Πέμπτη 14 Απριλίου 2022

Γιατί πρέπει νὰ ζητᾶμε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ μᾶς βοηθάη, ἀφοῦ ξέρει τὶς ἀνάγκες μας;

 

Ἁγίου Παϊσίου Ἁγιορείτου

Γέροντα, γιατί πρέπει νὰ ζητᾶμε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ μᾶς
βοηθάη, ἀφοῦ ξέρει τὶς ἀνάγκες μας;






– Γιατὶ ὑπάρχει ἐλευθερία. Καὶ μάλιστα, ὅταν πονᾶμε γιὰ τὸν πλησίον μας καὶ Τὸν παρακαλοῦμε νὰ τὸν βοηθήση, πολὺ συγκινεῖται ὁ Θεός, γιατὶ τότε ἐπεμβαίνει,χωρὶς νὰ παραβιάζεται τὸ αὐτεξούσιο.
Ὁ Θεὸς ἔχει ὅλη τὴν καλὴ διάθεση νὰ βοηθήση τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ὑποφέρουν. Γιὰ νὰ τοὺς βοηθήση ὅμως, πρέπει κάποιος νὰ Τὸν παρακαλέση.
 
Γιατί, ἂν βοηθήση κάποιον, χωρὶς κανεὶς νὰ Τὸν παρακαλέση, τότε ὁ διάβολος θὰ διαμαρτυρηθῆ καὶ θὰ πῆ: «Γιατί τὸν βοηθᾶς καὶ παραβιάζεις τὸ αὐτεξούσιο; Ἀφοῦ εἶναι ἁμαρτωλός, ἀνήκει σ ̓ ἐμένα».
Ἐδῶ βλέπει κανεὶς καὶ τὴν μεγάλη πνευματικὴ ἀρχοντιὰ τοῦ Θεοῦ, ποὺ οὔτε στὸν διάβολο δίνει τὸ δικαίωμα νὰ διαμαρτυρηθῆ.
Γιʹ αὐτὸ θέλει νὰ Τὸν παρακαλοῦμε, γιὰ νὰ ἐπεμβαίνη – καὶ θέλει ὁ Θεὸς νὰ ἐπεμβαίνη ἀμέσως, ἂν εἶναι γιὰ τὸ καλό μας –, καὶ νὰ βοηθάη τὰ πλάσματά Του ἀνάλογα μὲ τὶς ἀνάγκες τους. Γιὰ τὸν κάθε ἄνθρωπο ἐνεργεῖ ξεχωριστά, ὅπως συμφέρει στὸν καθέναν καλύτερα.
Ὁ Θεὸς λοιπὸν ἀλλὰ καὶ οἱ Ἅγιοι γιὰ νὰ βοηθήσουν, πρέπει ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος νὰ τὸ θέλη καὶ νὰ τὸ ζητᾶ, ἀλλιῶς δὲν ἐπεμβαίνουν. Ὁ Χριστὸς ρώτησε τὸν παράλυτο: «Θέλεις ὑγιὴς γενέσθαι;». Ἂν δὲν θέλη ὁ ἄνθρωπος, τὸ σέβεται ὁ Θεός. Ἂν κάποιος δὲν θέλη νὰ πάη στὸν Παράδεισο, ὁ Θεὸς δὲν τὸν παίρνει. Ἐκτὸς ἂν ἦταν ἀδικημένος καὶ εἶχε ἄγνοια, ὁπότε δικαιοῦται τὴν θεία βοήθεια. Διαφορετικά, δὲν θέλει νὰ ἐπέμβη ὁ Θεός.
Ζητᾶ κανεὶς βοήθεια, καὶ ὁ Θεὸς καὶ οἱ Ἅγιοι τὴν δίνουν. Μέχρι νὰ ἀνοιγοκλείσης τὰ μάτια σου, ἔχουν κιόλας βοηθήσει. Μερικὲς φορὲς δὲν προλαβαίνεις οὔτε νὰ τὰ ἀνοιγοκλείσης· τόσο γρήγορα βρίσκεται ὁ Θεὸς δίπλα σου. «Αἰτεῖτε καὶ δοθήσεται», λέει ἡ Γραφή. Ἂν δὲν ζητᾶμε βοήθεια ἀπὸ τὸν Θεό, θὰ σπάζουμε τὰ μοῦτρα μας. Ἐνῶ, ὅταν ζητᾶμε τὴν θεία βοήθεια, ὁ Χριστὸς μᾶς δένει μὲ ἕνα σχοινάκι μὲ τὴν Χάρη Του καὶ μᾶς συγκρατεῖ. Φυσάει ὁ ἀέρας ἀπὸ ἐδῶ‐ἐκεῖ, ἀλλά,ἐπειδὴ εἴμαστε δεμένοι, δὲν κινδυνεύουμε. Ὅταν ὅμως ὁ ἄνθρωπος δὲν καταλαβαίνη ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ποὺ τὸν κρατάει, λύνεται πλέον ἀπὸ τὸ σχοινάκι καὶ τὸν χτυποῦν οἱ ἄνεμοι ἀπὸ ̓δῶ καὶ ἀπὸ ̓κεῖ καὶ ταλαιπωρεῖται.
Νὰ ξέρετε, μόνον τὰ πάθη καὶ οἱ ἁμαρτίες εἶναι δικές μας. Ὅ,τι καλὸ κάνουμε εἶναι ἀπὸ τὸν Θεό, ὅ,τι ἀνοησίες κάνουμε εἶναι δικές μας. Λίγο ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ νὰ μᾶς ἀφήση, τίποτε δὲν μποροῦμε νὰ κάνουμε. Ὅπως στὴν φυσικὴ ζωή, λίγο τὸ ὀξυγόνο νὰ μᾶς πάρη ὁ Θεός, ἀμέσως θὰ πεθάνουμε, ἔτσι καὶ στὴν πνευματικὴ ζωή, λίγο ἂν μᾶς ἀφαιρέση τὴν θεία Χάρη, πάει, χαθήκαμε.
 
Μιὰ φορὰ ἔνιωθα στὴν προσευχὴ μιὰ ἀγαλλίαση. Ὧρες στεκόμουν ὄρθιος καὶ δὲν ἔνιωθα καθόλου κούραση.Ὅσο προσευχόμουν, ἔνιωθα μιὰ γλυκειὰ ξεκούραση, κάτι ποὺ δὲν μπορῶ νὰ τὸ ἐκφράσω. Ὕστερα μοῦ πέρασε ἕνας λογισμὸς ἀνθρώπινος: ἐπειδὴ μοῦ λείπουν δυὸ πλευρὰ καὶ εὔκολα κρυώνω, σκέφθηκα, γιὰ νὰ μὴ χάσω αὐτὴν τὴν κατάσταση καὶ νὰ προχωρήσω ὅσο πάει, νὰ πάρω ἕνα σάλι, νὰ τυλιχθῶ, μήπως ἀργότερα κρυώσω. Μόλις δέχθηκα αὐτὸν τὸν λογισμό, ἀμέσως σωριάσθηκα κάτω. Ἔμεινα πεσμένος κάτω μισὴ ὥρα περίπου καὶ μετὰ μπόρεσα νὰ σηκωθῶ νὰ πάω στὸ κελλὶ νὰ ξαπλώσω. Προηγουμένως, ὅσο προχωροῦσα στὴν προσευχή, ἔνιωθα σὰν ἕνα πούπουλο, ἕνα ἐλάφρωμα, μιὰ ἀγαλλίαση, ποὺ δὲν ἐκφράζεται. Μόλις ὅμως δέχθηκα αὐτὸν τὸν λογισμό, σωριάσθηκα κάτω. Ἂν ἔφερνα ἕναν ὑπερήφανο λογισμὸ καὶ ἔλεγα λ.χ. «ζήτημα εἶναι, ἂν ὑπάρχουν δύο‐τρεῖς σὲ τέτοια κατάσταση», τότε εἶναι ποὺ θὰ πάθαινα ζημιά. Σκέφθηκα ἀνθρώπινα, ὅπως σκέφτεται ὁ κουτσὸς νὰ πάρη τὰ δεκανίκια του, ὄχι δαιμονικά. Ἦταν ἕνας φυσικὸς λογισμός, ἀλλὰ καὶ πάλι εἶδες τί ἔπαθα.
Τὸ μόνο ποὺ ἔχει ὁ ἄνθρωπος εἶναι μιὰ διάθεση καὶ ἀνάλογα μὲ αὐτὴν τὸν βοηθάει ὁ Θεός. Γιʹ αὐτὸ λέω, ὅσα ἀγαθὰ ἔχουμε εἶναι δῶρα τοῦ Θεοῦ. Τὰ ἔργα μας εἶναι μηδὲν καὶ οἱ ἀρετές μας εἶναι μία συνέχεια ἀπὸ μηδενικά. Ἐμεῖς θὰ προσπαθοῦμε νὰ προσθέτουμε συνέχεια μηδενικὰ καὶ νὰ παρακαλοῦμε τὸν Χριστὸ νὰ βάλη τὴν μονάδα στὴν ἀρχή, γιὰ νὰ γίνουμε πλούσιοι. Ἐὰν δὲν βάλη τὴν μονάδα ὁ Χριστὸς στὴν ἀρχή, χαμένος ὁ κόπος μας.


Ἁγ. Παϊσίου Ἁγιορείτου: ΛΟΓΟΙ Β’«Πνευματικὴ Ἀφύπνιση» σελ.160