Περί της αντιεκκλησιαστικής εκστρατείας 1958-1964
Ο διωγμός του Χρουστσόφ κατά της Ορθοδοξίας
Την λαμπροφόρο ημέρα της εορτής της Αγίας Σκέπης της Υπεραγίας Θεοτόκου στις 14 Οκτωβρίου του 1964 η έκτακτη συνεδρίαση της Ολομέλειας της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΣΕ απάλλαξε από τα καθήκοντά του τον Ν.Σ. Χρουστσόφ. Σε εκείνη την ολομέλεια, ο Χρουστσόφ, δικαίως κατηγορήθηκε για πολλά στρατηγικά λάθη, συμπεριλαμβανομένων των «υπερβολών» στην πολιτική του απέναντι στη θρησκεία. Δεν ξέρουμε αν ήταν θεία πρόνοια αυτό αλλά εκ των πραγμάτων φαίνεται ότι ο Θεός, ακριβώς την ημέρα της Αγίας Σκέπης της Παναγίας, ανταπέδωσε στον Χρουστσόφ την βλάσφημη και κυνική συμπεριφορά κατά της Εκκλησίας. Το μισό αιώνα πριν, το 1958, ξεκίνησε η «πανσοβιετική» εκστρατεία κατά της θρησκείας και ιδιαιτέρως ενάντια στην Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία ως τη μεγαλύτερη ομολογία στην ΕΣΣΔ. Τα πράγματα έφτασαν στο σημείο που ο ίδιος ο Χρουστσόφ, μιλώντας στην τηλεόραση το 1961, διαβεβαίωνε: «Υπόσχομαι ότι σύντομα θα δείξουμε από την τηλεόραση το τελευταίο παπά!». Ακριβώς έτσι! Όχι καθολικό ιερέα, ούτε πάστορα, τον ραβίνο ή ιμάμη αλλά ορθόδοξο παπά…
Και, όντως, εκεί οδηγούσαν τα πράγματα. Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, πάνω από το 60% όλων των ναών που έκλειναν από το 1958 και έως το 1964 ήταν ορθόδοξοι. Αν και τα προηγούμενα 15 χρόνια, ιδιαίτερα την περίοδο 1941-1954, αναστηλώθηκαν παλιές εκκλησίες, ενορίες, μοναστήρια και χτίζονταν νέοι αλλά και, πάλι, πρωτίστως ορθόδοξοι ναοί. Στους ορθόδοξους ναούς, εν μέρει, επιστρέφονταν οι ιδιοκτησίες και τιμαλφή που είχαν κατασχεθεί την δεκαετία 1920-1930.
Σύμφωνα με πολλούς ιστορικούς και πολιτικούς επιστήμονες, τα «αποτυχημένα» πειράματα του Χρουστσόφ με τη χέρσα γη, «πανσοβιετική τρέλα» με την καλλιέργεια του καλαμποκιού, απορωσοποίηση των περιοχών στις οποίες είχαν επιστρέψει οι λαοί που είχαν προηγουμένως εκτοπιστεί από εκεί (Καλμύκοι, Βαλκάροι, Τσετσένοι, Ινγκούς, Καραχάις, Γαλικιανοί-Δυτικοί Ουκρανοί) καθώς και η παράδοση της Κριμαίας στην Ουκρανία και ορισμένων ρωσόφωνων εδαφών στο Καζακστάν – μείωσαν σημαντικά το κύρος της μετασταλινικής ηγεσίας. Και κυρίως μεταξύ του ρωσικού πληθυσμού, γιατί οι ενέργειες που αναφέρονται στρέφονταν κυρίως εναντίον του. Ως αποτέλεσμα – την ανάπτυξη των αντιπολιτευτικού (τουλάχιστον που στρεφόταν κατά του Χρουστσόφ) κινήματος, την περίοδο εκείνη, στην ΕΣΣΔ. Λόγω της κατάστασης αυτής μία σειρά από περιφερειακές επιτροπές του ΚΚΣΕ την δεκαετία του 1960 πρότειναν την δημιουργία του κομμουνιστικού κόμματος της ΡΣΟΣΔ (για το λάθος της ιδέας αυτής μίλησε ο Λ.Ι. Μπρέζνεβ στο ΚΓ’ και ΚΔ’ Συνέδρια του ΚΚΣΕ το 1966 και 1971 αντίστοιχα).
Όμως η καταδίκη της «προσωπολατρίας του Στάλιν» από το ΧΧ Συνέδριο, όπως έδειξαν οι μεταγενέστερες ενέργειες των αρχών, περιλάμβανε και την επακόλουθη την πολιτική εξόντωσης απέναντι στην Εκκλησία, ιδιαίτερα στην Ορθόδοξη.
Και ο ίδιος ο Χρουστσόφ δήλωσε τον Σεπτέμβριο του 1955 στη γαλλική κυβερνητική αντιπροσωπεία: «Συνεχίζουμε να είμαστε άθεοι. Και θα προσπαθήσουμε να απελευθερώσουμε όσο το δυνατόν μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων από τη θρησκευτική μέθη…». Και σε μια συνομιλία με τον μεγιστάνα των μέσων ενημέρωσης V. Hirst, κατά την επίσκεψή του στις Ηνωμένες Πολιτείες τον Σεπτέμβριο του 1959, ο Χρουστσόφ σημείωσε ότι «η δημόσια εκπαίδευση, η διάδοση της επιστημονικής γνώσης και η μελέτη των νόμων της φύσης δεν θα αφήσουν κανένα περιθώριο για πίστη στον Θεό».
Οι οικονομικοί παράγοντες, επίσης, επηρέασαν αυτήν την πολιτική. Οι αρχές, εκείνη την εποχή, αναζητούσαν ενεργά πηγές αναπλήρωσης του κρατικού κορβανά που όλο και πτώχευε, λόγω των προαναφερθέντων «πειραμάτων» του Χρουστσόφ. Και επομένως δεν μπόρεσαν να αντισταθούν στον πειρασμό να βάλουν το χέρι τους στο ταμείο της Εκκλησίας. Οι πρώτες, μεγάλης κλίμακας αντιθρησκευτικές ενέργειες, τον Οκτώβριο του 1958 ξεκίνησαν ακριβώς με «απόρρητες» αποφάσεις για την πραγματική ληστεία της Εκκλησίας. Το πιο σημαντικό έγγραφο, στην κατεύθυνση αυτή, αποδείχθηκε ότι ήταν ένα μυστικό διάταγμα της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΣΕ της 4ης Οκτωβρίου 1958. «Στη σημείωση του τμήματος προπαγάνδας της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΣΕ για τις σοβιετικές δημοκρατίες» σχετικά με τις ελλείψεις της επιστημονικής και αθεϊστικής προπαγάνδας. Στο έγγραφο αυτό δινόταν εντολή σε όλες τις κομματικές και κοινωνικές οργανώσεις, καθώς και κρατικούς φορείς να «ξεδιπλώσουν μια επίθεση στα θρησκευτικά απομεινάρια στο μυαλό και τη ζωή του σοβιετικού λαού». Και ήδη, στις 16 Οκτωβρίου, το Συμβούλιο Υπουργών της ΕΣΣΔ ενέκρινε τα πρώτα αντιεκκλησιαστικά ψηφίσματα: “Περί μοναστηριών στην ΕΣΣΔ” και “Σχετικά με τη φορολογία του εισοδήματος των επιχειρήσεων των επισκοπικών διοικήσεων και του εισοδήματος των μοναστηριών“. Στο πρώτο απαγορευόταν στα μοναστήρια να χρησιμοποιούν μισθωτή εργασία και προβλεπόταν τριπλάσια μείωση τόσο της ιδιοκτησίας γης όσο και του αριθμού των μοναστηριών. Ο φόρος επί των κτισμάτων και των ενοικίων γης, που ακυρώθηκε τον Μάρτιο του 1945, επανήλθε. Τουλάχιστον δύο φορές πάνω, σε σύγκριση με την δεκαετία 1945-1955, αυξήθηκαν οι φορολογικοί συντελεστές στα εκκλησιαστικά οικόπεδα, ακόμη και στα εκκλησιαστικά νεκροταφεία (!). Διπλασιάστηκε ο φόρος εισοδήματος στα κηροπλατεία.
Όμως τα μέτρα αυτά δεν περιορίστηκαν εκεί. Τον Νοέμβριο 1958 και Μάρτιο 1959, έλαβε χώρα μια μαζική «εκκαθάριση» δημόσιων βιβλιοθηκών από την υπάρχουσα εκεί θρησκευτική λογοτεχνία. Επίσης, στις 28 Νοεμβρίου 1958, η Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΣΕ ενέκρινε ψήφισμα “Περί μέτρων για τον τερματισμό του προσκυνημάτων στους λεγόμενους” ιερούς τόπους”. Και για να διακοπεί η πρόσβαση των πιστών σε 700 ιερούς τόπους της ΕΣΣΔ, που είχαν καταγραφεί από τις αρχές, χρησιμοποιήθηκαν βλάσφημες και προσβλητικές μέθοδοι.
Έτσι, σε προσκυνηματικά μέρη ή κοντά τους, στήνονταν χοιροστάσια, αποχωρητήρια, σκουπιδότοποι. Τα αγιάσματα αποξηραίνονταν ή μπαζώνονταν.
Και κάτι ακόμα. Στα τέλη της δεκαετίας του 1950 και το πρώτο μισό της δεκαετίας του 1960, ξανά απαγορεύτηκαν οι κωδωνοκρουσίες, κάτι που επιτρεπόταν από το φθινόπωρο του 1941. Οι ιεροί ναοί αποσυνδέθηκαν από το δίκτυο ύδρευσης ακόμη και από το αποχετευτικό δίκτυο και απαγορεύτηκαν οι επισκευές τους. Την ίδια εποχή μαζικά έκλειναν ναοί και η αντιορθόδοξη σκοπιμότητα αυτών των ενεργειών ενισχυόταν από την πολιτική διάλυσης των λεγόμενων «χωριών χωρίς προοπτική», η οποία, πάλι, γινόταν από το 1958. Με απλά λόγια, τα ρωσικά χωριά, που στερήθηκαν όχι μόνο προσωπικό και αγροτικό εξοπλισμό, αλλά ακόμη και τα σπαρτά, ζωοτροφές και το μεγαλύτερο μέρος των κοινωνικών και πολιτιστικών εγκαταστάσεων (λόγω της «άντλησης» όλων αυτών σε παρθένες περιοχές και πειράματα «καλαμποκιού»), καταργήθηκαν, και μαζί με αυτά οι εκκλησίες και άλλα ορθόδοξα ιδρύματα. Ήταν προς συμφέρον της πολιτικής που ακολουθείτο, αλλά, κυρίως, πετύχαινε ταυτόχρονα και τους δύο σκοπούς…
Υπήρχαν και περιπτώσεις κατά τις οποίες η γη, που ανήκε σε κάποια μοναστήρια της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας τα οποία βρίσκονταν στην αλλοδαπή, πουλήθηκαν για φρούτα ή λαχανικά. Έτσι, τα εδάφη της μονής αγίας Μαρίας της Μαγδαληνής (κοντά στην παλαιστινιακή πόλη Ιεριχώ) πουλήθηκαν το 1962 … με εξευτελιστικό αντίτιμο – την αγορά ισραηλινών πορτοκαλιών και μανταρινιών από την ΕΣΣΔ.
Η Εκκλησία προσπάθησε να διαμαρτυρηθεί. Στις 18 Φεβρουαρίου 1959, στο Συμβούλιο Υπουργών της ΕΣΣΔ (από το 1958 επικεφαλής του ήταν ο Χρουστσόφ, ο οποίος απέλυσε τον Ν.Α Μπουλγκάνιν από αυτή τη θέση, ο οποίος ήταν εκείνος που αντιτάχθηκε στην αντιθρησκευτική εκστρατεία του Χρουστσόφ) έγινε δεκτός, κατόπιν αιτήματός του, ο μητροπολίτης Κρουτίτσκ και Κολομένσκ Νικόλαος (Γιαρούσεβιτς). Σύμφωνα με την ηχογράφηση εκείνης της συνομιλίας, «ο Νικολάι, φανερά ενοχλημένος, δήλωσε ότι από το φθινόπωρο του 1958 ξεκίνησε μια επίθεση εναντίον της Εκκλησίας, ισοδύναμη με μια εκστρατεία εναντίον της πριν από τον Μεγάλο Πατριωτικό Πόλεμο (Β’ Παγκόσμιος)… Ο μητροπολίτης επεσήμανε, ότι λόγω δημιουργηθείσας κατάστασης, δεν θα μπορεί, πλέον, να παρευρίσκεται σε διπλωματικές δεξιώσεις και, επιπλέον, το Πατριαρχείο σκοπεύει να αναστείλει την έκδοση του επίσημου περιοδικό του…». Όμως αυτές οι διαμαρτυρίες δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα. Και στις 31 Μαΐου, ο Μητροπολίτης Νικόλαος απευθύνθηκε στον Χρουστσόφ με μια επιστολή: «… Τους τελευταίους μήνες, υπήρξαν πολλά γεγονότα προσβολής των θρησκευτικών συναισθημάτων των πιστών, η παρουσία στα μέσα ενημέρωσης εσκεμμένων ψευδών μυθοπλασιών για την εκκλησιαστική ζωή, … υπάρχουν κραυγαλέα γεγονότα συκοφαντίας και καταχρηστικής αντιμετώπισης από τις τοπικές αρχές απέναντι στην θρησκεία και, ειδικά, στους πιστούς».
Για παράδειγμα, μέχρι τον Νοέμβριο του 1959, έκλεισαν 13 ορθόδοξα ιδρύματα και μόνο τον Ιανουάριο του 1960 – 17 ακόμη. Βέβαια υπήρξε και μια περίπτωση που το σθένος των λειτουργών και των ενοριτών ανάγκασε τις αρχές να κάνουν πίσω.
Κατά την προσπάθεια των αρχών να κλείσουν την μονή Ρετσούλσκ, κοντά στο Κισινάου, την νύχτα της 1 Ιουλίου του 1959, πάνω από 300 άτομα πιστών περικύκλωσαν το μοναστήρι. Οι αστυνομικοί άνοιξαν πυρ σκοτώνοντας έναν και τραυματίζοντας πέντε άτομα.
Αλλά αυτό δεν σταμάτησε τους υπερασπιστές της μονής και έγινε κάτι το οποίο ήταν πρωτόγνωρο για την εποχή εκείνη – οι αρχές εγκατέλειψαν τις προθέσεις τους απέναντι στο μοναστήρι.
Δεν αποκλείεται ότι την απόφαση επηρέασε η εγγύτητα του μοναστηριού με τα σοβιετικά-ρουμανικά σύνορα (και οι σχέσεις της ΕΣΣΔ της εποχής του Χρουστσόφ με τη «σταλινική» Ορθόδοξη Ρουμανία ήταν αρκετά περίπλοκες εκείνα τα χρόνια). Κατά πάσα πιθανότητα επηρεάστηκε από το γεγονός ότι, σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ο τότε ηγέτης της Ρουμανίας G. Georgiu-Dej (ο οποίος αρνήθηκε να μετονομάσει τη ρουμανική πόλη Στάλιν σε Brasov …), καθώς και η ηγεσία της Ρουμανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας και των ενοριών της στη Ρουμανική Μολδαβία (που συνορεύει με τη Μολδαβική ΕΣΣΔ) έστειλαν το 1960 επιστολές στον Χρουστσόφ ζητώντας του να αναστείλει την αντιορθόδοξη εκστρατεία, τουλάχιστον στη Μολδαβία.
Πέτυχε και η υπεράσπιση της μονής των Σπηλαίων του Πσκόφ. Εδώ, δόξα τω Θεώ, δεν υπήρξαν θύματα. Χάρη στον Αρχιμανδρίτη Αλύπιο, τον ηγούμενο της μονής των Σπηλαίων του Πσκόφ (κατά κόσμον Ιβάν Νικολάγιεβιτς Βόρονοβ). Όταν, το 1961, η εντολή να κλείσει το μοναστήρι και να διαλυθεί η αδελφότητα έφτασε στην μονή ο Αλύπιος έσκισε και έκαψε το έγγραφο με την υπογραφή του Χρουστσόφ μπροστά στους αγγελιαφόρους. «Προτιμώ να υποφέρω μαρτυρικό θάνατο παρά να κλείσω το μοναστήρι» – είπε ο αρχιμανδρίτης – ο ίδιος ένας σεβαστός βετεράνος του μετώπου – στους άναυδους, με πολιτικά ρούχα, αγγελιοφόρους. Τελικά δεν τόλμησαν να κλείσουν το μοναστήρι. Οι επιστολές υπέρ της μονής, που εστάλησαν από ορθόδοξες ενορίες στη Φινλανδία, τη Σουηδία, τη Νορβηγία και τις δημοκρατίες της Βαλτικής προς τη σοβιετική ηγεσία βοήθησαν επίσης να σωθεί το μοναστήρι. Επιπλέον, η τότε υπουργός Πολιτισμού της ΕΣΣΔ Ε.Α Η Φουρτσέβα, από το στενό περιβάλλον του Χρουστσόφ, επισκέφτηκε την μονή το 1960, μίλησε με τον Αρχιμανδρίτη Αλύπιο και, σύμφωνα με ορισμένες πηγές, απέτρεψε τον Χρουστσόφ από τα «κατασταλτικά» μέτρα εναντίον του μοναστηριού.
Όμως σε άλλες περιοχές της χώρας, η αντιθρησκευτική και, ας επαναλάβουμε, πρωτίστως αντιορθόδοξη υστερία δεν επιβράδυνε καθόλου.
Έτσι, το φθινόπωρο του 1961, έκλεισε η Λαύρα των Σπηλαίων του Κιέβου (η οποία ξαναλειτούργησε το 1945) και μάλιστα, ακόμη και για ξένους τουρίστες. Οι ξεναγήσεις των τουριστών στην μονή έγιναν δυνατές μόλις στα τέλη της δεκαετίας του 1960.
Και την ημέρα της μνήμης του οσίου Σεργίου του Ραντονέζ, στις 8 Οκτωβρίου 1960, στην Λαύρα Αγίας Τριάδας και οσίου Σεργίου, οι αστυνομικοί και «άτομα με πολιτικά ρούχα» (ασφαλίτες) συνελάμβαναν ευρισκομένους εκεί πιστούς, τους οποίους κρατούσαν προφυλακισμένους, για αρκετές ημέρες, απαιτώντας γραπτές δηλώσεις ότι δεν θα ξαναερχόντουσαν στην μονή. Ανάλογα περιστατικά συνέβησαν από το 1959 μέχρι το 1964 σε εκατοντάδες ορθόδοξους ναούς.
Συνολικά από το 1958 και μέχρι το 1964 έκλεισαν πάνω από 4 χιλιάδες ορθόδοξοι ναοί, μεταξύ αυτών και το 70% εκείνων, που είχαν ξανανοίξει από το 1941 και μέχρι το 1954. Αποτέλεσμα αυτών ήταν η αναβίωση του αναχωρητισμού, των σκητών και των μυστικών λατρευτικών εκδηλώσεων (στο Βόρειο Καύκασο, Αλτάι, Ουράλ, Σαχαλίνη, περιοχή του Άνω Βόλγα, Λευκορωσία, Μολδαβία, Γεωργία, Υπερκαρπάθια, Κριμαία, Ουκρανική Πολεσία). Με άλλα λόγια επανεμφανίστηκε, de facto, η «Εκκλησία της Κατακόμβης».
Σχεδόν το 70% των κλειστών ορθόδοξων ναών και ιδρυμάτων βρίσκονταν στη ΡΣΟΣΔ (Σοβιετική Ρωσία). Από την άποψη αυτή, η γνώμη του Ουκρανού ιστορικού και εθνογράφου Βίκτορ Πολέτσκιϊ δεν είναι καθόλου αβάσιμη: «Το κύριο χτύπημα του Χρουστσόφ στην Ορθοδοξία έγινε στη Ρωσία επειδή δυσαρεστημένοι με την πολιτική του, ήταν πρωτίστως οι Ρώσοι. Ταυτόχρονα, ελάχιστη προσοχή δόθηκε στην «ανεπίσημη» αναβίωση της Ουνιτικής Καθολικής ομολογίας στη Δυτική Ουκρανία, των Βαπτιστών και του Ιουδαϊσμό, και οι έντονες διαμαρτυρίες του μουσουλμανικού πληθυσμού, ανάγκασαν τις αρχές, σχεδόν να σταματήσουν το κλείσιμο τζαμιών στην Κεντρική Ασία και την περιοχή του Βόλγα υπό τον φόβο της αποκατάστασης του Μπασμάτσι. Αλλά στις ίδιες περιοχές, τα ιδρύματα των Ορθοδόξων, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων των παλαιοπίστων, έκλεισαν σχεδόν μαζικά».
Στις 24 Νοεμβρίου 1960, ο Μητροπολίτης Νικολάι (Γιαρουσέβιτς), σε συνομιλία με εκπροσώπους της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΣΕ, έθεσε το ζήτημα για «τα γεγονότα της ολικής καταστροφής της Ορθόδοξης Εκκλησίας… Επί του παρόντος, υπάρχει σαφής γραμμή για την καταστροφή της Εκκλησίας και της θρησκείας γενικότερα, και βαθύτερα και ευρύτερα από ό,τι ήταν το 1920 -x χρόνια…».
Αλλά αυτή η συνομιλία, όπως και οι πολυάριθμες διαμαρτυρίες της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας εν Υπερορία, δεν άλλαξαν την κατάσταση προς το καλύτερο. Αντίθετα, ξεκίνησαν εκ νέου (όπως τη δεκαετία του 1920 και το πρώτο μισό της δεκαετίας του 1930) οι κατασχέσεις των καμπανών και πολλών πολύτιμων αντικειμένων λατρείας από εκκλησίες, και την απόλυση από την δημόσια εργασία όχι μόνο πιστών, αλλά και των μελών των οικογενειών των…
Οι αρχές αποφάσισαν να απομακρύνουν τον μητροπολίτη Κρουτίτσκ και Κολομένσκ Νικόλαο από τη συμμετοχή στην διοίκηση της Εκκλησίας. Στις 21 Ιουνίου ακολούθησε η παραίτησή του από τη θέση του προέδρου του Τμήματος των εξωτερικών σχέσεων του Πατριαρχείου Μόσχας.
Ο Πατριάρχης Αλέξιος Α’ κλήθηκε να απομακρύνει τον μητροπολίτη Νικόλαο από τη Μόσχα. Υποκύπτοντας στην πίεση, ο πατριάρχης, πρότεινε στον Νικόλαο την μετάθεση στο Λένινγκραντ ή στο Νοβοσιμπίρσκ. Όμως ο μητροπολίτης αρνήθηκε.
Η υγεία του Σεβασμιωτάτου είχε κλονιστεί σοβαρά και τον Σεπτέμβριο σκόπευε να ξεκουραστεί στο Σουχούμι. Πριν φύγει του ζητήθηκε να παραιτηθεί και το οποίο έπραξε με δικαιολογία «για λόγους υγείας». Ωστόσο, η «αποχώρηση» του μητροπολίτη Νικολάου έγινε με επιδεικτική παραβίαση της εθιμοτυπίας. Ένας επίσκοπος που παραιτείται πάντα αποχαιρετά το ποίμνιό του, λειτουργεί για τελευταία φορά, εκφωνεί αποχαιρετιστήριο λόγο και δίνει στο ποίμνιό του την τελευταία ευλογία. Όμως, αυτό το αρνήθηκαν στον μητροπολίτη Νικόλαο. Όταν τελείωσαν οι διακοπές του, έλαβε επιστολή από το Πατριαρχείο με μήνυμα για παράταση των διακοπών για έναν ακόμη μήνα και χρηματικό ένταλμα. Λίγο αργότερα, ο δεσπότης ενημερώθηκε ότι είχε συνταξιοδοτηθεί.
Τα βιώματα αυτά είχαν την αρνητική τους επίπτωση. Οι καρδιακές προσβολές έφεραν τον μητροπολίτη Νικόλαο στο Νοσοκομείο Μπότκιν, όπου μέχρι τον θάνατό του στις 13 Δεκεμβρίου βρισκόταν σε πλήρη απομόνωση: δεν επέτρεπαν επισκεπτήριο στα αγαπημένα του πρόσωπα, του στερούσαν την ευκαιρία να μεταλάβει των Αχράντων Μυστηρίων. Μία φορά, ομώς , κατάφεραν να του μεταφέρουν τα Προηγιασμένα Τίμια Δώρα.
Η πολιτική αυτή τερματίστηκε μόλις τον Νοέμβριο του 1964. Αλλά μέχρι σήμερα, πολλές από τις εκκλησίες και τα μοναστήρια που βεβηλώθηκαν την τελευταία περίοδο της διακυβέρνησης του Χρουστσόφ δεν έχουν αποκατασταθεί.