«Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ»
Ἑορτῶν ἑορτή καί πανήγυρις ἐστι πανηγύρεων! Εἶναι τό μεγαλύτερο γεγονός τῆς ἱστορίας τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Χωρίς τήν ἀνάστασι τοῦ Χριστοῦ δέν θά ὑπῆρχε ἀνάστασις τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Δέν θά εἶχε καμμία σημασία για τόν ἄνθρωπο ὁλόκληρη ἡ Καινή Διαθήκη. Θά ἠμποροῦσε ὁ ἄνθρωπος νά γίνει μέ τά καινοδιαθηκικά διδάγματα καλλίτερος ἄνθρωπος, ἠθικώτερος ἄνθρωπος, ἀλλά ὄχι ἁγιασμένος καί ἀναστημένος ἄνθρωπος. Ἐάν δέν ὑπῆρχε ἀνάστασι τοῦ Χριστοῦ, πῶς θά ἠμπορούσαμε νά διδάξουμε ἤ νά βαπτίσουμε τούς ἀνθρώπους; Πῶς θά ἠμπορούσαμε νά διδάξουμε τούς ἀνθρώπους για μία καινούργια καί αἰώνια ζωή, ἐάν ὁ Ἀρχηγός τῆς Ἐκκλησίας μας, θά ἔμενε στόν τάφο; Σέ ποιοῦ τό Ὄνομα θά ἐβαπτίζοντο; Στό Ὄνομα Ἑνός Καταδίκου, ὁ Ὁποῖος δέν ἠμπόρεσε νά ὠφελήσει καί νά σώσει τόν Ἑαυτόν Του; Χωρίς τήν ἀνάστασι τοῦ Χριστοῦ, τά πάντα παγκοσμίως θά ἐκαλύπτοντο μέ τό πέπλο τοῦ αἰωνίου πνευματικοῦ θανάτου.
Πρίν ἀναστηθῆ ὁ Χριστός, ὁ ἄνθρωπος ἦτο ὁ μεγάλος σκλάβος τοῦ διαβόλου. Ὁ διάβολος τόν κυβερνοῦσε καί κυριαρχοῦσε μέσα στήν καρδιά του μέ τά παράνομα καί ἀλύτρωτα πάθη του. Σέ ὁλόκληρο τόν τότε γνωστό κόσμο, ὁ διάβολος ἐκαυχᾶτο, διότι τόν προσκυνοῦσαν καί τόν ἐλάτρευαν για θεό ὅλοι οἱ ἄνθρωποι. Οἱ πρό Χριστοῦ ἄνθρωποι εἶχαν λησμονήσει τελείως τόν ἀληθινόν Θεόν. Εἶχαν ἀποκοπῆ ἀπό τήν ρίζα τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, πού ἦσαν οἱ πρωτόπλαστοι, καί ἦσαν δυστυχισμένοι, χωρίς κάποια πνευματική ἀνάβασι, κάποια θεϊκή αἴσθησι, κάποια ἐσωτερική ἀλλαγή στόν κόσμο τῶν σκέψεων καί τῶν ἰδεῶν τους.
Μέ τήν ἁγίαν Του ἀνάστασι ὁ Χριστός συνέτριψε τήν αἰώνια ἐξουσία πού εἶχε ὁ διάβολος ἐπάνω στόν ἄνθρωπο, ἐπάνω στήν ζωή του, ἀκόμη καί στόν θάνατό του. Ἠ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ἔγκειται στό γεγονός ὅτι ὁ μονογενής Υἱός τοῦ Θεοῦ καί Θεός ἀληθινός, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ἐκτύπησε τό θηρίον, τό ὁποῖον ἦτο ὁ αἰώνιος θάνατος τοῦ ἀνθρώπου. Τόν ἐθανάτωσε μέ τόν ἰδικόν του θάνατον καί ἅρπαξε τούς ἀπ᾿ αἰώνων νεκρούς, καί τούς ὡδήγησε στόν τόπο τῆς αἰωνίου ἀναπαύσεως. Ἅρπαξε, ὅσους δέχθηκαν τό κήρυγμά του μέ τήν ἀστραπόμορφη παρουσία του μέσα στοῦ ἅδου τά σκοτεινά βασίλεια, κατά τήν ὥρα τῆς ἀνθρωπίνης σταυρώσεώς του. Γι᾿ αὐτό καί ψάλλουμε στήν Ἐκκλησία μας τό ἀναστάσιμο τροπάριο τοῦ β΄ἤχου: «Ὅτε κατῆλθες πρός τόν θάνατον, ἡ ζωή ἡ ἀθάνατος, τότε τόν ἅδην ἐνέκρωσας τῆ ἀστραπῆ τῆς θεότητος. Ὅτε δε καί τούς τεθνεῶτας ἐκ τῶν καταχθονίων ἀνέστησας, πᾶσαι αἱ δυνάμεις τῶν ἐπουρανίων ἐκραύγαζον….».
