Μητροπολίτου Μόρφου Νεοφύτου
Τὸν μακαριστὸ ἅγιο Γέροντα Εὐμένιο, ὅπως καὶ πολλοὺς ἄλλους συγχρόνους ἁγίους Γέροντες καὶ Γερόντισσες, τὸν γνώρισα στὰ φοιτητικά μου χρόνια ἀπὸ τὸν ἀδελφικό μου φίλο, μακαριστὸ πλέον καὶ οὐρανοπολίτη σήμερα, κυρὸ Γεράσιμο Φωκᾶ, Μητροπολίτη Κεφαλληνίας, ποὺ ἔζησε τὴν ἀρχιερωσύνη μόνο γιὰ 22 ἡμέρες. Μάλιστα, θυμᾶμαι τὸν Γεράσιμο ποὺ ἔλεγε ὅτι ἡ Ἀθήνα ἔχει τὸ δικό της Ἅγιοv Ὄρος, καὶ παραξενευόμουν καὶ ἔλεγα· «Μὰ ὑπάρχει τέτοιος τόπος μέσα στὴν Ἀθήνα, ποὺ εἶναι Ἅγιον Ὄρος; Τί λέει τώρα αὐτὸς ὁ Κεφαλλονίτης»; Κι ὄντως, ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ ποὺ εἶδα τὸν Γέροντα Εὐμένιο, αἰσθάνθηκα αὐτὸ ποὺ μᾶς ἔλεγε ὁ μακαριστὸς Γεράσιμος, καθότι αὐτὸς ὁ ἱερέας δὲν ἦταν ἕνας συνηθισμένος παπᾶς, ἀλλὰ ἕνας ἄνθρωπος γεμᾶτος Θεία Χάρη!
Ἐπιπλέον, μοῦ θύμισε τὴν πατρίδα μου, γιατὶ ἔμοιαζε μὲ πρωτινοὺς παλαιοὺς Κυπρίους παπᾶδες, γι’ αὐτὸ καὶ ἤθελα νὰ μείνω κοντά του. Γιὰ ἑφτὰ ὁλόκληρα χρόνια εἶχα τὴν ἰδιαίτερη εὐλογία, ὡς φοιτητής, νὰ ζήσω τὴ δική του «κρητικὴ» καλογερικὴ ἐλευθερία καὶ ἱερωσύνη, ποὺ ἦταν μιὰ συνεχὴς ἱκεσία, εὐχαριστία καὶ δοξολογία πρὸς τὸν Τριαδικὸ Θεό, ἀλλὰ καὶ θυσία πρὸς τὸν ἀδελφό μας χωρὶς δεύτερη σκέψη. Κοντὰ στὸν Γέροντα εἶχα τὴν εὐλογία νὰ μαθητεύσω στὴν καθημερινότητα ἑνὸς ἁγίου ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἀφιέρωσε ὅλη του τὴ ζωὴ στὴ διακονία τῶν λεπρῶν, τῶν πλέον ἀπομονωμένων καὶ ξεχασμένων ἀπὸ τὴν κοινωνία ἀδελφῶν μας. Μὲ ἄλλες λέξεις, ἔζησα τὴ ζωὴ ἑνὸς δεύτερου ἁγίου Νικολάου Πλανᾶ, ἔστω κι ἂν ὁ ἴδιος, ὅταν τοῦ τὸ ἔλεγαν, αὐτὸς ἀντέλεγε· «Ὄχι, αὐτὸς εἶναι ἅγιος. Ἐγὼ δὲν εἶμαι ἅγιος»! Ἀλλ’ ὅμως, ζώντας κοντά του βίωσα τὸν «κρυφὸ ἅγιο τῶν Ἀθηνῶν», ὅπως μοῦ εἶχε πεῖ κάποτε γι᾽ αὐτὸν ὁ ὅσιος Πορφύριος.
Σύντομη βιογραφία τοῦ Γέροντος Εὐμενίου
Ὁ Γέροντας Εὐμένιος, ἦταν παιδὶ πολυμελοῦς καὶ φτωχῆς οἰκογένειας. Γεννήθηκε τὴν 1η Ἰανουαρίου τοῦ 1930 στὸ ὀρεινὸ χωριὸ Ἐθιὰ τῆς Κρήτης. Οἱ εὐλαβεῖς καὶ ἐνάρετοι γονεῖς του, Γεώργιος καὶ Σοφία Σαριδάκη, στὸ ἅγιο Βάπτισμα τοῦ ἔδωσαν τὸ ὄνομα Κωσταντῖνος. Ὁ Κωνσταντῖνος, ποὺ ὀρφάνεψε ἀπὸ πατέρα σὲ ἡλικία μόλις δύο ἐτῶν, ἐπιθυμοῦσε ἀπὸ μικρὸς νὰ γίνει μοναχός, ἀφοῦ δὲν ἦταν ὅπως ὅλα τὰ ἄλλα παιδιὰ τῆς ἡλικίας του, ἀλλὰ εἶχε τὴ συνήθεια νὰ περνᾶ πολλὲς ὧρες στὴν ἐκκλησία τοῦ χωριοῦ του καὶ στὰ γύρω ἐξωκκλήσια, προσευχόμενος καὶ κάνοντας ἀγρυπνίες τὰ βράδια. Τὸν χειμώνα τοῦ 1944, καθὼς καθόταν στὸ τζάκι μὲ τὶς δύο ἀδελφές του καὶ τὴ μητέρα του καὶ ἔτρωγαν «μακαρόνες», ὅπως λένε τὶς τηγανίτες στὴν Κρήτη, ξαφνικὰ ἕνα φῶς μπῆκε μέσα του, ποὺ τὸν γέμισε χαρά, καὶ εἶπε στὶς ἀδελφές του· «Θὰ γίνω μοναχὸς»! Τότε ἦταν 14 ἐτῶν. Καί, πράγματι, τὸ ἔτος 1947 πηγαίνει καὶ ἐγκαταβιώνει στὴν ἱερὰ μονὴ Ἁγίου Νικήτα Ἀχεντριά, ἕνα μικρὸ λαξευτὸ σπήλαιο-μοναστήρι, ποὺ βρίσκεται στὴ νότια περιοχὴ τῆς Κρήτης, πρὸς τὸ Λιβυκὸ πέλαγος. Γέροντας τοῦ μοναστηριοῦ ἦταν ὁ πατὴρ Ἱερόθεος καὶ μαζί του ἦσαν ἄλλοι δύο μοναχοί, τοὺς ὁποίους ὁ μικρὸς τότε Κωνσταντῖνος διακονοῦσε μὲ πολλὴ ὑπακοή.
Τὸ 1951, κείρεται μοναχὸς καὶ λαμβάνει τὸ ὄνομα Σωφρόνιος, καὶ τὸ 1954 κατατάσσεται στὸν στρατό, καθὼς τότε ἡ στρατιωτικὴ θητεία ἦταν ὑποχρεωτικὴ γιὰ ὅλους, ἀκόμη καὶ γιὰ τοὺς μοναχούς. Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς στρατιωτικῆς του θητείας παρουσίασε πυρετό, ποὺ δὲν ὑποχωροῦσε, καὶ εἶχε τὰ πρῶτα συμπτώματα τῆς λέπρας.
Τὸ 1957, μεταφέρθηκε στὸ Λεπροκομεῖο τῶν Ἀθηνῶν. Ἐπειδὴ ὅμως ἀπὸ τὸ 1947 εἶχαν ἤδη ἀνακαλυφθεῖ κατάλληλα φάρμακα γιὰ τὴ θεραπεία τῆς λέπρας, ποὺ εἶχε ἔγκαιρα διαγνωσθεῖ στὸν Γέροντα, σὺν τῷ χρόνῳ θεραπεύθηκε. Παρόλο τοῦτο, παρέμεινε στὸ Λεπροκομεῖο, θεραπευμένος πιά, γιὰ νὰ διακονεῖ τοὺς λεπρούς.
Μὲ τὸν ἐρχομὸ τοῦ ὁσίου Νικηφόρου στὸ Λεπροκομεῖο καὶ μετὰ ἀπὸ συστατικὴ ἐπιστολὴ τοῦ ἁγίου Ἀνθίμου πρὸς τὸν ἴδιο, ὁ μοναχὸς Σωφρόνιος ἔκανε Γέροντά του τὸν Ὅσιο καὶ βοηθήθηκε πάρα πολὺ ἀπὸ αὐτόν, καθότι τότε ἦταν ἀκόμη νέος καὶ ἄπειρος. Καθὼς περνοῦσε ὁ καιρός, ἡ ἁγιασμένη βιοτὴ τῶν δύο αὐτῶν μοναχῶν ἄρχισε νὰ φτάνει στ’ αὐτιὰ πολλῶν εὐσεβῶν ἀνθρώπων πού, ὅταν ἐπισκέπτονταν τοὺς λεπρούς, ἐπιδίωκαν νὰ συναντηθοῦν καὶ μὲ τοὺς δύο αὐτοὺς ἁγίους γιὰ ψυχική τους ὠφέλεια.
Μετὰ τὴν ὁσιακὴ κοίμηση τοῦ ἁγίου Νικηφόρου τὸ 1964, ὁ Γέροντας Εὐμένιος συνέχισε, ὡριμότερος πλέον πνευματικά, νὰ διακονεῖ τοὺς λεπροὺς μέχρι τὴν κοίμησή του, στὶς 23 Μαΐου 1999.
«Κύπριε, Κύπριε, ἔλα ἐδῶ πίσω»
Ὅπως ἔχω προαναφέρει, τὸν Γέροντα Εὐμένιο μοῦ τὸν γνώρισε ὁ μακαριστὸς Γεράσιμος Φωκᾶς, μητροπολίτης Κεφαλληνίας, τότε λαϊκός. Θυμᾶμαι ἦταν τὸ 1981, ἀπόγευμα τῆς Τετάρτης τῆς πέμπτης ἑβδομάδας τῶν νηστειῶν τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς, ὁπόταν στὶς ἐκκλησίες ψάλλεται ὁ Μεγάλος Κανόνας. Ἤμουνα μόλις 18 ἐτῶν, πρόσφυγας ἀπὸ τὸ χωριό μου Ζώδια στὴ Λευκωσία, ἀναζητώντας μέσα στὴν πολύβουη ἀχανὴ πόλη τῶν Ἀθηνῶν πρωτίστως μιὰ πατρικὴ ἐκκλησιαστικὴ ἀγκαλιά. Μόλις λοιπὸν ἀντίκρυσα τὸν Γέροντα, χωρὶς δεύτερη σκέψη εἶπα μέσα μου· «Σ`αὐτὸν θὰ ἔρθω νὰ ἐξομολογηθῶ».
Ὁπόταν, μιὰ μέρα πάω καὶ τὸν βρίσκω καὶ τοῦ λέω· «Γέροντα, ἐξομολογεῖς»; «Μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, ναί», μοῦ ἀπαντᾶ μὲ τὴν ἔνρινη φωνή του. «Γίνεται νά᾿ρθω ἐδῶ κοντά σου νὰ ἐξομολογοῦμαι»; «Ὄχι, δὲν γίνεται. Ἐγὼ εἶμαι Πνευματικὸς μόνο γιὰ τοὺς λεπρούς. Δὲν ἐξομολογῶ ὑγιεῖς». «Γιατί τὸ λέτε αὐτό; Γιὰ νὰ λυπηθῶ ποὺ εἶμαι ὑγιής»; «Ὄχι, νὰ μὴν λυπᾶσαι, ἡ ὑγεία εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά, ἐκεῖ ποὺ μένεις στὰ Ἰλίσια, ἔχει καλοὺς Πνευματικούς. Νὰ πηγαίνεις ἐκεῖ». «Δὲν λέω ὄχι, ἀλλὰ κάτι μοῦ λέει ὅτι θὰ ταιριάξω πιὸ πολὺ μαζί σου». «Ὄχι, παιδί μου, δὲν γίνεται. Ὁ Ἐπίσκοπός μου, μοῦ εἶπε μόνο ἐδῶ στὸ λεπροκομεῖο νὰ ἐξομολογῶ. Δὲν ἐξομολογῶ κανέναν ἐκτὸς λεπροκομείου». Πραγματικά, ἐκείνη τὴν ὥρα λυπήθηκα, διότι ἀντιλήφθηκα τὴν ἀξία τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ εἶδα καὶ τὴν ἐπιμονή του.
Ἔτσι, λυπημένος στράφηκα πρὸς τὴν πόρτα νὰ φύγω καὶ προτοῦ ἐξέλθω τοῦ ναοῦ τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων μοῦ φωνάζει, «Ἔ!… Κύπριε, Κύπριε, ἔλα ἐδῶ πίσω». Γυρνάω καὶ μοῦ λέει· «Πότε θὲς νὰ ᾿ρθεῖς»; «Τώρα», τοῦ λέω! «Ὄχι τώρα. Αὔριο. Ἡ ὥρα ἕντεκα νὰ εἶσαι ἐδῶ». «Νὰ εἶναι εὐλογημένο», εἶπα, κι ἔφυγα.
«Σὲ εἶδα νὰ φορᾶς ρᾶσα»
Ἔκτοτε πέρασαν ἑφτὰὁλόκληρα χρόνια καὶ δὲν ρώτησα ποτὲ τὸν Γέροντα γιατί ἄλλαξε τόσο εὔκολα τὴν ἀπόφασή του, κι ἐκεῖ ποὺ μοῦ ἔλεγε ὅτι δὲν ἐξομολογεῖ ἀνθρώπους ποὺ ζοῦν ἐκτὸς τοῦ λεπροκομείου, ἐμένα μὲ δέχτηκε! Βέβαια, μερικὲς φορὲς εἶχα σκεφτεῖ ὅτι μὲ δοκίμαζε ἐκείνη τὴν ὥρα, ἀλλὰ ἡ ἀπορία παρέμενε. Θυμᾶμαι, ἦταν ἡ τελευταία νύχτα, ὅταν πλέον μετὰ ἀπὸ πολλὴ προσευχὴ δική μου καὶ τῶν Γερόντων ποὺ ἤξερα, πῆρα τὴν ἀπόφαση νὰ ἔλθω στὴν Κύπρο γιὰ νὰ ἐγκαταβιώσω ὡς μοναχὸς κοντὰ στὸν πατέρα Συμεών, τὸν τωρινὸ ἡγούμενο τῆς ἱερᾶς μονῆς Ἁγίου Γεωργίου Μαυροβουνίου στὴ Λάρνακα, ὁπόταν ὁ Γέροντας μοῦ λέει χαρούμενος· «Θέλω νὰ σοῦ πῶ καὶ κάτι, ποὺ σοῦ τὸ ἔκρυβα ἑφτὰ ὁλόκληρα χρόνια». «Γιὰ πές μου», τοῦ λέω.
«Ἐγὼ τὸ ἤξερα ὅτι θὰ γίνεις ἱερομόναχος». «Πῶς τὸ ἤξερες, Γέροντα»; «Θυμᾶσαι, ὅταν σοῦ εἶπα τὴν πρώτη φορὰ ποὺ συναντηθήκαμε, νὰ μὴν ἔλθεις κοντά μου κι ἔφυγες λυπημένος»! «Θυμᾶμαι. Πῶς»! «Ἔ!, ἐκείνη τὴν ὥρα, μόλις στράφηκες λυπημένος πρὸς τὴν πόρτα, ἐγὼ σὲ εἶδανὰφορᾶς ρᾶσα. Καὶ ἄκουσα μέσα μου·
Αὐτὸ τὸ παιδί, πρέπει νὰ τὸ κρατήσεις. Θὰ γίνει ἱερομόναχος κάποτε καὶ θὰ βοηθήσει τὴν Ἐκκλησία καὶ πρέπει καὶ ἐσεῖς νὰ τὸ βοηθήσετε τώρα». Μένοντας ἄναυδος, τοῦ λέω· «Καλά, γιατί δὲν μοῦ τὸ εἶπες; Ἐρχόμουν ἐδῶ, σοῦ ἔλεγα, Γέροντα, θέλω νὰ καλογερέψω. Ποῦ νὰ πάω; Νὰ γίνω ἱερομόναχος, νὰ μείνω ἁπλὸς καλόγερος; Γιατί δὲν μοῦ τὸ εἶπες, καὶ μὲ ἄφησες νὰ κάνω μετάνοιες, νὰ κάνω προσευχές, νὰ παρακαλῶ τὸν Θεὸ νὰ μοῦ φανερώσει τὸ θέλημά Του στὴ ζωή μου»; Καὶ μὲ ἀφοπλιστικὸ ὕφος μοῦ λέει· «Αὐτὸ δὲν ἔχει λεβεντιά, νὰ σοῦ ἀποκαλύπτουμε ὅλοι διάφορα πράγματα γιὰ τὸ μέλλον!
Μὴ βλέπεις μὲ τοὺς ἄλλους πατέρες ποὺ σοῦ λένε. Ἐγὼ δὲν λέω εὔκολα. Ἐγὼ προτιμάω, Ὅμηρε, νὰ κάνω προσευχὴ νὰ σοῦ φανερώσει ὁ Θεὸς στὴν καρδία σου τὸ θέλημά Του. Αὐτὸ ἔχει πιὸ πολλὴ ἀξία, πιὸ πολλὴ λεβεντιά. Ἐσὺ μόνον νὰ καθαρίζεις τὴν καρδιά σου, κι ἐμεῖς θὰ φροντίζουμε νὰ στέλνουμε τὴν πληροφορία τοῦ Θεοῦ στὴν καρδιά σου, παιδί μου. Ἔτσι νὰ κάνεις καὶ τώρα καὶ ἀργότερα, ποὺ θὰ μεγαλώσεις».
«Ἕνα πράγμα δὲν μπορεῖ νὰ κάμει ὁ Θεός: Δὲν μπορεῖ νὰ παραβιάσει τὸ θέλημα κανενὸς»
Κοντὰ στὸν Γέροντα εἶχα πολλὲς ἀποκαλύψεις ἀπὸ τὴν ἁγία του βιοτή, ἀλλὰ μία ἀπὸ τὶς συγκλονιστικότερες ἐμπειρίεςποὺεἶχα, ἀλλὰ καὶ ποὺ ἄκουσα ἀπὸ ἀνθρώπους τοῦ Θεοῦ στὴ ζωή μου, ἦταν ὅταν μοῦ ἐκμυστηρεύτηκε τὴν ἐμπειρία ποὺ εἶχε προσευχόμενος ἕνα βράδυ γιὰ ὅλο τὸν κόσμο. Καὶ ὀφείλω νὰ λέω καὶ νὰ ξαναλέω γιὰ τὴν ἐμπειρία αὐτὴ τοῦ Γέροντα, τώρα ποὺ ἔχει κοιμηθεῖ, πρὸς ὠφέλεια τῶν Ὀρθοδόξων πιστῶν. Μοῦ εἶπε λοιπόν· «Ἔκανα προσευχὴ καὶ ἔλεγα τοῦ Χριστοῦ μας· “Κύριέ μου, Ἰησοῦ Χριστέ, θέλω νὰ σώσεις ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ὅλους τοὺς Ὀρθοδόξους Χριστιανούς”. Καὶ ἐχάρη ὁ Θεός. Καὶ ὅταν εἶδα ὅτι χαιρότανε, Τοῦ εἶπα· “Κύριε, δὲν σώζεις καὶ ὅλους τοὺς ἑτεροδόξους, καθολικούς, προτεστάντες; Ὅλους, ποὺ πιστεύουνε στὸ ὄνομά Σου, ἀλλὰ ἔχουνε κακοδοξίες”; Καὶ ἐχάρη ὁ Θεός. Καὶ μετὰ εἶπα· “Χριστέ μου, τί θὰ κάνουμε μὲ τοὺς μουσουλμάνους, τοὺς Κινέζους, τοὺς Ἀφρικανούς, αὐτοὺς ποὺ δὲν Σὲ γνωρίζουν, ποὺ δὲν Σὲ πιστεύουνε; Δὲν τοὺς σώζεις καὶ αὐτούς, Χριστέ μου; Σὲ παρακαλῶ, σῶσε καὶ αὐτοὺς τοὺς ἀλλοθρήσκους”! Καὶ ἐχάρη ὁ Θεός. Καὶ ἐγώ, ξεθάρρεψα καὶ Τοῦ εἶπα· “Ἀφοῦ χαίρεσαι ἔτσι ποὺ προσεύχομαι, Χριστέ μου, νὰ σώσεις ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Καὶ τοὺς ἀρχαίους εἰδωλολάτρες. Ἀπὸ Ἀδὰμ ἄχρι τοῦ νῦν, ὅλους τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἔπλασες ἐπὶ τῆς γῆς. Ὅλους νὰ τοὺς σώσεις, σὲ παρακαλῶ, Χριστέ μου”. Καὶ ἐχάρη ἀπέραντα ὁ Θεός. Ξεθάρρεψα κι ἄλλο καὶ Τοῦ λέω· “Ἀφοῦ χαίρεσαι ἔτσι, δὲν σώζεις καὶ τὸν Ἰούδα, δὲν σώζεις καὶ τὸν διάβολο, νὰ ἡσυχάσουμε ὅλοι. Νὰ ἡσυχάσει καὶ αὐτὸς ὁ καημένος, ποὺ τυραννιέται μὲ τὶς διαβολιές του”; Καὶ ἐλυπήθη ὁ Θεός…». «Λυπήθηκε; Γιατί λυπήθηκε»; τοῦ λέω ὅλος ἀπορία. «Ναί, λυπήθηκε ὁ Θεὸς γιὰ τὸν Ἰούδα καὶ γιὰ τὸν διάβολο. Διότι, ὅλοι οἱ προηγούμενοι ἄνθρωποι, γιὰ τοὺς ὁποίους παρακαλοῦσα, εἴχανε κάποια ἴχνη θελήσεως νὰ σωθοῦνε καὶ νὰ γνωρίσουνε τὸν Χριστό, νὰ Τὸν ἀγαπήσουνε. Ἐνῶ, ὁ Ἰούδας καὶ ὁ διάβολος, δὲν ἔχουν ἴχνος θελήσεως. Καὶ ἕνα πράγμα δὲν μπορεῖ νὰ κάμει ὁ Θεός: Δὲν μπορεῖ νὰ παραβιάσει τὸ θέλημα κανενός».
«Ἅμα δὲν ὀχυρωθεῖς μὲ τὴν ταπείνωση, ὅλα εἶναι ἕνα τίποτα»
Ὅταν χειροτονήθηκα διάκονος, ἤμουνα στὴν Κύπρο, ἀλλὰ συνέχισα νὰ πηγαίνω στὴν Ἑλλάδα, γιατὶ ὁ Γέροντάς μου, ὁ πατὴρ Συμεών, καταλαβαίνοντας ὅτι θὰ μὲ βοηθοῦσε νὰ συνεχίσω νὰ ἔχω ἐπαφὴ μὲ τοὺς Γέροντες ποὺ γνώρισα, μ’ ἐνεθάρρυνε νὰ σπουδάσω Θεολογία. Ἔτσι, μὲ ἀφορμὴ τὶς σπουδές, συνέχισα καὶ μετὰ τὸ 1987 ποὺ ἤλθα στὴν Κύπρο νὰ πηγαίνω στὴν Ἑλλάδα καὶ νὰ βλέπω τὸν ἅγιο Πορφύριο, τὸν ἅγιο Παΐσιο, τὸν ἅγιο Ἰάκωβο, τὸν Γέρο Εὐμένιο. Θὰ ἔλεγα, μάλιστα, ὅτι ὡς ἱεροδιάκονος, ἦταν πιὸ ὥριμη ἡ ἐπαφή μου μαζί τους, διότι ἄλλος εἶναι ὁ διάλογος ποὺ γίνεται ὅταν εἶσαι φοιτητής, κι ἄλλος ὅταν εἶσαι ρασοφόρος.
Ἔτσι λοιπὸν σὲ μιὰ ἀπὸ τὶς ἐπισκέψεις μου στὸν Γέροντα Εὐμένιο, μοῦ κάνει τὴν ἑξῆς ἀπρόβλεπτη ἐρώτηση, ξαφνιάζοντάς με λίγο· «Ποιά βιβλία σοῦ εἶπε νὰ διαβάζεις ὁ πατὴρ Συμεών»; Τοῦ εἶπα μερικοὺς τίτλους καὶ μοῦ λέει· «Νὰ διαβάζεις τὸν ἅγιο Νικόδημο τὸν Ἁγιορείτη. Θὰ μάθεις ὡραία ἑλληνικά. Αὐτός, ἀνακεφαλαιώνει ὅλη τὴν Ὀρθόδοξη Θεολογία». «Γέροντα, μοῦ ἀρέσει πολὺ νὰ διαβάζω τὸν ἅγιο Ἰσαὰκ τὸν Σύρο», τοῦ λέω. «Ἔ!, καλὸς εἶναι. Εἶναι ὁ καλύτερος αὐτός, ἀλλὰ τώρα, δὲν χρειάζεται ἐκεῖ ποὺ εἶσαι. Ἀργότερα, ἀργότερα τὸν ἅγιο Ἰσαάκ… Λίγο νὰ διαβάζεις, ἔτσι νὰ παίρνεις μιὰ γεύση». «Ἐσὺ τὸν διάβασες, Γέροντα»; «Ἐμεῖς στὴν ἐποχή μας, παιδί μου, δὲν εἴχαμε πολλὰ πατερικὰ βιβλία, ὅπως σήμερα. Αὐτὸ δὲν τὸ γνωρίζουν οἱ πιὸ πολλοὶ τῆς δικῆς σας ἡλικίας. Τότε δὲν τὰ ἐξέδιδαν, οὔτε ἡ Ἐκκλησία, οὔτε τὰ βιβλιοπωλεῖα». «Τί διαβάζατε τότε»; τοῦ λέω. «Διαβάζαμε Ψαλτήρι (τοὺς Ψαλμοὺς τοῦ Δαβίδ). Διαβάζαμε τὸ Εὐαγγέλιο καὶ διαβάζαμε Ἀκολουθίες. Κάναμε τὴν εὐχή, διαβάζαμε καὶ τὰ ὑπομνήματα τοῦ Τρεμπέλα καὶ ξανὰ ἀπὸ τὴν ἀρχή. Ἐδῶ στὸ Λεπροκομεῖο εἴχαμε καὶ τὸν Εὐεργετινό, ποὺ ἔφερε ὁ πατὴρ Νικηφόρος. Ἄλλα πατερικὰ δὲν εἴχαμε. Μετὰ ἐκδόθηκε τὸ βιβλίο Ἀσκητικὰ ἁγίου Ἰσαὰκ τοῦ Σύρου. Μά, τί βιβλίο ἦταν αὐτό! Μά, τί βιβλίο ἦταν αὐτό! Μά, τί βιβλίο ἦταν αὐτό…». Κι εἶπε αὐτὴ τὴ φράση μὲ πολλὴ χαρά, τουλάχιστον δέκα φορές! «Τρεῖς μέρες καὶ τρεῖς νύχτες, ἀπὸ τὴ χαρά μου, οὔτε ἔτρωγα, οὔτε κοιμήθηκα»! «Καλά, Γέροντα, τί σοῦ ἄρεσε τόσο πολὺ στὸν ἅγιο Ἰσαὰκ τὸν Σύρο»; «Ἄκουσε, παιδί μου. Ἄκουσε, καὶ μὴν τὸ λὲς τώρα, ἀργότερα νὰ τὰ πεῖς αὐτά. Ἐγώ, ζοῦσα διάφορα πράγματα ἀπὸ τὸν καιρὸ ποὺ ἤμουνα παιδί. Ἔβλεπα ὄχι μόνον τὰ ὁρατὰ καὶ τὰ ἀόρατα. Ἀκόμα καὶ τὴν Κυρά μας, τὴν Παναγιά. Καὶ ἀγγέλους καὶ δαίμονες καὶ νεκροὺς καὶ ἀρετῆς ἀνθρώπους. Ἔβλεπα διάφορα. Δὲν ξέρω γιατί, δὲν ξέρω γιατί, δὲν ξέρω γιατί… Μοῦ ἔλεγαν, ‘‘πρόσεξε μὴν πλανηθεῖς’’. Μοῦ ’λεγε καὶ ὁ Γέροντάς μου ὁ Νικηφόρος· ‘‘Πρόσεξε μὴν πλανηθεῖς, Σωφρόνιε, μὴν ὑπερηφανευθεῖς’’. Μετά, παιδί μου, γιὰ μερικὲς μέρες δαιμονίστηκα ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνεια ποὺ ἔβλεπα διάφορα. Δὲν τὰ κατάφερα, περηφανεύτηκα, δαιμονίστηκα. Μὲ πήγανε στὴ Μονὴ τοῦ Κουδουμᾶ στὴν Κρήτη καὶ μὲ διάβασαν ἐκεῖ οἱ πατέρες καὶ ἔγινα καλά. Ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνειά μου τὸ ἔπαθα αὐτό. Καὶ εἶχα λοιπὸν μέσα μου ἕνα φόβο. Μέχρι σήμερα ἔχω αὐτὸ τὸν φόβο. Νὰ μὴν μὲ ρίξει ξανὰ ὁ πειρασμὸς στὴν ὑπερηφάνεια. Εἶναι πολὺ πικρὴ κατάσταση αὐτή. Δὲν ὑπάρχει κάτι χειρότερο… Ἅμα δὲν ὀχυρωθεῖς μὲ τὴν ταπείνωση, ὅλα εἶναι ἕνα τίποτα, ἕνα τίποτα, ἕνα τίποτα… Καὶ οἱ ἀποκαλύψεις καὶ οἱ προσευχὲς καὶ οἱ Λειτουργίες σου εἶναι ἕνα τίποτα χωρὶς τὴν ταπείνωση. Νὰ ζητᾶτε ταπείνωση. Νὰ λέτε· ‘‘Παναγία μου, δὲν εἶμαι ταπεινός. Δὲν τὰ κατάφερα πάλι’’! Εἶναι δεδομένο ὅτι θὰ ἔχομε ἀποτυχίες. Τὸ γιατί καὶ οἱ ἐνοχές, εἶναι διπλὸς σατανᾶς. Καταλάβατε; Ὅταν ζητοῦμε νὰ μᾶς δώσει ὁ Θεὸς ταπείνωση, εἶναι ὡς νὰ Τοῦ λέμε· ‘‘Χριστέ μου, ἐγὼ ἔχω αὐτὸ τὸ χάλι, τὸ ἐγωιστικό. Σὲ παρακαλῶ, στεῖλε μου Ἐσύ, μὲ τὴ σοφία, τὴν πανσοφία ποὺ ἔχεις, ἀφορμὲς ταπεινώσεως’’! Ὁ Θεὸς ξέρει. Μὴ γυρεύουμε ἐμεῖς νὰ μεταμορφώσουμε τὴν ταπείνωση σὲ ὑποκρισία, σὲ φαρισαϊσμό. Καταλάβατε τί λέω; Νὰ ἀφήσουμε μὲ ἁπλότητα τὸν Θεὸ νὰ μᾶς στείλει εὐκαιρίες μετανοίας, εὐκαιρίες προσευχῆς, εὐκαιρίες ταπεινώσεως…».
«Τώρα κλαίω ὅποτε θέλω»
«Ἐγὼ εἶχα λέπρα καὶ ἔγινα καλά. Ἔγινα καὶ παπᾶς. Ὁ παπᾶς, εἶναι κάτι μεγάλο… πολὺ μεγάλο. Ἀλλά, γιὰ ὅλα αὐτὰ ποὺ ἔβλεπα, εἶπα· “Πάτερ Εὐμένιε, πλανήθηκες”! Καὶ ἔπεισα τὸν ἑαυτό μου γιὰ κάποια χρόνια ὅτι εἶμαι πλανεμένος. Εἶχε κοιμηθεῖ πλέον καὶ ὁ Γέρο Νικηφόρος καὶ ἔπεσε στὰ χέρια μου τὸ βιβλίο τοῦ ἁγίου Ἰσαάκ, Τὰ Ἀσκητικά. Καὶ ὅταν διάβασα…», καὶ ἄρχισε νὰ γελάει ἐκείνη τὴν ὥρα. Μὰ κάτι γέλια, χάχανα ἦταν… Κατάλαβα ὅτι δὲν εἶμαι πλανεμένος. Γι᾿ αὐτὸ καὶ δὲν κοιμήθηκα τρεῖς μέρες καὶ τρεῖς νύχτες καὶ δὲν ἔφαγα τίποτα. Διότι αὐτὰ ποὺ ζοῦσα τὰ ἔγραφε μέσα».
«Αὐτὰ τὰ δάκρυα εἶναι ὡραῖα δάκρυα»!
«Δηλαδὴ τί ζοῦσες, Γέροντα»; «Τί νὰ σοῦ πῶ», μοῦ λέει. «Γιὰ παράδειγμα, εἶχα ἕνα καιρὸ δάκρυα, πολλὰ δάκρυα, ἀνεξέλεγκτα δάκρυα, πικρὰ δάκρυα, καυστικὰ δάκρυα. Ὄχι μόνο στὴν καρδιά μου. Τὰ δάκρυα ἤτανε καυστικὰ καὶ τὴν καθαρίζανε σιγά-σιγά, ἀλλά, ἀκόμα καὶ στὸ πρόσωπο. Νόμιζα ὅτι δὲν εἶναι δάκρυα, ὅτι εἶναι κανένα φάρμακο, τὸ ὁποῖο καθαρίζει ἐδῶ τὶς παρειές μου, τὸ πρόσωπό μου. Αὐτὰ τὰ δάκρυα εἶναι καθαρτικά, ἀλλὰ δὲν ἀντέχονται γιὰ πολλὰ χρόνια. Καὶ λέει ὁ ἅγιος Ἰσαὰκ ὅτι αὐτὰ τὰ πρῶτα δάκρυα τῆς μετανοίας εἶναι τὰ δάκρυα τὰ καθαρτικά, τὰ ὁποῖα δὲν ἐπιτρέπει πολλὰ χρόνια ὁ Θεός, γιατὶ δὲν τὰ ἀντέχει ἡ ἀνθρώπινη φύση περισσότερο ἀπὸ δύο μὲ δυόμιση χρόνια». «Ἐσένα πόσα σοῦ πῆρε», τοῦ λέω; «Δύο χρόνια μοῦ πῆρε. Μετὰ σταματήσανε αὐτά. Τώρα κλαίω ὅποτε θέλω. Τώρα κλαίω ὅποτε θέλω». «Ὅποτε θέλεις»; «Ναί! Αὐτὰ τὰ δάκρυα εἶναι ὡραῖα δάκρυα, εἶναι ὡραῖα δάκρυα, εἶναι εὐφραντικά, εἶναι βιταμινοῦχα. Καὶ γιὰ τὸ σῶμα καὶ γιὰ τὴν ψυχή. Ὅλα καθαρίζουνε, ὅλα καθαρίζουνε μὲ αὐτὰ τὰ δάκρυα, τὰ ὁποῖα πλέον εἶναι φωτιστικά». Τοῦ λέω, «τὸ λέει καὶ αὐτὸ ὁ ἅγιος Ἰσαάκ»; «Φαίνεται δὲν διάβασες καλά, γιὰ νὰ μὴν τὸ ξέρεις»; Καὶ λέω, κοίτα τί ἄνθρωποι ζούσανε δίπλα μας! Μέσα στὴν Ἀθήνα. Οἱ ὁποῖοι, ζούσανε τί; Τὴν ἀσκητικὴ τοῦ ἁγίου Ἰσαὰκ τοῦ Σύρου. Πρῶτα τὰ ἔζησε καὶ μετὰ τὰ διάβασε. Ἐμεῖς τὰ διαβάζουμε, τὰ ξαναδιαβάζουμε, τὰ λέμε καὶ τὰ ξαναλέμε χωρὶς νὰ τὰ ζοῦμε. Θυμᾶμαι, ποὺ μοῦ εἶπε καὶ ἡ Γερόντισσα τῆς Σουρωτῆς, ἡ Φιλοθέη, μιὰ φορὰ ποὺ συναντηθήκαμε, ἡ ὁποία καὶ αὐτὴ γράφει καὶ ἐκδίδει συνεχῶς βιβλία γιὰ τὸν Γέροντά της, τὸν ἅγιο Παΐσιο· «Ἄχ, Δεσπότη μου, διάβασα ἕνα κείμενό σου γιὰ τὸν ἅγιο Παΐσιο καὶ μοῦ ἄρεσε πολύ». Κι ἀφοῦ μὲ παίνεψε, μοῦ λέει στὸ τέλος· «Αὐτοὶ ζήσανε τὴν πνευματικὴ ζωή, ἅγιε Μόρφου, ἐμεῖς μόνο γράφουμε καὶ μιλοῦμε γι᾽ αὐτήν»!
Ἡ κατάκριση
Ὁ Γέροντας καλλιεργοῦσε συνεχῶς τὸ ταπεινὸ φρόνημα καὶ πρόσεχε τὴν κάθε λεπτομέρεια, οὕτως ὥστε νὰ μὴν διολισθήσει στὴν κατάκριση. Δὲν ἐπέτρεπε νὰ κρίνουμε κανέναν καὶ τίποτα! Γιὰ παράδειγμα, ἂν λέγαμε ἀκόμα καὶ καλοπροαίρετα, ὅτι ὁ Κώστας εἶναι καλός, ἀλλὰ εἶναι φαλακρός, θὰ ἔλεγε ἀμέσως· «Ὡραία ἡ φαλάκρα, ὡραία ἡ φαλάκρα»! Καὶ μᾶς ἔλεγε συχνά· «Ὅποιος κατακρίνει, νὰ περιμένει σαρκικὸ πειρασμό. Ἂν δὲν ἔλθει σαρκικὸς πειρασμός, σημαίνει τὸν ἐγκατέλειψε τελείως ὁ Θεός». Ἐπέμενε νὰ προσέχουμε τὸν νοῦ μας. Μὲ συμβούλευε· «Νὰ παρακολουθεῖ ὁ νοῦς πότε κατέκρινες, εἴτε ἐσωτερικά, εἴτε ἐξωτερικά. Κι ἂν τὸ ἔκανες, ἀμέσως νὰ λές· ‘‘Συγχώρα με, Χριστέ μου’’! Ἀμέσως. Γρήγορο νοῦ. Ὄχι τεμπέλικο νοῦ. Ὄχι δικαιολογίες. Νὰ βλέπεις ὅσο γίνεται πιὸ γρήγορα τὴν ἁμαρτία ποὺ κινεῖται μέσα σου. Εἴτε ὡς λογισμό, εἴτε ὡς ἐπιθυμία. Καὶ ἀμέσως νὰ μετανοεῖς».
Θυμᾶμαι, πήγαμε στὸ Λονδίνο γιὰ νὰ δοῦμε τὸν ὅσιο Σωφρόνιο τοῦ Ἔσσεξ. Ἐγώ, σπουδαγμένος δικηγόρος, ἤμουν πάντα ἕτοιμος νὰ κρίνω τὰ πάντα, νὰ ψηλαφήσω τὰ πάντα. Ἔβλεπα τὸ Λονδίνο. Καταχνιά. Ἔλεγα: «Παναγία μου, αὐτὸ τὸ Λονδίνο, ὅλο ὁμίχλη. Πῶς ἦλθαν ἐδῶ οἱ Κύπριοι νὰ ζήσουν; Καταχνιά, καλέ». «Ὡραῖο τὸ Λονδίνο, ὡραῖο τὸ Λονδίνο, ὡραῖο τὸ Λονδίνο», ἔλεγε ὁ Γέροντας. Ποῦ νὰ τολμήσω ἐγὼ νὰ ξαναπῶ ὅτι ἔχει καταχνιά. «Ψυχροί, αὐτοὶ οἱ Ἐγγλέζοι ποὺ εἶναι, ρὲ Γέροντα, ψυχροί! Τοὺς ἐπηρέασε τὸ κλίμα». «Ὡραῖοι οἱ Ἐγγλέζοι, ὡραῖοι οἱ Ἐγγλέζοι, ὡραῖοι οἱ Ἐγγλέζοι. Τί ὡραῖοι ποὺ εἶναι οἱ Ἐγγλέζοι! Μ᾿ ἀρέσει νὰ εἶμαι στὴν Ἀγγλία. Τί ὡραία ποὺ εἶναι ἡ Ἀγγλία». Ποῦ τολμοῦσα νὰ πῶ ξανὰ γιὰ τοὺς Ἐγγλέζους;
«Τὶ ὡραῖος ὁ καύσωνας, Χριστέ μου»!
Μιὰ ἄλλη φορά, ἤμασταν στὸ Λοιμωδῶν, κι ἑτοιμαζόμασταν νὰ κάνουμε Ἀκολουθία. Ἐνῶ ἦταν μήνας Σεπτέμβρης, εἶχε μεγάλο καύσωνα. Ἐγώ, ἄρχισα νὰ γκρινιάζω καὶ νὰ λέω, «οὔφ, πολὺ ζέστη, πολὺς καύσωνας, Γέροντα, πά, πά, πά… Σεπτέμβρη καιρό, λὲς καὶ εἶναι Κύπρος. Πῶς ἦλθε ἐδῶ ὁ καιρὸς στὴν Ἀθήνα ἔτσι; Καύσωνας, πολὺς καύσωνας»! Κι ἀρχίζει ὁ Γέροντας νὰ γελᾶ γιὰ πολλὴ ὥρα. Καὶ τοῦ λέω, «Τί γελᾶς»; «Μωρέ, ὡραῖος καύσωνας, ὡραῖος ὁ καύσωνας, ὡραῖος ὁ καύσωνας… Τί ὡραῖος καύσωνας! Πόσο ἀναγκαῖος εἶναι ὁ καύσωνας! Ὅλα χρειάζονται. Τί ὡραῖος ὁ καύσωνας! Χριστέ μου, ὅ,τι θέλεις Ἐσύ. Καύσωνα, καύσωνα, λιοπύρι, λιοπύρι, βροχές, βροχές! Ὡραῖος ὁ καύσωνας». Τοῦ λέω· «Λὲς συνεχῶς ὡραῖο τὸ ἕνα, ὡραῖο τὸ ἄλλο, ὡραῖος ὁ καύσωνας…». Καὶ μοῦ λέει· «Ξέρεις, ἔχει συνηθίσει τὸ μυαλό σου νὰ κρίνει. Ἅμα θὲς νὰ σταματήσεις νὰ κρίνεις, ξεκινᾶς νὰ μὴν κρίνεις τὰ κακά. Ἅμα ἀρχίσεις ἔτσι, τὸ ἕνα σοῦ μυρίζει τὸ ἄλλο σοῦ βρωμᾶ, τὸ ἄλλο σὲ δυσκολεύει, μετὰ θὰ μὲ κατακρίνεις κι ἐμένα. Θὰ συνηθίσει ὁ νοῦς, παιδί μου. Γι᾿ αὐτό, συνεχῶς βλέπε τὴν ὡραία πλευρὰ τῶν πραγμάτων». Καὶ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο αὐτὸς ὁ ἅγιος ἄνθρωπος σοῦ μάθαινε τὸ ἀκατάκριτο, νὰ μὴν κρίνεις κανέναν καὶ κανένα ἀπὸ αὐτὰ ποὺ δὲν σοῦ ἀρέσουν.
«Ἅγιο θὰ τὸν κάνει ὁ Θεὸς ὅταν πεθάνει»
Ἐπίσης, δὲν τοῦ ἄρεσε νὰ παινεύουμε τοὺς ζωντανούς. Νὰ λέω, τί καλὸς παπᾶς ποὺ εἶναι ὁ τάδε ἢ ὁ δεῖνα ἱερέας. «Ὄχι, καλὸς εἶναι, ἀλλὰ ὄχι πολὺ καλός», ἔλεγε. Ἐνῶ τοῦ ἄρεσε νὰ βλέπουμε τὰ θετικά, δὲν τοῦ ἄρεσε τὸ παίνεμα. Τὸ θεωροῦσε ἀρχὴ κατάκρισης καὶ ἀπροσεξία. Δηλαδή, ἂν τοῦ ἔλεγες, «ἅγιος ἄνθρωπος ὁ Πορφύριος», σοῦ θύμωνε. «Καλά. Δὲν εἶπα, Γέροντα, ὅτι εἶναι κακός. Εἶπα ὅτι εἶναι ἅγιος». «Εἶναι ἕνας καλὸς παπᾶς», σοῦ ἔλεγε. «Ἅγιο θὰ τὸν κάνει ὁ Θεὸς ὅταν πεθάνει. Ἐμεῖς, γιατί νὰ μποῦμε στὴν κρίση τοῦ Θεοῦ νὰ κρίνουμε ὅτι εἶναι ἅγιος»; Αὐτὴ ἦταν ἡ ἀκρίβεια τοῦ λόγου ποὺ εἶχε ὁ Γέροντας Εὐμένιος. «Ἅμα συνηθίσεις νὰ κρίνεις τὰ καλά, μετὰ θὰ ἀρχίσεις νὰ λὲς καὶ γιὰ τὰ κακὰ τοῦ ἄλλου». Ἕνα μάθημα τὸ ὁποῖο δὲν τὸ ἔμαθα ἀκόμα, παρόλο ποὺ εἶχα ἐξομολόγο τέτοιο ἀκατάκριτο Γέροντα.
«Σὲ εὐχαριστῶ ποὺ μοῦ ἔφερες αὐτὴ τὴ βρυσομάνα τῆς Κρήτης καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος»
Θυμᾶμαι, τὴν ἴδια χρονιὰ ποὺ γνώρισα τὸν Γέροντα, ἤδη ἐπισκεπτόμουν καὶ τὸν ὅσιο Πορφύριο στὸν Ὠρωπό. Σὲ μία ἀπὸ τὶς ἐπισκέψεις μου στὸν ὅσιο, γυρίζει καὶ μοῦ λέει· «Μωρέ, πολὺ εὐνοημένος εἶσαι ἀπὸ τὴν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Ἐγὼ ἀδικήθηκα». «Κύριε ἐλέησον, ἐσὺ ἀδικήθηκες», τοῦ εἶπα, «ποὺ σοῦ ἔδωσε τόσα χαρίσματα ἀπὸ παιδί»; «Ἐσὺ ἔχεις δύο βρύσες νὰ πίνεις νερό, ἐνῶ ἐγὼ δὲν ἔχω καμμιά. Ἔχεις δύο Πνευματικούς, ἕνα τὸν Ἰάκωβο στὴν Εὔβοια καὶ ἕνα κάτω, καὶ ἐγὼ νὰ μὴν ἔχω κανέναν». Τοῦ λέω· «Τί νὰ κάνουμε; Θέλεις κανέναν νὰ ᾿ρθεῖ ἐδῶ»; «Ναί! Θέλω νὰ κανονίσεις, νὰ μοῦ φέρεις ἕναν ἀπὸ τοὺς δύο, νὰ ἐξομολογηθῶ. Δὲν ἔχω, παιδί μου, ἄνθρωπο»! «Γέροντα, τόσος κόσμος ἔρχεται κοντά σου. Εἶσαι ὁ πρύτανης τῶν Γερόντων». «Εἶμαι»! Δὲν εἶπε, «δὲν εἶμαι». Ποῦ νὰ πεῖς τοῦ Γέροντα Εὐμένιου, εἶσαι ὁ πρύτανης τῶν Γερόντων. Κινδύνευες μὲ ἀποκεφαλισμό! Ἐνῶ ὁ Γέρο Πορφύριος εἶπε· «Εἶμαι, ἀλλὰ θέλω καὶ ἐγὼ ἕναν ἄνθρωπο νὰ μιλᾶ τὴ γλῶσσα μου, ρὲ Ὅμηρε. Νὰ μοῦ φέρεις ἕναν ἄνθρωπο»! Τοῦ λέω· «Κοίταξε. Ὁ Ἰάκωβος εἶναι ἀδύνατον νὰ ἔρθει. Ἔχει βηματοδότη, εἶναι ἄρρωστος, δὲν μπορεῖ. Ἀλλά, τοῦ λέω, ὁ Εὐμένιος εἶναι πολὺ καλὰ στὴν ὑγεία του, εἶναι καὶ νέος, ἀλλὰ θὰ δεχτεῖ»; «Ἐσὺ πές Πάω ἐγὼ στὸν Γέροντα Εὐμένιο καὶ τοῦ λέω· «Γέροντα, μοῦ εἶπε ὁ Γέρο Πορφύριος, ὅτι θέλει νὰ ἐξομολογηθεῖ». «Ἔ!, ποιός θὰ ἐξομολογήσει τὸν Πορφύριο»; «Ἐσύ, μοῦ εἶπε». «Φρόντισε ἐσὺ ἕνα αὐτοκίνητο νὰ φέρεις καὶ μετὰ τὴ Λειτουργία τῆς Κυριακῆς, θὰ φύγουμε ἀμέσως γιὰ τὸν γέρο Πορφύριο».
Πᾶμε, λοιπόν, τὴν Κυριακὴ στὸν ἅγιο Πορφύριο καὶ μὲ τὴ μεγαλύτερη ἁπλότητα ὁ Γέροντας μπῆκε μέσα στὸ κελλί του καὶ τὸν ἐξομολόγησε. Τί εἴπανε δὲν ξέρω. Βγῆκε ἔξω κι εἴδαμε ἕνα Γέρο Εὐμένιο «πυρίμορφο»! Τὸ πρόσωπὀ του ἦταν σὰν τὴ φωτιά. Ἐξέπεμπε τῆς φωτιᾶς τὸ φῶς. Ἔμοιαζε μὲ τὸν Μωυσῆ, ποὺ ὅταν κατέβηκε ἀπὸ τὸ Ὄρος Σινᾶ κρατώντας τὶς Δέκα Ἐντολές, ἦταν τόσο λαμπερὸ τὸ πρόσωπό του, ποὺ οἱ Ἑβραῖοι τοῦ ἔβαλαν ἕνα μαντήλι μπροστά του γιὰ νὰ μποροῦν νὰ τὸν βλέπουν, γιατὶ τοὺς τύφλωνε ἡ λάμψη ποὺ ἐξέπεμπε. Ἔτσι αἰσθανθήκαμε βλέποντας τὸν Γέροντα ἐκείνη τὴν εὐλογημένη ἡμέρα. Τὸ μόνο ποὺ εἶπε, «ἔλα ἐσύ». Πῆγα κοντά του. «Τί χτίζουν ἐδῶ»; Τοῦ λέω, «χτίζουν ἡσυχαστήριο». «Χρήματα θὰ θέλει», μοῦ λέει. Βλέπετε ἁπλότητα. Χτίζει ὁ ἄλλος, τί θέλει; Χρήματα θέλει νὰ χτίσει. Καὶ βάζει τὸ χέρι του, κι ὅσα εἶχε μέσα στὴν τσέπη του, ψιλά, χοντρὰ μοῦ τὰ ἔδωσε. «Πάρ᾿ τα καὶ δός του τα». Καὶ μόλις τὰ πῆγα ἐκεῖ στὸ κρεββατάκι τοῦ ἁγίου Πορφυρίου, μοῦ λέει: «Σὲ εὐχαριστῶ ποὺ μοῦ ἔφερες αὐτὴ τὴ βρυσομάνα τῆς Κρήτης καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ἐγὼ νὰ ξεδιψάσω. Καὶ μοῦ εἶπε καὶ κάτι ἄλλα προσωπικά».
Νὰ ζητᾶμε τοῦ Χριστοῦ μεγάλα καὶ ὡραῖα πράγματα
Ὁ Γέρο Εὐμένιος συμβούλευε ὅτι πρέπει συνεχῶς νὰ ζητοῦμε τοῦ Χριστοῦ μεγάλα καὶ ὡραῖα πράγματα. Μοῦ ἔλεγε· «Μέχρι νὰ βγεῖ ἡ ψυχή σου ἀπὸ τὸ σῶμα σου, νὰ προσεύχεσαι· ‘‘Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, δώρησέ μου πραότητα, ταπείνωση καὶ ἁπλότητα’’». Ἐπέμενε πολὺ σ᾿αὐτὰ τὰ τρία. Στὴν πραότητα, τὴν ταπείνωση καὶ τὴν ἁπλότητα. Ἐπίσης, μᾶς ἔλεγε· «Ἐὰν ἔλθει ἀδικία, συκοφαντία ἢ ἀρρώστεια ἐπάνω σου, ἀπὸ τὴ χαρά σου νὰ πέσεις κάτω». Αὐτὸ τὸ ἔπραξε ὁ ἴδιος, ἀφοῦ, ὅταν τοῦ εἶπαν ὅτι ἔχει λέπρα, ἀπὸ τὴ χαρά του ἔπεσε κάτω ἀπὸ τὸ κρεββάτι. Κι ὁ λόγος; Ὅπως ἔλεγε ὁ ἴδιος, «μεγάλη ἀρρώστεια, μεγάλος σταυρός. Μεγάλος σταυρός, μεγάλη ἀνάσταση». Καὶ κάτι τελευταῖο πολὺ σημαντικό, ποὺ μᾶς ἔλεγε ὁ Γέροντας συχνά: «Γιὰ νὰ μὴν ἀλλάζω καὶ νὰ ἔχω συνέχεια τὰ ἴδια λάθη, ὁπωσδήποτε Σὲ θέλω Χριστέ μου, ἀλλὰ Σὲ θέλω λίγο. Θέλω νὰ Σὲ θέλω πιὸ πολύ».
Ἀδελφοί μου, ἀσχοληθεῖτε κι ἐσεῖς μὲ τὰ θέλω σας. Παρακολουθεῖτε τὶς ἐπιθυμίες σας, ὥστε νὰ εἶναι κατὰ Θεόν, ἐνῶ πολεμεῖτε τὰ ἁμαρτωλὰ καὶ ἐμπαθή σας θελήματα. Μὴ δικαιολογεῖτε τὰ πάθη σας. Πολεμεῖστε τα μὲ τὸ παντοδύναμο ὄνομα τοῦ Χριστοῦ: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με». «Ὑπεραγία Θεοτόκε, βοήθει μοι. Σκέπε ἡμᾶς. Σῶσον ἡμᾶς». «Ἅγιε τοῦ Θεοῦ Εὐμένιε, βοήθησόν με». Ἔτσι ἀλλάζει ὁ ἄνθρωπος: Μὲ τὶς πρεσβεῖες τῶν ἁγίων, τὴν ἐπίμονη προσευχή, τὸν συνεπὴ πνευματικὸ ἀγώνα, τὴ μετάνοια, ποὺ ἑλκύουν τὴ σωστικὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ.
Εὐχέτης πρὸς Κύριον
† Ὁ Μόρφου Νεόφυτος