Ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς (α, 28) ἀναφέρει γιὰ τὸν Εὐαγγελισμὸ τῆς Θεοτόκου:
«Καὶ εἰσελθὼν ὁ ἄγγελος πρὸς αὐτὴν εἶπε· χαῖρε, κεχαριτωµένη· ὁ Κύριος µετὰ σοῦ· εὐλογηµένη σὺ ἐν γυναιξίν». (: Καὶ ἀφοῦ ἐµβῆκεν ὁ ἄγγελος εἰς τὸ δωµάτιόν της τῆς εἶπε· Χαῖρε σύ, ἡ ὁποία ἔχεις λάβει πολλὲς καὶ ἐξαιρετικὲς χάριτες ἀπὸ τὸν Θεόν. Ὁ Κύριος εἶναι µαζί σου καὶ αὐτὸς σὲ ἐχαρίτωσε. Ἔχεις εὐλογηθῆ σύ, ὅσον καµµία ἄλλη ἀπὸ τὶς γυναῖκες).
«Σήμερον τῆς σωτηρίας ἡμῶν τὸ κεφάλαιον, Σήμερον ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, Υἱὸς τῆς Παρθένου γίνεται». Ὁ φιλάνθρωπος καὶ ἐλεήμων Θεὸς ποὺ ὡς φιλόστοργος Πατέρας, βλέποντας τὸ πλάσμα τῶν χειρῶν Του νὰ κατατυραννῆται ἀπὸ τὸν διάβολο ἔστειλε τὸν Υἱό Του τὸν μονογενῆ, τὸν Κύριόν μας Ἰησοῦ Χριστό, γιὰ νὰ τὸ λυτρώση ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ διαβόλου.
Αὐτὴ ἡ Ἁγία καὶ τετιμημένη ἑορτὴ ἐλευθέρωσε τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ τὴν κόλαση, διότι γι’ αὐτὸ κατέβηκε ὁ Θεὸς Λόγος ἀπὸ τοὺς οὐρανούς, γιὰ νὰ ἀνεβάση τὸν Ἀδὰμ ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ ἔπεσε. Γι’ αὐτὸ φάνηκε ταπεινός, γιὰ νὰ ὑψώση τὸν ταπεινωμένο ἄνθρωπο. Φάνηκε ἄτιμος, γιὰ νὰ τὸν τιμήση, φάνηκε ἄδοξος, γιὰ νὰ τὸν δοξάση, χώρεσε στὴν κοιλία τῆς Παρθένου, γιὰ νὰ τὸν ἐλευθερώση ἀπὸ τὴν κοιλία τοῦ Ἅδου. Ἔγινε βρέφος, γιὰ νὰ νεοποιήση τὸν Ἀδάμ. Γιὰ τοῦτο κρατήθηκε στὰ χέρια γυναικὸς ὁ Χριστός, γιὰ νὰ λυτρώση τὸν Ἀδὰμ ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ διαβόλου. Γι’ αὐτὸ ὅλα αὐτά, «εὐδόκησε ὁ Πατήρ, ἐποίησεν ὁ Υἱός, συνήργησε τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον», γιὰ τὴν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων.
Ἀλλὰ ποιὰ μεσίτρια ἔχουμε πρὸς τὸν Θεό; Ποῦ καταφεύγουμε μετὰ τὸν Θεό; Ποιὰ ἔχουμε πάντα βοηθό; Τὴν μητέρα τοῦ Θεοῦ καὶ μητέρα μας, τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο. Ποῦ κατέφυγαν οἱ ὑπόδουλοι τότε Ἕλληνες, τὸ δύστυχο Γένος τῶν Ἑλλήνων; Ποῦ ἀλλοῦ; Στὴν Βασίλισσα τοῦ Οὐρανοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ τότε οἱ πρόγονοί μας ξεκίνησαν τὸν ἀπελευθερωτικὸ ἀγώνα ἀνήμερα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ. Ἦταν σίγουροι ὅτι ἡ Παναγία μας θὰ ἔσωζε τὸ ὑπόδουλο γένος.
Ὁ Ἠλίας Μηνιάτης, σὲ ὁμιλία του «Εἰς τὸν Εὐαγγελισμὸν τῆς Θεοτόκου» στὴν Βενετία (25η Μαρτίου 1688) ἀποτυπώνει τὸν πόνο, τὴν προσευχὴ καὶ ἐλπίδα γιὰ ἐλευθερία τοῦ ὑποδούλου γένους στὴν Παναγία μας.