Ὁ θάνατος διά τοῦ ζωηφόρου θανάτου τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, οὐσιαστικά καταργήθηκε καί ἡ δύναμίς του ὁριστικά συνετρίβη. Ἔτσι, ὁ Χριστός γίνεται ὁ Ἀρχηγός μιᾶς καινούργιας ζωῆς ἐπί τῆς γῆς καί ταυτόχρονα ὁ χορηγός μιᾶς ἄλλης, ὄχι πλέον ἐπί τῆς γῆς, ἀλλά οὐρανίας ζωῆς. Γι᾿ αὐτό ψάλλει τό τροπάριον τοῦ ἀναστασίμου Κανόνος: «Νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός, οὐρανός τε καί γῆ καί τά καταχθόνια…». Ἔφυγε πλέον ὁριστικῶς ἀπό τόν ἄνθρωπο ὁ φόβος τοῦ θανάτου. Ἔσπασαν τά δεσμά τοῦ ἅδου. Ἔκτοτε δέν ἠμπορεῖ πλέον νά κρατήσει δεσμίους στά σπλάγχνα του ἄλλους καταδίκους, διότι τά πάντα πλημμύρισαν ἀπό ἕνα οὐράνιο καί παγκόσμιο πνευματικό φῶς. Ἔκτοτε ὁ ἄνθρωπος, δέν ἀγωνιᾶ διά τίποτε στήν ζωή του. Στήν παροῦσα ζωή προσκυνεῖ τόν ἅγιον Κύριον Ἰησοῦν, τόν μόνον ἀναμάρτητον. Ὑμνεῖ καί δοξάζει τόν Ἁγίαν του Ἀνάστασιν ἀπό τήν ὁποίαν ἀξιώθηκε νά γίνη υἱός φωτός καί ἡμέρας, υἱός τῆς ἀναστάσεως. Δέν ἔχει πλέον ἐπάνω του τήν δυναστική ἐξουσία τήν ὁποίαν εἶχε προηγουμένως ὁ διάβολος. Ὁ διάβολος κατήντησε ἕνα σκουλῆκι καί μία σκνίπα μπροστά στόν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος, ἐάν πιστεύει καί ἀγαπᾶ τόν Χριστόν, ἠμπορεῖ νά διώκει τόν διάβολον καί μόνον μέ τό σημεῖον τοῦ Σταυροῦ. Γι᾿ αὐτό καί ἐρωτᾶ ὁ διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας μας, ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: «Ποῦ σου θάνατε τό κέντρον; Ποῦ σου ἅδη τό νῖκος;»
Μέ ὑπερβάλλουσα λοιπόν χαρά καί μέ ἐγκάρδια σκιρτήματα αἰνοῦμεν καί εὐλογοῦμεν τόν Αἴτιον τῆς σωτηρίας μας, ἀπό τόν Ὁποῖον πηγάζει κάθε ὑλικό καί πνευματικό ἀγαθό γιά τούς ἀνθρώπους ὅλων τῶν αἰώνων.
Σέ εὐχαριστοῦμεν Φιλανθρώποτε Κύριέ μας Ἰησοῦ Χριστέ, διότι μᾶς ἀπήλλαξες ἀπό τά δεσμά τοῦ αἰωνίου θανάτου, ἀπό τήν δυναστεία τῶν δαιμόνων, ἀπό τήν τυραννία τῶν παθῶν μας καί ἀπό τήν αἰώνια φθορά. Ἀλλοίμονό μας, ἐάν δέν εἶχες ἀναστηθῆ. Θά ἐσυνεχίζαμε τήν παλαιά ζωή τῶν Ἑλλήνων προγόνων μας, ἀφοῦ δέν θά ἠμπορούσαμε νά ἀναστηθοῦμε σέ μία καινούργια καί αἰώνια ζωή. Ἀλλά τώρα αἰνοῦμεν, εὐλογοῦμεν καί προσκυνοῦμεν τόν Κύριόν μας Ἰησοῦν Χριστόν.
Μον. Δαμασκηνός Γρηγοριάτης
Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου