σ. 256-257.
[48] Κολοκοτρώνης, Λόγος, σ. 14.
[49] Κολοκοτρώνης, Λόγος, σ. 15.
[50] Γούδας, Βίοι Παράλληλοι, Η΄, σ. 110 και Σφυρόερας, Κολοκοτρώνης, σ. 337 Δ.
[51] Οικονόμος, Επιτάφιος, σ. 4.
[52] Οικονόμος, Επιτάφιος, σ. 6.
[2] Κ. Σαρδελή, Το Συναξάρι του Γένους, Αθήνα : Εστία, χ.χρ.2, σ. 211.
[3] Για τον Κολοκοτρώνη, βλ. επιπλέον Ν. Γιαννόπουλου, Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Η πολυτάραχη ζωή και η δράση του ηγέτη της Επανάστασης, Αθήνα: Περισκόπιο, 2001. Δ. Δημητρόπουλου, «’Ο Γέρος του Μοριά’. Κτίζοντας μια πατρική φιγούρα του Έθνους» στο Κ. Δέδε-Δ. Δημητρόπουλου (επιμ.), «Η ματιά των άλλων». Προσλήψεις προσώπων που σφράγισαν τρεις αιώνες (18ος-20ος), Αθήνα: ΙΝΕ/ΕΙΕ, 2012, σ. 69-90. Δ. Μιχαλόπουλου- Δ. Παυλόπουλου, Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Από τη μορφή του στην εικόνα της, Αθήνα : Δήμος Οιχαλίας, 2021.
[4] Σ. Μελά, Ο Γέρος του Μοριά, Αθήνα : Μπίρης, 1957, σ. 6-9. . Δ. Δημητρόπουλου, Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, (Οι Ιδρυτές της Νεότερης Ελλάδας), Αθήνα : Τα Νέα, 2009, σ. 102 εξ. (στο εξής Δημητρόπουλος, Κολοκοτρώνης). Ι.Δ. Μιχαηλίδη, Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Ο στρατιωτικός ηγέτης της Επανάστασης, Αθήνα : Μεταίχμιο, 2020, σ. 123 εξ (στο εξής Μιχαηλίδης, Κολοκοτρώνης).
[5] Β. Σφυρόερα, «Κολοκοτρώνης, Θεόδωρος», ΠΛΜ 34 (1996), σ. 335 Γ (στο εξής Σφυρόερας, Κολοκοτρώνης). Μιχαηλίδης, Κολοκοτρώνης 20, σ. 23 εξ.
[6] «Η πίστις αυτού υπήρχε, κατά την άπλαστον αυτού καρδίαν, απλοϊκή και άθικτος και ακέραιος. Ασφαλώς και αδιστάκτως εκράτει την αγίαν παρακαταθήκην της ευσεβείας, ην παρέλαβε παρά των πατέρων, και διετήρει την εαυτού διάνοιαν εις την επίγνωσιν της θείας αληθείας ορθήν και βεβαίαν και προς αυθάδεις συζητήσεις αζυγομάχητον» Κωνσταντίνου του εξ Οικονόμων, Πρεσβυτέρου και Οικονόμου, Λόγος επιτάφιος εις τον αοίδιμον Θ. Κολοκοτρώνην. Εκφωνηθείς Αθήνησι, τη 5η Φεβρουαρίου 1843, εν τω Ναώ της Αγίας Ειρήνης, Εν Αθήναις : Ν. Παπαδόπουλος, 1843, σ. 17 (στο εξής Οικονόμος, Επιτάφιος).
[7] Σ. Μελά, Ο Γέρος του Μοριά, σ. 537.
[8] Σ. Μελά, Ο Γέρος του Μοριά, σ. 553.
[9] «ο Παντοδύναμος Κύριος της ημετέρας ελευθερίας υπερμαχών» Οικονόμος, Επιτάφιος, σ. 18.
[10] Α.Ν. Γούδα, Βίοι Παράλληλοι των επί της Αναγεννήσεως της Ελλάδος διαπρεψάντων ανδρών, τ. Η΄, Ήρωες της Ξηράς, Εν Αθήναις: Τύποις Ελληνικής Ανεξαρτησίας, 1876, σ. 106 (στο εξής Γούδας, Βίοι Παράλληλοι, Η΄).
[11] Θ. Κολοκοτρώνη, Διήγησις συμβάντων της Ελληνικής Φυλής από τα 1770 έως τα 1836, Αθήνησιν : Τύποις Χ. Νικολαΐδου, 1846, σ. 15 εξ 16 εξ (στο εξής Κολοκοτρώνης, Διήγησις).
[12] Κολοκοτρώνης, Διήγησις, σ. 48.
[13] «Μια φορά εβαπτιστήκαμεν με το λάδι. Βαπτιζόμεθα και μίαν με το αίμα και άλλην μίαν δια την ελευθερίαν της πατρίδος μας» Κολοκοτρώνης, Διήγησις, σ. 16.
[14] Μιχαηλίδης, Κολοκοτρώνης, σ. 27 εξ.
[15] Γούδας, Βίοι Παράλληλοι, Η΄, σ. 82. Σφυρόερας, Κολοκοτρώνης, σ. 335 Γ.
[16] Ανωνύμως, Ο Λόγος του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη στην Πνύκα, Αθήνα : Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, (2008), σ. 11 (στο εξής Κολοκοτρώνης, Λόγος)
[17] Κολοκοτρώνης, Λόγος, σ. 12.
[18] Δειγματοληπτικά, βλ. Χ.Ν. Πατρινέλλη, Πρώιμη Νεοελληνική Ιστοριογραφία (1453-1821). Περιλήψεις Μαθημάτων, Θεσσαλονίκη : Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, 1990, σ. 1 εξ ∙ 41 ∙ 45 ∙ 55 εξ. Γ. Κουμπουρλή, «Η ιδέα της ιστορικής συνέχειας του Ελληνικού Έθνους στους εκπροσώπους του ελληνικού Διαφωτισμού. Η διαμάχη για το όνομα του Έθνους και οι απόψεις για τους αρχαίους Μακεδόνες και τους Βυζαντινούς», Δοκιμές 13/14 (2005), σ. 144-145. Ν. Θεοτοκά, «Η επανάσταση του έθνους και το ορθόδοξο γένος. Σχόλια για τις ιδεολογίες στο Εικοσιένα», στο Ν. Θεοτοκά – Ν. Κοταρίδη, Η οικονομία της βίας. Παραδοσιακές και νεωτερικές εξουσίες στην Ελλάδα του 19ου αιώνα, Αθήνα: Βιβλιόραμα, 2006, σ. 11-57. Ν. Ροτζώκος, «Τοπική και εθνική ταυτότητα στα απομνημονεύματα των Πελοποννήσιων αγωνιστών της Επανάστασης του 1821», στο Δ. Δημητρόπουλου-Β. Καραμανωλάκη-Ν. Μαρωνίτη-Π. Μπουκάλα (επιμ.), 1821 και Απομνημόνευμα. Ιστορική χρήση και ιστοριογραφική γνώση, Αθήνα: Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, 2020, σ. 53-75.
[19] Κολοκοτρώνης, Διήγησις, σ. 190.
[20] Σφυρόερας, Κολοκοτρώνης, σ. 335 Δ-336 Α.
[21] Μιχαηλίδης, Κολοκοτρώνης, σ. 31 εξ.
[22] Σφυρόερας, Κολοκοτρώνης, σ. 336 Α.
[23] Κολοκοτρώνης, Διήγησις, σ. 31.
[24] Κολοκοτρώνης, Διήγησις, σ. 47 και Σφυρόερας, Κολοκοτρώνης, σ. 336 Α.
[25] Γούδας, Βίοι Παράλληλοι, Η΄, σ. 87 εξ. Σφυρόερας, Κολοκοτρώνης, σ. 336 Β. Μιχαηλίδης, Κολοκοτρώνης, σ. 38 εξ.
[26] «με ήλθαν γράμματα από τον Υψηλάντη δια να ήμαι έτοιμος, καθώς και όλοι οι εδικοί μας. 25 Μαρτίου ήτον η ημέρα της γενικής επαναστάσεως» Κολοκοτρώνης, Διήγησις, σ. 47-48.
[27] Κολοκοτρώνης, Λόγος, σ. 14.
[28] Κολοκοτρώνης, Διήγησις, σ. 190-191.
[29] Σ. Μελά, Ο Γέρος του Μοριά, σ. 81.
[30] «βλέπομεν πάσαν αυτού την ισχύν ερριζωμένην επί της πίστεως και της επ’ αυτής αχωρίστου φιλαδελφίας. Λέγομεν λοιπόν, ότι μετεχειρίσθη την ανδρείαν εις σωτηρίαν της πατρίδος, πρώτον, ως φιλόθεος, και δεύτερον, ως φιλόπατρις. Και ως μεν φιλόθεος είχε την πίστιν τελεσιουργόν προς ανδρίαν. Ως δε φιλόπατρις, είχεν ανδρίαν βεβαιούσαν αυτού την πίστιν» (Οικονόμος, Επιτάφιος, σ. 5). Όπως τονίζει επίσης ο Οικονόμος (Επιτάφιος, σ. 17), «ο στρατηγός Κολοκοτρώνης … εις όλας της ανδρίας αυτού τας πράξεις είχε τελεσιουργόν την εις Θεόν ακράδαντον πίστιν, ως θώρακα ταύτην ενδεδυμένος».
[31] «Όταν αποφασίσαμε να κάμωμε την Επανάσταση, δεν εσυλλογισθήκαμε ούτε πόσοι είμεθα ούτε πως δεν έχομε άρματα ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε «πού πάτε εδώ να πολεμήσετε με σιταροκάραβα βατσέλα», αλλά ως μία βροχή έπεσε εις όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας μας, και όλοι, και ο κλήρος μας και οι προεστοί και οι καπεταναίοι και οι πεπαιδευμένοι και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι εσυμφωνήσαμε εις αυτό το σκοπό και εκάμαμε την Επανάσταση» Κολοκοτρώνης, Λόγος, σ. 13.
[32] Κολοκοτρώνης, Διήγησις, σ. 49.
[33] Κολοκοτρώνης, Διήγησις, σ. 190.
[34] Κολοκοτρώνης, Λόγος, σ. 13.
[35] Γούδας, Βίοι Παράλληλοι, Η΄, σ. 106.
[36] Κολοκοτρώνης, Διήγησις, σ. 50 εξ.
[37] Για τη δράση του, βλ. Γούδας, Βίοι Παράλληλοι, Η΄, σ. 91 εξ. Σφυρόερας, Κολοκοτρώνης, σ. 336 ΓΔ-337 Α. Μιχαηλίδης, Κολοκοτρώνης, σ. 52 εξ.
[38] Σφυρόερας, Κολοκοτρώνης, σ. 337 ΑΒ. Μιχαηλίδης, Κολοκοτρώνης, σ. 70 εξ.
[39] Γούδας, Βίοι Παράλληλοι, Η΄, σ. 97 και Σφυρόερας, Κολοκοτρώνης, σ. 337 Β.
[40] Μιχαηλίδης, Κολοκοτρώνης, σ. 98 εξ.
[41] Κολοκοτρώνης, Διήγησις, σ. 200-201.
[42] Γούδας, Βίοι Παράλληλοι, Η΄, σ. 102 εξ. Σφυρόερας, Κολοκοτρώνης, σ. 337 Γ. Μιχαηλίδης, Κολοκοτρώνης, σ. 113 εξ.
[43] Επ’ αυτού, βλ. Ε. Βόγλη, «Έλληνες το Γένος». Η Ιθαγένεια και η Ταυτότητα στο Εθνικό Κράτος των Ελλήνων (1821-1844), Διδ. Διατριβή, Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, 2003, σ. 29 εξ (Επίσης η έκδοση από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2007, σσ. 478).
[44] Για τη διαφορετική αντίληψη αναφορικά με την πολιτική ιδεολογία μεταξύ παραδοσιακής «ρωμαίικης» του Γένους, που εκπροσωπούσαν ο απλός λαός και οι αγωνιστές, και της ελληνικής εθνικής ταυτότητας των εκπροσώπων του Διαφωτισμού, βλ. Γ. Κουμπουρλή, «Η ιδέα της ιστορικής συνέχειας του Ελληνικού Έθνους στους εκπροσώπους του ελληνικού Διαφωτισμού. Η διαμάχη για το όνομα του Έθνους και οι απόψεις για τους αρχαίους Μακεδόνες και τους Βυζαντινούς», Δοκιμές 13/14 (2005), σ. 137-138. Επίσης, σ. 141 εξ
[45] Μιχαηλίδης, Κολοκοτρώνης, σ. 117 εξ.
[46] Κολοκοτρώνης, Διήγησις, σ. 254 εξ και Σφυρόερας, Κολοκοτρώνης, σ. 337 ΓΔ.
[47] «Όσον ηµπόρεσα έκαµα το χρέος µου εις την πατρίδα και εγώ και όλη η φαμελιά μου. Είδα την πατρίδα µου ελεύθερη, είδα εκείνο όπου ποθούσα και εγώ, και ο πατέρας µου και ο πάππος µου και όλη η γενιά µου, καθώς και όλοι οι Έλληνες. Απεφάσισα να πάω εις ένα περιβόλι, όπου είχα έξω από τ’ Ανάπλι. Επήγα, εκάθησα και απερνούσα τον καιρό µου καλλιεργώντας» Κολοκοτρώνης, Διήγησις, σ. 256-257.
[48] Κολοκοτρώνης, Λόγος, σ. 14.
[49] Κολοκοτρώνης, Λόγος, σ. 15.
[50] Γούδας, Βίοι Παράλληλοι, Η΄, σ. 110 και Σφυρόερας, Κολοκοτρώνης, σ. 337 Δ.
[51] Οικονόμος, Επιτάφιος, σ. 4.
[52] Οικονόμος, Επιτάφιος, σ. 6.