Πέμπτη 3 Μαρτίου 2022

Ἡ πανεπιστημιακή παραχάραξις τῆς Θεοτοκολογίας

Γράφει ὁ κ. Ἀναστάσιος Πολυχρονιάδης, Δρ. Θεολογίας

Δέν θά πρέπει νά ξεχάσουμε πῶς φθάσαμε στήν ψευδοθεολογία τοῦ καταναγκασμοῦ, ἐξετάζοντας πτυχές τοῦ τεράστιου αὐτοῦ θέματος. Μέσα, λοιπόν, ἀπό τίς ἑτεροδιδασκαλίες, ὡς πρός τήν Ὀρθόδοξη Πίστη, δυό καθηγητῶν τῆς Θεολογίας (Μιλτιάδη Κωνσταντίνου καί Χρυσοστόμου Σταμούλη) θά ἐρευνήσουμε τό πῶς τοῦ καταναγκασμοῦ. Ὁ πρῶτος δημοσιεύοντας τίς ἀπόψεις του στό περιοδικό τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος γιά τούς ἱερεῖς, ¨Ἐφημέριος¨, ὁ δεύτερος μέσα ἀπό βιβλίο-«διδακτικό» ἐγχειρίδιο, γιά φοιτητές Θεολογίας.

α .Ἡ δῆθεν ἀπροϋπόθετος κατάφασις τῆς Παναγίας εἰς τό μήνυμα τοῦ Ἀρχαγγέλου.

Γράφει ὁ Μιλτιάδης Κωνσταντίνου στό περιοδικό Ἐφημέριος, τεῦχος Σεπτεμβρίου-Ὀκτωβρίου 2019, ὅτι δῆθεν ἡ Παναγία κατά τόν Εὐαγγελισμό δέν διατύπωσε τήν ἀπορία της σχετικά μέ τή Γέννηση τοῦ Χριστοῦ καί δέχθηκε «χωρίς δεύτερη σκέψη», δηλαδή ἀπροϋποθέτως, τό μήνυμα τοῦ Ἀρχαγγέλου.

Ἄς δοῦμε ὅμως τά γεγονότα. Ὅταν ὁ Γαβριήλ εἶπε στήν Παρθένο Μαρία «χαῖρε, κεχαριτωμένη· ὁ Κύριος μετὰ σοῦ· εὐλογημένη σὺ ἐν γυναιξίν», ἐκείνη ξαφνιάστηκε: «ἡ δὲ ἰδοῦσα διεταράχθη ἐπὶ τῷ λόγῳ αὐτοῦ, καὶ διελογίζετο ποταπὸς εἴη ὁ ἀσπασμὸς οὗτος ». Τότε ὁ Ἀρχάγγελος τῆς εἶπε: «μὴ φοβοῦ, Μαριάμ· εὗρες γὰρ χάριν παρὰ τῷ Θεῷ. καὶ ἰδοὺ συλλήψῃ ἐν γαστρὶ καὶ τέξῃ υἱόν, καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ ᾿Ιησοῦν. οὗτος ἔσται μέγας καὶ υἱὸς ὑψίστου κληθήσεται, καὶ δώσει αὐτῷ Κύριος ὁ Θεὸς τὸν θρόνον Δαυῒδ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ, καὶ βασιλεύσει ἐπὶ τὸν οἶκον ᾿Ιακὼβ εἰς τοὺς αἰῶνας, καὶ τῆς βασιλείας αὐτοῦ οὐκ ἔσται τέλος».

Πάλι ἡ Παναγία τόν ρώτησε: «πῶς ἔσται μοι τοῦτο, ἐπεὶ ἄνδρα οὐ γινώσκω;», γιά νά λάβει τήν ἀπάντηση: «Πνεῦμα ῞Αγιον ἐπελεύσεται ἐπὶ σὲ καὶ δύναμις ὑψίστου ἐπισκιάσει σοι· διὸ καὶ τὸ γεννώμενον ἅγιον κληθήσεται υἱὸς Θεοῦ. καὶ ἰδοὺ ᾿Ελισάβετ ἡ συγγενής σου καὶ αὐτὴ συνειληφυῖα υἱὸν ἐν γήρει αὐτῆς, καὶ οὗτος μὴν ἕκτος ἐστὶν αὐτῇ τῇ καλουμένῃ στείρᾳ· ὅτι οὐκ ἀδυνατήσει παρὰ τῷ Θεῷ πᾶν ρῆμα». Τότε, ἡ Παναγία, εἶπε: «ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου· γένοιτό μοι κατὰ τὸ ρῆμά σου. καὶ ἀπῆλθεν ἀπ᾿ αὐτῆς ὁ ἄγγελος» .

Ἔπειτα, λοιπόν, ἀπό δυό ἐρωτήσεις ἤ «ὕστερον ἀπό ἄλλα λόγια», ὅπως γράφει χαρακτηριστικά ὁ ἅγιος Νικόδημος, ἡ Παρθένος Μαρία ἔδωσε τή συγκατάθεσή της στό μήνυμα τοῦ Ἀρχαγγέλου. Αὐτό ψάλλει ἡ Ἐκκλησία καί στήν ἑορτή τοῦ Εὐαγγελισμοῦ. Ἀναφέρουμε ἐνδεικτικά τό Κάθισμα: «Γαβριὴλ ἐξ οὐρανοῦ, τὸ Χαῖρε κράζει τῇ Σεμνῇ, ὅτι συλλήψῃ ἐν γαστρί, τὸν προαιώνιον Θεόν, τὸν διὰ λόγου τὰ πέρατα συστησάμενον· ὅθεν Μαριὰμ ἀπεφθέγγετο· Ἄνανδρός εἰμι, καὶ πῶς τέξω Υἱόν; ἄσπορον γονὴν τὶς ἑώρακε; Καὶ ἑρμηνεύων ἔλεγεν ὁ Ἄγγελος, τῇ Θεοτόκῳ καὶ Παρθένῳ· Ἐλεύσεταί σοι· Ἅγιον Πνεῦμα, καὶ δύναμις Ὑψίστου ἐπισκιάσει σοι».

Ὁ π. Θεόδωρος Ζήσης, ὁμότιμος καθηγητής τῆς Θεολογικῆς ΑΠΘ, σχολιάζοντας τά λεγόμενα τοῦ Μιλτιάδη Κωνσταντίνου, πού φέρει καί το ὀφφίκιο τοῦ Ἄρχοντος Διδασκάλου τοῦ Εὐαγγελίου τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας γράφει: «Ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν εὐαγγελικὴ διήγηση προκύπτει ὅτι ἡ Θεοτόκος ἔκανε καὶ δεύτερη σκέψη καὶ διετύπωσε καὶ τὶς ἀντιρρήσεις της· δὲν βιάστηκε νὰ ἀπαντήσει, γιὰ νὰ μὴ πάθει ὅ,τι ἔπαθε ἡ Εὔα στὸν Παράδεισο ποὺ δέχθηκε ἀμέσως τὴν συμβουλὴ τοῦ Ὄφεως». «Αὐτὸ μάλιστα, ὅπως ἐξηγοῦν οἱ Πατέρες δείχνει τὴν σύνεση, τὴν φρονιμάδα, τὴν ἐξυπνάδα της. Διηγεῖται ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς ὅτι μετὰ τὸν κολακευτικὸ χαιρετισμὸ τοῦ Ἀρχαγγέλου Γαβριήλ ‘‘χαῖρε, κεχαριτωμένη· ὁ Κύριος μετὰ σοῦ· εὐλογημένη σὺ ἐν γυναιξίν’’ (Λκ. 1,28) δέν παρασύρθηκε ἀπὸ τοὺς ἐπαίνους σὲ αὐτοθαυμασμὸ καὶ αὐταρέσκεια, ἀλλὰ ἔβαλε σὲ λειτουργία τὸ μυαλό της γιὰ τὸ τί ἄραγε σημαίνει αὐτὸς ὁ χαρακτηρισμός· ‘‘διελογίζετο ποταπὸς εἴη ὁ ἀσπασμὸς οὗτος’’ (Λκ 1,29”)». «Ὅπως ἐξηγεῖ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος, ἀναιρώντας πλήρως τὴν ἐκτίμηση τοῦ ἀρθρογράφου», συνεχίζει ὁ π. Ζήσης, «’’θαυμαστὴ ἦν ἡ Παρθένος, καὶ δείκνυσιν αὐτῆς τὴν ἀρετὴν ὁ Λουκᾶς, λέγων ὅτι ἐπειδὴ τὸν ἀσπασμὸν ἤκουσεν, οὐκ εὐθέως ἑαυτὴν ἐξέχεεν, οὐδὲ ἐδέξατο τὸ λεχθέν⸱ ἀλλ᾽ ἐταράχθη ζητοῦ­σα τὸ, ποταπὸς εἴη ὁ ἀσπασμός’’» (Ἰωάννης Χρυσόστομος, Ὑπόμνημα εἰς τὸν ἅγιον Ματθαῖον τὸν Εὐαγγελιστήν, PG 57,45).

Ἀκόμη καὶ ὅταν ὁ Ἀρχάγγελος τὴν καθησυχάζει καὶ τῆς ἐξηγεῖ ὅτι θὰ συλλάβει καὶ θὰ γεννήσει τὸν Λυτρωτὴ καὶ Σωτήρα, καὶ πάλι προβάλλει τὶς ἀντιρρήσεις της ἐπικαλούμενη τὴν ἁγνότητα καὶ παρθενία της, λέγοντας ‘‘πῶς ἔσται μοι τοῦτο, ἐπεὶ ἄνδρα οὐ γινώσκω; (Λκ. 1,34)’’. Καὶ μόνον ὅταν ὁ Ἀρχάγγελος τῆς ἐξηγεῖ ὅτι αὐτὸ δὲν θὰ γίνει κατὰ τὸν φυσικὸ τρόπο, μὲ τὴν συνδρομὴ κάποιου ἄνδρα, ἀλλὰ κατὰ ὑπερφυσικό, μὲ τὴν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τῆς ὑπενθυμίζει δὲ καὶ τὸ θαυμαστὸ τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο συνέλαβε ἡ Ἐλισάβετ ἡ συγγενής της στὰ γηρατειά της, γιὰ νὰ τὴν πείσει ὅτι γιὰ τὸν Θεὸ ὅλα εἶναι δυνατά, ‘‘οὐκ ἀδυνατήσει παρὰ τῷ Θεῷ πᾶν ρῆμα’’ (Λκ. 1,37), τότε μόνο, μετὰ ἀπὸ αὐτὲς τὶς συνετὲς καὶ καλόπιστες ἀντιρρήσεις καὶ τὶς ἀρχαγγελικὲς ἀπαντήσεις, δέχτηκε νὰ ὑπακούσει στὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ. Ἐξηγεῖ πειστικώτατα καὶ τιμητικὰ γιὰ τὴν Θεοτόκο ὁ Θεοφύλακτος: ‘‘Οὐχ ὡς ἀπιστήσασα ἡ Παρθένος, εἶπε τό, Πῶς ἔσται μοι τοῦτο; ἀλλ᾽ ὡς σοφὴ καὶ συνετή, ἐπιζητοῦσα μαθεῖν τὸν τρόπον τοῦ πράγματος οὐδὲ γὰρ γέγονέ τι τοιοῦτον πρότερον, οὐδὲ μετὰ ταῦτα γενήσεται» (Θεοφύλακτος Βουλγαρίας, Ἑρμηνεία εἰς τὸ κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγέλιον, PG 123, 704D-705A).

Ἄν, λοιπόν, ἡ Παναγία δεχόταν ἀπροϋποθέτως, ὅπως ὑποστηρίζει ὁ κ. Μιλτιάδης Κωνσταντίνου, τό μήνυμα τοῦ Ἀρχαγγέλου, γιά τή Γέννηση τοῦ Θεανθρώπου, τοῦτο θά σήμαινε καταναγκασμό. Γεγονός πού θά ἀκύρωνε τό ἔργο τῆς Ἁγίας Τριάδας, δηλαδή τήν κατ’ εἰκόνα Θεοῦ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου. Συνεπῶς, ἐφόσον ἡ μέγιστη πράξη τοῦ ἀνθρώπινου αὐτεξουσίου ὑπῆρξε ἡ καταφατική ἀπάντηση τῆς Παναγίας στό μήνυμα τοῦ Ἀρχαγγέλου γιά τή σωτηρία τοῦ κόσμου καί δέν ὑπῆρξε καταναγκαστική, καμία ἄλλη πράξη δέν μπορεῖ νά εἶναι τέτοια.

β. Ἡ ἄρνησις τῆς Θεοτοκίας Ἀειπαρθενίας

Γράφει ὁ κ. Χρυσόστομος Σταμούλης, καθηγητής τοῦ Τμήματος Θεολογίας ΑΠΘ καί Κοσμήτορας τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς ΑΠΘ (2021-2024): «μία οὐσιαστική πλευρά τῆς Ὀρθοδοξίας, πού προτιμᾶ σέ πολλές περιπτώσεις νά κινεῖται στά ὅρια ἑνός πολύμορφου καί συνεχῶς ὑποτροπιάζοντος ἠθικισμοῦ, στή γῆ, δηλαδή, μίας καθεστωτικῆς παθολογίας, ἀγνοώντας προκλητικά ἤ στήν καλύτερη περίπτωση ἀποκαλύπτοντας τήν ἀδυναμία της νά ἀντλήσει ἀπό τόν ὀντολογικό πυρήνα τῆς ἀποκάλυψης, πού τροφοδοτεῖ τήν καρδιά τῆς θεολογίας […] ἀποτελεῖ κλασσική ἔκφραση μίας νοοτροπίας, πού δημιούργησε συγκεκριμένο κλῖμα ἐντός τῆς Ὀρθόδοξης πνευματικότητας, ὅπου κυριαρχεῖ πλέον σχεδόν ὁλοκληρωτικά, καί ὡς ἐκ τούτου καταθλιπτικά, ἡ συνήθεια, προκειμένου νά μιλήσει κανείς γιά τή μητέρα τοῦ Θεοῦ, νά χρησιμοποιεῖ τόν ὅρο ‘‘Παρθένος’’. Μέ τοῦτο σέ καμία περίπτωση δέν θέλω νά ὑποτιμήσω τήν παρθενία τῆς Θεοτόκου, ἀλλά πρέπει σήμερα νά ὑπενθυμίσουμε ὅτι τόν ἀγώνα ὁ ἅγιος Κύριλλος καί ἡ Γ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος τῆς Ἐφέσου, ἀπέναντι στόν Νεστόριο, δέν τόν ἔδωσε γιά τήν παρθενία τῆς Παναγίας, ἀλλά γιά τή θεομητρότητά της. Καί τοῦτο διότι τό ὄντως μυστήριο, τό μέγα μυστήριο δέν εἶναι ἡ παρθενία, ἀλλά ἡ θεομητρότητα. Μία πραγματικότητα καί μία ἀλήθεια, πού ἀνθίζει ἀπό τό γεγονός τῆς ὑποστατικῆς ἕνωσης τοῦ κτιστοῦ μέ τό ἄκτιστο, ἀπό τήν κατ’ ἀλήθειαν ἕνωση τῆς θεϊκῆς φύσης τοῦ Λόγου μέ τήν ἀνθρώπινη φύση στό ἕνα καί μόνο πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, πού δέν εἶναι ἄλλο ἀπό τό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ Λόγου. Ἡ παρθενία εἶναι μία δευτερεύουσα πραγματικότητα, πού ἀληθεύει ὀντολογικά μόνο, ὅταν δείχνει τή θεομητρότητα καί συνεπῶς τή θεοπρέπεια τῆς σάρκωσης, ἀπό τήν ὁποία ἀποκτᾶ καί τό ὁποιοδήποτε νόημά της. Θά τολμοῦσα ἔτσι νά πῶ, ὅτι ἡ παρθενία εἶναι ἕνα ἐργαλεῖο, ὅπως ἄλλωστε καί ἡ θεολογία τῶν ὠδίνων τῆς Μαρίας, προκειμένου νά ἀποδειχθεῖ, ἀπέναντι στήν κάθε δόκηση πού ἀρνιόταν τή θεότητα τοῦ Ἰησοῦ, μέ τόν πλέον ξεκάθαρο τρόπο, ὅτι ὁ Χριστός δέν ἦταν ἕνας ἁπλός ἄνθρωπος, ἀλλά ὁ σαρκωμένος Υἱός τοῦ Θεοῦ Πατέρα. Ἐκεῖνο τό πρόσωπο πού λογώνει τόσο τήν παρθενία ὅσο καί τή θεομητρότητα καί ἀποδεικνύει πώς ἡ Μαρία εἶναι αὐτό πού εἶναι, ἐπειδή ἐκεῖνος τήν κάνει νά εἶναι αὐτό πού εἶναι. Ἡ δική της συμβολή περιορίζεται στήν ἐλεύθερη κατάφασή της, στήν ἀποδοχή της, δηλαδή, νά ἐκχωρήσει τό σύνολο τῆς ὑπάρξεώς της, προκειμένου νά γίνει ὁ τόπος, ἡ χώρα τοῦ ἀχωρήτου, ἐξάπαντος ὄχι ἕνα ἁπλό κανάλι, ὅπου θά σαρκωθεῖ ὁ Θεός. Καί νομίζω ὅτι μία τέτοια ἐξήγηση μᾶς ἐπιτρέπει νά ποῦμε καί τό κατά τά ἄλλα ‘‘αἱρετικό’’, πώς ἐάν δέν ὑπῆρχε ἡ ἀνάγκη ἑνός ἐξωτερικοῦ ‘‘συμβόλου’’, πού θά ἀπεδείκνυε τή θεοπρέπεια τοῦ μυστηρίου –τήν ἀνθρωποπρέπεια ἔτσι κι΄ ἀλλιῶς ἀπεδείκνυε ἡ παρουσία τῆς Μαρίας-, ὁ Χριστός θά μποροῦσε νά γεννηθεῖ καί ἀπό μία ἔγγαμη γυναίκα».

Ἡ φράση ὅτι «ὁ Χριστός θά μποροῦσε νά γεννηθεῖ καί ἀπό μία ἔγγαμη γυναίκα», δέν διαφέρει ἀπό τήν ἀρειονεστοριανική θέση περί τοῦ Χριστοῦ ὡς κτίσματος, ἀφοῦ, κατά τό δόγμα τους δέν μπορεῖ νά συμβεῖ πραγματική ἕνωση τοῦ ἄκτιστου Θεοῦ μέ τόν κτιστό ἄνθρωπο. Στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἡ Παρθενία καί ἡ Θεομητρότητα δέν διαχωρίζονται, ὑπουργώντας τό ἕνα καί τό αὐτό μυστήριο τῆς γέννησης τοῦ Θεανθρώπου. Ὅσον ἀφορᾶ, τό ρῆμα «περιορίζεται», καθώς καί τήν ἔκφραση «ἐξάπαντος ὄχι ἕνα ἁπλό κανάλι», πού χρησιμοποιεῖ, ὁ κ. Σταμούλης, σέ σχέση μέ τήν κατάφαση τῆς Παρθένου στό μήνυμα τοῦ Ἀρχαγγέλου, καί αὐτά κινοῦνται στή δική του λογική ἀπαξίωσης τοῦ μυστηρίου τῆς Θεοτοκίας Παρθενίας.

Ἀντίθετα, ὁ ἅγιος Ἐπιφάνιος Κύπρου στό ἔργο του «Κατ’ Αἱρέσεων» θέτει ρητορικά τό ἐρώτημα γιά τό ποιός, ἱστορικά, ἔχει τολμήσει νά ὀνομάσει Μαρία τήν ἁγία καί νά μή προσθέσει «τὸ παρθένος». Τονίζει, αὐτολεξεί: «Τὶς ποτε, ἤ ἐν ποίᾳ γενεᾷ τετόλμηκε καλεῖν τὸ ὄνομα Μαρίας τῆς ἁγίας, καὶ ἐρωτώμενος οὐκ εὐθὺς ἐπήνεγκε τὸ, Παρθένον; […] Καὶ τῷ μὲν Ἀβραὰμ προσετέθη τὸ ‘‘φίλος Θεοῦ’’ καὶ οὐ διαλυθήσεται‧ τῷ δὲ Ἰακὼβ, τὸ ‘‘Ἰσραὴλ’’ καλεῖσθαι, καὶ οὐκ ἀλλοιωθήσεται‧ καὶ τοῖς ἀποστόλοις, τὸ ‘‘βοαναργὲς’’, τουτέστιν υἱοὶ βροντῆς, καὶ οὐκ ἀποκαταλειφθήσεται‧ καὶ τῇ ἁγίᾳ Μαρίᾳ τὸ Παρθένος, καὶ οὐ τραπήσεται». Στόν κ. Σταμούλη, πάντως, παρατηροῦμε τήν πρόκριση «μέσῳ ἀθεολογικῶν κριτηρίων» τῆς φθοροτοκίας ἔναντι τῆς Θεοτοκίας.

Ὁ Ρουμάνος θεολόγος π. Δημήτριος Staniloae γράφει πώς: «Ὑπάρχουν δυό ἰδιότητες πού προσιδιάζουν στή Μητέρα τοῦ Θεοῦ: ἀειπάρθενος καί ταυτόχρονα θεοτόκος. Καί αὐτές οἱ δυό ἰδιότητες ἀπορρέουν ἀπό τό γεγονός ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός, πού γεννήθηκε ἀπό αὐτήν σάν ἄνθρωπος, εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ὁ Μονογενής. Νά διακηρύττεις ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός γεννήθηκε ἀπό αὐτήν, σύμφωνα μέ τούς φυσικούς νόμους, ἀπό τήν ἕνωση μίας γυναίκας καί ἑνός ἄντρα, σημαίνει νά τόν ὑποτάσσεις σ’ αὐτούς τούς νόμους, ἑπομένως, νά μή τόν ἀναγνωρίζεις ὡς Υἱό τοῦ Θεοῦ, ἀλλά νά τόν θεωρεῖς ὡς καθαρά ἀνθρώπινη φανέρωση μέσα στά ὅρια τούτου τοῦ κόσμου».

Ὡς ἐκ τούτου, μένουμε ἄναυδοι ἐνώπιον τῆς καταθλιπτικότητας πού προκαλεῖ στὸν κ. Σταμούλη «ἡ συνήθεια», ὅπως λέγει, «προκειμένου νά μιλήσει κανείς γιά τή μητέρα τοῦ Θεοῦ, νά χρησιμοποιεῖ τόν ὅρο ‘‘Παρθένος’’». Σημειώνει, μάλιστα σέ συνέντευξή του, καί πάλι, ἀπαντώντας περί τῆς Θεοτόκου: «ἄς μή ξεγελιόμαστε, δέν σώζει ἡ παρθενία, ἡ θεομητρότητα σώζει […] Ἐκείνη ἡ ἀλήθεια πού δείχνει τό θαῦμα. Ἡ παρθενία τί κάνει; Εἶναι ἕνα ἐργαλεῖο, πού δείχνει τό μεγαλεῖο τῆς Θεομητρότητας. Ἐάν ἡ Μαρία δέν ἦταν Παρθένος, θά βγάζαμε ἐκτός τοῦ μυστηρίου τόν Θεό. Ἐάν δέν ἦταν παρθένος, δέ θά μποροῦσε νά φανεῖ πρός τά ἔξω ὅτι ἡ σάρκωση ἔγινε καί «ἐκ Πνεύματος Ἁγίου», δηλαδή χωρίς σπερματική καταβολή. Τό μυστήριο τῆς συνεργίας Θεοῦ καί ἀνθρώπου θέλει νά δείξει ἡ Ἐκκλησία καί σέ αὐτή τήν προσπάθεια ἐπιστρατεύει κάθε δυνατό μέσο καί κάθε γλώσσα. Ἡ παρθενία ἀπό μόνη της δέ λέει τίποτα».

Αὐτά ὑποστηρίζει ὁ κ. Χρυσόστομος Σταμούλης, νῦν Κοσμήτορας τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς ΑΠΘ, ἐρχόμενος σέ πλήρη ἀντίθεση μέ τά γραφόμενα τοῦ ἁγίου Ἰγνατίου τοῦ Θεοφόρου, στήν ἐπιστολή του Πρός Ἐφεσίους. Ὅταν κάνει λόγο γιά τό μυστήριο τῆς Θεοτοκίας Παρθενίας, περιγράφοντάς το, ὡς μυστήριο «κραυγῆς», τό ὁποῖο «ἐν ἡσυχίᾳ Θεοῦ ἐπράχθη», «καὶ ἔλαθεν» τοῦ ἄρχοντος «τοῦ αἰῶνος τούτου».

Συνεπῶς, γιά ποιό ἐξωτερικό «σύμβολο» ὁμιλεῖ ὁ κ. Σταμούλης, ἀναφερόμενος στήν Παρθενία τῆς Θεοτόκου καί γιά ποιά «δευτερεύουσα πραγματικότητα»; Ὅταν πρόκειται γιά κατεξοχήν μυστήριο πού ἀποσκοπεῖ στή σωτηρία τοῦ πεπτωκότος ἀνθρώπου, ἀπό τή φθορά τῆς ἁμαρτίας καί τό θάνατο ἐξ αὐτῆς, γεγονός πού ἐκφράζει ἐν συνόλῳ ἡ Ἐκκλησία, ὅπως καί ἐδῶ μέ τά λόγια τοῦ ἁγίου Ἰγνατίου, ὅτι τό μέγα μυστήριο τῆς Παρθενίας διέφυγε τῆς προσοχῆς τοῦ διαβόλου.

Ἡ πλήρης, ἐκ μέρους τοῦ κ. Σταμούλη, ὑποβάθμιση τοῦ μυστηρίου τῆς Θεοτοκίας Ἀειπαρθενίας, σέ ἁπλό σύμβολο, λέγοντας ὅτι ὁ Χριστός θά μποροῦσε νά γεννηθεῖ καί ἀπό ἔγγαμη γυναίκα, θέλει νά ἀκυρώσει τό μυστήριο τῆς σωτηρίας, θέτοντας τόν Χριστό ἐντός τοῦ νόμου τῆς φθορᾶς, πρᾶγμα πού συνεπάγεται τήν ἀποθέωση τῶν καταναγκασμῶν.

Αὐτό ἦταν καί εἶναι, ἀκριβῶς, τό σημεῖο κάθε αἱρετικῆς διδασκαλίας. Ἡ ἐπιβολή στό Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ψευδῶν ἰδιοτήτων, πού ἀπό αὐτές γεννιοῦνται οἱ κάθε εἴδους στρατεύσεις, ἔξω ἀπό τόν δικό Του λόγο: «εἴ τις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθείτω μοι» .

Καταλήγουμε, λοιπόν, στό συμπέρασμα ὅτι ὅποιος διαχωρίζει τή Θεοτοκία ἀπό τήν Παρθενία, λέγοντας ὅτι ὁ Χριστός θά μποροῦσε νά γεννηθεῖ καί ἀπό ἔγγαμη γυναίκα , εἶναι ἑπόμενο, νά πιστεύει στήν εἰσαγωγή κουταλιῶν γιά τή Μετάληψη. Πράγματι, ἡ Ἁγία Λαβίδα συμβολίζει τήν Ἀειπάρθενο Παναγία, ἐνῶ ὁ Χριστομηδενισμός (τῶν κουταλιῶν) πρεσβεύει τή φθαρτότητα τοῦ Χριστοῦ. Ἡ πολεμική ἐναντίον τῆς Θεοτοκίας Ἀειπαρθενίας ταυτίζεται ἀπόλυτα μέ τήν ἀλλότρια τοῦ Ὀρθοδόξου δόγματος θέση περί ἀλλαγῆς τοῦ τρόπου Μεταλήψεως, χωρίς νά ὑφίσταται οὐδεμία πρακτική ἀνάγκη περί τούτου, παρά μόνο ἀπιστία.

Σημ. «Ο.Τ.»: Παραλείπομεν τάς παραπομπάς, καθώς ὁ ἀναγνώστης δύναται νά προμηθευθῆ τό ἐξαιρετικόν πόνημα τοῦ συγγραφέως μέ τίτλον «Οἱ ἀποδομητές τῆς θεολογίας» καί νά διεξέλθη τό πλούσιον ὑλικόν.

https://orthodoxostypos.gr