«Ἕως πότε ἔχουσι νὰ βασιλεύωνται ἀπὸ ἡμισὸν φεγγάρι οἱ χῶρες ἐκεῖνες, εἰς τὰς ὁποίας ἀνέτειλεν εἰς ἀνθρωπίνην μορφὴν ἀπὸ τὴν ἡγιασμένην σου γαστέρα ὁ μυστικὸς τῆς Δικαιοσύνης Ἥλιος;
Ἂχ Παρθένε, ἐνθυμήσου, πὼς εἰς τὴν Ἑλλάδα πρότερον παρὰ εἰς ἄλλον τόπον ἔλαμψε τὸ ζωηφόρον φῶς τῆς ἀληθινῆς Πίστεως. Τὸ Ἑλληνικὸν γένος ἐστάθη τὸ πρῶτον, ὁποὺ ἄνοιξε τὰς ἀγκάλας, καὶ ἐδέχθη τοῦ θεῖον Εὐαγγέλιον τοῦ μονογενοῦς σου Υἱοῦ. Τὸ πρῶτον, ὁποὺ σὲ ἐγνώρισε διὰ ἀληθινὴν Μητέρα τοῦ Θεανθρώπου Λόγου. Τὸ πρῶτον, ὁποὺ ἀντιστάθη τῶν Τυράννων, ὁποὺ μὲ μύρια βάσανα ἐγύρευαν νὰ ἐξεριζώσωσιν ἀπὸ τὰς καρδίας τῶν πιστῶν τὸ σεβάσμιον ὄνομα. Ἐτοῦτο ἔδωσεν εἰς τὸν Κόσμον τοὺς Διδασκάλους, ὁποὺ μὲ τὸ φῶς τῆς διδασκαλίας τους ἐφώτισαν τὰς ἠμαυρωμένας διανοίας τῶν ἀνθρώπων. Ἐτοῦτο τοὺς Ποιμένας, ὁποὺ μὲ τὴν ποιμαντικὴν ράβδον ἐξώρισαν τοὺς αἱμοβόρους λύκους ἀπὸ τὸ ἐκκλησιαστικὸν ποίμνιον. Ἐτοῦτο τοὺς Γεωργούς, ὁποὺ μὲ τὸ ἄροτρον τοῦ Σταυροῦ, καὶ μὲ τὸν ἱδρῶτα τοῦ προσώπου ἐγεώργησαν τὰς καρδίας, καὶ σπέρνοντες τὸν Εὐαγγελικὸν σπόρον, ἐθέρισαν τὰς ψυχὰς διὰ τὴν οὐράνιον ἀποθήκην. Ἐτοῦτο τοὺς Μάρτυρας, ὁποὺ μὲ τὸ ἴδιον αἷμά τους ἔβαψαν τὴν πορφύραν τῆς Ἐκκλησίας.
Λοιπόν, εὔσπλαγχνε Μαριάμ, παρακαλοῦμέν σε διὰ τό, Χαῖρε ἐκεῖνο, ὁποὺ μᾶς ἐπροξένησε τὴν χαράν. Διὰ τὸν ἀγγελικὸν ἐκεῖνον Εὐαγγελισμόν, ὁποὺ ἐστάθη τῆς σωτηρίας μας τὸ προοίμιον. Χάρισέ του τὴν προτέραν τιμήν. Ἀσήκωσέ το ἀπὸ τὴν κοπρίαν τῆς δουλείας εἰς τὸν θρόνον τοῦ Βασιλικοῦ ἀξιώματος, ἀπὸ τὰ δεσμὰ εἰς τὸ σκῆπτρον, ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσίαν εἰς τὸ Βασίλειον.
Καὶ ἂν ἐτοῦτες οἱ φωνὲς δὲν σὲ παρακινοῦσιν εἰς σπλάγχνος, ἂς σὲ παρακινήσωσιν ἐτοῦτα τὰ πικρὰ δάκρυα, ὁποὺ μᾶς πέφτουσιν ἀπὸ τὰ μάτια. Ἀλλ᾽ ἀνίσως καὶ ἐτοῦτα δὲν φθάνουσιν, ἂς σὲ παρακινήσωσιν αἱ φωναὶ καὶ παρακάλεσες τῶν Ἁγίων σου, ὁποὺ ἀκαταπαύστως φωνάζουσιν ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη τῆς τρισαθλίου Ἑλλάδος. Φωνάζει ὁ Ἀνδρέας ἀπὸ τὴν Κρήτην. Φωνάζει ὁ Σπυρίδων ἀπὸ τὴν Κύπρον. Φωνάζει ὁ Ἰγνάτιος ἀπὸ τὴν Ἀντιόχειαν. Φωνάζει ὁ Πολύκαρπος ἀπὸ τὴν Σμύρνην. Φωνάζει ἡ Αἰκατερίνα ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρειαν. Φωνάζει ὁ Χρυσόστομος ἀπὸ τὴν Βασιλεύουσαν Πόλιν, καὶ δείχνοντάς σου τὴν σκληροτάτην τυραννίδα τῶν ἀθέων Ἀγαρηνῶν, ἐλπίζουσιν ἀπὸ τὴν ἄκραν σου εὐσπλαγχνίαν τοὺ Ἑλληνικοῦ Γένους τὴν ἀπολύτρωσιν.
Ἀποδέξου, λοιπόν, Παναγία Παρθένε τὰ δάκρυά μας, τὰ ὁποῖα σημαδεύουσι τὸ Μυστήριον, ὁποὺ εἰς ἐσὲ ἐτελειώθη. Διατὶ καθὼς τὰ δάκρυα τρέχουσι χωρὶς βλάψιμο τῶν ὀμμάτων, ἔτσι καὶ ὁ Θεῖος Λόγος ἔτρεξεν ἀπὸ τὴν καθαράν σου Μήτραν, δίχως φθορὰν τῆς Παρθενίας σου. Δῶσε τόσην δύναμιν τοῦ εὐσεβεστάτου ἡμῶν Δουκὸς τῶν Ἑνετῶν, ἐναντίον τῶν ἀνθρωποκτόνων καὶ αἱμοβόρων βαρβάρων, ὥστε ὁποὺ νὰ σβυσθῇ τελείως τὸ φῶς τοῦ φεγγαριοῦ, νὰ λάμψῃ περισσότερον τοῦ μυστικοῦ Ἡλίου ἡ ζωοποιὸς ἀκτῖνα. Νὰ ἐξαπλωθῇ εἰς τὸν Κόσμον ὅλον ἡ δύναμις τοῦ Σταυροῦ, καὶ νὰ δοξασθῇ ἀπὸ ὅλους τὸ Ἅγιόν σου Ὄνομα, σὺν τῷ Πατρί, καὶ τῷ Υἱῷ, καὶ τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι, νῦν, καὶ ἀεί, καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν».