Σάββατο 5 Μαρτίου 2022

'Η ζωή καί οἱ ἀγῶνες τοῦ Γέροντος π. Κλεόπα Ρουμάνου 'Ησυχαστοῦ καί Διδασκάλου

«Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ»

'Αρχιμ. π. 'Ιωαννικίου Μπάλαν

 'Η ζωή καί οἱ ἀγῶνες τοῦ Γέροντος

π. Κλεόπα

Ρουμάνου 'Ησυχαστοῦ καί Διδασκάλου

 Μετάφρασις-ἐπιμέλεια

ὑπό Μοναχοῦ Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου

 

ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ

ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ

1999

 

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Τό βιβλίο: <'Η ζωή καί οἱ ἀγῶνες τοῦ 'Αρχιμανδρίτου π. Κλεόπα 'Ηλίε γραμμένο ἀπό τόν Πανοσιώτατο 'Αρχιμανδρίτη π. 'Ιωαννίκιο Μπάλαν εἶναι μία πλούσια καί καθαρή παρουσία τῆς ζωῆς καί τῆς δράσεως ἑνός ὀρθοδόξου Ρουμάνου Μοναχοῦ, πού εἶναι γνωστός στόν ὀρθόδοξο κόσμο. Τό παρόν βιβλίο ἔχει γραφεῖ ἀπό ἕνα καλό γνώστη τῆς ζωῆς τοῦ π. Κλεόπα καί τῶν περισσοτέρων ταπεινῶν καί ὁσίων Μοναχῶν τῆς ἐποχῆς μας. Αὐτό τό βιβλίο εἶναι μία πνευματική εἰκόνα τοῦ ἔργου τοῦ 'Αγίου Πνεύματος μέσα στήν ζωή ἑνός Προσώπου τό ὁποῖο προσφέρθηκε ἀπό τήν νεότητά του στόν Χριστό. Εἶναι μία ἁπαλή καί καθαρή  λαμπάδα πού μᾶς φωτίζει γιά τήν ζωή καί τά ἔργα τοῦ μακαριστοῦ π. Κλεόπα. Εἶναι μία λαμπάδα πού μᾶς φωτίζει νά γνωρίσουμε τίς προσπάθειες, τίς νίκες, τούς ἀγῶνες καί τίς χαρές ἑνός μεγάλου 'Ηγουμένου, Πνευματικοῦ Πατρός καί ἀκούραστου 'Ιεραποστόλου τῶν ἡμερῶν μας, τοῦ ὁσιωτάτου Γέροντος π. Κλεόπα.

Πρώτιστος σκοπός   τοῦ βιβλίου εἶναι νά παρουσιάση γραπτῶς ζωντανή τήν μνήμη τῆς πατρικῆς ἀγάπης τοῦ π. Κλεόπα στά πνευματικά του παιδιά,  στούς Χριστιανούς, στούς ἁπανταχοῦ τῆς Γῆς Προσκυνητές τῆς 'Ορθοδοξίας κατά τό δεύτερο ἥμισυ τοῦ εἰκοστοῦ αἰῶνος.

Οἱ δύο φωτεινοί στῦλοι τῆς 'Ορθοδοξίας, ὁ π. Δημήτριος Στανιλοάε καί ὁ π. Κλεόπας οὐδέποτε  ἐχώρισαν  τήν θεολογία ἀπό τήν πνευματικότητα, οὔτε τήν ἱστορία τοῦ Ρουμανικοῦ ῎Εθνους ἀπό τήν καθολική 'Ορθόδοξη Πίστι.

Εἶναι γεγονός ὅτι τό πνευματικό, θεολογικό καί ἱεραποστολικό ἔργο τοῦ π. Κλεόπα, τό ὁποῖον  μνημονεύεται στό παρόν βιβλίο, συνεχίζει νά ἐκτιμᾶται καί νά ὑπολογίζεται σάν ἕνας καρπός πνευματικός ἀπό ὅλους τούς Χριστιανούς μας. Μ' αὐτή τήν προϋπόθεσι, ἡ παρουσίασις τῆς ζωῆς καί τῶν ἀσκητικῶν ἀγώνων τοῦ π. Κλεόπα ἀποτελεῖ ἕνα ψυχωφελές ἐντρύφημα γιά ὅλους μας.

'Επευλογοῦμε μέ χαρά τήν ἔκδοσι αὐτοῦ τοῦ βιβλίου στόν ἐκδοτικό Οἶκο <ἐᾇᾳᾁᾳἐἀὲ> καί ἔχομε τήν πεποίθησι ὅτι αὐτή ἡ ἔκδοσι θά βοηθήση πολλούς νά αἰσθανθοῦν τήν ζωντανή παρουσία τῆς προσευχῆς καί τῆς ἀγάπης τοῦ πατρός Κλεόπα στήν ζωή τῆς 'Εκκλησίας μας.

Συγχαίρομε τόν συγγραφέα γιά τόν ζῆλο καί τήν ἀγάπη μέ τήν ὁποία ἔγραψε αὐτό τό βιβλίο-Μαρτυρία, πού πηγάζει ἀπό τήν μαθητεία του ὡς ὑποτακτικοῦ στόν π. Κλεόπα.

Παρακαλοῦμε τόν 'Αναστάντα Κύριό μας 'Ιησοῦ Χριστό νά χαρίση στούς ἀναγνῶστας αὐτοῦ τοῦ βιβλίου χαρά γιά νά καταννοήσουν καί αἰσθανθοῦν πῶς ἐργάζεται τό ῞Αγιο Πνεῦμα σ' αὐτούς πού ἀγαποῦν Αὐτόν καί τήν 'Εκκλησία Του.

 

Μητροπολίτης Μολδαβίας καί Μπουκοβίνας Δανιήλ

 

῞Αγιο Πάσχα

'Ιάσιο, 11 'Απριλίου 1999.

 

 ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Μέ τήν ἀναχώρησι στόν Κύριο τοῦ μακαριστοῦ πατρός μας, 'Αρχιμανδρίτου Κλεόπα 'Ηλίε, στίς 2 Δεκεμβρίου 1998, αἰσθανόμεθα ὅλοι μας ὀρφανοί καί ἀπαρηγόρητοι πού δέν ἔχομε πλέον κοντά μας καί  ἀκοῦμε τίς συμβουλές τοῦ μεγαλυτέρου Πνευματικοῦ Πατρός τοῦ εἰκοστοῦ αἰῶνος.

'Η ζωή καί οἱ ἀσκητικοί του ἀγῶνες, ἡ σοφία, ἡ ταπείνωσίς του, ἔλαμψαν στό δεύτερο ἥμισυ αὐτοῦ τοῦ αἰῶνος καί ἐξεχύθησαν καί σ' ἄλλα 'Ορθόδοξα ῎Εθνη.

'Ως πνευματικά παιδιά τοῦ π. Κλεόπα πού χρηματίσαμε πάνω ἀπό 50 χρόνια, αἰσθανόμεθα ὑποχρέωσι νά τόν ἀκολουθήσουμε στήν ζωή του, ἀνάλογα μέ τίς ἀσθενικές μας δυνάμεις καί, ταυτόχρονα, νά γράψωμε τά θαυμαστά ἔργα καί τόν ἀγῶνα του, γιά νά παραμείνουν στίς ἐπερχόμενες γενεές, τόσο τῶν Μοναχῶν, ὅσο καί τῶν λαϊκῶν Χριστιανῶν μας.

Μέ τήν εὐλογία τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου μας Μολδαβίας καί Μπουκοβίνας κ. κ. Δανιήλ, ἑτοιμάσαμε γιά ἔκδοσι, ὅσο μᾶς ἦτο δυνατόν, ἕνα εἰδικό τόμο μέ τά ἔργα καί τούς ἀγῶνες τοῦ μακαριστοῦ π. Κλεόπα 'Ηλίε ἀπό τήν γέννησί του μέχρι τόν θάνατό του. Τό βιβλίο αὐτό τιτλοφορεῖται: <'Η ζωή καί οἱ ἀγῶνες τοῦ 'Αρχιμανδρίτου π. Κλεόπα 'Ηλίε>.

Τό βιβλίο αὐτό ἔχει σκοπό νά ἀναφερθῆ ἐπακριβῶς καί χρονολογικῶς γιά τήν ζωή καί τά θαυμαστά ἔργα τοῦ π. Κλεόπα, τόσο στήν οἰκογενειακή του ἑστία, ὅσο καί στούς κόλπους τοῦ μοναχισμοῦ, ὅπου ἔζησε περισσότερα ἀπό 70 χρόνια.

Στό πρῶτο μέρος κατεχώρησα περιληπτικῶς μερικές βασικές φάσεις ἀπό τήν οἰκογενειακή ζωή τοῦ π. Κλεόπα.

Στό δεύτερο μέρος ἀναφέρθηκα διεξοδικῶς στήν ζωή καί τούς πνευματικούς του ἀγῶνες καί τῶν ἀδελφῶν του, πού ἀποτελοῦν ἀληθινά ὑποδείγματα ζωῆς ἐν Χριστῶ.

Στό τρίτο μέρος ἐπρόσθεσα ἕνα εἰδικό κεφάλαιο μέ πνευματικούς λόγους τούς ὁποίους συνέλεξα διά μέσου τῶν ἐτῶν, τόσο ἀπό τόν π. Κλεόπα προσωπικά, ὅσο καί ἀπό τούς μαθητάς του. Μερικοί εἶναι ἀληθινοί πνευματικοί μαργαρίτες, γεμᾶτοι ἀπό σοφία καί χάρι.

Εὐχαριστοῦμε γι'αὐτό τό ἔργο τόν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη μας, ὁ ὁποῖος ἐνέκρινε τήν ἔκδοσι αὐτοῦ τοῦ βιβλίου, πού τόσο πολύ τό περιμένουν οἱ Μοναχοί, οἱ ἱερεῖς, οἱ διανούμενοι καί οἱ Πιστοί τῆς Χώρας μας.

Εἴθε ὁ Πανάγαθος Θεός μας νά εὐλογήση αὐτήν τήν πνευματική προσφορά μας γιά νά παρηγορήση καί ὠφελήση ἀπό κοινοῦ ὅλους τούς ἐραστάς τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ καί πρός αἰώνιο ἀνάπαυσι τοῦ πνευματικοῦ μας πατρός Κλεόπα.

 'Αρχιμανδρίτης π. 'Ιωαννίκιος Μπάλαν

 Εὐαγγελισμός τῆς Θεοτόκου    25η Μαρτίου 1999.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

'Η πατρική οἰκία

'Ο ἀξιομακάριστος Πνευματικός μας πατήρ Κλεόπας 'Ηλίε, γεννήθηκε στήν Κοινότητα Σουλίτσα τοῦ νομοῦ Μποτοσάνι, στίς 10 'Απριλίου 1912.

Οἱ γονεῖς του, 'Αλέξανδρος καί ῎Αννα, ἦσαν ἕνα ζωντανό παράδειγμα χριστιανικῆς ζωῆς, διότι ἀγαποῦσαν τόν Θεό, τήν 'Εκκλησία καί τά παιδιά τους. Οὐδέποτε ἀπουσίαζαν ἀπό τίς 'Ιερές 'Ακολουθίες. ῎Εκαναν τήν ἐλεημοσύνη, προσηύχοντο πολύ μαζί μέ τά παιδιά τους καί εἶχαν μία ζωή ἁγνή καί εὐλογημένη ἀπό τόν Χριστό. Τό σπίτι τους ἦτο σάν μιά ἐκκλησία, ὅπως μᾶς ἐδιηγεῖτο κι ὁ ἴδιος ὁ πατήρ Κλεόπας: <Εἴχαμε ἕνα ὁλόκληρο  δωμάτιο μόνο μέ εἰκόνες. ῞Ενα εἶδος παρεκκλησίου. 'Εκεῖ προσευχόμασταν. 'Ακόμη καί τά μεσάνυκτα σηκωνόμασταν καί ἐκάναμε προσευχή>. Δέν ἀκούοντο μεταξύ τους ὕβρεις, πάθη μέθης καί ἀσωτίας, διαμάχες γιά περιουσίες καί διαζύγια, ἀλλά ἡ ζωή τους κυλοῦσε σάν τό γάργαρο νερό πού τρέχει καθημερινά ἀπό τήν πηγή. ῎Ετσι εἶχαν διδαχθῆ ἀπό τούς προγόνους τους καί αὐτή ἦτο ἡ χριστιανική παράδοσις  σ' ἐκεῖνο τόν τόπο.

Δέν εἶναι τυχαῖο τό γεγονός ὅτι γεννήθηκαν σ' αὐτή τήν περιοχή, μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, πολλοί ἄνθρωποι, πού ἀνάμεσά τους δέν ἦσαν ὀλίγοι  Μοναχοί, 'Ιερεῖς, ἐκλεκτοί 'Ιεράρχες καί ὅσιοι, ὅπως ὁ ἅγιος 'Ιωάννης ὁ Νέος, ὁ Χοζεβίτης ἀπό τήν Μονή Νεάμτς (1913-1960) καί  μάλιστα ὁ μεγαλόσχημος ἱερομόναχος π. Παῒσιος 'Ολάρου, Πνευματικός πατήρ τοῦ π. Κλεόπα. 'Ανάμεσα σ' αὐτούς δέν θά σφάλλουμε, ἐάν ἀπαριθμήσουμε καί τόν μακαριστό μας τώρα π. Κλεόπα, πού ἦτο Πνευματικός Πατήρ ὅλων μας.

Αὐτός ἐξελέγη ἀπό τόν Θεό ἀπό τήν γέννησί του γιά νά διδάξη πνευματικά καί παρηγορήση τόσο τούς μοναχούς, ἱερεῖς καί ἱεράρχες, ὅσο καί τό μέγα πλῆθος τῶν Πιστῶν μας Χριστιανῶν. 'Η πανοσιότης του ἦτο Πνευματικός καί  κοινός καθοδηγητής ὅλων αὐτῶν πού ζητοῦσαν τίς προσευχές του καί ἐπιθυμοῦσαν ν' ἀκολουθήσουν τόν Χριστό. 'Η παρουσία του στόν αἰῶνα μας ἦτο μία εὐλογία γιά ὁλόκληρη τήν Χώρα μας.

'Η πατρική του οἰκία στήν ὁποία γεννήθηκε ὁ 'Αρχιμανδρίτης π. Κλεόπας 'Ηλίε ἦτο μία ζωντανή ἐκκλησία πού δέν ἔκλεινε γιά κανέναν ἄνθρωπο τοῦ χωριοῦ. 'Εκεῖ ἐρχόταν καί λειτουργοῦσε ὁ ἐνάρετος ἱερεύς τοῦ καιροῦ ἐκείνου, ὁ π. Γεώργιος Κυριάκου. καί, ὅπως μᾶς ἔλεγε ὁ ἴδιος ὁ π. Κλεόπας, οἱ κάτοικοι τοῦ χωριοῦ Σουλίτσα ἄκουγαν τόν ἱερέα τους, ὡσάν τόν ἴδιο τόν Χριστό καί τίποτε δέν ἔκαναν χωρίς τήν συμβουλή καί εὐλογία του. Γι'αὐτό, λοπόν, ἡ ζωή τους κυλοῦσε φυσιολογικά. 'Η ἐκκλησία τους ἦτο γεμάτη ἀπό Πιστούς, ἐνῶ τά ἀμέτρητα παιδιά ἦσαν τό στολίδι τοῦ χωριοῦ.

῎Ετσι ἦσαν τά ρουμανικά μας χωριά, στίς πρῶτες δεκαετίες τοῦ εἰκοστοῦ αἰῶνος! Γι' αὐτό καί ἡ οἰκογένεια τῶν γονέων του εὐλογήθηκε ἀπό τόν Θεό μέ δέκα παιδιά, ἀπό τά ὁποῖα τά δύο ἀπέθαναν μικρά, ἐνῶ τά ὑπόλοιπα ὀκτώ (τέσσερα ἀγόρια καί τέσσερα κορίτσια) ἐπέζησαν.

 

Οἱ γονεῖς του

 

'Ο Πατέρας του

Κατά τήν παράδοσι τοῦ τόπου ἐκείνου, οἱ πρόγονοι τοῦ πατέρα του ἦσαν ὀνομαστοί κτηνοτρόφοι προβάτων, πού προήρχοντο ἀπό τήν Κοινότητα Σαλίστεα τοῦ Σιμπίου. 'Από ἐκεῖ, λόγω τῶν θρησκευτικῶν πολέμων ἐναντίον τῶν Οὐνιτῶν καί Παπικῶν τοῦ 18ου αἰῶνος, ἀναγκάσθηκαν νά ἐγκαταλείψουν τήν Τρανσυλβανία (Δυτική Ρουμανία) καί μετώκησαν στήν Μολδαβία ἐγκατασταθέντες στόν Νομό Μποτοσάνι. 'Από τούς παπποῦδες του διατηρεῖται ἡ ἱστορία ἀπό μνήμης ὅτι ἐπέρασαν τά Καρπάθια ῎Ορη στήν Μολδαβία τρία κατά σάρκα ἀδέλφια μέ τό ἐπώνυμο 'Ηλίε. ῞Ενας ἀπ' αὐτούς ἐγκαταστάθηκε στόν Νομό Μποτοσάνι κι ἔγινε ὁ πρόγονος τοῦ πατρός Κλεόπα.

'Ο δεύτερος ὁμοίως ἀναδείχθηκε μεγάλος κτηνοτρόφος προβάτων καί ἐγκαταστάθηκε στήν Κοινότητα Πιπιρίγκ τοῦ νομοῦ Νεάμτς. Αὐτός εἶχε τελευταῖο ἀπόγονο τόν Γρηγόριο 'Ηλίε, ὁ ὁποῖος ἀπέθανε πρό ὀλίγων ἐτῶν. 'Ο τρίτος ἀδελφός ἔγινε ἐρημίτης στό ῞Αγιον ῎ορος, ὅπου καί ἀνεπαύθηκε ἐν Κυρίῳ.

'Ο 'Αλέξανδρος 'Ηλίε, πατέρας τοῦ π. Κλεόπα, γεννήθηκε στίς 12 Σεπτεμβρίου τοῦ ἔτους 1871 στήν Κοινότητα Σουλίτσα τοῦ νομοῦ Μποτοσάνι. ῏Ηταν ἕνας ἄνδρας ὑψηλός, σιωπηλός καί καλός νοικοκύρης. Τό ἔτος 1902, νυμφεύθηκε τήν ῎Αννα Μπαρτσέα ἀπό τό γειτονικό χωριό Δρασκάνι κι ἔκαναν τόν γάμο τους στήν ἐκκλησία μέ ἱερέα τόν π. Γεώργιο Κυριάκου, ὁ ὁποῖος ἀργότερα τούς ἐβάπτισε καί τά 10 παιδιά τους.

'Ο 'Αλέξανδρος ἀσχολήθηκε ἰδιαίτερα μέ τήν γεωργία, τήν διατροφή ἀγελάδων καί μέ τό ζωεμπόριο ὄντας ἀπό τούς πρώτους νοικοκυραίους τοῦ χωριοῦ. Εἶχε 150 πρόβατα, πάνω ἀπό 20 μοσχάρια καί 300 στρέμματα χωράφια.

Γιά τόν πατέρα του ἔγραφε τά ἑξῆς ὁ π. Κλεόπας: <'Ο Θεός νά συγχωρήση τόν πατέρα μου. ῏Ηταν ἕνας ὑψηλός ἄνδρας, φαλακρός μέ μακριά ἄσπρα γένεια καί πολύ πιστός Χριστιανός. Σέ κάθε γιορτή ἐπήγαινε μέ τά παιδιά του στήν ἐκκλησία. 'Ακόμη βοηθοῦσε τούς πτωχούς. Κανείς δέν τόν εἶδε ποτέ νά μεθᾶ ἤ νά ὑβρίζη ἤ νά καπνίζη ἤ νά κάνη κάτι παρόμοιο ἀπ' αὐτά τά κοσμικά πράγματα.

Τό πρωῒ, ὅταν ἐμεῖς πηγαίναμε στό σχολεῖο, ἡ μητέρα μας μᾶς ἔλεγε νά  φᾶμε κάτι ἤ νά πάρουμε κάτι στόν ντορβᾶ μας. 'Αλλά ὁ πατέρας μας τῆς ἔλεγε: <῎Οχι! ῎Αφησέ τα, δέν θά πεθάνουν!> 'Ενῶ, ὅταν ἐρχόμασταν ἀπό τό σχολεῖο, τρώγαμε πρῶτα τό ἀντίδωρο καί μετά τό φαγητό. Τά ἀδέλφια μου, ἰδιαίτερα ὁ ἀδελφός μου Μιχαήλ, δέν ἔτρωγαν τίποτε, μέχρι νά τελειώσουν τήν ἀνάγνωσι τοῦ Ψαλτηρίου.

῎Αν δέν προσευχόμασταν ἔστω μία ὥρα, δέν μᾶς ἔδινε νά φᾶμε τίποτε. ῞Οταν δέν εἴχαμε νηστεία, μᾶς ἔλεγε: <Μή τρώγετε τώρα. ῞Οταν ἐπιστρέψετε τό ἀπόγευμα ἀπό τό σχολεῖο. Δέν εἶσθε γουρούνια γιά νά τρῶτε πρωῒ-πρωῒ>.

Δέν ἤξερε νά διαβάζη βιβλία, ἀλλά εἶχε μέσα του τόν φόβο τοῦ Θεοῦ. Νά κοιμηθῆ κάποιος τό βράδυ χωρίς νά προσκυνήση τίς εἰκόνες καί χωρίς νά προσευχηθῆ;  ῎Η νά καθίση στό τραπέζι γιά φαγητό χωρίς νά ποῦμε ὅλοι μαζί τό <Πάτερ ἡμῶν. . . >;  ῎Η νά ἀκούση ὅτι κάποιο παιδί ὕβρισε, ἤ ἐκάπνισε ἤ ἔκλεψε κάτι; Δέν ἀνεχόταν τίποτε ἀπ' αὐτά στόν ἅπαντα αἰῶνα. Εἶχε κρεμασμένο σ' ἕνα πάσσαλο ἕνα λουρί, πού τό ὠνόμαζε <'Ο ἅγιος Νικόλαος>. 'Εάν σέ συνελάμβανε νά κάνης κάτι κακό, ὁ Θεός νά σέ φυλάξη! Μᾶς ἔλεγε: < Μά, ξέχασες τόν ῞Αγιο Νικόλαο; Τρέξε ἀμέσως στήν προσευχή! ῎Εχεις δύο μάτια, ξέρεις νά διαβάζης, διάβασε τό Ψαλτήρι καί τό Προσευχητάριο!>

Κάποτε, μᾶς διηγεῖται ὁ π. Κλεόπας,  ἐπιστρέφοντας ἀπό τό σχολεῖο, βρῆκα στόν δρόμο μία λαιμαριά ἀλόγου. Χάρηκα πολύ καί τήν μετέφερα στό σπίτι. ῞Οταν μέ εἶδε ὁ πατέρας μου, μ' ἐρώτησε ἀπό ποῦ τήν ἔκλεψα. 'Εγώ τοῦ εἶπα ὅτι <τήν βρῆκα καί σκέφθηκα νά τήν πάρω γιατί μπορεῖ νά μᾶς εἶναι χρήσιμη>. 'Αλλά ὁ πατέρας μου μοῦ εἶπε ἀποφασιστικά: <Πήγαινε καί ἄφησέ την ἐκεῖ πού τήν βρῆκες, διότι δέν τήν ἔβαλες ἐσύ ἐκεῖ>.

<Αὐτός ἦτο στό σπίτι μας μία λαμπάδα ἀναμμένη. ῏Ητο ἕνας σκληρός καί δίκαιος διοικητής μας>.

῞Οταν ἔφθασε στήν ἡλικία τῶν 72 ἐτῶν ὁ 'Αλέξανδρος 'Ηλίε παρέδωσε τήν ψυχή του στά χέρια τοῦ Χριστοῦ στίς 23 Φεβρουαρίου 1943.

 

'Η μητέρα του.

'Η ῎Αννα 'Ηλίε γεννήθηκε στίς 10 'Οκτωβρίου 1876 ἀπό εὐσεβεῖς γονεῖς πού ἠσχολοῦντο μέ τήν γεωργία. Τό ἔτος 1902 ὑπαντρεύθηκε μέ τόν 'Αλέξανδο μέ τόν ὁποῖον ἀπέκτησαν 10 παιδιά. 'Απ' αὐτά 4 ἀγόρια καί ἕνα κορίτσι ἀκολούθησαν τόν μοναχικό βίο.

'Η ῎Αννα ἦτο ἁπλῆ γυναῖκα, κοντόσωμη, ἀγράμματη, ἀλλά μέ μία δυνατή μνήμη. Συχνά ἔκλαιγε, διότι εἶχε τό χάρισμα τῶν δακρύων. 'Ο μεγαλύτερος πόνος της ἦτο ὅτι σχεδόν ὅλα τά παιδιά της ἀπέθαναν σέ νεαρά ἡλικία καί ὁ μόνος πού ἐπέζησε μέχρι τά βαθειά γεράματα ἦτο ὁ π. Κλεόπας. Τρία ἀγόρια καί ἕνα κορίτσι ἀπέθαναν στό Μοναστήρι καί τ' ἄλλα στό χωριό τους. Παρ' ὅλα αὐτά, δυναμώθηκε ἀπό τήν Χάρι τοῦ Κυρίου γιά νά ἠμπορέση νά σηκώση τόν σταυρό πού τῆς δόθηκε ἀπό ψηλά μέ τό θεῖο θέλημα.

'Επειδή ἔμεινε χήρα τό ἔτος 1943, μεταφέρθηκε ἀπό τόν π. Κλεόπα στό μοναστήρι Παλαιά 'Αγαπία, ὅπου καί ἐκάρη μοναχή τό ἔτος 1947 μέ τό ὄνομα 'Αγάθη. Μετά ἀπό 20 καί πλέον χρόνια, στίς 15 Σεπτεμβρίου 1968, ἡ μεγαλόσχημη μοναχή 'Αγάθη μετώκησε στίς αἰώνιες μονές σέ ἡλικία 92 ἐτῶν.

 

Τά παιδιά τῆς οἰκογένειας 'Αλεξάνδρου καί ῎Αννας 'Ηλίε.

 

Μαρία

῏Ηταν ἡ μεγαλύτερη κόρη τῆς οἰκογενείας τους. Γεννήθηκε τό 1903. Αὐτή ἐφρόντισε γιά τά μικρότερα ἀδέλφια της καί τούς ἔδωσε μία καλή ἀνατροφή. 'Υπαντρεύθηκε στό χωριό τους καί ἀπέκτησε μία κόρη. Παρέμεινε χήρα σέ νεαρή ἡλικία. Μετά ἀπό λίγα χρόνια τῆς ἀπέθανε καί ἡ μοναχοκόρη της.

 

Βασίλειος.

 Γεννήθηκε τό 1905 καί ἦτο τό δεύτερο παιδί τῆς οἰκογενείας τους. Μαζί μέ τούς ἄλλους δύο νεωτέρους ἀδελφούς τόν Γεώργιο καί Κωνσταντῖνο, τόν μετέπειτα π. Κλεόπα, ἐφύλαγαν τά πρόβατα τῶν γονέων τους γύρω στά λειβάδια τῆς γειτονικῆς Σκήτης Κοζάντσεα.

'Εδῶ εἶχε πνευματικό σύμβουλο τόν ὀνομαστό ἱερομόναχο καί μεγαλόσχημο π. Παϊσιο 'Ολάρου, ὁ ὁποῖος ἦτο ἡσυχαστής στά δάση Κοζάντσεα.

Τό ἔτος 1929 ὁ Βασίλειος μπῆκε στήν 'Αδελφότητα τῆς Μονῆς Συχαστρία, κάτω ἀπό τήν πνευματική καθοδήγησι τοῦ 'Ηγουμένου π. 'Ιωαννικίου Μορόϊ. Μετά ἀπό δύο χρόνια ὑπακοῆς καί ἀσκήσεως μετατέθηκε στά οὐράνια τό καλοκαίρι τοῦ ἔτους 1931.

 

Γεώργιος (Μοναχός Γεράσιμος)

Γεννήθηκε τό ἔτος 1907. ῏Ητο πρᾶος, εὐλαβής καί σοφός ἄνθρωπος, ἀλλά πολύ σκληρός στόν ἑαυτό του. Καταρτίσθηκε πνευματικά στήν Σκήτη Κοζάντσεα μέ Γέροντα τόν ἀσκητή π. Παίσιο 'Ολάρου. Κατόπιν εἰσῆλθε στήν Μονή Συχαστρία κατά τό τέλος τοῦ 1927 καί ἐκαλογέρευσε μέ τό ὄνομα Γεράσιμος μοναχός. ῏Ηταν ὁ ἀγωνιστικώτερος ἀνάμεσα στούς ἄλλους ἀδελφούς του, διότι ἐνήστευε πολύ καί προσευχόταν ἀκατάπαυστα. ῎Ελεγε τό Ψαλτήρι ἀπό στήθους μιά φορά τήν ἡμέρα  ἐκεῖ στά λειβάδια πού ἔβοσκε τά πρόβατα τῆς Μονῆς του.

Μετά ἀπό ἕξι χρόνια μοναχικῆς ζωῆς, ἄφησε τά πνεῦμα του στά χέρια τοῦ Θεοῦ τό Φθινόπωρο τοῦ 1933.

 

Πορφυρία

Γννήθηκε τό 1910 καί παρέμεινε ἀνύπαντρη στήν ζωή της. Αὐτή ἐσήκωσε ὅλες τίς δυσκολίες τῆς οἰκογενειακῆς ζωῆς δουλεύοντας στά χωράφια καί φροντίζοντας γιά τ' ἄλλα μικρότερα ἀδέλφια της.

Κάποτε, ὅταν καλλιεργοῦσε τά χωράφια, ἀσθένησε καί παρεκάλεσε τόν ἀδελφό της Κωνταντῖνο νά τῆς διαβάση τό Ψαλτήρι. 'Ενῶ ἐκεῖνος ἐδιάβαζε, ἡ ἀδελφή του παρέδωσε τήν ψυχή της στά χέρια τοῦ Κυρίου.

 

Κωνταντῖνος (πατήρ Κλεόπας)

 Γεννήθηκε στίς 10 'Απριλίου 1912 καί ἦτο τό πέμπτο παιδί ἀπό τά δέκα τῆς οἰκογενείας τοῦ 'Αλεξάνδρου 'Ηλίε. 'Ακολούθησε μαθήματα ἐπί ἑπτά χρόνια στό Δημοτικό σχολεῖο τοῦ χωριοῦ του. Εἶχε μία ἐξαιρετικά δυνατή μνήμη μοιάζοντας πρός τοῦτο τῆς μητέρας του. 'Επί τρία χρόνια ἦτο κάτω ἀπό τήν πνευματική ἐποπτεία τοῦ ἱερομονάχου ἀσκητοῦ π. Παϊσίου 'Ολάρου.

Στίς ἀρχές Δεκεμβρίου τοῦ ἔτους 1929 μπῆκε στήν μοναστική 'Αδελφότητα τῆς Σκήτης Συχαστρία μαζί μέ τόν μεγαλύτερο ἀδελφό  του Βασίλειο. Μετά ἀπό τρία χρόνια πειρασμῶν ἔγιναν τελικά δεκτοί σ' αὐτή τήν Μονή ἀνήμερα τῆς μνήμης τοῦ 'Αγίου Σπυρίδωνος τοῦ 1932.

Μέχρι τό ἔτος 1935 ὁ Κωνσταντῖνος ἔβοσκε τά πρόβατα τῆς Σκήτης Συχαστρία μαζί μέ τ' ἄλλα ἀδέλφια του. Μετά κλήθηκε νά στρατευθῆ στήν πόλι Μποτοσάνι. 'Επέστρεψε πάλι στήν Συχαστρία τό Φθινόπωρο τοῦ 1936 καί ἐκάρη μοναχός στίς 2 Αὐγούστου τοῦ 1937 παίρνοντας τό ὄνομα Κλεόπας. Κατόπιν συνέχισε τό διακόνημα τοῦ τσομπάνη τῶν προβάτων μέχρι τό καλοκαίρι τοῦ ἔτους 1942,  βοηθούμενος κι ἀπό τούς μοναχούς Γαλακτίωνα 'Ηλίε καί 'Αντώνιο 'Ολάρου.

Τόν 'Ιούνιο τοῦ 1942 ἐγκαταστάθηκε στήν Σκήτη καί ὡρίσθηκε ἀναπληρωτής τοῦ  'Ηγουμένου, δεδομένου ὅτι ὁ τότε ὁ 'Ηγούμενος π. 'Ιωαννίκιος Μορόϊ ἦτο ἀσθενής.

Στίς 27 Δεκεμβρίου τοῦ ἔτους 1944 ὁ μοναχός Κλεόπας χειροτονήθηκε διάκονος, ἐνῶ στίς 23 'Ιανουαρίου 1945 χειροτονήθηκε ἱερομόναχος ἀπό τόν 'Επίσκοπο Γαλακτίωνα Κόρδουν, πού ἦτο τότε ἡγούμενος τῆς Μονῆς Νεάμτς. 'Απ' αὐτή τήν χρονολογία ὁ π. Κλεόπας ἦτο ἐπισήμως  ὁ 'Ηγούμενος τῆς Σκήτης Συχαστρία.

Τό ἔτος 1947 ἡ Συχαστρία ἀριθμοῦσε περί τούς 60 μοναχούς. Τότε ἀνακηρύχθηκε σέ Μοναστήρι, ἐνῶ ὁ ἱερομόναχος π. Κλεόπας ἔλαβε τόν τίτλο τοῦ ἀρχιμανδρίτου ἀπό τόν πατριάρχη Ρουμανίας Νικόδημο.

Τό ἔτος 1948, ἐπειδή τόν παρακολουθοῦσαν  ὕποπτα ὄργανα τῆς Πολιτείας, ἀνεχώρησε στό δάσος γιά ἕξι μῆνες γύρω ἀπό τήν Μονή Συχαστρία.

Στίς 30 Αὐγούστου τοῦ 1949 ἐξελέγη 'Ηγούμενος τῆς Μονῆς Σλάτινα τῆς ἐπαρχίας Σουτσεάβας καί μετέβη ἐκεῖ μέ 30 μοναχούς ἀπό τήν Μονή Συχαστρία ἐν ὄψει τῆς πρώτης δεκαετίας τοῦ πατριάρχου 'Ιουστινιανοῦ. Στήν θέσι του ἔβαλαν ὡς ἡγούμενο τόν ἱερομόναχο 'Ιωήλ Γεωργίου.

Στό Μοναστήρι Σλάτινα θεμελιώνεται μία καινούργια 'Αδελφότητα, ὁ ὁποία ἔφθασε τούς 80 μοναχούς. Μεταξύ τῶν ἐτῶν 1952- 1954, καταδιώχθηκε ἀπό τό ἀθεϊστικό καθεστώς καί μαζί μέ τόν π. 'Αρσένιο Παπατσιώκ ἀνεχώρησαν κι ἐκρύβησαν στά βουνά Στηνισιοάρα. Μετά ἀπό δύο καί πλέον χρόνια ἐρημικῆς ζωῆς ἐπέστρεψε στό Μοναστήρι του μέ  ἐντολή τοῦ πατριάρχου 'Ιουστινιανοῦ.

Τό ἔτος 1956 ἐπέστρεψε στήν Μονή τῆς Μετανοίας του, τήν Συχαστρία, ἐνῶ τήν ἄνοιξι τοῦ 1959 ἀνεχώρησε γιά τρίτη φορά γιά τά βουνά Νεάμτς, ὅπου ἀσκήτευσε περισσότερο ἀπό πέντε χρόνια.

Τό Φθινόπωρο τοῦ 1964 ἐπέστρεψε στό Μοναστήρι Συχαστρία, ὅπου ἐργάσθηκε ὡς Πνευματικός καί σοφός σύμβουλος ὁλοκλήρου τῆς 'Αδελφότητος καί τῶν Χριστιανῶν μας ἐπί 34 χρόνια, δηλ, μέχρι στίς 2 Δεκεμβρίου 1998, ὁπότε καί παρέδωσε τήν ἁγία ψυχή του στά χέρια τοῦ Χριστοῦ.

 

Αἰκατερίνα

῏Ητο ἡ τρίτη ἀδελφή τοῦ π. Κλεόπα. Γεννήθηκε τό 1914. 'Αφοῦ τελείωσε τό Δημοτικό σχολεῖο τοῦ χωριοῦ της, ἀγάπησε τήν ἀγγελική ζωή καί μπῆκε στό Μοναστήρι Παλαιά 'Αγαπία, ὅπου ἀγωνίσθηκε πολλά χρόνια. Μετά ἀνεχώρησε γιά τό Μοναστήρι τοῦ 'Αγάθωνος τοῦ νομοῦ Μποτοσάνι καί πέρασε στήν αἰωνιότητα ἀπό τήν νεαρή της ἀκόμη ἡλικία σ' αὐτό τό Μοναστήρι.

 

Μιχαήλ

*Ηταν ὁ τέταρτος ἀδελφός τοῦ π. Κλεόπα. Γεννήθηκε τό ἔτος 1917. Μαζί μέ τούς ἀδελφούς του ἐποίμανε τά πρόβατα στά λειβάδια τῆς Σκήτης Κοζάντσεα γιά πολλά χρόνια. Τό ἔτος 1934 προσλήφθηκε ὡς ὑποτακτικός στό Μοναστήρι Ντουρέου, ὅπου καί ἀγωνίσθηκε μερικά χρόνια. Κατόπιν ἀνεχώρησε ἀπό τήν Σκήτη Κοζάντσεα καί μετ' ὀλίγο καιρό παρέδωσε τήν ψυχή του στά χέρια τοῦ Κυρίου τό ἔτος 1940.

 

'Αρετή

Γεννήθηκε τό 1920. 'Ακολούθησε τό Σχολεῖο τοῦ χωριοῦ της καί βοήθησε πολύ τούς γονεῖς της στίς γεωργικές ἐργασίες. ῞Οπως καί τ' ἄλλα ἀδέλφια της, ἐπῆγε πρός τόν Κύριο ἀπό τήν ἐφηβική της ἡλικία γιά νά χαίρεται πάντοτε μέ τίς ἀγγελικές τάξεις.

 

῎Αλλοι δύο ἀδελφοί.

'Η ῎Αννα 'Ηλίε γέννησε καί ἄλλα δύο παιδιά, τῶν ὁποίων τά ὀνόματα δέν μᾶς εἶναι γνωστά. 'Απέθαναν στήν βρεφική τους ἡλικία καί ἐτάφησαν στό Κοιμητήριο τοῦ χωριοῦ τους.

 

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

Η ΖΩΗ ΚΑΙ ΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΤΟΥ

'Η ἀφιέρωσίς του στήν Θεοτόκο.

Δύο μῆνες μετά τήν γέννησί του, τό βρέφος Κωνσταντῖνος ἀρώστησε βαρειά. Γιά ἕνα διάστημα δέν ἔτρωγε σχεδόν τίποτε καί μόνο ἔκλαιγε ἡμέρα καί νύκτα. ῞Ολοι στό σπίτι ἀγωνιοῦσαν καί φρόντιζαν, ὅσο ἠμποροῦσαν, γιά νά ζήση.

Μή γνωρίζοντας τί ἐπί πλέον νά κάνη ἡ μητέρα του, θυμήθηκε τήν συμβουλή ἑνός Γέροντος τοῦ χωριοῦ νά πάη μέ τό ἄρρωστο μωράκι της στόν τότε φημισμένο Πνευματικό π. Κόνωνα Γαβριλέσκου τῆς Σκήτης Κοζάντσεα. Αὐτός ἦτο μέγας ἐξορκιστής τῶν δαιμόνων καί θεραπευτής πολλῶν ἀσθενῶν μέ τίς προσευχές του.

Φθάνοντας στό κελλί τοῦ Πνευματικοῦ π. Κόνωνος, ὅπου περίμενε πολύς κόσμος, τοῦ εἶπε τήν δυστυχία της κλαίγοντας γοερά:

Τί νά κάνω, Πάτερ, μ' αὐτό τό παιδί μου. 'Εδῶ κι ἀρκετό καιρό δέν τρώγει τίποτε καί μόνο κλαίει. Φοβοῦμαι μήπως μοῦ πεθάνει.

Ξέρεις τί θά κάνης; Νά τό ἀφιερώσης στήν Παναγία.

Πῶς νά τό ἀφιερώσω στήν Παναγία;

Νά, πῶς, τῆς εἶπε αὐτός. Πάρε τό παιδί στήν ἀγκαλιά σου καί τοποθέτησέ το μπροστά στήν εἰκόνα τῆς Κυρίας Θεοτόκου καί πές αὐτά τά λόγια: <Παναγία μου σοῦ προσφέρω αὐτό τό παιδί, τό ὁποῖο εἶναι ἄρρωστο! Κάνε ἐσύ ὅ, τι γνωρίζεις μ' αὐτό γιά νά γίνη καλά>.

Τότε ἡ μητέρα τοῦ παιδιοῦ προσκύνησε μέ δάκρυα τήν Εἰκόνα   τῆς Παναγίας καί, κάνοντας τρεῖς μετάνοιες, τῆς εἶπε κλαίγοντας: <Παναγία μου, σοῦ χαρίζω αὐτό τό παιδί μου. Εἶναι ἄρρωστο καί κλαίει πάντοτε. Κάνε μ' αὐτό ὅ, τι νομίζεις>. Καί ἔμεινε μπροστά στήν ἁγία Εἰκόνα της περί τίς τρεῖς ὧρες.

Ματά ὁ ἱερεύς, ἀφοῦ λειτούργησε, κοινώνησε τό μωρό τῶν 'Αχράντων Μυστηρίων καί τοῦ διάβασε εὐχές γιά τήν ὑγεία του κι ἀπ' ἐκείνη τήν ὥρα ἔγινε ὑγιές. Αὐτό ἦτο ἕνα ἀληθινό θαῦμα τῆς Παναγίας μας, διότι ἀπό τήν στιγμή ἐκείνη ὁ Κωνσταντῖνος δέν ἀρώστησε πάλι σ' ὅλη τήν ζωή του, μέχρι τοῦ θανάτου του.

 Μ' αὐτό τόν τρόπο εὐλόγησε ἡ Παναγία μας τήν μητέρα ἐκείνη, πού ἐγέννησε πολλά παιδιά μέ τόν φόβο τοῦ Θεοῦ.

'Η παιδική του ἡλικία.

'Από μικρό παιδί, ὁ π. Κλεόπας εἶχε πολλή εὐλάβεια στήν Κυρία Θεοτόκο. Στήν ἡλικία τῶν 11 ἐτῶν ἔμαθε ἀπέξω τούς Χαιρετισμούς της, ὅπως ὁ ἴδιος μοῦ ἔλεγε: <῎Ημουν βουτηγμένος στίς λάσπες, λόγῳ τῆς δουλειᾶς μου καί τό Προσευχητάριο τό εἶχα κρυμμένο κάτω ἀπό τήν μασχάλη μου. Μέχρι πού θά ἐρχόταν ὁ πατέρας μου μέ τήν καρότσα, ἐγώ εὕρισκα χρόνο κι ἐδιάβαζα ἕνα Οἷκο, μάθαινα ἕνα Κοντάκιο. Κι ἔτσι ἔμαθα τόν 'Ακάθιστο ῞Υμνο τῆς Θεοτόκου>.

῞Ολα τ' ἀδέλφια του ἀγαποῦσαν τήν ἐγκράτεια ἀπό μικρά. 'Η μητέρα του, ἔλεγε, τούς ἔβαζε ἐνίοτε κρέας στό ταγάρι, τήν περίοδο πού δέν εἶχαν νηστεία. 'Αλλ' αὐτά δέν τό ἔτρωγαν. Τό ἔδιναν στούς ἄλλους κι αὐτά ἔτρωγαν λίγο ψωμί καί ὅ, τι ἄλλο εἶχαν.

Μᾶς ἔλεγε πάλι ὁ π. Κλεόπας ὅτι: <῞Οταν ἤμουν μικρός καί ἐπέστρεφα ἀπό τό σχολεῖο, περνοῦσα μέσα ἀπό ἕνα χωριό καί, βλέποντας ὅτι τ' ἄλλα παιδιά πετοῦσαν πέτρες ἐπάνω σέ μιά κόκκινη λαμαρίνα ἑνός σπιτιοῦ, ἄρχισα νά πετῶ κι ἐγώ. ῎Ακουσε ὁ δάσκαλός μας τόν θόρυβο, μᾶς ἔπιασε ὅλους καί μᾶς ἄρχισε στά χαστούκια. Τόν εὐχαριστῶ διότι μοῦ ἔδωσε καλό μάθημα καί τόν μνημονεύω μέχρι τώρα στήν προσευχή μου!>

῎Ελεγε ἡ μητέρα του γιά τόν Κωνσταντῖνο ὅτι ἀπό παιδί μισοῦσε τά κοσμικά πράγματα καί τά ἀπέφευγε. ῞Οταν μεγάλωσε καί πήγαινε μέ τά πρόβατα, ἄν συνέβαινε νά γίνεται γάμος σέ κάποιο χωριό καί ἄκουγε μουσική καί τραγούδια, δέν περνοῦσε ἀπ' ἐκεῖ, ἀλλά περνοῦσε μακριά ἀπό ἄλλο δρόμο κι ἔτσι ἔφθανε στό σπίτι μας.

Μέ τά πρόβατα στήν Σκήτη Κοζάντσεα.

Κάθε καλοκαίρι ὁ 'Αλέξανδρος 'Ηλίε διατηροῦσε μία στάνη μέ πρόβατα στούς λόφους καί τά ξέφωτα γύρω ἀπό τήν Σκήτη Κοζάντσεα, σέ ἀπόστασι πέντε χιλιόμετρων ἀπό τό χωριό του. 'Εμπιστευόταν τά πρόβατά του στά τρία μεγαλύτερα ἀγόρια του: Τόν Βασίλειο, Γεώργιο καί Κωνσταντῖνο, οἱ ὁποῖοι ἐγνώριζαν αὐτούς τούς εὐλογημένους τόπους ἀπό τήν παιδική τους ἡλικία. 'Επίσης σ' αὐτό τό μέρος εὑρισκόταν καί τό κελλί τοῦ ἐρημίτου π. Παϊσίου 'Ολάρου, πνευματικοῦ τους πατέρα.

Αὐτός ὁ μεγαλόσχημος ἱερομόναχος γεννήθηκε στήν Κοινότητα Μποτοσάνι  τό ἔτος 1897 καί ἐκοινοβίασε στήν 'Αδελφότητα τῆς Σκήτης Κοζάντσεα τό ἔτος 1922. 'Εδῶ ἀσκήτευσε 26 χρόνια μέσα σ' ἕνα μικρό ἐρημικό κελλί. 'Εδόξαζε τόν Θεό ἡμέρα καί νύκτα καί εἶχε πολλές πνευματικές παρηγοριές. 'Εξ αἰτίας τῆς σκληρᾶς του ἀσκήσεως ἔγινε περιζήτητος ἀπό πολλούς Χριστιανούς, τούς ὁποίους καί πνευματικά ἐνουθετοῦσε.

'Από τήν παιδική τους ἡλικία ὁ Κωνσταντῖνος καί τ' ἀδέλφια του ἐπήγαιναν συχνά στήν Σκήτη Κοζάντσεα, διότι ἀγαπιοῦντο πολύ ἀπό τόν π. Παῒσιο. Αὐτοί τόν βοηθοῦσαν στίς ψαλμωδίες, ἐργάζοντο στόν κῆπο κι ἐφρόντιζαν γιά ὅλες τίς ἀνάγκες τῶν γερόντων Πατέρων τῆς Σκήτης.

῎Ετσι ἐκπληρωνόταν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ ὥστε τά νέα αὐτά βλαστάρια νά καταρτίζωνται πνευματικά ἀπό μικρά, γιά τίς μεγάλες ἀργότερα μοναχικές τους ἀσκήσεις. 'Ενίοτε εἶχαν καί μερικούς πειρασμούς κι ἔτρεχαν στόν ἐρημίτη π. Παϊσιο καί τοῦ ζητοῦσαν πνευματικές συμβουλές. Καί ὁ ἅγιος τοῦ Θεοῦ ἄνθρωπος τούς συμβούλευε νά σιωποῦν πάντοτε, νά λέγουν ἀδιάκοπα τήν εὐχή τοῦ 'Ιησοῦ, νά κάνουν καθημερινά μετάνοιες, ἐνῶ τό βράδυ, μετά τό ἄρμεγμα τῶν προβάτων, νά διαβάζουν τούς Χαιρετισμούς τῆς Θεοτόκου καί τό Ψαλτήριο.

Οἱ ἀδελφοί ἦσαν ὑπάκουοι κι οὐδέποτε καταπατοῦσαν τά λόγια τοῦ Γέροντός Παϊσίου. 'Αλλά ὁ διάβολος τούς πείραζε ὅλο καί περισσότερο, διότι δέν ἠμποροῦσε νά ὑπομείνη καί νά νικᾶται ἀπό μερικά παιδιά, τά ὁποῖα τόν πολεμοῦσαν μέ τήν δύναμι τῶν εὐχῶν τοῦ Ψαλτηρίου. Γι' αὐτό ὁ νοητός ἐχθρός τούς προκαλοῦσε πολλούς πειρασμούς.

Κάποτε, ὅταν τά τρία αὐτά ἀδέλφια ἔπαιζαν μεταξύ τους, μέ ὑποκίνησι τοῦ πονηροῦ, ὁ ἕνας τόσο πολύ ἐτραυματίσθηκε ἀπό τούς ἄλλους, ὥστε νόμισαν ὅτι θά ἀποθάνη.

῎Αλλοτε πάλι ὁ διάβολος τούς ἐτρομοκράτησε στήν ὥρα τῆς προσευχῆς τους. ῞Οταν δηλ. ἐπροσηύχοντο τήν νύκτα, μερικοί σατανάδες ἄρχισαν νά κάνουν θόρυβο μέ τίς παλάμες τους καί νά φωνάζουν σάν τά γουρούνια. Στήν ἀρχή ὁ μικρότερος, ὁ Κωνσταντῖνος ἐρώτησε τούς ἄλλους: <'Ακοῦτε ἐσεῖς;> Τότε ὁ μεγαλύτερος ἀδελφός, ὁ Βασίλειος, τοῦ εἶπε: <Μή τούς δίνης σημασία! ῎Αφησέ τους, διότι αὐτά μόνο ἠμποροῦν νά κάνουν!>

Βλέποντας ὁ ἐχθρός  ὅτι τά τρία αὐτά ἀδέλφια τόν καίουν μέ τήν προσευχή τους καί μέ τήν νηστεία τους, τούς ἐπροκάλεσε μεγαλύτερο πειρασμό. Μιά βραδυά ἀργά, ὅταν καί οἱ τρεῖς ἐπροσηύχοντο γονατιστοί καί ἐδιάβαζαν καί τό Ψαλτήριο γύρω ἀπό τήν φωτιά πού εἶχαν στήν στάνη τῶν ζώων τους, ξαφνικά εἶδαν ἕνα παράξενο πουλί, σάν ἀετό πού ἐπήγαινε πρός τό μέρος τους. 'Ο μικρότερος ἀδελφός, ὁ Κωνσταντῖνος, ὄντας παιγνιδιάρης, ἄφησε τήν ἀνάγνωσι τοῦ Ψαλτηρίου καί εἶπε:

Κυττᾶξτε τί ὡραῖο πουλί εἶναι αὐτό!

Σώπασε, προσευχήσου καί μή μιλᾶς! Τοῦ εἶπε ὁ Βασίλειος.

'Ενῶ ὁ Κωνσταντῖνος παρατηροῦσε αὐτό τό παράξενο πουλί, τό ὁποῖο σίγουρα ἦτο ὁ διάβολος, ξαφνικά ἔπεσε μέσα στήν ἑστία τῆς φωτιᾶς, προκαλώντας μεγάλο θόρυβο καί σκορπίζοντας τά ἀναμμένα κάρβουνα. Τό ἀποτέλεσμα ἦτο ὅτι ἄναψε φωτιά ἡ στάνη τῶν ζώων. 'Εξ αἰτίας αὐτῆς τῆς φωτιᾶς ἐκάησαν τά περισσότερα πρόβατα. Μέ δυσκολία κατόπιν ἔσβησαν τήν φωτιά καί συγκέντρωσαν τά ὑπόλοιπα  φοβισμένα  πρόβατα. Μετά ἀπ' αὐτό τό γεγονός ἔτρεξαν στόν ἐρημίτη π. Παῒσιο καί τοῦ εἶπαν ὅλα αὐτά πού ἔπαθαν ἀπό τόν διάβολο.

'Ο Γέροντας ἐράντισε τά πρόβατα καί τήν στάνη μέ 'Αγιασμό καί ἐνίσχυσε μέ τίς συμβουλές του τά τρία 'Αδέλφια νά μή φοβοῦνται, διότι ὁ διάβολος ἔχει δεθῆ ἀπό τόν Χριστό καί δέν ἔχει τήν δύναμι νά σκοτώση ἀνθρώπους.

Πῶς διαφυλάχθηκαν τά τρία 'Αδέλφια ἀπό τούς νεανικούς πειρασμούς.

῞Οταν ἦσαν ὅλα τά ἀδέλφια στό πατρικό σπίτι, ἡ μητέρα τους τά παιδαγωγοῦσε, χωρίς νά τούς ὁμιλῆ γιά τήν μοναστηριακή ζωή. Γι' αὐτό ἔστελνε τά νέα κορίτσια της σέ ἀγγαρεῖες, στό μάζεμα καί κτύπημα τοῦ καλαμποκιοῦ καί σέ ἄλλες ἐργασίες μέ τόν λογισμό ὅτι θά ἠμπορέση ἔτσι νά τίς ἀποσπάση ἀπό τέτοιες σκέψεις. 'Αλλά, βλέποντας ὅτι δέν ἐνδιαφέροντο πολύ γι' αὐτές τίς ἐργασίες, ἔκλαιγε καί πολύ πικραινόταν στήν καρδιά της. ῞Ομως οἱ 'Αδελφοί καί ἰδιαίτερα ὁ Κωνσταντῖνος ἀναζητοῦσαν τήν εὐκαιρία νά διηγηθοῦν στούς ἄλλους Βίους τῶν 'Αγίων καί ἱστορίες ἀπό ἄλλα ἐκκλησιαστικά βιβλία. ῎Ετσι, μερικά ἀπ' αὐτά μπῆκαν στήν μοναχική ζωή, ἐνῶ ἀργότερα κι αὐτή ἡ μητέρα τους ἐπῆγε στό μοναστήρι.

Μᾶς διηγόταν ὁ π. Κλεόπας ὅτι στά ἔτη 1925-1926 οἱ νέοι τοῦ χωριοῦ ἀπεφάσισαν νά πληρώσουν δύο ὀργανοπαῖκτες καί νά χορέψουν στό σπίτι τῆς οἰκογένειας 'Ηλίε, ὅπως ἦτο συνήθεια ἀπό τούς Γέροντες τοῦ χωριοῦ. Οἱ γονεῖς του, ἦσαν χαρούμενοι νά ἰδοῦν τά παιδιά τους νά χορεύουν γιά νά τούς δοξάση ὅλο τό χωριό.

Κάποια νύκτα συγκεντρώθηκαν οἱ νέοι κι ἄρχισαν νά τραγουδοῦν καί νά χορεύουν. 'Εκείνη τήν στιγμή ὁ ἕνας ἀδελφός, ὁ Γεώργιος, εἶδε ὅτι ἡ εἰκόνα τῆς Θεοτόκου πού ἦτο κρεμασμένη στόν τοῖχο, ἔκλαιγε καί κατάλαβαν ὅτι αὐτό πού ἔκαναν ἦτο ἀμαρτία. Τότε καί οἱ τρεῖς 'Αδελφοί Βασίλειος, Γεώργιος καί Κωνσταντῖνος, βγαίνοντας ἔξω ἀπό τό σπίτι, κρύφθηκαν. Βλέποντας ἡ μητέρα τους ὅτι ἀπουσιάζουν, τούς ἀναζητοῦσε παντοῦ. 'Αφοῦ, τούς εὑρῆκε, τούς εἶπε: <Γιατί μᾶς κάνατε περίγελους σ' ὅλο τό χωριό; 'Ελᾶτε κι ἐσεῖς στόν χορό!> 'Αλλά ὁ Γεώργιος, ἀπομακρύνθηκε κἄπου καί, παίρνοντας ἕνα μαχαίρι, ἔκοψε τίς λωρίδες ἀπό τά τσαρούχια του. Κατόπιν εἶπε στήν μητέρα του: <Μητέρα, πῶς νά ἔλθω στόν χορό, ἀφοῦ μοῦ χάλασαν τά παπούτσια μου;>

 'Από ἐκείνη τήν νύκτα οἱ γονεῖς τῶν παιδιῶν κατάλαβαν ὅτι αὐτά ἐξέλεξαν ἄλλη ὁδό σ' αὐτή τήν ζωή καί τ' ἄφησαν νά ὑπηρετήσουν μόνο τόν Χριστό, κατά τήν ἐπιθυμία τους.

'Ενῶ ἀκόμη τά δύο μεγαλύτερα ἀδέλφια, ὁ Βασίλειος καί ὁ Γεώργιος, ἔμεναν στό πατρικό σπίτι, ἑτοιμάζοντο γιά τήν μοναστηριακή τους ζωή. 'Εσηκώνοντο τά μεσάνυκτα, ἐδιάβαζαν τήν 'Ακολουθία τοῦ ῎Ορθρου, τό ψαλτήριο καί ἐνήστευαν. Αὐτοί ξυπνοῦσαν καί τόν Κωνσταντῖνο, ὁ ὁποῖος ὅμως ἐστενοχωρεῖτο, διότι τοῦ χαλοῦσαν τόν ὕπνο. 'Η μεγαλύτερη ἀδελφή τους, ἡ Μαρία, εἶχε ἤδη ἐνταχθῆ στήν στρατιά τοῦ Κυρίου καί καλοῦσε καί τόν Κωνσταντῖνο λέγοντάς του: <῎Αϊντε καί ἐσύ, ἔλα στόν στρατό τοῦ Κυρίου μας καί δέν εἶναι δύσκολη ἡ ζωή στό Μοναστήρι, ὅπως στόν κόσμο>. Τότε αὐτός συγκατατέθηκε. Τήν ἑπόμενη νύκτα, ὅταν τόν ξύπνησαν πάλι τ' ἄλλα ἀδέλφια του γιά τήν νυκτερινή προσευχή, αὐτός εἶπε ὅτι δέν θέλει νά σηκωθῆ πάλι καί δέν θά πάη πλέον στό Μοναστήρι. Κατόπιν ἐξάπλωσε πάλι ἀμέριμνος.

'Η μητέρα τους ἐδούλευε μέχρι ἀργά τήν νύκτα. Πηγαίνοντας  στό πηγάδι νά πάρη νερό μέ δύο κουβάδες, εἶδε στό δωμάτιο, ὅπου ἐκοιμᾶτο ὁ Κωνσταντῖνος ἕνα μεγάλο σκύλλο, ὁ ὁποῖος στεκόταν μέ τό στῆθος του πρός τά ἔξω κι ἔγλειφε τά μάγουλά του. Τότε φώναξε τόν Βασίλειο: <'Αλλοίμονο, Βασίλειε, ἔλα γρήγορα, διότι τόν Κωνσταντῖνο θά τόν φάη ἕνας σκύλλος!> Τότε ὁ Κωνσταντῖνος ἐξύπνησε καί ἐπρόλαβε νά ἰδῆ μόνο τήν οὐρά ἑνός μεγάλου μαύρου σκύλλου, ὁ ὁποῖος ἐξαφανίσθηκε. 'Ο Βασίλειος τοῦ εἶπε: < Αὐτός εἶναι ὁ διάβολος, ὁ ὁποῖος χαίρεται διότι δέν θά ἔλθης πάλι στό Μοναστήρι!> 'Από ἐκείνη τήν στιγμή, ὁ ἀδελφός Κωνσταντῖνος δέν ἀρνήθηκε ἄλλη φορά νά πάη στό Μοναστήρι καί σηκωνόταν τήν νύκτα γιά τήν προσευχή, γιά νά μή ἔλθη πάλι ὁ σκύλλος καί τόν δαγκάση.

Οἱ δαιμονικοί πειρασμοί τοῦ ἀδελφοῦ Γεωργίου.

Τό ἔτος 1927, ὁ Γεώργιος ἀνεχώρησε γιά ὑποτακτικός τοῦ Γέροντος Παϊσίου στήν Σκήτη Κοζάντσεα. 'Εκεῖ ἔκανε ὑπακοή στόν Γέροντα, ἐργαζόταν στόν κῆπο, ἔψαλε στήν ἐκκλησία καί ἐπανελάμβανε πάντοτε τήν εὐχή τοῦ 'Ιησοῦ, τρώγοντας μία μόνο φορά τήν ἡμέρα. 'Ενίοτε μετέβαινε καί στήν Σκήτη Συχαστρία, πού εἶναι στά βουνά Νεάμτς.

Κάποτε ὅμως, πειρασθείς ἀπό τόν νοητό ἐχθρό καί ἀκολουθώντας τήν δική του γνώμη, μπῆκε στό κελλί του καί ἄφησε ἐπάνω στό τραπέζι τό ἑξῆς σημείωμα: <Συγχώρεσέ με, πάτερ Παῒσιε, ἀνεχώρησα γιά πέντε ἡμέρες στό δάσος  νά μετανοήσω>.

Τό βράδυ, διαβάζοντας ὁ Γέροντας τό σημείωμα, εἶπε: <Αὐτή ἡ δουλειά εἶναι τοῦ διαβόλου καί δέν θά ὠφελήση τόν ἀδελφό Γεώργιο αὐτή ἡ ἀναχώρησις, διότι ἔφυγε χωρίς εὐλογία!> Τά μεσάνυκτα ἐκτύπησε κάποιος τήν πόρτα τοῦ κελλιοῦ του.

- Εὐλόγησον, πάτερ Παῒσιε καί συγχώρεσέ με τόν ἁμαρτωλό.

- Ποιός εἶναι, ἐρώτησε ὁ Γέροντας.

- 'Ο 'Αδελφός Γεώργιος ὁ ἁμαρτωλός εἶμαι Γέροντα!

- Πῶς συμβαίνει αὐτό; 'Ο 'Αδελφός Γεώργιος ἀνεχώρησε γιά τό δάσος νά μετανοήση γιά πέντε ἡμέρες.

- Συγχώρεσέ με, πάτερ Παῒσιε, ἔσφαλα!

- 'Ο Θεός νά σέ συγχωρέση, ἀδελφέ Γεώργιε. ῎Ελα μέσα στό κελλί καί πές μου τί σοῦ συνέβη.

- 'Από καιρό ἤθελα, Γέροντα, νά προσεύχωμαι μόνος μερικές ἡμέρες στό δάσος. ῎Ετσι ἐπῆρα τό 'Ωρολόγιο τῆς 'Εκκλησίας, τό Ψαλτήριο, μερικά κεριά καί σπίρτα καί κρύφθηκα στό δάσος μέσα σέ μιά λακκοῦβα. 'Εκεῖ ἄρχισα νά κάνω μετάνοιες καί νά προσεύχωμαι. Τά μεσάνυκτα ἀκούω δίπλα μου μία φρικιαστική φωνή: <Τί κάνεις ἐδῶ;> Γυρίζω λίγο καί βλέπω ἕνα μαῦρο γίγαντα μέ μορφή τρομακτική. *Ηταν ὁ διάβολος! Κατόπιν μοῦ εἶπε: <Γιατί ἦλθες ἐδῶ χωρίς εὐλογία;> Τότε, κυριευμένος ἀπό μεγάλο φόβο, ἄφησα τό 'Ωρολογιο κι ἔφυγα τρεχᾶτος! Λοιπόν, σέ παρακαλῶ, πάτερ Παῒσιε, συγχώρεσέ με τόν ἁμαρτωλό καί δέξαι με πάλι κοντά σου!

'Από ἐκείνη τήν ὥρα ὁ ἀδελφός Γεώργιος δέν ἔκανε τίποτε χωρίς εὐλογία.

'Η εἴσοδος τοῦ 'Αδελφοῦ Γεωργίου στήν Συχαστρία.

Κατά τήν λῆξι τοῦ ἔτους 1927, ὁ Γεώργιος μπῆκε στήν 'Αδελφότητα τῆς Σκήτης Συχαστρία. Βλέποντάς τον μέ πολύ ζῆλο ὁ 'Ηγούμενος τόν δοκίμασε μέ τόν ἑξῆς τρόπο: Τόν ἄφησε νά σταθῆ ἔξω ἀπό τήν πύλη τῆς Μονῆς ἐπί τρεῖς ἡμέρες. 'Εκεῖ ἀκόμη ἔπρεπε αὐτός νά κρατῆ στήν πλάτη του ἕνα σακκί χῶμα καί νά λέγη ἐπί 10 φορές τόν Πεντηκοστό ψαλμό. Μετά νά ξεκουράζεται λίγα λεπτά καί πάλι νά παίρνη τό σακκί στήν πλάτη ἐπαναλαμβάνοντας δεκάκις τόν ψαλμό. Στό τέλος τῆς τρίτης ἡμέρας ἦλθε ὁ 'Ηγούμενος καί τοῦ εἶπε:

῎Ακουσε, 'Αδελφέ Γεώργιε, σχετικά μέ τήν μοναχική ζωή. Αὐτή ἡ ζωή εἶναι δύσκολη. Πρέπει νά νηστεύης, νά προσεύχεσαι, νά κάνης ὅ, τιδήποτε σέ διατάσσουν οἱ ἄλλοι, νά μεταφέρης μέ ὑπομονή καί ἀγάπη στούς ὤμους σου τούς κόπους τῆς ἀσκήσεως  μέχρι τέλους τῆς ζωῆς σου. ῎Εχεις τήν ὑπομονή νά ζήσης στήν ἄσκησι αὐτή μέχρι τέλους ἐδῶ;

'Ο 'Αδελφός Γεώργιος τοῦ ἀπήντησε:

Συγχώρεσέ με τόν ἁμαρτωλό, ὁ Θεός μέ τήν βοήθειά του θά μοῦ δυναμώση τίς ἀσθενεῖς δυνάμεις νά πράξω καί ὑπομείνω ὅ, τι μέ ἀκολουθήσει σ' αὐτή τήν ζωή.

Τότε ὁ 'Ηγούμενος τόν δέχθηκε στήν Μονή καί τόν διώρισε στό διακόνημα τοῦ τσοπάνη ἀγελάδων.

'Η ἀναχώρησις στήν Σκήτη Συχαστρία τῶν 'Αδελφῶν Βασιλείου καί Κωνσταντίνου.

Τόν χειμῶνα τοῦ ἔτους 1929, μετά τήν ἑορτή τοῦ ἁγίου 'Ιεράρχου Νικολάου, ὁ Βασίλειος καί ὁ Κωνσταντῖνος ἀπεφάσισαν ν' ἀναχωρήσουν γιά τήν Σκήτη Συχαστρία τοῦ νομοῦ Νεάμτς γιά νά ὑπηρετήσουν μέ ὅλη τήν ψυχή τους τόν Χριστό. 'Αφοῦ προσευχήθηκαν πολύ στόν Θεό μέ νηστεία καί μετάνοιες, ἐπῆραν εὐλογία ἀπό τόν ἱερέα τοῦ χωριοῦ καί εἶπαν στούς γονεῖς τους τούς λογισμούς των.

Δέν ὑπῆρχε γιά τήν μητέρα τους, δυσκολώτερος χωρισμός ἀπ'αὐτόν. ῎Εκλαιγε ἡ καημένη ἀπαρηγόρητα, διότι τῆς ἔφευγαν ξαφνικά δύο νεαρά παιδιά της. 'Αλλά ὁ πατέρας τους τῆς ἔλεγε: <῎Αφησέ τους νά πᾶνε! Γιατί ἐμεῖς δέν εἴχαμε τό μυαλό τους, ὅταν εἴμασταν νέοι σάν αὐτούς. Νά, αὔριο θά πεθάνουμε καί τί μᾶς ὠφέλησε ἡ ζωή αὐτή;>

Στήν συνέχεια οἱ 'Αδελφοί ἑτοίμασαν τά πράγματά τους. ῞Ομως δέν ἐπῆραν μαζί τους, παρά δύο σακκίδια στά ὁποῖα εἶχαν μερικά ροῦχα. 'Ακόμη ἐπῆραν τήν 'Αγία Γραφή, τούς Βίους τῶν 'Αγίων, τό 'Ωρολόγιο, τό Ψαλτήρι καί δύο μεγάλες εἰκόνες, τίς ὁποῖες ἀγαποῦσαν πάρα πολύ. ῏Ησαν τοῦ 'Αγίου Γεωργίου καί τῆς Κυρίας Θεοτόκου

Κατόπιν, ἐγονάτισαν καί παρεκάλεσαν τόν Θεό καί τήν Κυρία Θεοτόκο νά εὐλογήσουν τό ταξίδι τους καί ν' ἀξιωθοῦν νά ἐπιδοθοῦν στίς πνευματικές ἀσκήσεις. Μέχρι τήν ἄκρη τοῦ χωριοῦ τούς συνώδευαν οἱ γονεῖς τους, οἱ ὁποῖοι ἔκλαιγαν ἀπό φυσική ἀγάπη πρός τά παιδιά τους καί δέν τούς ἦτο εὔκολο ν' ἀποχωρισθοῦν ἀπ' αὐτά. Τά παιδιά τους ὅμως τούς παρηγοροῦσαν καί τούς μιλοῦσαν γιά τόν Χριστό καί τήν αἰώνιο ζωή.

'Αλλά, βλέποντας ὅτι οἱ γονεῖς τους δέν ἠμποροῦσαν νά τούς ἀποχωρισθοῦν, ὁ μεγαλύτερος ἀδελφός, ὁ Βασίλειος, ἄρχισε νά τούς ψάλλει τό Κοντάκιο τοῦ 'Ακαθίστου τοῦ Σωτῆρος μας Χριστοῦ: <'Ιησοῦ γλυκύτατε τό φῶς τοῦ κόσμου, τῆς ψυχῆς μου φώτισον τούς ὀφθαλμούς. . . >

Κατόπιν ὑποκλίθηκαν κι ἐφίλησαν τά χέρια τῶν γονέων τους καί ἀνεχώρησαν γιά τήν Σκήτη Κοζάντσεα. Τήν στιγμή ἐκείνη οἱ γονεῖς τους ἔπεσαν κάτω κι ἄρχισαν νά κλαίγουν μέ ἀναφυλλητά.

Στήν Κοζάντσεα ἔμειναν μία ἡμέρα στόν καλό τους Γέροντα Παῒσιο, ὁ ὁποῖος τούς διηγόταν πάντοτε γιά τούς ἐρημίτες τῶν ὀρέων Νεάμτς. Τήν δεύτερη ἡμέρα ἀνεχώρησαν γιά τήν Σουτσεάβα παίρνοντας μαζί τους καί τόν ἀδελφό τους Γεώργιο, ὁ ὁποῖος εἶχε πάει γιά ἐπίσκεψι στήν Σκήτη Κοζάντσεα.

Εἴσοδος στό Μοναστήρι καί οἱ πρῶτοι πνευματικοί ἀγῶνες.

Περπατώντας μέ τά πόδια γιά τήν Συχαστρία οἱ 'Αδελφοί, ἔκαναν τόν πρῶτο σταθμό στό Μοναστήρι τοῦ 'Αγίου 'Ιωάννου τοῦ Νέου τῆς Σουτσεάβας. 'Εδῶ ἐπροσκύνησαν τ' ῞Αγια Λείψανά του, παρηκολούθησαν τήν Θεία Λειτουργία, ἐδιάβασαν τόν 'Ακάθιστο ῞Υμνο πρός τήν Θεομήτορα καί τήν νύκτα ἀναπαύθηκαν.

Συνεχίζοντας τόν δρόμο τους πρός τήν Συχαστρία, ἐστάθμευσαν καί πάλι στό Μοναστήρι Νεάμτς, ὅπου ἐπροσκύνησαν τήν Θαυματουργό Εἰκόνα τῆς Κυρίας Θεοτόκου, Προστάτιδα ὅλων τῶν 'Ιερῶν Μονῶν τῆς Μολδαβίας. Κατόπιν, διασχίζοντες τήν κοιλάδα τοῦ Σέκου, εἰσῆλθαν στήν ὁμώνυμο Μονή, πού εἶναι κτητορικό ἔργο τοῦ Νέστορος Οὐρέκε καί τό βράδυ ἔφθασαν στήν Σκήτη Συχαστρία. ῏Ησαν εὐτυχισμένοι διότι  τούς ὡδήγησε ἡ Θεοτόκος σ' αὐτά τά εὐλογημένη βουνά, ὅπου ἀσκήτευσαν ἑκατοντάδες ἡσυχαστές διά μέσου τῶν αἰώνων. Γιά ὅλα αὐτά ἐδόξασαν τόν Θεό.

Στό Μοναστήρι συναντήθηκαν μέ τόν Οἰκονόμο, Μοναχό 'Ιλαρίωνα.

-Τούς ἐρώτησε: Τί ἐπιθυμεῖτε, 'Αδελφοί;

-Θέλουμε νά παραμείνουμε στό Μοναστήρι αὐτό, πάτερ, καί νά μᾶς κάνετε Μοναχούς.

-Θέλετε ν' ἀκολουθήσετε τήν ζωή τοῦ Χριστοῦ;

-Ναί, μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ὁσιώτατε, πάτερ.

-Περιμένετε ἐδῶ, μέχρι νά εἰδοποιήσω τόν 'Ηγούμενο.

'Ακούοντας ὁ Γέροντας γιά τήν ἄφιξι τῶν 'Αδελφῶν, εἶπε στόν Οἰκονόμο: <Πήγαινέ τους στό 'Αρχονταρίκι, δῶσε τους φαγητό καί, ἀρχίζοντας ἀπό αὔριο τό πρωῒ, θά σταθοῦν ἐπί τρεῖς ἡμέρεςς καί νύκτες στήν εἴσοδο τῆς Μονῆς, θά κτυποῦν ὁ καθένας μ' ἕνα ραβδί ἕνα κούτσουρο, ἀπ' αὐτά πού εἶναι ἔξω στήν πόρτα καί νά λέγουν ἀκατάπαυστα  τήν εὐχή τοῦ 'Ιησοῦ. Στό διάστημα αὐτό τῶν τριῶν ἡμερῶν δέν θά τούς δώσης τίποτε νά φάγουν. 'Εάν θά ὑπομείνουν αὐτόν τόν κανόνα, θά τούς δεχθοῦμε στό Μοναστήρι μας.

'Ο Οἰκονόμος ἐπέστρεψε στούς 'Αδελφούς καί τούς ὡδήγησε στό 'Αρχονταρίκι γιά νά ἀναπαυθοῦν ὀλίγο. Τήν νύκτα ἐπῆγαν στόν ῎Ορθρο, ἐνῶ τήν δεύτερη ἡμέρα ἐπέστρεψαν στήν πύλη τῆς Μονῆς. 'Εκεῖ ἐπροσηύχοντο ἀκατάπαυστα καί ἐκτυποῦσαν τά κούτσουρα. Οἱ Μοναχοί καί Δόκιμοι τῆς Μονῆς περνοῦσαν ἀπό δίπλα τους, ἀλλά κανείς δέν τούς ἐρωτοῦσε τί κάνουν. Τό βράδυ ἐπέστρεψε ὁ Οἰκονόμος καί τούς ἐρώτησε:

-῎ Εε, 'Αδελφοί, σᾶς εἶπε κάτι τό κούτσουρο;

-῎Οχι, ἀπήντησαν ἐκεῖνοι.

-Δέν ἐζήτησε φαγητό τό κούτσουρο;

-Δέν μᾶς εἶπε τίποτε, ἀπήντησαν αὐτοί.

-'Ιδού, ἔτσι πρέπει νά ὑπομείνη ὁ Μοναχός στό Μοναστήρι.

Πηγαίνετε στό 'Αρχονταρίκι καί, ἀφοῦ κάνετε τόν Κανόνα σας, θ' ἀναπαυθῆτε λίγο. Κατόπιν ἔρχεσθε καί στόν ῎Ορθρο.

Οἱ ἑπόμενες δύο ἡμέρες ἐπέρασαν κατά τόν ἴδιο τρόπο. Τήν τρίτη ἡμέρα, τό βράδυ, ἦλθε ὁ 'Ηγούμενος π. 'Ιωαννίκιος Μορόϊ στήν εἴσοδο τῆς Μονῆς. Εὐλόγησε τούς τρεῖς 'Αδελφούς, κατόπιν τούς ὡδήγησε στήν ἐκκλησία καί τούς εἶπε νά προσκυνήσουν τήν Θαυματουργό Εἰκόνα τῆς Κυρίας Θεοτόκου.

Μετά, ἐξωμολογήθηκαν ἀρχίζοντες ἀπό τήν παιδική τους ἡλικία. ῎Ελαβαν τόν Μέγα 'Αγιασμό καί λίγη τροφή, ἐνῶ μετά ἀπό δύο ἡμέρες ἐκοινώνησαν τά ῎Αχραντα Μυστήρια.

Στήν συνέχεια οἱ 'Αδελφοί Βασίλειος καλί Κωνσταντῖνος ἐστάλησαν ἀπό τόν 'Ηγούμενο στό διακόνημα τῆς διαφυλάξεως  τῶν προβάτων, ἐνῶ ὁ 'Αδελφός Γεώργιος ὡρίσθηκε νά φυλάγη τά μοσχάρια. 'Αλλά, γιά διάστημα τριῶν μηνῶν, δέν εἶχαν εὐλογία νά βλέπωνται καί νά συνομιλοῦν μεταξύ των.

Μ' αὐτό τόν σκληρό τρόπο ἔγιναν δεκτοί στό Μοναστήρι αὐτοί οἱ τρεῖς κατά σάρκα 'Αδελφοί.

'Η προσωπικότης τοῦ 'Ηγουμένου 'Ιωαννικίου

'Η σκήτη Συχαστρία θεμελιώθηκε τό 1655 ἀπό ἕνα ἅγιο 'Ησυχαστή, τόν 'Αθανάσιο μέ τούς μαθητάς του. Μέχρι τό 1947 ἡ Σκήτη αὐτή ἐξαρτᾶτο ἀπό τήν κυριάρχο Μονή Νεάμτς. ῎Εκτοτε ὠνομάσθηκε Μοναστήρι καί ἀπέκτησε ἀνεξαρτησία. Τό 1734 ἀνακαινίσθηκε ἀπό τόν 'Επίσκοπο Γεδεών τοῦ Χούς καί γιά δεύτερη φορά τό 1824, μετά τήν ἐθνική ἐξέγερσι τῶν Φιλικῶν, ἀπό τόν Μητροπολίτη Βενιαμίν Κωστάκε, διότι, μετά τήν δήμευσι τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας, στά χρόνια 1861-1863, εἶχε σχεδόν ἐγκαταλειφθῆ.

Τό ἔτος 1884, ἐπειδή ἐγκαταστάθηκε πολύ κοντά στήν Σκήτη ἕνα ἐργοστάσιο ξυλείας, ὀλίγοι ἡσυχαστές ἀνεχώρησαν σέ ἄλλους ἡσυχαστικωτέρους τόπους. Μόνον ἕνας Μοναχός ὁ π. 'Ιωνάθαν, παρέμεινε γιά νά φυλάξη τήν ἐκκλησία αὐτῆς τῆς Σκήτης ἐπί 25 χρόνια. 'Εκείνη τήν περίοδο ἐγένετο στήν Σκήτη ἡ Θεία Λειτουργία μόνο μία φορά κατ' ἔτος, στήν 'Εορτή της, στίς 8 Σεπτεμβρίου.

Στήν περίοδο αὐτή ὁ μεγαλόσχημος ἱερομόναχος π. 'Ιωαννίκιος Μορόϊ, μεταβαίνοντας γιά προσκύνημα στούς 'Αγίους Τόπους καί μετά στό ῞Αγιον ῎Ορος, ἐγκατέλειψε τήν οἰκογένειά του καί ἔγινε μοναχός σ' ἕνα ἀπό τά ρουμανικά Κελλιά τοῦ ῎Αθωνος. Τό ἔτος 1900 ἐπανῆλθε στήν Ρουμανία καί εἰσῆλθε στήν 'Αδελφότητα τῆς Μονῆς Νεάμτς, διακονώντας ὡς δεύτερος ἐκκλησιαστικός.

Τό ἔτος 1900, ὁ Μητροπολίτης Μολδαβίας Ποιμήν Γκεωργκέσκου, ἀπεφάσισε τήν διάλυσι τοῦ ἐργοστασίου τῆς ξυλείας καί τήν ἀνασύστασι τῆς Σκήτης Συχαστρία. Γιά τόν σκοπό αὐτόν, ὁ π. 'Ιωαννίκιος Μορόϊ χειροτονήθηκε ἱερομόναχος καί ἐστάλη ὡς 'Ηγούμενος σ' αὐτή τήν Σκήτη.

῎Ετσι ἀναγεννήθηκε ἡ Σκήτη Συχαστρία, ἔχουσα ἐπικεφαλῆς ὡς 'Ηγούμενο, 'Αθωνίτη μοναχό, ὁ ὁποῖος ἔδειξε πολύ ζῆλο γιά ὅλες τίς δουλειές καί τίς 'Ακολουθίες. Σέ διάστημα 20 ἐτῶν λειτουργοῦσε καθημερινά, διότι ἦτο ὁ μόνος ἱερομόναχος τῆς Σκήτης. 'Επίσης, ἐφρόντιζε γιά τήν καλή ἀνατροφή καί πνευματική πρόοδο τῶν ὑποτακτικῶν του καί γιά ὅλα τά ἀναγκαῖα τῆς Σκήτης.

'Επειδή ἔγινε γνωστή ἡ ἄσκησίς του, ἤρχοντο στήν Σκήτη του πολλοί Χριστιανοί. 'Ανάμεσά τους ἦσαν καί πολλοί νεαροί, οἱ ὁποῖοι ζητοῦσαν πνευματική ζωή. Σ' αὐτούς ἀπαριθμοῦμε καί τούς τρεῖς 'Αδελφούς τό γένος 'Ηλίε, οἱ ὁποῖοι εἰσῆλθαν στήν 'Αδελφότητα, διότι ἐπιζητοῦσαν μέ πόθο ἀπό τήν παιδική τους ἡλικία, μιά ὑψηλή μοναχική πολιτεία καί ἕνα 'Ηγούμενο ἔμπειρο στά πνευματικά.

Μπαίνοντας τό ἔτος 1909 καί μέχρι τό τέλος τοῦ 1944, ὅσο δηλαδή ἦτο ἡγούμενος ὁ π. 'Ιωαννίκιος Μορόϊ, ἐπέτυχε νά ἀναδείξη τήν Σκήτη μία πραγματική πνευματική ἡσυχαστική κυψέλη, κατά τά πρότυπα τοῦ 'Αγίου ῎Ορους. 'Η Θεία Λειτουργία ἐτελεῖτο καθημερινῶς, ὁ ῎Ορθρος ἐτελεῖτο τό μεσονύκτιο καί οἱ ἄλλες 'Ακολουθίες στόν καιρό τους. 'Ο Γέροντας δέν ἔδινε εὐλογία ν' ἀρχίση ἡ 'Ακολουθία, μέχρις ὅτου νά ἔλθουν ὅλοι οἱ 'Αδελφοί στήν ἐκκλησία. 'Η ἐξομολόγησις γινόταν μία φορά τήν ἑβδομάδα, ἐνῶ ἡ θεία Κοινωνία συνήθως μία φορά τόν μῆνα καί κατά τόν πόθο τοῦ καθενός. Τράπεζα φαγητοῦ γινόταν μία φορά τήν ἡμέρα κάθε Δευτέρα, Τετάρτη καί Παρασκευή, στίς 3 τό ἀπόγευμα, χωρίς λάδι, ἐνῶ στίς ἄλλες ἡμέρες ὑπῆρχε διφαγία μέ λάδι, τυρί, κατά τήν τάξι τῆς 'Εκκλησίας.

Στό κελλί του ὁ κάθε Μοναχός ἦτο ὑποχρεωμένος νά κάνη τόν διατεταγμένο κανόνα του. Δηλαδή 300 μεγάλες μετάνοιες, 600 μικρές, προσκυνητές, καθώς καί τήν ἀνάγνωσι τοῦ Ψαλτηρίου. Αὐτοί πού δέν ἤρχοντο στόν ῎Ορθρο καί δέν ἔκαναν τόν Κανόνα τῆς προσευχῆς τους, ἐκείνη τήν ἡμέρα δέν ἔμπαιναν στήν τράπεζα γιά φαγητό. 'Ομοίως, δέν εἶχε εὐλογία νά δεχθῆ στό κελλί του κάποιο συγγενῆ, οὔτε νά κρατῆ χρήματα ἤ νά συνομιλῆ γιά κοσμικά πράγματα.

῞Ολοι οἱ μοναχοί τῆς Σκήτης ἐδιάβαζαν τό Ψαλτήριο καί ἔλεγαν τήν εὐχή: <Κύριε 'Ιησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλόν> μέ σιωπή καί ταπείνωσι. 'Ακόμη ἦσαν πέντε 'Αδελφοί καί Μοναχοί, οἱ ὁποῖοι ἐγνώριζαν τό Ψαλτήριο ἀπό στήθους καί τό ἔλεγαν μία φορά κάθε ἡμέρα. Καθένας ἀγωνιζόταν κατά τήν δύναμί του. Μερικοί ἔφευγαν γιά τήν ἔρημο μέ λίγη τροφή, ἐνῶ ἄλλοι ἀναχωροῦσαν γιά τίς σπηλιές τοῦ δάσους στήν γύρω ἐκεῖ περιοχή. ῞Ομως τά ἔκαναν ὅλα μ' εὐλογία τοῦ 'Ηγουμένου.

 'Αλλά καί ὁ 'Ηγούμενος π. 'Ιωαννίκιος εἶχε ἐπιβάλει μία πολύ σκληρή ἄσκησι στόν ἑαυτό του. ῎Ελεγε ὁ π. Κλεόπας γιά τόν Γέροντά του: <'Επειδή λειτουργοῦσε καθημερινῶς, δέν ἔτρωγε τίποτε ἀπό τήν Δευτέρα μέχρι τό Σάββατο, ἀρκούμενος στήν Κοινωνία τοῦ  Σώματος καί Αἵματος τοῦ Χριστοῦ καί στό πρόσφορο μέ τό ὁποῖον ἐπροσκόμιζε. Σ' αὐτές τίς πέντε ἡμέρες ὁ Γέροντάς μου ἐρχόταν στήν τράπεζα τοῦ φαγητοῦ καί μᾶς ἐδιάβαζε τούς λόγους τοῦ 'Αγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου. ῞Ομως τό Σάββατο καί τήν Κυριακή, καθώς καί στίς μεγάλες 'Εορτές, ἔτρωγε μαζί μας στήν Τράπεζα>.

Μᾶς ἐδιηγεῖτο ὁ π. Κλεόπας κι ἕνα παλαιό θαῦμα μέ τόν Γέροντά του, τόν π. 'Ιωαννίκιο.

Τό ἔτος 1925, μετά τήν ἀλλαγή τοῦ 'Ημερολογίου, ὁ π. 'Ιωαννίκιος εὑρισκόταν σέ πλήρη ἀνησυχία καί ἀμφιβολία γιά τό τί πρέπει νά πράξη. Δέν ἐγνώριζε, ἄν τό Νέο 'Ημερολόγιο εἶναι καλό ἤ κακό. Λοιπόν, κλείσθηκε στό κελλί του κι ἄρχισε νά νηστεύη καί νά παρακαλῆ τόν Θεό νά τοῦ δώση ἕνα σημεῖο, ποιό 'Ημερολόγιο νά κρατήση γιά τήν Σκήτη του, τό Παλαιό ἤ τό Νέο.

Μετά ἀπό διάστημα 20 ἡμερῶν νηστείας καί προσευχῆς, βλέποντας οἱ Μοναχοί, ὅτι ὁ 'Ηγούμενος δέν ἔδινε σημεῖα ζωῆς, ἐσκέφθησαν ὅτι δέν πρέπει νά ἀποθάνη ἐξ αἰτίας τῆς νηστείας. Τότε ἀπεφάσισαν μεταξύ τους νά  παραβιάσουν τήν πόρτα τοῦ κελλίου του καί νά τοῦ σώσουν τήν ζωή.

'Ο 'Ιεροδιάκονος Γυμνάσιος Πριστάβ, σάν πιό θαρραλέος, ἐσήκωσε ψηλά τήν πόρτα ἀπό τίς κλειδώσεις της καί εὑρῆκε τόν 'Ηγούμενο κάτω πεσμένο πολύ ἀδύνατο καί μέ τό Ψαλτήριο δίπλα του.

Κατόπιν, τοῦ ἔφερε τήν θεία Κοινωνία καί ὀλίγη τροφή ἐπί τρεῖς ἡμέρες καί συνῆλθε ἀπό τήν ἐξάντλησι. Εἶπε στά πνευματικά του παιδιά τί εἴδους σκληρούς πειρασμούς ἐγνώρισε ἀπό τόν διάβολο στό διάστημα αὐτό τῆς νηστείας καί προσευχῆς του. 'Ενίοτε τόν ἀπειλοῦσαν ὅτι θά τόν σκοτώσουν. ῎Αλλοτε τόν ἐκτυποῦσαν μ' ἕνα πύρινο ρόπαλο. Μιά φορά, εἶδε μία ὁμάδα δαιμόνων μέ κόκκινα μάτια πού τοῦ ἔλεγαν:

-῎Αϊντε, νά κόψουμε τό κεφάλι τοῦ Γέροντος αὐτοῦ, διότι θέλει νά γίνη ἅγιος! Κατόπιν ἐφώναζαν μέ ὀργή ἐναντίον του.

-'Αλλά ποιός σᾶς εἶπε ὅτι δέν γίνονται σήμερα ἅγιοι; Τούς ἀπήντησε ὁ 'Ηγούμενος.

Μιά ἄλλη ἡμέρα τόν ἀπείλησαν:

-Εἰς μάτην νηστεύεις, διότι στά χέρια μας θά πέσης! 'Αλλά ὁ 'Ηγούμενος τούς εἶπε:

-'Εγώ ἐλπίζω στό ἔλεος τοῦ Θεοῦ καί στίς προσευχές τῆς Θεοτόκου Μητέρας του, ὅτι θά λυτρωθῶ ἀπό τά χέρια σας!

Μετά ἀπό πολλές ἡμέρες νηστείας, εἶδε ψηλά τόν ἀέρα τρεῖς ἱεράρχας, ἐνδεδυμένους μέ ἀρχιερατικά ἄμφια, οἱ ὁποῖοι ἔμοιαζαν μέ τούς Τρεῖς 'Ιεράρχας. 'Ο μεσαῖος ἐξ αὐτῶν εἶπε μέ δυνατή φωνή σάν σάλπιγγα:

-'Ιωαννίκιε, γιατί ἀμφιβάλλεις καί δέν κάνεις ὑπακοή; Δέν γνωρίζεις ὅτι ἡ παρακοή κατεργάζεται θάνατο τῆς ψυχῆς; ῎Η δέν ἐδιάβασες ὅτι ἡ ὑπακοή εἶναι μεγαλύτερη  ἀπό τήν θυσία; Λοιπόν, κάνε ὑπακοή στούς μεγαλυτέρους σου, διότι δέν θά ἀπολογηθῆς ἐσύ γιά τήν διόρθωσι τοῦ 'Ημερολογίου!

Κατόπιν, ἀφοῦ τόν εὐλόγησαν καί οἱ τρεῖς μαζί μία φορά, ἀνέβησαν στόν οὐρανό καί δέν τούς εἶδε πάλι. 'Απ' ἐκείνη τήν ἡμέρα, ὁ Γέροντας ἀκολούθησε τήν 'Εκκλησία πού ἀπεφάσισε τό Νέο 'Ημερολόγιο.

Στόν ἐλεύθερο χρόνο του ὁ Γέροντας ἐπήγαινε μέ τούς ὑποτακτικούς του στά διακονήματα. 'Εργαζόταν στούς κήπους, ἐπισκεπτόταν τούς ἀσθενεῖς καί συμβούλευε τούς εὐλαβεῖς Προσκυνητάς πού ἤρχοντο στήν Σκήτη. 'Η σπουδαιότερη συμβουλή πού ἔδινε στούς μοναχούς του ἦτο αὐτή: <Παιδιά μου, ἄν θέλετε νά σωθῆτε, νά ἔχετε τόν φόβο τοῦ Θεοῦ, νά διατηρῆτε τόν νοῦ σας καθαρό καί νά μή ξεχνᾶτε τό: <Κύριε 'Ιησοῦ Χριστέ. . . >

'Ο π. 'Ιωαννίκιος εἶχε ἀξιωθῆ καί τοῦ θαυματουργικοῦ χαρίσματος καί ἐνίοτε ἐδίωκε τά ἀκάθαρτα πνεύματα ἀπό τούς ἀνθρώπους.

Κάποια φορά προσκλήθηκε στήν πόλι Τίργκου Νεάμτς γιά νά κάνη 'Αγιασμό στό σπίτι κάποιας οἰκογενείας. Μαζί του ἐπῆρε καί τόν  'Αδελφό Κωνσταντῖνο 'Ηλίε. 'Αφοῦ ἐτελείωσαν τήν 'Ακολουθία τοῦ 'Αγιασμοῦ, οἱ Χριστιανοί τούς προσέφεραν ἀπό ἕνα φλυτζάνι καφέ μέ γάλα. 'Ο Γέροντας ὅμως δέν ἔτρωγε τίποτε, ἔξω ἀπό τό Μοναστήρι του. Οἱ Πιστοί τοῦ ἐπρότειναν πάλι νά δοκιμάση καί ὁ 'Ηγούμενος τούς εἶπε: <'Ιδού, εὐλογῶ αὐτό τό φλυτζάνι καί ἄν δέν θέλετε νά ἰδῆτε οὔτε ἕνα σημεῖο, τότε νά δοκιμάσω νά πιῶ>.

'Αφοῦ εὐλόγησε τήν κανάτα μέ τό γάλα, ἀμέσως εἶδαν ὅλοις τους ἕνα φίδι νά σείεται μέσα στό γάλα κι ἐτρόμαξαν, λέγοντας: <'Εμεῖς ἐβάλαμε γάλα στήν κανάτα, ἀπό ποῦ ἦλθε αὐτό τό φίδι; Παρακαλοῦμε νά μᾶς συγχωρέσετε>. 'Ο Γέροντας τότε τούς εἶπε: < Αὐτό εἶναι τό δαιμόνιο τῆς λαιμαργίας τῆς κοιλίας>. Καί, ἀφοῦ εὐλόγησε πάλι τήν κανάτα, τό φίδι ἐξαφανίσθηκε. Κατόπιν ἡ οἰκοδέσποινα ἔχυσε τό γάλα.

 ῎Αλλη φορά, ἕνας 'Αδελφός τῆς Σκήτης ἠθέλησε νά πάη στό Τίργκου Νεάμτς ν' ἀγοράση κάτι γιά τόν ἑαυτό του. 'Αλλά δέν ἐπῆρε εὐλογία ἀπό τόν 'Ηγούμενο. Βαδίζοντας στόν δρόμο, ἑπτά δαίμονες μέ τήν μορφή μοναχῶν, πολύ ἀγρίων στήν ὄψι, τόν συνήντησαν καί τόν ἐκτυποῦσαν μ' ἕνα πύρινο μπαστοῦνι. Τοῦ ἐπροκάλεσαν πολλές πληγές κι ἀμέσως ἐξαφανίσθηκαν στό δάσος. ῞Οταν ἐπέστρεψε στήν Σκήτη, κτυπημένος καί κυριευμένος ἀπό τούς διαβόλους, ἐφώναζε ν' ἀκούσουν ὅλοι οἱ Μοναχοί: <Μή μέ ἀφήνετε! 'Επτά πνεύματα εἶναι μέσα μου! Μή μέ ἀφήνετε! 'Επτά πνεύματα εἶναι μέσα μου!>

Οἱ 'Αδελφοί τόν συνέλαβαν, τόν ἔδεσαν καί τό εἶπαν στόν 'Ηγούμενο. Αὐτός τοῦ διάβασε ἐξορκισμούς γιά τήν ἐκδίωξι τῶν πονηρῶν δαιμόνων. Κατόπιν εἶπε στούς 'Αδελφούς νά τόν λύσουν. Οἰ 'Αδελφοί τοῦ εἶπαν: <'Εάν θά φύγη πάλι;> καί ὁ 'Ηγούμενος τούς ἀπήντησε; <Μή φοβῆσθε. 'Εάν τόν ἔλυσε ὁ Θεός, δέν θά τόν κρατήσετε ἐσεῖς δεμένον>. ῎Ετσι μέ τήν προσευχή τοῦ Γέροντος 'Ιωαννικίου ὁ 'Αδελφός ἐκεῖνος θεραπεύθηκε τελείως.

Αὐτά ἦσαν μερικά ἀπό τά θαυμαστά ἔργα τοῦ π. 'Ιωαννικίου, ὁ ὁποῖος κυβέρνησε τήν Σκήτη ἐπί 35 χρόνια καί κατήρτισε πνευματικά πολλούς νέους μοναχούς, ἐπικεφαλῆς τῶν ὁποίων ἦτο ὁ Γέροντας π. Κλεόπας.

 

Οἱ πρῶτοι πειρασμοί τοῦ Δοκίμου Κωνσταντίνου

῞Οταν ὁ ἀδελφός Κωνσταντῖνος ἦτο τσοπάνης μέ τά βόδια τῆς Μονῆς, ἔμενε στό κελλί μ' ἕναν ἄλλο 'Αδελφό, ὀνόματι Νικόλαο, στόν ὁποῖον τοῦ ἄρεσε πολύ ἡ τάξις καί ἡ καθαριότης. ῞Οταν ἐπέστρεψε κάποτε ἀπό τό διακόνημα ὁ Κωνσταντῖνος, ἔβγαλε τά τσαρούχια του ἔξω καί μπῆκε μέσα στό κελλί, χωρίς νά τινάξη τά ροῦχα του. 'Ο Δόκιμος Νικόλαος, ὅταν τόν εἶδε, τοῦ ἔδωσε μία μέ τό χέρι, διότι δέν διατηροῦσε τήν καθαριότητα.

Τότε ὁ Κωνσταντῖνος ἐπῆγε στούς μεγαλυτέρους 'Αδελφούς, ξυπόλυτος καί μισόγυμνος, ὅπως ἦτο, καί τούς εἶπε αὐτό πού τοῦ συνέβη, ἐνῶ αὐτοί τόν ἐπέπληξαν λέγοντάς του: <'Αδελφέ Κωνσταντῖνε, ποῦ εἶναι οἱ πληγές τοῦ Χριστοῦ στό σῶμα σου;>

'Αργότερα μᾶς ἔλεγε ὁ π. Κλεόπας: <Νά, πῶς μέ παρηγόρησαν οἱ μεγαλύτεροι 'Αδελφοί μου! καί μή ἔχοντας καταφύγιο, μ' ἐπῆρε ὁ ἀδελφός Βασίλειος, ὁ μελισσοκόμος τῆς Σκήτης, καί μέ φιλοξένησε γιά λίγο καιρό σέ μιά ἀποθήκη, ὅπου διατηροῦσε τίς κυψέλες>.

Μᾶς ἔλεγε ἀκόμη ὁ π. Κλεόπας: <῞Οταν ἤμουν νεαρός, ἐρχόμουν ἀπό τόν σταῦλο τό βράδυ κι ἀναπαυόμουν μέχρι τά μεσάνυκτα. Εἴμασταν τέσσερεις ὑποτακτικοί στόν προϊστάμενό μας Πέτρο Γκανέα. Αὐτός εἶχε τό κελλί του καί ὅλοι ἐμεῖς κοιμώμασταν κάτω στήν ψάθα, διότι τά κελλιά μας ἦσαν πολύ μικρά. ῏Ηταν ὁ Συμεών, ὁ Νέστωρ, ὁ Παῦλος κι ἐγώ.

<῎Αϊντε, Κώστα, Νέστορ, Συμεών, Παῦλε, δέν ἀκούσατε τήν φωνή τοῦ 'Αρχαγγέλου;> ῏ Ηταν ἡ νυκτερινή  καμπάνα γιά τήν 'Ακολουθία. <Μή τεμπελιάζετε! ῎Αϊντε στήν προσευχή!> Μᾶς καλοῦσε στήν προσευχή, διότι, ἄν δέν ἐπηγαίναμε στόν ῎Ορθρο, τήν ἡμέρα ἐκείνη δέν μᾶς ἔδιναν φαγητό.

῎Αϊντε, Κώστε, βάλε καί τά τσαρούχια σου!> Τότε ἦτο χειμῶνας καί ἐγώ, ἐπειδή δέν ἤμουν ποδεμένος, ἔτρεχα στήν ἐκκλησία ξυπόλυτος. Τά τσαρούχια μου ἦσαν βρεγμένα καί εὑρίσκοντο κοντά στήν σόμπα τοῦ κελλιοῦ. ῎Εμεινα ξυπόλυτος στήν ἐκκλησία κι αὐτός ὁ Πέτρος Γκανέα εἶπε στόν Γέροντα π. 'Ιωαννίκιο <Γέροντα τό παιδί αὐτό στέκεται στήν γωνία, πίσω ἀπό τήν πόρτα καί περπατάει ξυπόλυτο καί στό χιόνι. Δέν θά ἀρρωστήση;

Καί ὁ Γέροντας τοῦ ἀπήντησε: <῎Αφησέ τον, νά ἀσκῆται>.

'Ιεροδιάκονος Χριστοφόρος ὁ 'Ησυχαστής

῞Οταν εὑρίσκοντο κάποτε οἱ 'Αδελφοί Βασίλειος καί Κωνσταντῖνος μέ τά πρόβατα στά δάση τῆς Σύχλας, συνάντησαν παρά πολλούς ἡσυχαστάς, κοντά στήν σπηλιά τῆς 'Οσίας Θεοδώρας καί στήν κορυφή Ρίπα τοῦ Κορόϊ, τρία χιλιόμετρα μακριά ἀπό τήν σκήτη Σύχλα.

Κάποια φορά εὑρῆκαν μία ἐρημική σπηλιά, κάτω ἀπό τίς ρίζες τῶν δένδρων στά βάθη τῶν 'Ορέων. 'Εκτύπησαν τήν πόρτα, ἀλλά δέν ἀπήντησε κανείς. Μπῆκαν μέσα, εἶδαν ἕνα τραπεζάκι καί ἕνα χαρτί τό ὁποῖο ἔγραφε: <'Εδῶ κατοικεῖ τό ἀγρίμι τῆς γῆς ἂ. ἄ. >. ῞Ενας ἀπό τούς 'Αδελφούς εἶπε: <Πόσους κρυμμένους δούλους ἔχει ὁ Θεός στά δάση αὐτά!

Μετά ἀπό μερικές ἡμέρες ἔμαθαν τό μυστήριο τῆς σπηλιᾶς, διότι ἔφθασε ἕνα βράδυ στήν στάνη τῆς Σκήτης ὁ πατήρ πού ἀσκήτευε σ'  αὐτή τήν σπηλιά. ῏Ηταν ὁ ἱεροδιάκονος Χριστοφόρος ὁ 'Ησυχαστής. ῏Ηλθε μέ τόν ντορβᾶ στήν πλάτη του, ἔχοντας μέσα τό κρανίο ἑνός 'Οσίου, τό ὁποῖον εὑρῆκε στό δάσος κατά τρόπο θαυμαστό καί τό ὁποῖο ἐξέδιδε μία ὡραία εὐωδία. Μετά ὁ ἱεροδιάκονος ἐπῆγε μαζί μέ τούς 'Αδελφούς ἀπό τό μαντρί τῶν ζώων στόν 'Ηγούμενο τῆς Σκήτης. Τοῦ εἶπαν πῶς εὑρέθη αὐτό τό ἅγιο Λείψανο, τό ὁποῖον ἔφεραν μαζί τους. 'Η ἱστορία του ἔχει ὡς ἑξῆς.

<Τό περασμένο καλοκαίρι, τήν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τοῦ ἁγίου Προφήτου 'Ηλιοῦ, ἀφοῦ ἱερούργησα στήν Θεία Λειτουργία τῆς Σκήτης Σύχλας, ἐπέστρεφα στήν καλύβα μου στό δάσος. Στόν δρόμο, ἐπειδή ἤμουν κουρασμένος, ξάπλωσα καί κοιμήθηκα λίγο σ' ἕνα ξέφωτο. Ξαφνικά ὅμως ἕνα ἀόρατο χέρι μοῦ ἔστρεψε τό κεφάλι ἐκεῖ πού ἦσαν τά πόδια μου. 'Ενόμισα ὅτι θά ἦτο δαιμονικός πειρασμός. Ξάπλωσα κι ἀποκοιμήθηκα πάλι. Καί πάλι τό ἴδιο χέρι μέ ξύπνησε. 'Εκείνη τήν στιγμή βλέπω νά στέκεται στόν ἀέρα ἕνας ὅσιος ἀσκητής. ῏Ητο ντυμένος μέ ράσα, χωρίς σκοῦφο στό κεφάλι, μέ λευκά μαλλιά ριγμένα στίς πλάτες, μέ γένεια κανονικά, μέ πρόσωπο λαμπρό καί κρατοῦσε ἕνα κομποσχοίνι στό χέρι. Στήν συνέχεια μοῦ εἶπε μέ σιγανή φωνή:

-Μή φοβᾶσαι, πάτερ Χριστοφόρε. Εἶμαι ἕνας ταπεινός δοῦλος τοῦ Χριστοῦ πού ἀσκήτευσα σ' αὐτόν τόν τόπο, ἄγνωστος σέ ὅλους πρίν ἀπό πολλά χρόνια. 'Ετελείωσα τήν ζωή μου ἐδῶ καί τά λείψανά μου παραμένουν μέχρι τώρα ἄταφα. Λοιπόν, σήκω καί ἔχε ἐμπιστοσύνη. Βάδισε πρός τά δεξιά ἑκατό βήματα. Θά εὕρης δίπλα σ' ἕνα βράχο τά ὀστᾶ μου. Νά πάρης ὡς εὐλογία μόνο τό κεφάλι μου καί νά τό ἔχης μαζί σου σ' ὅλη σου τήν ζωή, διότι αὐτό θά σοῦ εἶναι μεγάλη βοήθεια. Τά ὑπόλοιπα λείψανά μου ὅμως νά μή τολμήσης νά τά πάρης, ἀλλά νά τά ἐνταφιάσης σ' ἐκεῖνο τό μέρος>.

Τότε ἐγώ ἔκανα τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, μήπως εἶναι πανουργία τοῦ δαίμονος καί ἀνεχώρησα γιά νά εὕρω τά Λείψανα. 'Αφοῦ τά εὑρῆκα, ἄρχισα νά προσεύχωμαι. Μετά τά ἀσπάσθηκα, ἐξεπλήρωσα τήν ἐντολή του καί ἀνεχώρησα μέ τό κρανίο του μέσα στόν ντορβᾶ μου γιά τήν καλύβα μου. Αἰσθανόμουν πολύ εὐτυχής καί γεμᾶτος ἀπό πνευματική ἀγαλλίασι. 'Αλλά ἀναρωτιώμουν τίνος εἶναι αὐτό τό κρανίο. Προσευχόμενος γιά πολλή ὥρα, ἐμφανίσθηκε μπροστά μου ὁ ῞Οσιος καί μοῦ εἶπε: <Πάτερ Χριστοφόρε, σ' εὐχαριστῶ, διότι ἔθαψες τά ὀστᾶ μου καί ἔκανες ὑπακοή κρατῶντας μόνο τό κρανίο μου. 'Εάν τώρα ἐπιθυμῆς νά μάθης καί τ' ὄνομά μου, ὀνομάζομαι ἱερομόναχος μεγαλόσχημος Παῦλος>. ῎Ημουν ὁ Πνευματικός τῆς 'Αγίας Θεοδώρας τῆς Σύχλας>.

Αὐτός ὁ 'Ιεροδιάκονος παρέμεινε στήν Σκήτη Συχαστρία τρεῖς ἡμέρες ἐπιτελῶντας καθημερινῶς τήν Θεία Λειτουργία μαζί μέ τόν ἡγούμενο π. 'Ιωαννίκιο. ῞Ολοι, ἐν τῶ μεταξύ οἱ Πατέρες ἀσπάσθηκαν τό ἅγιο Κρανίο τοῦ ὁσίου Παύλου.

Μετά ὁ πατήρ Χριστοφόρος ἐπέστρεψε στό δάσος μεταφέροντας καί τό κρανίο τοῦ 'Οσίου. Ματαίως προσεπάθησαν οἱ Πατέρες τῆς Συχαστρίας νά εὕρουν τήν σπηλιά του, διότι κανείς δέν τήν ἤξερε. 'Αναφέρει ἡ παράδοσις τοῦ τόπου ἐκείνου ὅτι μεταξύ τῆς Σκήτης Σύχλα καί τῆς περιοχῆς Ρίπα τοῦ Κορόϊ ὑπάρχει ἕνας μυστικός τόπος τοῦ Θεοῦ, τόν ὁποῖον κανείς δέν μπορεῖ νά ἀνακαλύψη. 'Εκεῖ ἀγωνίσθηκαν διά μέσου τῶν αἰώνων πολλοί ἅγιοι 'Ησυχαστές. ῎Ισως ἐκεῖ νά ἐκοιμήθη καί ὁ πατήρ Χριστοφόρος μέ τό κρανίο τοῦ ὁσίου Παύλου στήν ἀγκαλιά του.

'Η δύναμις τοῦ Ψαλτηρίου

Μᾶς ἔλεγε ὁ π. Κλεόπας πᾶς ἐταξίδευσαν καί οἱ τρεῖς 'Αδελφοί στό Κέρναουτς, τό καλοκαίρι τοῦ 1930. Δεδομένου ὅτι ὁ Γεώργιος ὑπηρέτησε ἐκεῖ τήν στρατιωτική του θητεία, ἀπεφάσισαν νά ὑπάγουν μαζί γιά νά πάρουν τό δικό του ἀπολυτήριο τοῦ στρατοῦ.

Παίρνοντας εὐλογία ἀπό τόν π. 'Ιωαννίκιο, τόν ἡγούμενο τῆς Σκήτης, ἀνεχώρησαν μέ τά πόδια ἀπό τό Νεάμτς γιά τήν βορεινή Μολδαβία. Καθ' ὁδόν συμφώνησαν νά περπατοῦν σέ μιά ἀπόστασι 10-15 βημάτων μακριά ὁ ἕνας ἀπό τόν ἄλλον γιά νά λέγουν συνεχῶς τήν εὐχή καί τούς Ψαλμούς τοῦ Δαβίδ, τούς ὁποίους ἤξεραν ἀπό στήθους.

'Ο πρῶτος σταθμός πού ἔκαναν ἦτο τό Μοναστήρι τοῦ 'Αγίου Νεομάρτυρος 'Ιωάννου τῆς Σουτσεάβας. Κατόπιν ἀναχωρῶντας γιά τό Κέρναουτς, ἔφθασαν σ' ἕνα χωριό τοῦ νομοῦ Ντοροχόϊ καί δέν εὕρισκαν τόπο νά ξεκουρασθοῦν τήν νύκτα. 'Αλλά μία εὐσεβής γυναῖκα, βλέποντας τούς ξένους, τούς εἶπε:

-Τί ἐπιθυμεῖτε, ἀδελφοί;

-Ζητοῦμε κάποιο σπίτι νά φιλοξενηθοῦμε αὐτή τήν νύκτα καί δέν εὑρίσκουμε.

-῎Εχομεν ἐμεῖς ἕνα σπίτι στήν ἄκρη τοῦ χωριοῦ, στό ὁποῖο δέν μένει κανείς. 'Αλλά δέν γνωρίζω, ἄν θά ἠμπορέσετε νά κοιμηθῆτε σ' αὐτό, διότι κατοικεῖται ἀπό δαίμονες ἐξ αἰτίας μερικῶν μάγων!

-'Εάν μᾶς δέχεσθε, ἐμεῖς θά μείνουμε σ'αὐτό!

-Καλά, 'Αδελφοί, ἄϊντε νά σᾶς πάω ἐκεῖ.

Φθάνοντας σ' αὐτό τό σπίτι, οἱ 'Αδελφοί ἔφαγαν κάτι καί, ὅπως ἦσαν κουρασμένοι, ἐξάπλωσαν ἀμέσως. Μετά ἀπό ὀλίγη ἀνάπαυσι, τά κακά πνεύματα τούς ἐσήκωσαν ἀπό τόν ὕπνο, δημιουργώντας πολύ θόρυβο. Τότε οἱ 'Αδελφοί ἐπῆραν τό ψαλτήριο στά χέρια τους, ἄναψαν κεράκια καί προσευχήθησαν ὅλοι μαζί περίπου τρεῖς ὧρες. Στήν ἀρχή ἄκουγαν θορύβους, φωνές καί κραυγές. Κατόπιν ἐπιμένοντας στήν προσευχή, οἱ δαίμονες ἔφυγαν ἐντροπιασμένοι, λόγω τῆς δυνάμεως τῶν Ψαλμῶν τοῦ Προφήτου Δαβίδ.

Κατά τό διάστημα τῆς ἡμέρας ἄκουσαν πάλι ὀλίγες δαιμονικές κραυγές, ἀλλά δέν ἐτόλμησαν οἱ πονηροί νά τούς πλησιάσουν. Τό ἄλλο πρωῒ ἦλθε ἡ ἰδιοκτήτρια τοῦ σπιτιοῦ καί τούς ἐρώτησε πῶς ἐκοιμήθησαν καί, μαθαίνοντας γιά τά νυκτερινά τους ἐπεισόδια μέ τούς δαίμονες, τούς ἐζήτησε συμβουλές πῶς θά καθαρισθῆ τό σπίτι της ἀπό τά ἀκάθαρτα πνεύματα. Οἱ 'Αδελφοί τῆς εἶπαν νά διαβάζη τό βράδυ, τό πρωῒ καί τό μεσονύκτιο τούς Ψαλμούς τοῦ Δαβίδ, νά κάνη ὁ ἱερεύς 'Αγιασμό, νά νηστεύη, νά ἐξομολογῆται καί ἔτσι τά δαιμόνια θά φύγουν.

Φθάνοντας οἱ 'Αδελφοί στό Κέρναουτς, ἐπῆραν τά ἀναγκαῖα πιστοποιητικά ἀπό τήν διεύθυνσι καί ἐπέστρεψαν πάλι στό ἴδιο χωριό, ὅπου εἶχαν σταθμεύσει τήν προηγούμενη νύκτα. 'Η οἰκοκυρά ἐκείνου τοῦ σπιτιοῦ τούς δέχθηκε μέ χαρά καί τούς ὡμολόγησε ὅτι, ἀφ' ὅτου προσευχήθησαν αὐτοί, τό σπίτι δέν ἔχει ἐνοχληθῆ ἀπό τά πονηρά πνεύματα. Τότε κατάλαβε ἡ γυναῖκα ἐκείνη πόση δύναμι ἔχει τό Ψαλτήριο ἐναντίον τῶν ἀκαθάρτων πνευμάτων καί νοητῶν ἐχθρῶν μας.

'Η ἄσκησις τοῦ 'Αδελφοῦ Βασιλείου

'Επί τρία  χρόνια ὁ μεγαλύτερος ἀδελφός τοῦ π. Κλεόπα, ὁ ρασοφόρος Βασίλειος, εἶχε τό διακόνημα τοῦ κτηνοτρόφου στήν Συχαστρία. ῏Ητο πρᾶος καί γεμᾶτος ἀγάπη. ῞Ολοι τόν ἀγαποῦσαν ἀκόμη καί τά πρόβατα, οἱ σκύλλοι καί τά πουλιά τοῦ οὐρανοῦ.

'Η ἄσκησίς του ἦτο ἡ ἑξῆς: Κάθε ἡμέρα ἔτρωγε μία φορά, τό ἀπόγευμα στίς 3 ἡ ὥρα. 'Εγνώριζε καλά τό Ψαλτήριο, τίς ἑπτά 'Ακολουθίες τῆς 'Εκκλησίας μας καί προπαντός ἤξερε ἀπό στήθους τούς Χαιρετισμούς τῆς Θεοτόκου, τούς ὁποίους ἔλεγε καθημερινά, χωρίς σκοῦφο, ἐκεῖ πού ἔβοσκε τά πρόβατα στήν ἔξοχή. Τήν νύκτα ἔκανε 500 μετάνοιες καί διάβαζε τούς Βίους τῶν 'Αγίων, σκεπτόμενος πάντοτε τήν Κρίσι του Θεοῦ.

Μία ἄλλη ἄσκησί του ἦτο ἡ φροντίδα πού ἐπεδείκνυε γιά τούς ἐρημίτας τῶν γύρω δασῶν. 'Εκεῖνο τόν καιρό ἀσκήτευαν γύρω ἀπό τήν Συχαστρία καί τήν Σκήτη Σύχλα περισσότεροι ἀπό 40 ἐρημίτες, μοναχοί καί μοναχές. 'Ο π. Βασίλειος ἦτο ὁ φίλος τῶν ἐρημιτῶν. ῞Οταν συναντοῦσε κάποιον στά δάση καί μάλιστα ἦτο γνωστός του, τοῦ ἔβαζε μετάνοια καί τοῦ ἔλεγε: <Εὐλόγησέ με, πάτερ καί παρακάλεσε τόν Θεό γιά μένα τόν ἁμαρτωλό! ῎Εχετε ἀνάγκη νά σᾶς φέρω κάτι φαγώσιμο ἀπό τήν στάνη μου;>

'Εάν ὁ ἐρημίτης εἶχε κάποια ἀνάγκη ὁ π. Βασίλειος τοῦ ἔφερνε τήν δεύτερη ἡμέρα τυρί, πατάτες, λαχανικά, ἁλάτι καί ἀλεύρι. καί εἶχε ἀρκετούς ἡσυχαστάς, τούς ὁποίους ἐγνώριζε καί τούς ἐσπισκεπτόταν στίς καλύβες καί σπηλιές τους.

Μιά φορά ἐρώτησε ἕνα 'Ησυχαστή:

-Πάτερ, τί νά κάνω γιά νά σωθῶ;

-'Αδελφέ, Βασίλειε, τοῦ εἶπε ὁ Γέροντας, προσεύχου πάντοτε, κάνε ὑπακοή μέ ἀγάπη καί νά ἔχης ταπείνωσι. ῎Αν φυλάξης αὐτά τά τρία, σίγουρα θά σωθῆς!

'Η Προφητεία τοῦ 'Επισκόπου ἁγίου 'Ιωάννου

Τό Φθινόπωρο τοῦ ἔτους 1930, ὁ ρασοφόρος Βασίλειος ἔβοσκε τά πρόβατα μαζί μέ τόν ἀδελφό του Κωνσταντῖνο στήν περιοχή τῶν ὀρέων τῆς Σύχλας. 'Ο π. Βασίλειος ἐπήγαινε μπροστά ἀπό τά πρόβατα καί προσηύχετο, ἐνῶ ὁ Κωνσταντῖνος ἀκολουθοῦσε. 'Εκείνη τήν ὥρα πέρασε ἀπό δίπλα του ἕνας ἅγιος ἐρημίτης, ὁ 'Επίσκοπος 'Ιωάννης, συνοδευόμενος κι ἀπό ἕνα διάκονο. Αὐτός εἶχε φύγει ἀπό τό Κίεβο τό ἔτος 1918, ἐξ αἰτίας τῶν διωγμῶν τοῦ ἀθεϊστικοῦ καθεστῶτος. 'Ο 'Επίσκοπος 'Ιωάννης ἐμφανίσθηκε μπροστά τους, τούς εὐλόγησε καί τούς δύο καί ὡς προορατικός, εἶπε στόν νεώτερο ἀδελφό μέσω τοῦ διακόνου του, ὁ ὁποῖος ἐγνώριζε τήν ρουμανική γλῶσσα.

-'Αδελφέ Κωνσταντῖνε, εἰπέ στόν ἀδελφό σου Βασίλειο νά ἑτοιμάζεται καί νά πηγαίνη μπροστά, διότι ἔχει νά διανύση ἕνα πολύ μακρινό δρόμο!

'Ο διάκονος μετέφρασε τά λόγια αὐτά στόν ἀδελφό Κωνσταντῖνο. Κατόπιν ὁ μακάριος 'Επίσκοπος ἀνεχώρησε γιά τήν Σύχλα, στόν Πνευματικό του, ἱερομόναχο μεγαλόσχημο  Βασιανό, ὁ ὁποῖος ἀσκήτευε πλησίον τῆς σπηλιᾶς τῆς ὁσίας Θεοδώρας. 'Ο Κωνσταντῖνος ὅμως δέν κατεννόησε τί ἐσήμαιναν τά λόγια τοῦ 'Επισκόπου. 'Αλλά, ὅταν συναντήθηκαν μέ τόν ἀδελφό του τόν π. Βασίλειο, πού προπορευόταν τῶν προβάτων, τοῦ ἐμήνυσε τά λόγια αὐτοῦ τοῦ ἁγίου ἐρημίτου, ἐπισκόπου 'Ιωάννου.

'Ο π. Βασίλειος κατάλαβε τήν προφητεία τοῦ ἁγίου 'Επισκόπου, ὅτι σίγουρα ἔπρεπε νά ἑτοιμασθῆ διότι ἡ ὥρα τῆς ἀναχωρήσεώς του ἀπ' αὐτόν τόν κόσμο ἐπλησίαζε.

Τό θαυμαστό τέλος τοῦ ρασοφόρου Βασιλείου

Τήν ἄνοιξι τοῦ ἔτους 1931, αὐτός ὁ ταπεινός ὑποτακτικός καί πρῶτος γυιός στήν οἰκογένεια τοῦ  'Αλεξάνδρου 'Ηλίε, ἀρώστησε καί μεταφέθηκε στήν Σκήτη. Κάποτε, μετά τό τέλος τῆς Θείας Λειτουργίας καί προσευχόμενος μπροστά στήν ἐκκλησία, εἶδε μία φοβερή ὀπτασία. 'Από τόν φόβο του ἀρχισε νά κλαίη καί νά φωνάζη δυνατά:

'Υπεραγία Θεοτόκε, σῶσον με, διότι μέ κτυποῦν οἱ δαίμονες! Δέν μέ ἀφήνουν!

'Ενῶ πρός τούς Πατέρας πού ἄκουσαν τίς φωνές του καί συγκεντρώθησαν γύρω του, τούς εἶπε:

-Προσκυνεῖτε, Πατέρες! Προσκυνεῖτε! 'Ιδού ἦλθε ἡ Δέσποινά μας! 'Η Μητέρα τοῦ Κυρίου μας εἶναι ἐνώπιόν μας μέ τόν Σωτῆρα Χριστό στήν ἀγκαλιά της! Νάτην, εἶναι ψηλά ἐπάνω μας!. . .

-'Αδελφέ π. Βασίλειε, γιατί ἐφώναζες τόσο δυνατά; Τόν ἐρώτησαν οἱ Μοναχοί.

-Πατέρες, ὅταν προσευχόμουν μπροστά στήν ἐκκλησία, ξαφνικά ἐμφανίσθηκε μία ὁμάδα δαιμόνων πολύ φοβερῶν μέ πύρινα ρόπαλα στά χέρια τους κι ἄρχισαν νά μέ κτυποῦν σκληρά καί νά κραυγάζουν:

<Ματαίως προσεύχεσαι, δέν θά σωθῆς! Σύ εἶσαι ἰδικός μας, διότι εἶσαι ἁμαρτωλός>. Τότε ἄρχισα νά ἱκετεύω μέ ἐλπίδα τήν Κυρία μας Θεοτόκο. Τήν στιγμή ἐκείνη, κατέβηκε χαμηλά ἀπό τόν οὐρανό ἕνα ἄσπρο σύννεφο, πλημμυρισμένο στό φῶς, καί στάθηκε ἐπάνω ἀπό τήν ἐκκλησία μας. Μέσα στό σύννεφο εἶδα τήν Κυρία Θεοτόκο μέ τό Θεῖο Βρέφος στήν ἀγκάλη της καί μοῦ εἶπε:

-Μή φοβᾶσαι. 'Από σήμερα ἔχεις ἀκόμη τρεῖς ἡμέρες. Κατόπιν θά ἔλθης κοντά μας. 'Υστερα ὁ Σωτήρ μᾶς  εὐλόγησε ὅλους καί τό σύννεφο ἀνέβηκε πάλι στόν οὐρανό. . . . Πατέρες, μεγάλη εἶναι ἡ δύναμις καί ἡ παρρησία τῆς Κυρίας Θεοτόκου ἐνώπιον τοῦ Σωτῆρος μας 'Ιησοῦ Χριστοῦ καί πάρα πολύ ἀκούει τίς προσευχές της!

Στήν συνέχεια ὁ 'Ηγούμενος τοῦ εἶπε τά ἑξῆς:

-'Αδελφέ Βασίλειε, πρόσεχε νά μή σέ ἐξαπατήση ὁ νοητός ἐχθρός! Πρόσεχε τόν ἑαυτό σου καί τόν νοῦ σου, διότι πολλές εἶναι οἱ παγίδες του!

Μετά εἶπε πρός τούς ἄλλους 'Αδελφούς:

-'Εάν μετά ἀπό τρεῖς ἡμέρες ὁ π. Βασίλειος θ' ἀναχωρήση ἀπό κοντά μας, τότε πραγματικά ἡ Μητέρα τοῦ Κυρίου μας τοῦ ἐμφανίσθηκε! 'Εάν, δέν πεθάνη, τότε ὁ διάβολος τόν ἐξηπάτησε!

Μετά ἀπό τρεῖς ἡμέρες, ἀκριβῶς τήν ἴδια ὥρα τῆς ἐμφανίσεως τῆς Παναγίας μας, ὁ ρασοφόρος Βασίλειος 'Ηλίε ἐκοιμήθη ἐν εἰρήνη μέ τήν προσευχή στά χείλη του.

'Η ἄσκησις καί τό τέλος τοῦ μοναχοῦ Γερασίμου 'Ηλίε

'Ο μοναχός Γεράσιμος 'Ηλίε ἦτο μεγαλύτερος ἀδελφός τοῦ π. Κλεόπα. Αὐτός ἐποίμανε τίς ἀγελάδες τῆς Σκήτης ἐπί τέσσερα συνεχῆ χρόνια, διότι ἦτο μία Ψυχή  ἀγωνιστική καί φιλέρημη. Μετά τήν κουρά του σέ μοναχό ὁ π. Γεράσιμος ἐπολλαπλασίασε τίς ἀσκήσεις του. ῎Ελεγε καθημερινά τό Ψαλτήριο, ἐδιάβαζε τίς 'Ακολουθίες τοῦ νυχθημέρου, πολλές ἀπό τίς ὁποῖες τίς ἤξερε ἀπέξω, ἐνῶ τίς νύκτες ἔκανε ἑκατό μετάνοιες λέγοντας καί τήν εὐχή τοῦ 'Ιησοῦ. ῏Ητο ζηλωτής στά πνευματικά, σιωπηλός καί εἶχε μεγάλη εὐλάβεια στήν Παναγία μας. Συζητοῦσε λίγο καί εἶχε τό χάρισμα τὦν δακρύων.

'Ο πατήρ Γεράσιμος μετέφερε μαζί του πάντοτε τήν εἰκόνα τῆς Κυρίας Θεοτόκου. Τήν ἐτύλιγε μέσα σέ μιά καθαρή πετσέτα, τήν ἔβαζε στόν ντορβᾶ του, δίπλα τά βιβλία τῶν Βίων τῶν 'Αγίων κι ἔφευγε στό δάσος νά βοσκήση τά ζῶα. 'Εκεῖ, κρεμοῦσε τήν Εἰκόνα στό κλαδί κάποιας ὀξυᾶς, ἐδιάβαζε τόν 'Ακάθιστο ῞Υμνο μπροστά της κι ἔκανε μετάνοιες.

Μιά φορά, ἐνῶ προσηύχετο, ἄρχισε νά κλαίη δυνατά ἐνώπιον τῆς Εἰκόνος τῆς Θεομήτορος. Διερχόμενος ἀπ' ἐκεῖ ἕνας ξυλοκόπος τόν ἐρώτησε:

-Τί σοῦ συμβαίνει, πάτερ, καί κλαίεις, τόσο δυνατά;

-Τραυματίσθηκα στό ἕνα πόδι.

-Κάνε ὑπομονή, πάτερ, καί θά σοῦ περάση!

-Νά δώση ὁ Θεός νά μοῦ περάση ὁ πόνος!

Αὐτός ὁ νεαρός στρατιώτης τοῦ Χριστοῦ εἶχε καί ἕνα ἄλλο μυστικό ἀγώνισμα. Πάντοτε σκεπτόταν τόν θάνατο καί τήν φοβερή Κρίσι. ῞Οταν ἄκουγε ὅτι κάποιος πατήρ εἶναι βαρειά ἄρρωστος, ἐπήγαινε δίπλα του, τόν παρηγοροῦσε καί προσευχόταν γι'αὐτόν.

-Γιατί κλαίεις, πάτερ Γεράσιμε; Τόν ἐρωτοῦσε ὁ ἀσθενής.

-Κλαίγω διότι πλησιάζει ἡ ὥρα τοῦ θανάτου κι ἐγώ δέν προετοιμάσθηκα ἀκόμη!

'Ο μοναχός Γεράσιμος μετέβαινε ἐνίοτε τήν νύκτα στό Κοιμητήριο κι ἐκεῖ προσηύχετο μόνος του ἀνάμεσα στά μνήματα τῶν κοιμηθέντων Πατέρων. 'Ενῶ στό κελλί του, εἶχε φτιάξει σέ εἰδικό μέρος ἕνα φέρετρο, στό ὁποῖο ἀναπαυόταν μερικές ὧρες.

Γι αὐτόν μᾶς διηγεῖται ἀκόμη ὁ πατήρ Κλεόπας: <'Ο ἀγαπητός μου ἀδελφός Γεράσιμος, ἐγνώριζε ὅλο τό Ψαλτήριο, τίς ῏Ωδές τοῦ Μωϋσέως, τήν Παράκλησι τῆς Παναγίας ἀπό τήν πρώτη μέχρι τήν τελευταία σελίδα. 'Εργάσθηκε τρία χρόνια σάν τσοπάνης τῶν ζώων. Εἶχε ὁ καημένος πολύν ἀγῶνα στήν ζωή του. Τόν ἄκουγα πῶς ἐμάχετο μέ τόν διάβολο. ῎Ηθελαν οἱ δαίμονες νά τοῦ πάρουν τό κομποσχοίνι, τόν τραβοῦσαν ἀπό τό ράσο καί τοῦ ἔλεγαν: <Τί ἔχεις μέ ἐμᾶς; Μᾶς καίεις μέ τούς ψαλμούς σου!>. Τό φέρετρό του ἦτο ἀκουμπισμένο στήν θερμάστρα. Δέν ἐκοιμᾶτο. Μέχρι τά μεσάνυκτα πού ἄρχιζε ὁ ῎Ορθρος ἔκανε 500 μετάνοιες καί ἔλεγε ἀπό στήθους μέχρι 10 Καθίσματα τοῦ ψαλτηρίου.

'Εγώ ἐκοιμώμουν. Δέν μοῦ ἄρεσε ἐμένα νά κάνω τόση προσευχή. Μόνο αὐτός μοῦ ἔλεγε: <Σήκω! ῎Αϊντε πᾶμε στόν ῎Ορθρο!>. Αὐτός μέχρι τόν ῎Ορθρο δέν ἐκοιμᾶτο. Μετά τήν 'Ακολουθία αὐτή ἐξάπλωνε μέσα στό φέρετρό του ἐπάνω σέ μερικά ἄχυρα, βάζοντας κι ἕνα ξύλο στό κεφάλι γιά προσκέφαλο. Μιά ἡμέρα τοῦ εἶπε ἕνας πατήρ: <Πόσα φέρετρα σάν αὐτό θά χαλάσης μέχρι νά ἀποθάνης! καί αὐτός τοῦ ἀπήντησε: <'Εγώ πιστεύω στόν Καλό Θεό ὅτι αὐτό τό φέρετρο θά εἶναι τό σπίτι μου στόν αἰῶνα>.

'Εκοιμᾶτο τρεῖς ὧρες, τό πολύ τέσσερεις, μετά τόν ῎Ορθρο. 'Εγώ ἐπῆγα στόν Γέροντα, λέγοντάς του: <'Εγώ δέν ἠμπορῶ νά μένω μέ τόν Γεράσιμο! ῞Ολη τήν νύκτα κτυπᾶ τίς παλάμες του κλαίγοντας>. 'Ενίοτε ἄρχιζε νά κλαίη καί κρατοῦσαν οἱ στεναγμοί του ἐπί δύο ὧρες, ὥστε ἐνόμιζες, κατά τήν παροιμία, ὅτι τοῦ ἔβαλαν ἁλάτι στόν κόρφο του. 'Αγωνιζόταν ὅμως μυστικά. <Παιδιά μου, ἔλεγε ὁ Γέροντά τους, ἀφῆστε τον πιά, ἀφῆστε τον! Καθένας ἔχει τήν ἰδική του ἐργασία. 'Εσύ δέν γνωρίζεις τί συμβαίνει στόν διπλανό σου. Αὐτός ἔχει μεγάλο ἔρωτα μέ τό Ψαλτήριο. ῎Εχει τόν ἀγῶνα του>. Γι' αὐτό δέν ἔζησε πολύ οὔτε αὐτός, οὔτε ὁ ἀδελφός του Βασίλειος, οὔτε ὁ Κωνστάντιος Οὐρικάρου. Κι ἐκεῖνος ἐγνώριζε τό Ψαλτήριο ἀπό στήθους. Ξέρεις γιατί; ῎Ακουσε τί λέγουν οἱ Παροιμίες: <'Ηρπάγη, μή κακία ἀλλάξῃ σύνεσιν αὐτοῦ. . . !>

῎Ετσι ἔζησε καί ὁ π. Γεράσιμος. Μιά φορά ἀσθένησε καί τοῦ εἶπε ὁ 'Ηγούμενος:

-Νά σοῦ φέρουμε ἕνα γιατρό γιά νά σέ θεραπεύση;

-Καί αὐτός τοῦ ἀπήντησε μέ δάκρυα:

-Συγχωρέστε με, Πατέρες, ἐγώ προσευχήθηκα στόν Θεό νά μοῦ δώση στενοχώριες καί ἀσθένειες μόνο καί μόνο γιά νά σωθῶ. Συνεπῶς, ἐάν Αὐτός ἔκανε τό ἔλεός Του σέ μένα, πῶς ἐγώ νά ἐναντιωθῶ; 'Αφῆστε με στό χέρι καί στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, διότι ἡ ἀσθένεια αὐτή εἶναι γιά τήν σωτηρία μου!

'Επειδή λοιπόν, ἦτο ἄρρωστος ὁ πατήρ Γεράσιμος, δέν ἠμποροῦσε νά κατέβη στήν ἐκκλησία. 'Αλλά ἀπό τήν Θεία Λειτουργία δέν ἀπουσίαζε. Τόν μετέφεραν ἀδελφοί μέ μιά κουβέρτα καί τόν ἀκουμβοῦσαν στόν πρόναο.

-Πάτερ Γεράσιμε, τοῦ ἔλεγαν οἱ ἄλλοι, γιατί δέν μένεις στό κελλί σου μέχρι νά γίνης καλλίτερα;

-Πατέρες, συγχωρέστε με, τόν ἁμαρτωλό! ῏Ηλθα ν' ἀκούσω τήν Θεία Λειτουργία! ῎Ισως αὐτή νά εἶναι ἡ τελευταία Λειτουργία τῆς ζωῆς μου! Διότι ἀπό καμμία ἄλλη 'Ακολουθία δέν ἔχομεν ἀνάγκη γιά τήν σωτηρία μας, ὅσο ἀπό τήν Θεία Λειτουργία!

Κάποια νύκτα ἀπέθανε ἕνας γέροντας μοναχός. Τότε ὁ πατήρ Γεράσιμος εἶπε στούς ἄλλους μέ δάκρυα: <Νά γνωρίζετε, Πατέρες, ὅτι μετά τόν πατέρα Βασίλειο, ἔρχεται ἡ σειρά μου ν' ἀναχωρήσω ἀπ' αὐτή τήν ζωή>.

Καί πράγματι, στίς 14 Σεπτεμβρίου 1933, στήν ῞Υψωσι τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, ὁ μεγάλος ἀγωνιστής π. Γεράσιμος παρέδωσε τήν ψυχή του στά χέρια τοῦ Χριστοῦ, μέσα στό φέρετρο, τό ὁποῖον εἶχε κατασκευάση γιά τόν ἑαυτό του. Κάτω ἀπό τό κεφάλι του εὑρέθηκε γράμμα πού ἀπευθυνόταν στόν μικρότερο ἀδελφό του:

<'Αγαπητέ ἀδελφέ μου Κωνσταντῖνε, νά γνωρίζης ὅτι ἐσένα ὁ Θεός θά σέ κρατήση πολλά χρόνια σ' αὐτή τήν ζωή. Σέ παρακαλῶ νά μή μέ ξεχνᾶς ἐμένα τόν ἁμαρτωλό στίς ἅγιες προσευχές σου. Καθώς κι ἐγώ μέ πολλά δάκρυα παρεκάλεσα τόν Θεό γιά σένα καί γιά ὅλους τούς ἀδελφούς νά σᾶς ὁδηγήση  στόν δρόμο τῆς σωτηρίας!>

Οἱ θαυμαστές ὀπτασίες τοῦ 'Αδελφοῦ Κωνσταντίνου

Μέχρι πού συμπληρώθηκαν 40 ἡμέρες ἀπό τόν θάνατο τοῦ ἀδελφοῦ του Γερασίμου, ὁ Κωνσταντῖνος ἐδιάβαζε τό Ψαλτήριο, ἐνήστευε καί προσηύχετο γιά τήν σωτηρία του.

Κάποτε, ἐνῶ ξεκουραζόταν ὀλίγον, εἶδε ὅτι τό μνῆμα τοῦ ἀδελφοῦ του πού ἦτο στό παλαιό Κοιμητήριο, δίπλα στήν ἐκκλησία, ἀνοίχθηκε καί τό καπάκι τοῦ φερέτρου πῆγε σέ ἄλλο μέρος. 'Ενῶ ἀπό τό ῞Αγιο Βῆμα ἄρχισε νά τρέχη πρός τό μνῆμα μία πηγή ἀπό καθαρό νερό σάν κρύσταλλο καί ἡ μορφή τοῦ ἀδελφοῦ του γινόταν λευκή σάν τό χιόνι. Τότε ὁ Γεράσιμος ξύπνησε σάν ἀπό τόν ὕπνο καί τοῦ εἶπε: <'Αδελφέ Κωνσταντῖνε, οἱ προσευχές τῆς 'Εκκλησίας μ' ἔσωσαν. . . >

'Εκεῖνο τό ἔτος, μετά τήν μετάβασι τῶν 'Αδελφῶν πρός τόν Κύριο, ὁ Κωνσταντῖνος ἦτο πολύ λυπημένος γιά τόν πρόωρο θάνατό τους. ῞Ομως προσηύχετο μέ δάκρυα στόν Θεό νά τοῦ ἀποκαλύψη πού ἀκριβῶς εὑρίσκονται οἱ ψυχές τους. Καί μιά νύκτα, ἐκοιμᾶτο στό κελλί του καί δέν σηκώθηκε μέχρι τό πρωῒ.

'Αφοῦ ξύπνησε καί σηκώθηκε τό πρωῒ, ἡ ψυχή του ἦτο πολύ εἰρηνική καί πραεῖα. Μετά ἐπῆγε στόν 'Ηγούμενο καί τοῦ εἶπε τήν ὀπτασία πού εἶχε ἰδεῖ ἐκείνη τήν νύκτα. Τοῦ εἶπε ὅτι συναντήθηκε μέ τούς 'Αδελφούς του, τόν Βασίλειο, τόν Γεράσιμο καί μέ τίς 'Αδελφές του πού εἶχαν ἀναχωρήσει πρός τόν Κύριο μέσα σ' ἕνα θαυμαστό κῆπο μέ λουλούδια καί εὐωδία, μέ δένδρα φορτωμένα μέ καρπούς, ὅπου τά πουλιά κεηλαδοῦσαν τήν δόξα τοῦ Θεοῦ. ῞Ολη αὐτή τήν νύκτα τήν ἐπέρασα μαζί μέ τούς 'Αδελφούς μου βαδίζοντας καί ψάλλοντας μέ πολλή πνευματική χαρά μέσα στόν Κῆπο τοῦ Παραδείσου!

Στήν συνέχεια οἱ 'Αδελφοί του τόν παρηγόρησαν καί τόν ἐνεθάρρυναν ὅτι θά προσεύχωνται γι' αὐτόν γιά νά εἶναι μαζί πάντοτε. Τόν προέτρεψαν νά κάνη ὑπακοή καί νά προσεύχεται ἀδιάκοπα καί πολλοί ἄνθρωποι θ' ἀναπαυθοῦν κοντά του. Κατόπιν ἀποχωρίσθηκαν διακόπτοντας τήν χαρά τους καί τότε ὁ Κωνσταντῖνος ἐξύπνησε ἀπό τόν βαθύ του ὕπνο. Τότε ἡ ὥρα ἦτο 5 τό πρωῒ.

'Ο Δόκιμος Κωνσταντῖνος διακονητής τῆς ἐκκλησίας

῞Οταν ὑπηρετοῦσε ὦς δεύτερος διακονητής στήν ἐκκλησία τῆς Μονῆς ἦτο αὐτόπτης μάρτυς μερικῶν θαυμάτων πού συνέβησαν στήν ὥρα τῆς Θείας Λειτουργίας, στήν ἐκκλησία τῆς Σκήτης Συχαστρία. 'Ιδού τί μᾶς διηγήθηκε:

<Νά ἐβλέπατε τί ἔπαθα μ' ἕνα ἐνάρετο ἱερέα, τόν π. Κάλλίστρατο Μπόμπου. 'Ως Πνευματικός ἐπέρασε κάποτε ἀπό μία μοναχή, ἀσκήτρια σέ σπηλιά τοῦ δάσους. Τότε στά δάση ἀσκήτευαν περί τούς 50 μοναχούς καί μοναχές. Αὐτή ἡ μοναχή εἶπε στόν π. Κάλλίστρατο: <Σέ ἐσᾶς δέν κατέρχεται τό ῞Αγιο Πνεῦμα, διότι ἀκολουθήσατε τό Νέο 'Ημερολόγιο!> 'Από τότε ὁ πατήρ καλλίστρατος διατελοῦσε ἐν πολλῆ ἀμφιβολίᾳ.

Μιά φορά, ὅταν ἤμουν βοηθός διακονητής στήν ἐκκλησία, παρετήσησα ὅτι τό πρόσφορο πού λειτουργοῦσε ὁ 'Ηγούμενοςς ἦτο ἄσπρο καί γλυκό, ἐνῶ αὐτό μέ τό ὁποῖο λειτούργησε ὁ πατήρ Καλλίστρατος ἦτο πικρό καί πρασινωπό. Τότε ἐρώτησα τόν Γέροντα π. 'Ιωαννίκιο:

-Γέροντα, γιατί ὅταν λειτουργῆ ὁ πατήρ Καλλίστρατος τό πρόσφορό του εἶναι μουχλιασμένο καί πικρό;

-Μά, παιδί μου, διότι λειτουργεῖ μέ  ἀμφιβολία. Δηλαδή ἀμφιβάλλει ἄν κατέρχεται τό ῞Αγιο Πνεῦμα στήν 'Εκκλησία τοῦ Χριστοῦ πού ἀκολουθεῖ τό Νέο 'Ημερολόγιο. Μετέβη πρό καιροῦ σέ μιά ἐρημίτισσα τοῦ δάσους καί αὐτή τοῦ εἶπε ὅτι τό ῞Αγιο Πνεῦμα δέν κατέρχεται στήν Θεία Λειτουργία ἐξ αἰτίας τοῦ Νέου 'Ημερολογίου. Τοῦ εἶπα ὅτι πλανήθηκε, διότι δέν πιστεύει ὅτι τό ῞Αγιο Πνεῦμα κατέρχεται στά Μυστήρια τῆς 'Εκκλησίας μας!

Κάποτε ὁ πατήρ Καλλίστρατος τελοῦσε τήν Θεία Λειτουργία καί, ὅταν ἐκάλεσε τό ῞Αγιο Πνεῦμα νά κατέλθη, μέ ἔκπληξί του εἶδε ὅτι ὁ 'Αμνός ἔγινε κρέας καί ἔτρεχε τό ῞Αγιο Αἷμα ἀπό τό Δισκάριο καί τό 'Αντιμήνσιο. ῞Οταν παρετήρησε μέσα στό ῞Αγιο Ποτήριο εἶδε ἀνθρώπινο Αἷμα. Τότε μ' ἐκάλεσε καί μοῦ εἶπε:

-'Αδελφέ Κωνσταντῖνε, ἔλα ἐδῶ κοντά! Τί βλέπεις;

-Πώ, πώ, πάτερ Καλίστρατε! 'Η θεία Κοινωνία ἔγινε κρέας καί αἷμα!

Τότε ἔστειλα νά εἰδοποιήσουν γρήγορα τόν 'Ηγούμενο. ῞Οταν ἦλθε ὁ στάρετς, ἔβαλε μοναχούς νά διαβάζουν τό Ψαλτήριο στόν χορό καί εἶπε:

-῎Εε! Πάτερ Καλλίστρατε, πιστεύεις τώρα ὅτι ἔρχεται τό ῞Αγιο Πνεῦμα καί μεταβάλλει τά Δῶρα ἤ ὄχι;

-Συγχώρεσέ με, πάτερ! Κι ἔπεσε στά γόνατά του κλαίγοντας.

-Πρόσεχε! Κατῆλθε τό ῞Αγιο Πνεῦμα. Μετεβλήθη τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ σέ κρέας! Μετεβλήθη τό νερό καί κρασί σέ Τίμιο Αἷμα Του! Γιατί πλέον ἀμφιβάλλεις, πάτερ;

-Πιστεύω, Γέροντα. Σέ παρακαλῶ συγχώρεσέ με!

-Πιάσε καί σφίγξε τά Τίμια Δῶρα!

Κατόπιν μ' ἕνα σκαρπέλο ἄνοιξε μία ὀπή στήν Βάσι τῆς 'Αγίας Τραπέζης, διότι συμβολίζει τόν Τάφο τοῦ Κυρίου μας καί ἔθαψε ἐκεῖ τά ῞Αγια Μυστήρια, ὅπως μᾶς διδάσκουν οἱ ῞Αγιοι Πατέρες μας. Τό ῞Αγιο Ποτήριο τό ἁγίασε ἐκ νέου καί τό  ἔπλυνε μαζί μέ τό 'Αντιμήνσιο στό χωνευτήριο. Στάθηκα ἐκεῖ μέχρι νά τελειώση ὅλο τό ψαλτήριο. Κατόπιν  ἄρχισα πάλι τήν θεία Λειτουργία, συνεχίζοντας άπό τήν Προσκομιδή: <Εἷς τῶν στρατιωτῶν λόγχῃ τήν πλευράν αὐτοῦ ἔνυξε. . . > ῎Ετσι ἐπιτελέσθηκε ἡ Θεία Λειρτουργία καί δέν ἐπαναλήφθηκε πάλι αὐτό τό θαῦμα.

-Τώρα πιστεύεις; Τόν ἐρώτησε πάλι ὁ στάρετς.

-Πιστεύω, πάτερ!

Μετά ὁ πατήρ 'Ιωαννίκιος τόν ἐπετίμησε μέ ἀποχή ἀπό τήν Θεία Λειτουργία 40 ἡμέρες, λέγοντάς του: <Σοῦ ἔλεγα νά πιστεύης ἀκράδαντα, ἀλλά ἐσύ ἐπήγαινες στίς ἐρημίτισσες τοῦ δάσους νά διδαχθῆς γιά τό 'Ημερολόγιο!>

Αὐτό συνέβη τό 1932. Τόν ἴδιο καιρό ἤμουν μάρτυς κι ἑνός ἄλλου θαυμαστοῦ γεγονότος πού συνέβη στόν καιρό τῆς θείας Λειτουργίας.

Κάποια φορά, ὅταν λειτουργοῦσε ὁ πατήρ 'Ιωαννίκιος, μετά τόν καθαγιασμό τῶν Τιμίων Δώρων, ἔπεσε ἀπό τό ῞Αγιο Ποτήριο μία σταγόνα Αἵματος τοῦ Χριστοῦ ἐπάνω στό ῞Αγιο 'Αντιμήνσιο. 'Εκείνη ἡ σταγόνα ἄρχισε νά λάμπη καί μετά νά μεταβάλλεται σέ ἀκτῖνα. Τότε ὁ στάρετς 'Ιωαννίκιος μέ φώναξε γρήγορα:

-'Αδελφέ Κωνστατῖνε, ἔλα ἐδῶ κοντά!

Κυττάζοντας ἐγώ, μοῦ εἶπε ὁ στάρετς:

-Τί βλέπεις ἐδῶ στό ῞Αγιο 'Αντιμήνσιο;

-Βλέπω μία σταλαγματιά ἀπό τό ῞Αγιο Αἷμα. 'Ακτινοβολεῖ τόσο δυνατά, πού δέν ἠμπορῶ νά τήν ἀντικρύσω ἀπό κοντά!

Τότε ὁ στάρετς μοῦ εἶπε:

-Βλέπεις, Ποιόν ἡμεῖς οἱ ἁμαρτωλοί ὑπηρετοῦμε; Γι'αὐτό νά στέκεσαι μέ μεγάλο φόβο καί εὐλάβεια μπροστά στή 'Αγία Τράπεζα!

Κατόπιν, ὁ στάρετς 'Ιωαννίκιος κοινώνησε αὐτή τήν σταλαγματιά τοῦ 'Αγίου Αἵματος τοῦ Χριστοῦ.

'Αργότερα, ὅταν ἤμουν καί πάλι διακονητής τῆς ἐκκλησίας, ἦτο στό Μοναστήρι ἕνας ἱερεύς, πού εἶχε ἕλκος στομάχου, καί λειτουργοῦσε. 'Εξ αίτίας τῆς ἀσθενείας του δέν ἠμποροῦσε νά ὑποφέρη τόν καπνό τοῦ θυμιάματος. Αὐτός ὁ ἱερεύς μοῦ ἔλεγε νά εἶμαι προσεκτικός καί νά βάζω λίγο θυμίαμα στό θυμιατό, ἀλλά ἐγώ, ἀπό ἀπροσεξία μου, ἔσφαλα πάντοτε. 'Ο ἱερεύς, βλέποντας αὐτό, δέν μοῦ εἶπε ξανά τίποτε καί κρατοῦσε τήν λύπη μέσα του. ῞Οταν μιά νύκτα ἐπέστρεψα στό κελλίο μου ἀπό τόν ῎Ορθρο καί ἐξάπλωσα νά ξεκουρασθῶ, εἶδα μία φοβερά ὀπτασία. Εἶδα τόν  ἱερέα νά περιβάλλεται ἀπό ἀκτῖνες δυνατοῦ φωτός.

Τότε ἀντελήφθηκα ὅτι αὐτός ὁ ἱερεύς ἦτο ἅγιος. ῎Ετρεξα γρήγορα καί τοῦ ἐζήτησα συγχώρεσι. Κατόπιν, ἐκείνη τήν νύκτα ἐπῆγα στόν στάρετς καί τοῦ ἐξωμολογήθηκα τό πταῖσμα μου.

'Ο 'Αδελφός Κωνσταντῖνος ἁγιογράφος

Μοῦ ἐδιηγεῖτο ἀκόμη τά ἑξῆς ὁ πατήρ Κλεόπας: <῞Οταν ἤμουν Δόκιμος μοναχός, εἶχα ταλέντο στήν ἁγιογραφία. Μέ εἶχε διδάξει ζωγραφική τῶν εἰκόνων ἕνας μοναχός, Νεῖλος τό ὄνομά του ἀπό τήν Μονή Σέκου. ῞Οταν ἐσυνήθισα στήν ἰχνογραφία τῶν μορφῶν ἄρχισα  τήν ζωγραφική μέ νεροχρώματα καί ἐδούλευα καλά μέ τό πινέλλο. 'Ενίοτε ἐρχόταν ὁ 'Ηγούμενος στό κελλί μου νά ἰδῆ πῶς ζωγραφίζω καί τοῦ ἄρεσε πολύ ἡ ἐργασία μου. 'Αλλά ἐγώ εἶχα μπεῖ στόν πειρασμό τῶν χρημάτων, διότι μόνος μου ἀγόραζα τά χρώματα καί ὅλα τά ἀναγκαῖα γιά τήν ζωγραφική τῶν εἰκόνων.

Μιά φορά ἦλθε ὁ στάρετς στό κελλί μου καί μέ πείραξε μέ τήν ἐρώτησι:

-Τί τιμή ἔχει αὐτή ἡ εἰκόνα;

-Δέν τήν κάνω γιά χρήματα, Γέροντα! Τοῦ ἀπήντησα ἐγώ.

-Γι'αὐτό, 'Αδελφέ Κωνσταντῖνε, σέ ἐρωτῶ γιά τήν τιμή της, διότι εἶναι ὡραία! Μοῦ εἶπε δοκιμάζοντάς με ὁ στάρετς.

῞Οταν εἶδα ἐγώ ὅτι πρέπει νά κοστολογήσω τήν εἰκόνα καί θά ἔχω χρήματα ἀπό τούς ἀνθρώπους, φοβήθηκα μήθως νικηθῶ ἀπό τήν ὑπερηφάνεια καί τήν χρηματολατρεία. Κάποια ἡμέρα, ἦλθε ὁ πατήρ Κυριᾶκος, ὁ Οἰκονόμος τῆς Σκήτης στό κελλί μου καί μοῦ εἶπε: <'Αδελφέ Κωνσταντῖνε, ἄφησε τήν ἁγιογραφία καί πήγαινε σέ ἄλλο διακόνημα!. ῎Ετσι, ἀπό τότε ἄφησα γιά πάντα τήν ἁγιογραφία κι ἔγινα τσοπάνης τῶν ζώων τῆς Σκήτης μας.

῎Ετσι, λυτρώθηκα ἀπό δύο μεγάλα ἁμαρτήματα, ἀπό τήν

ὑπερηφάνεια καί τήν φιλαργυρία!

'Ο μοναχός Γαλακτίων ὁ πρῶτος σύμβουλος τοῦ Δοκίμου Κωνσταντίνου.

Αὐτός ὁ ἐνάρετος μοναχός, καταγόμενος ἐκ προγόνων ἀπό τό χωριό Σαλίστεα Σιμπίου, γεννήθηκε στήν Κοινότητα Πιπιρίγκ τοῦ νομοῦ Νεάμτς ἀπό γονεῖς πτωχούς, ἀλλά εὐσεβεῖς. Στά νειᾶτα του ἦτο στό χωριό του τσοπάνης.

'Αργότερα, ἐπιθυμῶνας ν' ἀκολουθήση τόν Χριστό, τό ἔτος1918 εἰσῆλθε στήν μοναχική ἄσκησι στήν Σκήτη Συχαστρία, καρείς καί μοναχός τό ἔτος 1925. 'Εδῶ εἶχε τό ἴδιο εὐλογημένο διακόνημα, βόσκοντας τά πρόβατα τῆς Σκήτης ἐπί 25 χρόνια. Αὐτός ὁ ὅσιος μοναχός ἦτο ἕνας μεγάλος ἀγωνιστής. Αὐτός συνέβαλε πολύ στήν πνευματική κατάρτισι τοῦ Δοκίμου Κωνσταντίνου 'Ηλίε, ὁ ὁποῖος ἦτο βοηθός του στό διακόνημα αὐτό στά χρόνια 1930-1942.

'Ιδού μερικές πτυχές ἀπό τ' ἀγωνίσματα αὐτοῦ τοῦ εὐλογημένου ἀπό τόν Θεό Γέροντος Γαλακτίωνος.

Μᾶς ἔλεγε ὁ ὑποτακτικός του, Δόκιμος Κωνσταντῖνος, ὅτι ὁ πατήρ Γαλακτίων δέν ἔτρωγε ποτέ μέχρι πού νά ἐτελείωνε τόν μοναχικό του Κανόνα. ῞Οταν τόν καλοῦσαν οἱ 'Αδελφοί στήν Τράπεζα τοῦ φαγητοῦ, ὁ Γέροντας ἀπαντοῦσε: <Συγχωρήσατέ με, 'Αδελφοί, ἐγώ δέν ἔκανα ἀκόμη τίς ὑποχρεώσεις μου πρός τόν Θεό. Συνεπῶς, πῶς νά φάγω, ἀφοῦ ἔχω τά χρέη μου ἀνεξόφλητα;

῞Υστερα ὁ πατήρ ἀναχωροῦσε γιά τό δάσος, ἐτελείωνε τίς προσευχές του καί κατόπιν καθόταν γιά νά φάγη.

Μᾶς ἔλεγε πάλι ὁ ὑποτακτικός του ὅτι ὁ Γέροντας δέν ἔτρωγε τήν Τετάρτη καί Παρασκευή μέχρι τό βράδυ, μέχρι πού ἐφαίνοντο τ' ἄστρα. Τότε μόνο ὁ πατήρ ἔκανε τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, ζητοῦσε συγχώρεσι ἀπό ὅλους, ἔπαιρνε τό ἀντίδωρο καί ἔτρωγε μέ τήν ἡσυχία του. Μιά φορά τόν ἐρώτησε ὁ μαθητής του:

-Πάτερ Γαλακτίων, ἡ ἡμέρα εἶναι μεγάλη καί ἡ ὁσιότης σου εἶσαι ἀδύνατος καί γέρων. Δέν θά εἶναι καλά νά διακόψης τό πρόγραμμα αὐτό τοῦ φαγητοῦ σου καί νά τρώγης ἐνωρίτερα;

-'Αδελφέ Κωνσταντῖνε, ἄκουσε τί μοῦ εἶπε ὁ πατήρ  'Αθανάσιος ἀπό τό Μοναστήρι Νεάμτς. Κάποτε ἕνας ἅγιος εἶδε πώς μετέφεραν ἕνα νεκρό στόν τάφο, ἀλλά μπροστά καί πίσω του τόν συνώδευαν δυό ὡραιώτατοι ἄγγελοι. Τότε ἐκεῖνος ὁ ῞Αγιος τούς ἐρώτησε:

-Ποιοί εἶσθε ἐσεῖς; Καί οἱ ῎Αγγελοι τοῦ ἀπήντησαν:

-'Εγώ ὀνομάζομαι Τετάρτη κι ἐγώ Παρασκευή! ῎Ηλθαμε ἐδῶ μέ τήν ἐντολή τοῦ Κυρίου νά βοηθήσουμε αὐτήν τήν ψυχή, ἡ ὁποία σ' ὅλη τήν ζωή της ἐνήστευε Τετάρτη καί Παρασκευή πρός τιμήν τῶν Παθῶν τοῦ Χριστοῦ μας>.

῞Οταν μοῦ εἶπε αὐτή τήν ἱστορία ὁ πατήρ 'Αθανάσιος, ἔπαυσα κι ἐγώ νά τρώγω αὐτές τίς ἡμέρες γιά νά βοηθήσουν κι ἐμένα ἡ 'Αγία Τετάρτη καί ἡ 'Αγία Παρασκευή στήν ὥρα τοῦ θανάτου μου.

Αὐτός ὁ ταπεινός μοναχός, ἐάν ἔβλεπε κάποιον νά περνᾶ δίπλα ἀπό τήν στάνη του, ἀμέσως ἔλεγε στόν βοηθό του:

-Πήγαινε, ἀδελφέ Κωνσταντῖνε καί εἰδοποίησε αὐτόν τόν ἄνθρωπο νά μείνη καί νά φάγη μαζί μας, διότι ἐδῶ τά πρόβατα εἶναι σάν μία πηγή καί, ἄν δέν δώσης ἀπ'αὐτή τήν πηγή, σίγουρα θά ξεραθῆ. 'Ενῶ, ἄν δώσης ἔστω καί λίγο, ὁ Θεός θά φυλάξη τά πρόβατα ὑγιεινά. 'Ακόμη νά μή γνωρίζης σέ ποιόν δίνεις τήν βοήθεια, διότι αὐτό εἶναι μεγάλη εὐλογία τοῦ Κυρίου γιά ἐμᾶς καί τήν Σκήτη μας.

Μοῦ ἔλεγαν ἀκόμη οἱ μαθηταί του ὅτι οὐδέποτε  εἶδαν τόν π. Γαλακτίωνα νά τρώγη μόνος του κάτι στά κρυφά. 'Εάν ἐλάμβανε κάτι φαγώσιμο ἀπό τό Μοναστήρι, δέν γευόταν τίποτε μέχρι πού θά ἐπέστρεφε ἀπό τό διακόνημά του. Σ' αὐτό προέτρεπε καί τούς ἄλλους νά κάνουν τό ἴδιο.

-Γιατί δέν τρώγεις ποτέ μόνος σου, πάτερ Γαλακτίων, τόν ἐρωτοῦσαν οἱ ἄλλοι 'Αδελφοί. καί αὐτός τούς ἀπαντοῦσε:

-Εἶναι μέγας ὁ κίνδυνος γιά τόν μοναχό νά τρώγη μόνος του κρυφά ἀπό τούς ἄλλους! Μετά μέ πραεῖα καρδιά ἐπρόσθεσε:

-῎Εε, 'Αδελφοί, ἡ ἀγάπη καί ἡ ἀδελφωσύνη ξεπερνοῦν κατά πολύ τόν πλοῦτο!

'Ο πατήρ Γαλακτίων ἦτο ὁ πτωχότερος μοναχός τοῦ Μοναστηριοῦ. Εἶχε μία μόνο στολή ἀπό ροῦχα, μία κάπα καί μερικά ἐσώρουχα γιά νά ἀλλάζη. Κάποτε τόν ἐρώτησε ὁ μαθητής του:

-Γιατί δέν κάνεις καί ἡ ὁσιότης σου μερικά καινούργια ροῦχα, ὅπως καί οἱ ἄλλοι Πατέρες; Καί ὁ Γέρων τοῦ ἀπήντησε:

-'Αδελφέ Κωνσταντῖνε, ἐξωμολογήθηκα σ' ἕνα ἐρημίτη, τόν ὁποῖον συνάντησα, ὅταν ἔβοσκα τά πρόβατα στό δάσος. Αὐτός μοῦ εἶπε: <Πάτερ Γαλακτίων, νά ἔχης τόση περιουσία, ὅση εἶναι δυνατόν νά μεταφερθῆ μιά φορά ἀπό τόν ἕνα τόπο στόν ἄλλο!> Κατόπιν ἐπρόσθεσε: <Νά μή παραλείπης ποτέ τόν κανόνα τῶν προσευχῶν σου, τῶν μετανοιῶν σου. Νά λέγης συνεχῶς τήν εὐχή τοῦ 'Ιησοῦ καί νά εἶσαι εἰρηνικός μέ ὅλους, πρίν ἀπό τήν δύσι τοῦ ἡλίου! 'Εάν τά φυλάξης ὅλα αὐτά, ὁ Θεός θά σοῦ χαρίση τόπο στόν παράδεισο.

῎Αλλη φορά συνήντησε ὁ Γέροντας στό δάσος ἕναν ἅγιο 'Ερημίτη καί τόν ἐρώτησε:

-Λέγε μου, πάτερ, πότε θά ἔλθη τό τέλος τοῦ κόσμου;

Καί ὁ ὅσιος 'Ησυχαστής στενάζοντας τοῦ εἶπε:

-Γνωρίζεις πότε θά ἔλθη τό τέλος τοῦ κόσμου; ῞Οταν δέν θά ὑπάρχη δρόμος ἀπό τήν μιά γειτονιά στήν ἄλλη! Δηλαδή, ὅταν θά ἐκλείψη ἡ ἀγάπη μεταξύ τῶν ἀνθρώπων.

Τό βράδυ, ἐσυνήθιζε ὁ πατήρ Γαλακτίων νά βάζη τούς 'Αδελφούς νά διαβάζουν ἀπό  τό Ψαλτήριο  καί τήν 'Αγία Γραφή, διότι ἐπιθυμοῦσε πάρα πολύ νά ἀκούη τόν λόγο τοῦ Θεοῦ.

Κάποτε  εἶπε στόν μαθητή του:

-'Αδελφέ Κωνσταντῖνε, σέ παρακαλῶ διάβασε ἀκόμη ἀπό τήν 'Αγία Γραφή γιά τήν ὑπομονή τοῦ 'Ιώβ.

῞Οσο καιρό ἐδιάβαζε ὁ Δόκιμος Κωνσταντῖνος, ὁ πατήρ Γαλακτίων ἔκλαιγε. Κατόπιν ἐπρόσθεσε:

-'Ιδού, αὐτός ἦτο ἕνας μεγάλος ἄνθρωπος στόν κόσμο, διότι δέν παραπονέθηκε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ὅταν τοῦ ἐπῆρε τά πρόβατά του, τά βόδια καί τά παιδιά του. 'Ενῶ ἐγώ ὁ ἁμαρτωλός, πόσο ἀδύνατος εἶμαι στήν πίστι! 'Εάν ἀσθενήση ἤ κτυπήση κάποιο πρόβατο ἐκείνη τήν ἡμέρα δέν ἠμπορῶ οὔτε νά φάγω!

-Γιατί τότε δέν ἠμπορεῖς νά φάγης, πάτερ Γαλακτίων; Τόν ἐρώτησε ὁ ὑποτακτικός του.

-Δέν ἔχω πλέον κουράγιο νά φάγω, ὅταν βλέπω ὅτι ὁ Θεός παιδεύει τό κοπάδι μου, λόγῳ τῶν ἁμαρτιῶν μου!

Μετά ἀπό 12 χρόνια διακονίας στήν στάνη τῶν προβάτων καί σέ ἄλλες ὑπηρεσίες τῆς Μονῆς, τό καλοκαίρι τοῦ ἔτους 1942 ὁ μοναχός Κλεόπας 'Ηλίε διωρίσθηκε ἀναπληρωτής τοῦ 'Ηγουμένου στήν Σκήτη Συχαστρία καί ὁ πατήρ Γαλακτίων εἶχε ἄλλους βοηθούς του στά πρόβατα.

Τό φθινόπωρο τοῦ 1946, μετά ἀπό 30 χρόνια ὑπακοῆς, ὁ πατήρ Γαλακτίων ἔσπασε τό πόδι του. 'Ενῶ καθόταν στό κρεββάτι καί περίμενε τό τέλος, ἄκουσε ὅτι ἀπέθανε ἕνας μοναχός, ὀνόματι Ναζάριος. Τότε εἶπε στόν πρώην μαθητή του, τόν π. Κλεόπα, ὁ ὁποῖος ἐν τῶ μεταξύ εἶχε γίνει στάρετς τῆς Σκήτης:

-Σᾶς παρακαλῶ, πάτερ 'Ηγούμενε, νά μή θάψετε τόν π. Ναζάριο χωρίς νά πάρετε καί μένα! Μή κάνετε ἔξοδα δύο φορές! Αὔριο τό βράδυ στίς 6 ἡ ὥρα θά φύγω κι ἐγώ ἀπ' αὐτή τήν ζωή!

Τήν ἑπομένη ἡμέρα, στήν καθωρισμένη ὥρα, ὁ πατήρ Γαλακτίων, ὁ καλός καί ἀκούραστος στρατιώτης τοῦ Χριστοῦ, παρέδωσε τό πνεῦμα του στά χέρια τοῦ Χριστοῦ. Τήν ἡμέρα ἐκείνη εἶχε συμπληρώσει 64 χρόνια ζωή ἐπί τῆς γῆς! ῎Ετσι ἐτελείωσε τήν ζωή του αὐτός ὁ υἱός τῆς ὑπακοῆς, ὁ πνευματικός σύμβουλος τοῦ π. Κλεόπα καί συνδιακονητής του στά πρόβατα.

Στά πρόβατα τῆς Σκήτης Συχαστρία

'Ο πάτηρ Κλεόπας μοῦ ἐδιηγεῖτο κάποτε: <Στά χρόνια πού ἤμουν τσοπάνος στά πρόβατα τῆς Σκήτης μαζί μέ τ'ἀδέλφια μου, εἴχαμε μεγάλες πνευματικές χαρές. 'Η στάνη, τά πρόβατα, ἡ ζωή στήν ἐρημία καί ἡ μοναξιά στά βουνά μέσα στίς λόχμες τῶν δασῶν μᾶς ἐδίδαξαν πολλά γιά τήν μοναχική ζωή καί τήν θεολογία.

Τότε ἐδιάβασα ἐγώ τήν Δογματική τοῦ ἁγίου 'Ιωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, πού εἶναι ἡ ἀποκάλυψις τῆς ἀληθινῆς πίαστεώς μας. Τά μικρά ἀρνάκια πολύ τά ἀγαποῦσα. ῞Οταν ἐζέσταινε ὁ καιρός ἔμπαιναν μέσα στά χαμόκλαδα γιά δροσιά. ῏Ηταν ἕνα κατάλληλο μέρος στό Ξέφωτο Τσιρέσου καί ἐκεῖ ἐστάλιζαν τά πρόβατα. <Σταθῆτε ἐκεῖ>, τούς ἔλεγα ἐγώ καί ἔδιάβαζα τήν Δογματική.

῞Οταν ἐδιάβαζα τήν διδασκαλία γιά τήν 'Αγία Τριάδα, ἰδιαίτερα γιά τούς 'Αγγέλους, τόν ἄνθρωπο, τόν Θεό γιά τίς ἰδιότητες τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ὅταν ἐδιάβαζα γιά τόν Παράδεισο, γιά τήν κόλασι, ξεχνοῦσα ἀκόμη καί νά φάγω.

*Ηταν μία χαμοκέλλα παλιά στό δάσος, ὅπου ἐστεγαζόμουν προσωρινά καί ἐκεῖ κάποιος ἀπό τήν Σκήτη μοῦ ἔφερνε φαγητό. Τό βράδυ πού ἐπέστρεφα ἐρωτοῦσα τόν ἑαυτό μου: <῎Αρα γε, ἔφαγα σήμερα;> ῎Εβλεπα τό φαγητό ἐκεῖ καί ἔλεγα: <Δέν ἔφαγα>. ῞Ολη τήν ἡμέρα ἤμουν ἀπησχολημένος μέ τήν Δογματική τοῦ ἁγίου 'Ιωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ. ῎Εβαζα κι ἕνα φύλλο κρόκου στήν σελίδα τοῦ βιβλίου γιά νά συνεχίσω τήν ἄλλη ἡμέρα. ῞Οταν ἤμουν τσοπάνης στά πρόβατα καί τά βόδια, ἐδιάβασα τά ἑξῆς βιβλία: Τόν ῞Αγιο Μακάριο τόν Αἰγύπτιο, τόν ἅγιο Μακάριο 'Αλεξανδρείας, τούς Βίους τῶν 'Αγίων, (εἶχα ἀγοράσει καί τούς 12 τόμους ἀφ' ὅτου ἤμουν στό πατρικό σπίτι). Τούς εἶχα στόν ντορβᾶ μου, ὅταν ἦλθα στό Μοναστήρι. 'Εδιάβαζα καί μοῦ φαινόταν ὅτι ἡ ἡμέρα ἦτο μία ὥρα. Οἱ Βίοι τῶν 'Αγίων πολύ μέ ἐνίσχυσαν.  Πάρα πολύ.

'Ακόμη καί τό κάθε παιδί  ἠμπορεῖ νά ἔχη μαζί του ἕνα βιβλίο. Εἶναι τό Προσευχητάριον, ὅπου ἠμπορεῖ νά διαβάζη τούς Χαιρετισμούς τῆς Θεοτόκου κάθε ἡμέρα, νά λέγη καί τήν εὐχή τοῦ 'Ιησοῦ καί νά διαβάζη κι ἄλλες 'Ακολουθές.

Σ' αὐτά τά χρόνια προσευχόμουν πολύ καί ἐδιάβασα τήν 'Αγία Γραφή καί ἀρκετές διδασκαλίες τῶν 'Αγίων Πατέρων, ὅπως: Τό Γεροντικόν, τήν Κλίμακα τοῦ ὁσίου 'Ιωάννου, τούς Λόγους τοῦ ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, τοῦ ἁγίου 'Ισαάκ τοῦ Σύρου, τοῦ ἁγίου 'Εφραίμ τοῦ Σύρου, τοῦ ἁγίου 'Ιωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, τήν 'Εξαήμερο τοῦ Μεγάλου Βασιλείου καί ἄλλα. Τά βιβλία αὐτά τά ἐδανειζόμουν ἀπό τήν βιβλιοθήκη τοῦ Μοναστηριοῦ Νεάμτς καί Σέκου καί τά μετέφερα  μέ τόν ντορβᾶ μου στά δάση φυλάγοντας τά πρόβατα.

'Αργότερα ἄρχισα κι ἐγώ νά γράφω βιβλία, ἀλλά ἐπειδή ἔγραφα χωρίς εὐλογία, τά ἔδωσα στήν φωτιά. Πηγαίνοντας στόν π. 'Ιωαννίκιο τόν Γέροντά μου καί λέγοντάς του τί ἔπαθα, αὐτός μοῦ ἔδωσε εὐλογία, καί μοῦ εἶπε: <Νά γράφης πάντοτε τό κάθε τι πού θέλεις>.

Προσευχή καί ὑπακοή

῞Οταν ἦτο στό διακόνημα τοῦ τσοπάνη ὁ 'Αδελφός Κωνστατῖνος ἐδιάβασε σ' ἕνα βιβλίο ὅτι ὁ κάθε μοναχός πρέπει νά διαβάζη τίς ἑπτά 'Ακολουθίες τοῦ ἡμερονυκτίου. ῎Ετσι τίς ἔμαθε σιγά-σιγά ἀπ' ἔξω. 'Αλλά δέν ἠμποροῦσε νά τίς εἰπῆ δυνατά, διότι τά πρόβατα τόν ταλαιπωροῦσαν ἐδῶ κι ἐκεῖ. Τότε ἐπῆγε στόν π. 'Ιωαννίκιο καί τοῦ εἶπε ὅτι δέν ἠμπορεῖ νά κάνη τίς 'Ακολουθίες τοῦ Μεγάλου 'Ωρολογίου τῆς 'Εκκλησίας μας. Τότε ὁ στάρετς τόν ἐρώτησε: < Μέ ποιοῦ τήν εὐλογία μορφώθηκες στά πρόβατα καί ποιός σοῦ εἶπε νά ἀρχίσης τίς 'Ακολουθίες;  'Εσύ νά διαβάζης τίς  προσευχές σου τό πρωῒ καί τόν 'Ακάθιστο ῞Υμνο τῆς Θεομήτορος, ἐνῶ τό βράδυ τίς προσευχές τοῦ ὕπνου καί τήν Παράκλησι τῆς Θεοτόκου καί ὅλο τόν ὑπόλοιπο χρόνο νά λέγης τήν εὐχή τοῦ 'Ιησοῦ. > 'Ενῶ οἱ ἄλλες 'Ακολουθίες  διαβάζονται στήν 'Εκκλησία γιά ὅλους καθημερινά στόν χορό.

Πῶς θεραπεύθηκε ὁ Δόκιμος Κωνσταντῖνος

Κάποια ἄνοιξι εἶχε αἱμορραγία, διότι ὑπέφερε ἀπό τά πνευμόνια του. Τότε ὁ πατήρ Γαλακτίων, ὁ ὁποῖος ἦτο ὑπεύθυνος γιά τήν στάνη, τόν ἔστειλε νά βγάλη ρίζες ἀπό τσουκνίδες, νά τίς βράση καί νά πιῆ τόν ζωμό τους. Κάνοντας αὐτό τό ἀφέψημα θεραπεύθηκε.

 Μετά ἀπό ἀρκετά χρόνια, ὅταν ἔγινε στάρετς τῆς Μονῆς Συχαστρία, ἐπῆγε στό Βουκουρέστι  γιά μερικές ὑποθέσεις καί ὡμίλησε σέ Πιστούς τήν ἴδια ἡμέρα σέ τέσσερα μέρη. Γνωρίζοντας ὅτι ἔχει πνευμονοπάθεια, μία πιστή Χριστιανή ἐθαύμασε ἀπό ποῦ παίρνει τόση δύναμι καί ὁμιλεῖ καί ἐρώτησε τόν γιατρό 'Αθανάσιον ὁ ὁποῖος τοῦ ἔκαμε ἀκτινογραφία καί τόν ἐρώτησε: <Τί φάρμακα ἐπῆρες, πάτερ, διότι τό πνευμόνι σου εἶναι ὑγιέστατο;> καί ὁ πατήρ Κλεόπας τοῦ εἶπε ὅτι ἤπιε ζωμό ριζῶν ἀπό τσουκνίδες καί μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ ἔγινε ὑγιής.

῞Ενα θαῦμα τοῦ ἁγίου 'Ιωάννου τοῦ Νέου

Κάποτε, ὁ Δόκιμος Κωνσταντῖνος ἀνεχώρησε μέσῳ τῶν βουνῶν γιά νά πάη στήν ἀδελφή του Αἰκατερίνη, πού ἐμόναζε στήν Μονή Παλαιά 'Αγαπία. Στό δάσος, στόν τόπο ὅπου εἶναι τό ξέφωτο Τράπεζα, εἶδε ὅτι περικυκλώθηκε ἀπό ἕνα κοπάδι ἀγριοχοίρους καί ἀπειλήθηκε ἡ ζωή του. Βλέποντας ὅτι τόν ἐπλησίασαν, ἄρχισε νά ψάλλη μέ δυνατή φωνή τό Κοντάκιο τοῦ ἁγίου 'Ιωάννου τοῦ Νέου τῆς Σουτσεάβας.

Τήν στιγμή ἐκείνη δέν εἶδε κανένα γύρω του. 'Αφοῦ ἀνέβηκε ψηλά λίγο καί ἔφθασε στήν κορυφή τοῦ λόφου, ἀπό τήν κούρασι ἔπεσε κάτω. 'Αφοῦ συνῆλθε μέ πολλή δυσκολία ἔφθασε στό Μοναστήρι  Παλαιά 'Αγαπία.

'Η συνάντησις μέ τόν ρασοφόρο 'Ηλία 'Ιακώβου (ἅγιο 'Ιωάννη τόν Χοζεβίτη)

'Ο ὅσιος 'Ιωάννης 'Ιακώβου ἀπό τήν Μονή Νεάμτς εἰσῆλθε στήν μοναχική ζωή, στό Μοναστήρι Νεάμτς, τό ἔτος 1933, ὄντας τότε ὀρφανός κι ἀπό τούς δύο γονεῖς του. 'Ο στάρετς τοῦ Μοναστηριοῦ ἦτο τότε ὁ 'Επίσκοπος Νικόδημος Μουντεάνου, ὁ μετέπειτα πρῶτος πατριάρχης τῆς Ρουμανικῆς 'Εκκλησίας.

 'Ο 'Επίσκοπος ἀφοῦ τόν εὐλόγησε, τόν συνώδευσε στήν ἐκκλησία γιά νά προσκυνήση τήν θαυματουργό Εἰκόνα τῆς Κυρίας Θεοτόκου. Γιά διακόνημα τόν διώρισε στό φαρμακεῖο τῆς Μονῆς κοντά στόν μοναχό 'Ιώβ, ὁ ὁποῖος εἶχε ἐνάρετη ζωή. Μετά διωρίσθηκε βοηθός βιβλιοθηκάριος καί ἐφρόντιζε γιά τήν συντήρησι τῶν παλαιῶν βιβλίων καί ἐδάνειζε βιβλία στούς Μοναχούς τῆς 'Αδελφότητος καί τῶν γειτονικῶν Σκητῶν.

Σ' αὐτόν τόν ἁγιασμένο ρασοφόρο μοναχό, ὁ ὁποῖος ἀργότερα μετέβη ὁριστικά στούς 'Αγίους Τόπους, ἐρχόταν καί ὁ Δόκιμος Κωνσταντῖνος 'Ηλίε ἀπό τήν Σκήτη Συχαστρία νά πάρη πνευματικά βιβλία ἀπό τήν βιβλιοθήκη τῆς Μονῆς. Κάποια φορά κατά τό ἔτος 1934, ὁ Δόκιμος Κωνσταντῖνος δανείσθηκε ἀπό τόν ρασοφόρο 'Ηλία 'Ιακώβου τό βιβλίο: <Πνευματική 'Αλφάβητος>, γραμμένο ἀπό τόν ἅγιο Δημήτριο τοῦ Ροστώβ Ρωσίας. Τό καλοκαίρι ἐκείνου τοῦ ἔτους, ὁ ρασοφόρος 'Ηλίας ἦλθε στήν Συχαστρία μαζί μέ τόν Οἰκονόμο τῆς Μονῆς Νεάμτς. 'Εκεῖ ἐρώτησε τόν Δόκιμο Κωνσταντῖνο, ὁ ὁποῖος ἔβοσκε τά πρόβατα στήν κοιλάδα:

-'Αδελφέ Κωνσταντῖνε, ἐτελείωσες τό διάβασμα τοῦ βιβλίου πού σέ ἐδάνεισα;

-῎Εχω ἀκόμη λίγο γιά νά τό τελειώσω. Θά τό φέρω ἐγώ στήν βιβλιοθήκη τῆς Μονῆς σας, ὅταν τό τελειώσω.

-Καλά, 'Αδελφέ Κωνσταντῖνε, ὁ Θεός νά σέ βοηθήση στόν δρόμο τῆς σωτηρίας σου! Στό Μοναστήρι Νεάμτς εἶναι πολλά ἅγια βιβλία. Διάβασε τώρα πού εἶσαι νέος, διότι στά γεράματα θά ἔχης ἄλλες φροντίδες!. . .

'Η ἀναχώρησις στόν στρατό

Τό ἔτος 1935, ὁ Δόκιμος Κωνσταντῖνος ἔλαβε τήν πρόσκλησι γιά τόν στρατό. ῎Ετσι ἀφήνοντας τά πρόβατα στό βουνό, κατέβηκε στήν Σκήτη, κι ἐξωμολογήθηκε στόν ἅγιο 'Ηγούμενο. Κοινώνησε τῶν 'Αχράντων Μυστηρίων καί, ἀφοῦ προσευχήθηκε ἀρκετά, ἐπῆρε τήν εὐλογία κι ἀνεχώρησε γιά τό Μποτοσάνι, ὄντας ἐκεῖ τεταγμένος στό τάγμα διαβιβάσεων.

'Εκεῖ συνέχισε τήν ζωή του μέ προσευχή καί ἐγκράτεια. ῎Εκανε εἰδική αἴτησι ὅτι εἶναι 'Αδελφός τῆς τάδε Μονῆς καί δέν ἔχει εὐλογία νά τρώγη κρέας. 'Ο διοικητής τῆς μεραρχίας ἐνέκρινε τήν αἴτησί του καί τοῦ ἐπέτρεψε νά παίρνη ὅ, τι ἐπιθυμεῖ ἀπό τήν τραπεζαρία τοῦ στρατοῦ. 'Επειδή ἐγκρατευόταν καί προσευχόταν πολύ, ὅσο διάστημα ἦτο στόν στρατό, δέν εἶχε καμμία σημαντική πειρασμική περιπέτεια ἀπό τόν διάβολο. Τόν ἐσκέπαζε φυσικά καί ἡ εὐλογία τοῦ Γέροντός του.

Στήν περίοδο τῆς στρατεύσεώς του φοροῦσε καί τά μοναχικά του ἐνδύματα καί ὑπηρετοῦσε στό νοσοκομεῖο. 'Εκεῖ βοήθησε πολλούς ἀσθενεῖς, τούς ἐδίδασκε τόν κανόνα τῆς καθημερινῆς προσευχῆς, ἀσχολεῖτο μέ τήν καθαριότητα καί ἐξετιμᾶτο ἀπό ὅλους, τόσο τούς ἀξιωματικούς, ὅσο καί τούς στρατιῶτας.

'Ο διοικητής τῆς μεραρχίας χαιρόταν τήν παρουσία του μέσα στό στράτευμα καί τόν προστάτευε γιά ὅποιοδήποτε πρόβλημά του. Τόν εἶχε διορίσει νά κάνη τήν πρωϊνή καί βραδυνή προσευχή στό ἐκκλησάκι τῆς μεραρχίας, ἐνῶ τίς Κυριακές ἐπήγαιναν ὅλοι στήν ἐκκλησία. ῎Ετσι πολλοί ἐχαίροντο ἀνάμεσά τους τήν παρουσία του καί τήν ἀφιερωμένη του ζωή στόν Χριστό.

Γι' αὐτό πολλές φορές τόν ἔβαζαν ἐνώπιον ὅλου τοῦ στρατεύματος νά ὁμιλήση. 'Ακόμη καί οἱ ἀξιωματικοί ἤρχοντο καί πολλοί ὠφελοῦντο ἀπό τήν διδασκαλία του.

Σέ εἰδικές περιπτώσεις, ὅταν μερικοί ἀσθενεῖς στρατιῶτες εἶχαν ἐπείγουσα ἀνάγκη ἀπό ἱερέα, ὁ Δόκιμος Κωνσταντῖνος ἔφερνε στρατιωτικό ἱερέα νά ἐξομολογήση καί κοινωνήση τούς στρατιῶτας. 'Ακόμη καί μερικοί ἀπ' αὐτούς τοῦ ζητοῦσαν πνευματικές συμβουλές γιά τό πῶς θά ἠμπορέσουν κι αὐτοί νά εἰσέλθουν στήν μοναχική ζωή.

Στό τέλος τῆς στρατιωτικῆς τπου θητείας τόν ἐζήτησαν νά παραμείνη στόν στρατό ὁριστικά, λέγοντάς του: <Μεῖνε ἐδῶ, διότι  μέ τήν δυνατή μνήμη πού ἔχεις, θά φθάσης νά γίνης καί στρατηγός>. 'Αλλ' αὐτός δέν δέχθηκε, λέγοντάς τους ὅτι εἶναι <στρατιώτης τοῦ στρατοῦ τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Βασιλέως τῶν Βασιλέων>.

Τό ἔτος 1936, ὁ νεαρός δεκανεύς Κωνσταντῖνος 'Ηλίε, ἐλεύθερος ἀπό τόν στρατό, ἐπέστρεψε πάλι στήν Σκήτη Συχαστρία, δοξάζοντας τόν Θεό καί τήν Κυρία Θεοτόκο γιά ὅλες τίς εὐεργεσίες τους.

'Ο δεσμός τοῦ μεγαλοσχήμου π. Παϊσίου μέ τόν Δόκιμο Κωνσταντῖνο.

'Εδιηγεῖτο ὁ π. Κλεόπας στούς μαθητάς του: <῞Οταν ἤμουν στρατιώτης καί εἶχα ἀκόμη μερικούς μῆνες μέχρι νά ἀπολυθῶ, ἔμεινα στόν π. Παῒσιο  μέ ἄδεια ἀπό τόν στρατό καί τόν βοήθησα στίς δουλειές, δεδομένου ὅτι ἔκτιζε τότε ἕνα καινούργιο παρεκκλήσιο μέ κελλί δίπλα. 'Εκεἶ εἶχε σάν ὑποτακτικό κι ἕνα θεῖο μου, τόν π. Γεννάδιο, ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος σ' ὅλη τήν ζωή του ἦτο τσοπάνης καί δέν ἐνυμφεύθηκε, ἐνῶ στά γεράματά του ἀνεχώρησε γιά μοναχός στήν Σκήτη Κοζάντσεα.

'Ο πατήρ Παῒσιος, βλέποντας ὅτι τελείωνει ἡ ἄδεια μου καί ἔπρεπε νά ἐπιστρέψω στήν μεραρχία, μέ πῆρε ἀπόμερα καί μοῦ εἶπε:

-Λέγε μου, ἀδελφέ Κωνσταντῖνε, ὅταν ἀπολυθῆς ἀπό τόν στρατό δέν θά ἔλθης ἐδῶ σέ μένα;

-Σ' αὐτή τήν ἐρώτησί του, ἐγώ τοῦ ἀπήντησα:

-Πανοσιώτατε πάτερ Παῒσιε, δέν θέλω νά σέ λυπήσω. 'Αλλά ἐγώ εἶμαι πνευματικά δεμένος μέ τήν Σκήτη Συχαστρία, ὅπου ἐπῆγα γιά πρώτη φορά καί ὅπου ἐκοιμήθησαν οἱ 'Αδελφοί μου τόν αἰώνιο ὕπνο. 'Εδῶ στήν Κοζάντσεα εἶναι πολύ κοντά καί τό χωριό μου καί θά ἤθελα νά εἶμαι ξένος καί ἄγνωστος ἀπό τούς συγγενεῖς μου. Μετά τήν ἀπόλυσίν μου ἀπό τόν στρατό, θά ἐπιστρέψω στήν Συχαστρία πάλι!

'Ακούοντας αὐτά ὁ Γέροντας ἐδάκρυσε καί μοῦ εἶπε:

-'Εγώ ἤλπιζα ὅτι θά εἶχα ἕνα ὑποτακτικό ἀπό τήν οἰκογένειά σας. 'Εάν δέν ἔχης λογισμό νά ἔλθης ἐδῶ μετά τόν στρατό σου, τότε κι ἐγώ, μετά ἀπό ὀλίγο καιρό, θά ἔλθω στήν Συχαστρία!

-Πολύ καλά, πάτερ Παῒσιε! 'Εγώ τώρα ἐπιστρέφω στήν Μεραρχία. . . .

-'Αφοῦ φεύγης, ἔρχομαι κι ἐγώ νά σέ συνοδεύσω!

'Επήγαμε μαζί μέχρι τόν τόπο ὅπου ἐφαίνοντο οἱ κάμποι καί οἱ λόφοι τοῦ χωριοῦ μου. Τότε ὁ πατήρ μοῦ εἶπε μέ δάκρυα στά μάτια:

-῎Ελα νά κάνουμε μία συμφωνία! Νά κάνουμε μαζί τρεῖς μετάνοιες!

-Ναί, πάτερ, Παῒσιε νά κάνουμε!

'Αφοῦ ἐκάναμε τίς τρεῖς μετάνοιες μαζί, αὐτός εἶπε τήν ἑξῆς προσευχή: <Παναγία Τριάς, ὁ Θεός ἡμῶν, πρεσβείαις τῆς Παναχράντου Θεοτόκου καί πάντων τῶν 'Αγίων, εὐδόκησον ὅπως, ἐάν ἀποθάνη ὁ ἀδελφός Κωνσταντῖνος πρίν ἀπό ἐμέ, νά εἶμαι ἐγώ στήν κεφαλήν του, καί ἐάν θά ἀποθάνω ἐγώ ἐνωρίτερον, νά εἶναι αὐτός στήν κεφαλήν μου! 'Αμήν>.

Μετά ἀπ' αὐτά, μέ πολλά δάκρυα ἀποχαιρετιθήκαμε ὁ ἕνας μέ τόν ἄλλον. Αὐτός ὁ χωρισμός μας συνέβη τό καλοκαίρι τοῦ 1936>.

Αὐτή ἡ συμφωνία ἐκπληρώθηκε μετά ἀπό 54 χρόνια, δηλαδή στίς 18 'Οκτωβρίου 1990, ὅταν ὁ μεγάλος Πνευματικός τῆς Μολδαβίας μεγαλόσχημος ἱερομόναχος π. Παῒσιος 'Ολάρου παρέδωσε τήν ψυχή του στά χέρια τοῦ Χριστοῦ στό Μοναστήρι Συχαστρία, στίς 4 τό πρωῒ. Τήν ἴδια ὥρα ὁ ἀρχιμανδρίτης π. Κλεόπας 'Ηλίε στάθηκε δίπλα στήν κεφαλή τοῦ Γέροντός του καί προσευχήθηκε μέ δάκρυα, διαβάζοντας τίς εὐχές ἀπό τό Εὐχολόγιο γιά τήν ἔξοδο τῆς ψυχῆς του.

Μετά ἀπό 8 χρόνια, δηλαδή στίς 2 Δεκεμβρίου 1998 ὁ π. Κλεόπας ἔδωσε κι αὐτός τήν ψυχή του στά χέρια τοῦ Χριστοῦ ἀφήνοντας ὀρφανούς ἑκατοντάδες πνευματικά του παιδιά, μοναχούς, μοναχές καί πιστούς Χριστιανούς. Πιστεύουμε ἀκραδάντως ὅτι αὐτοί οἱ μεγάλοι Πνευματικοί Πατέρες τοῦ Ρουμανικοῦ μας 'Ορθοδόξου Μοναχισμοῦ εἶναι σήμερα μαζί στόν Παράδεισο καί προσεύχονται μέ ὅλους τούς 'Αγίους γιά τήν σωτηρία ὅλων μας.

'Η μοναχική  του κουρά

'Αφοῦ ἀπολύθηκε ἀπό τόν στρατό ὁ ρασοφόρος Κωνσταντῖνος 'Ηλίε, ἐστάλη πάλι στό ἴδιο διακόνημά του. 'Επειδή ἦτο νεώτερος ἀπό τούς ἄλλους συνδιακονητάς, τούς βοηθοῦσε. Οἱ ἄλλοι ὠνομάζοντο π. Γαλακτίων 'Ηλίε καί π. 'Αντώνιος 'Ολάρου. Αὐτός ἔβαζε τά πρόβατα στήν στρούγκα, τά ἄρμεγε, καθάριζε κι ἔπλενε τήν στάνη, ἔπηζε τό γάλα καί ἐπήγαινε μέ τά πρόβατα στήν βοσκή.

Καί οἱ τρεῖς αὐτοί ποιμένες τῶν προβάτων ἦσαν πολύ πρᾶοι, ταπεινοί, σιωπηλοί καί ἀγαποῦσαν πάνω ἀπό ὅλα τήν προσευχή. Γι' αὐτό ὅλές τίς δουλειές τους τίς ἐπιτελοῦσαν μέ εἰρήνη καί ἡσυχία καί δέν εἶχαν μεταξύ τους διαμάχες στό διακόνημά τους.

Τό ἔτος 1937, στά τέλη τοῦ μηνός 'Ιουλίου, ὁ ρασοφόρος Κωνσταντῖνος προσκλήθηκε ἀπό τόν 'Ηγούμενο νά γίνη μοναχός. Μέχρι τότε εἶχαν περάσει 6 χρόνια δοκιμῆς καί εἶχε τελειώσει καί τόν στρατό του. 'Η κουρά του σέ μοναχό ἐγκρίθηκε ἀπό τόν Μητροπολίτη Μολδαβίας μέ τόν ἀριθμό ἐγγράφου 10042 τοῦ ἔτους 1936 καί ἐκάρη μοναχός στίς 2 Αὐγούστου 1937. 'Ως ἀνάδοχος στήν καλογερική του ὡρίσθηκε ὁ μεγαλόσχημος μοναχός Πρόκλος Πόπα, ἕνας μεγάλος ἀγωνιστής τῆς ἀγάπης καί ταπεινώσεως, καταγόμενος ἀπό τήν κοινότητα Πιάτρα Σοῒμου τοῦ νομοῦ Νεάμτς.

'Ο ἀδελφός Κωνσταντῖνος παρακαλοῦσε τόν Γέροντα νά τόν πάρη κάτω ἀπό τόν μανδύα του, ὅμως αὐτός τοῦ εἶπε:

-'Αδελφέ Κωνσταντῖνε, ἐγώ εἶμαι πολύ γέρος, ἔχω ἤδη 77 χρόνια, καί δέν ἠμπορῶ πλέον. Σέ παρακαλῶ ζήτησε κάποιον ἄλλον νά γίνη πνευματικός νουνός σου!

-Πάτερ Πρόκλε, ἐάν δέν μέ συνοδεύσης κάτω ἀπό τόν μανδύα ἡ ὁσιότης σου, δέν ἀποφασίζω νά γίνω μοναχός, τοῦ εἶπε ὁ ἀδελφός Κωνσταντῖνος.

'Ακούοντας καί κλαίγοντας ἀπό τά λόγια αὐτά ὁ Γέροντας π. Πρόκλος, χάρηκε πολύ καί τοῦ εἶπε:

-Καλά, 'Αδελφέ μου, ἑτοιμάσου καί τήν νύκτα θά σέ μεταφέρω κάτω ἀπό τόν μανδύα μου στόν ἱερέα νά σέ διαβάση!

'Αρχίζοντας ἡ 'Ακολουθία τῆς κουρᾶς, ὅλοι οἱ Πατέρες καί 'Αδελφοί προσηύχοντο στόν Θεό νά ἐνισχύση τόν ὑποψήφιο 'Αδελφό στήν ὁδό τῆς πνευματικῆς ζωῆς γιά νά σηκώση τόν σταυρό του μέχρι τέλους.

'Αλλ', ὅταν ἄκουσε τό καλογερικό του ὄνομα, ἕνας μοναχός πού στεκόταν πλησιέστερα στόν 'Ηγούμενο, ὀνόματι π. Νικόλαος, τόν ἐρώτησε:

-Πάτερ 'Ηγούμενε, τοῦ ἐδώσατε τό ὄνομα Κλεόπας, ἀλλά δέν εἴχαμε μ' αὐτό τό ὄνομα οὔτ' ἕνα μοναχό παλαιότερα!

-Σωστά λέγεις, πάτερ Νικόλαε!

Μετά ὁ 'Ηγούμενος ἀπήγγειλε τά ἑξῆς:

-'Ο 'Αδελφός ἡμῶν, Κλεόπας Μοναχός, κείρεται τήν κόμην τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ εἰς τό ῎Ονομα τοῦ πατρός, 'Αμήν, καί τοῦ Υἱοῦ, 'Αμήν, καί τοῦ 'Αγίου Πνεύματος 'Αμήν. Εἴπωμεν καί ὑπέρ αὐτοῦ τό: <Κύριε ἐλέησον>.

'Αφοῦ ἐκάρη καί εἰσῆλθε στό μοναχικό πολίτευμα ὁ μοναχός Κλεόπας εὐλογήθηκε ἀπό τόν 'Ηγούμενό του, ἐνῶ ὁ ἀνάδοχός του τοῦ ἔδωσε καί ἐπροσκύνησε  τήν Εἰκόνα τῆς Θεοτόκου καί τόν μετέφερε σ' ἕνα στασίδι τοῦ ἀριστεροῦ χοροῦ, κατά τήν παράδοσιν τῆς 'Εκκλησίας μας.

Στήν συνέχεια οἱ 'Αδελφοί τῆς Μονῆς καί οἱ Πιστοί Χριστιανοί μέ τήν σειρά ἐπέρασαν καί τόν εὐχήθηκαν νά ζήση καί νά εὐαρεστήση τόν Θεό, τούς 'Αγγέλους καί τούς ἀνθρώπους.

῎Αλλος πειρασμός μέ τήν φιλαργυρία

'Ο πατήρ Κλεόπας μᾶς ἔλεγε: <῞Οταν ἤμουν Δόκιμος στήν Συχαστρία, κανείς μας δέν ἐκλείδωνε τό κελλί του, διότι δέν ὑπήρχε κάτι πού νά μᾶς κλέψη κάποιος. Κάθε τί πού εἴχαμε ἀνάγκη μᾶς τό ἔδιναν ἀπό τήν Σκήτη. 'Αλλά νά ἰδῆτε τώρα πῶς ἠθέλησε ὁ νοητός ἐχθρός μας νά μέ κυριεύση μέ τό πάθος τῆς φιλαργυρίας. Κατά τό ἔτος 1937, στό ὁποῖο ἤμουν μάγειρος, ἦλθε ἕνας Χριστιανός μας καί μοῦ εἶπε: <Πάτερ Κλεόπα, κύτταξε αὐτό τό καινούργιο νόμισμα τί ὡραῖο πού εἶναι>. Καί μοῦ ἔδωσε ἕνα.

'Εγώ ἐπῆρα τό νόμισμα αὐτό στό κελλί μου, τό  ἐβαλα στό παράθυρο κάτω ἀπό ἕνα χαρτί, γιά νά μή τό ἰδῆ κανείς κι ἔκλεισα τήν πόρτα. 'Από τό μαγειρεῖο ἐπήγαινα πάντοτε τρέχοντας στό κελλί μου, ἐκύτταζα ἀπό τό τζάμι ἄν τό χαρτί μέ τό νόμισμα εἶναι μέσα.

 Κάποια ἡμέρα, βλέποντας ἐγώ ὅτι ὁ διάβολος μοῦ αἰχμαλώτισε τήν καρδιά καί ἐκλείδωνα τήν πόρτα καί ἐσκεπόμουν μόνο τό νόμισμα, κατάλαβα τήν πτῶσι μου κι ἔκανα τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ. ῎Αφησα τήν πόρτα πάλι ἀκλείδωτη, ὅπως καί πρῶτα, καί τό νόμισμα τό ἔδωσα σέ κάποιον πτωχό.

῎Ετσι λυτρώθηκα ἀπό τό πάθος τῆς φιλαργυρίας.

 

Πυρκαϊά στήν Σκήτη Συχαστρία

Κατά τά ἔτη 1938-1941 ἡ Σκήτη Συχαστρία ἀριθμοῦσε περί τούς 35 Πατέρας καί Δοκίμους 'Αδελφούς. Τά κελλιά τῶν Μοναχῶν ἦσαν κατασκευασμένα ἀπό ξύλο ἐλάτης καί ἀρκετά παλαιά, διότι καί ὁ Γέροντας π. 'Ιωαννίκιος ἦτο γέρων, ἡλικίας τότε 80 ἐτῶν, καί μέ δυσκολία ἠμποροῦσε νά φροντίζη γιά ὅλα τά ἀναγκαῖα.

 Στίς 30 Μαϊου 1941, πλησιάζοντας ἡ ἑορτή τῆς 'Αναλήψεως τοῦ Κυρίου μας, χιλιάδες ἤρχοντο οἱ Προσκυνητές γιά νά συμμετάσχουν στήν Πανήγυρι τῆς Μονῆς Νεάμτς πού ἑώρταζε καί νά παρακολουθήσουν τήν Θεία Λειτουργία. 'Επίσης Μοναχοί καί ἄλλοι 'Αδελφοί διήρχοντο κι αὐτοί ἀπό τήν Συχαστρία, ἔμεναν ἐκεῖ μία νύκτα καί συνέχιζαν τό ταξίδι τους γιά τήν Μονή Νεάμτς παραμένοντας κάθε νύκτα καί στά ἄλλα γειτονικά Μοναστήρια.

'Επειδή ἦτο ξηρασία καί φυσσοῦσε ἕνας ζεστός ἄνεμος, ξαφνικά ἀπό μία σπίθα ἄναψε ἕνα ξύλινο κελλί καί σέ μισή ὥρα, ὅλος ὁ περίβολος εἶχε κυριευθῆ στίς φλόγες. 'Εκάησαν ὅλα τά κελλιά, ἡ σκεπή τῆς πέτρινης ἐκκλησίας, τό ξύλινο Παρεκκλήσιο τῶν 'Αγίων Θεοπατόρων 'Ιωακείμ καί ῎Αννης καί, δέν ἠμπόρεσαν νά διασώσουν τίποτε οἱ Πατέρες, παρά λίγα ἐκκλησιαστικά ἀντικείμενα.

Σ' ἐκείνη τήν ἀναταραχή, μερικοί Χριστιανοί μπῆκαν μέσα στίς φλόγες κι ἔβγαλαν ἀπό τό Παρεκκλήσιο τό Εὐαγγέλιο, τά 'Ιερά Σκεύη μερικές εἰκόνες καί τό 'Αρτοφόριον. Μή γνωρίζοντας ὅμως ποῦ εὑρίσκοντο τ' ῞Αγια Λείψανα, τ' ἄφησαν ἐπάνω στήν 'Αγία Τράπεζα καί πετάχθηκαν ἔξω ἀπό τίς φλόγες. 'Ενῶ ὅλοι ἐλυποῦντο γιά τήν φθορά τῶν 'Αγίων Λειψάνων, ξαφνικά φάνηκε μία λευκή, ἀργυρᾶ φλόγα σάν μαχαίρι μέ μία κόκκινη ταινία δίπλα, ὅπου ἐκρατοῦντο τά ῞Αγια λείψανα, τά ὁποῖα ἐξῆλθον ἔξω καί αἰωροῦντο μέ τήν ταινία στόν ἀέρα. Κατόπιν ἔπεσαν στό μέσον τῆς αὐλῆς μέ εὐλάβεια.

Βλέποντες οἱ Πατέρες αὐτό τό θαῦμα, ἐσήκωσαν τό κουτί μέ τ' ῞Αγια Λείψανα, τά ἀσπάσθηκαν καί εὐχαρίστησαν τόν Θεό μετά δακρύων. 'Ιδού, λοιπόν ὅτι ὁ Θεός τῶν θαυμάτων κάνει θαύματα σέ κάθε ἐποχή καί τόπο, ἀρκεῖ νά ἔχωμε πίστι καί νά Τόν παρακαλοῦμε μέ ταπείνωσι καί δάκρυα!

Μετά ὁ Γέροντας π. 'Ιωαννίκιος, βλέποντας ὅτι ὅλοι οἱ κόποι 30 χρόνων διασκορπίσθηκαν μέσα ἀκριβῶς σέ μία ὥρα, μέ δάκρυα στά μάτια ἔβαλε τρεῖς μετάνοιες μπροστά στήν πόρτα τῆς πέτρινης ἐκκλησίας καί εἶπε τά λόγια τοῦ Δικαίου 'Ιώβ: <'Ο Κύριος ἔδωκε, ὁ Κύριος ἐπῆρε. Εἴη τό ῎Ονομα Κυρίου εὐλογημένον. 'Αμήν>.

Μέ παρόμοιους πειρασμούς καί θλίψεις δοκιμάσθηκε σκληρά ὁ ὅσιος αὐτός στάρετς μέχρι πού νά ἀνέλθη στούς οὐρανίους θαμῶνες. 'Από ἐκείνη τήν στιγμή ὁ π. 'Ιωαννίκιος δέν ἀπελπίσθηκε, ἀλλά ἐνεδυνάμωσε ὅλους λέγοντάς τους: <Πατέρες, μήν ἀποκάμνετε, διότι μᾶς κάηκε τό Μοναστήρι. Διά τίς ἁμαρτίες μας ἐκάη καί διά νά τό ἀναστήσουν καλλίτερο οἱ νέοι κτίτορες! 'Υπομένετε ὅλους τούς πειρασμούς μέ καρτερία καί μή ἐγκαταλείπετε αὐτό τόν τόπο πού ἁγιάσθηκε ἀπό τίς προσευχές καί τά δάκρυα τῶν προγόνων μας. Μόνο νά κρατᾶτε μέ ἀκρίβεια τήν μοναχική τάξι τῆς Σκήτης μας. ῞Οποιος δέν κρατεῖ τήν τάξι τοῦ 'Ιεροῦ αὐτοῦ Τόπου, ἐκδιώκεται ἀπ' ἐδῶ! Κρατεῖτε τήν μοναχική τάξι καί μήν ἀφήνετε οὔτε μία Θεία Λειτουργία, οὔτε ἕνα 'Απόδειπνο!

'Εάν κάνετε ἔτσι, καί ἀγαπᾶτε τήν καθαρή ζωή κι ἔχετε ἀγάπη μεταξύ σας, νά γνωρίζετε ὅτι ἡ Μητέρα τοῦ Κυρίου μας θά ἀναστήση ἀπό τήν στάκτη αὐτό τόν ἅγιο Τόπο καί θά ἔχετε εἰρήνη στίς καρδιές σας καί σωτηρία τῶν ψυχῶν σας. Διότι ὁ Θεός ἀρέσκεται περισσότερο σ' ἕνα ἔρημο καί καθαρό τόπο, παρά στόν τόπο ὅπου  ὑπάρχουν πολλοί ἀνυπότακτοι μοναχοί καί διχασμένοι!>

Πῶς ἐξελέγη ἀναπληρωτής τοῦ 'Ηγουμένου ὁ π. Κλεόπας.

Μετά τήν πυρκαϊά τό καλοκαίροι τοῦ 1941, ἡ Σκήτη Συχαστρία ἀνακαινίζετο σιγά σιγά. 'Ο Γέροντας ὄντας τότε 82 ἐτῶν ἦτο ἄρρωστος δέν ἠμποροῦσε νά κατέβη στήν Θεία Λειτουργία. Μέ δυσκολία ἐξωμολογοῦσε καί ἐσυμβούλευε. ῏Ητο καί κτυπημένος παλαιότερα κι ἀπό  κλέπτες καί τοῦ εἶχαν βγάλει τό ἕνα μάτι!

Τό καλοκαίρι τοῦ 1942, στήν Συχαστρία λειτουργοῦσε μόνο ὁ ἱερομόναχος 'Ιωήλ Γεωργίου, μαθητής τοῦ Γέροντος 'Ηγουμένου, βοηθούμενος κι ἀπό τόν ἱερομόναχο Καλλίστρατο Μπόμπου. Κατόπιν, ἐξ αἰτίας ἐλλείψεως κελλίων, μετά τήν μνημονευθεῖσα πυρκαϊά, ἕνα  μεγάλο μέρος τῶν Μοναχῶν καί Δοκίμων μεταφέρθηκε στίς Μονές Νεάμτς καί Σέκου. Φαγητό, ὅσοι ἀπέμειναν, ἑτοίμαζαν τό καλοκαίρι ἔξω στήν αὐλή, ἐνῶ τράπεζα φαγητοῦ  γινόταν μέσα σ' ἕνα μπουντρούμι.

'Ο στάρετς 'Ιωαννίκιος εἶχε ὅμως καί παρηγοριές. Κάποτε, ὅταν ἦτο ἄρρωστος καί ἐνδιαφερόταν γιά τήν ἀνασύστασι τῆς Σκήτης, μπῆκε στό κελλί του μία γυναῖκα ντυμένη μέ  πολύ μεγαλοπρέπεια. Τόν ἐπλησίασε καί τοῦ εἶπε: <Μή λυπῆσαι, πάτερ 'Ιωαννίκιε. 'Από τώρα θά φροντίσουμε ἐμεῖς γι' αὐτόν τόν ἅγιο Τόπο!> ῏Ηταν ἡ 'Υπεραγία Θεοτόκος, ἡ Προστάτις τῆς Σκήτης! Πράγματι,  ἀπό τό ἔτος 1942 αἰσθάνθηκε πολύ τήν σκέπη καί εὐλογία τῆς Κυρίας Θεοτόκου ἡ Συχαστρία.

Τήν ἴδια περίοδο, πνευματικοί Πατέρες, μαζί μέ ὅλη τήν συνοδεία καί μέ ἐπικεφαλῆς τόν 'Ηγούμενο 'Ιωαννίκιο Μορόϊ, ἀπεφάσισαν νά ἐγκαταστήσουν ὡς ἀναπληρωτή 'Ηγούμενο τόν μοναχό π. Κλεόπα 'Ηλίε, ὁ ὁποῖος ἦτο νέος, ἀποφασιστικός καί πολύ πνευματικός μοναχός. Τότε οἱ Πνευματικοί καί οἱ Γέροντες ἔκαναν προσευχή στήν ἐκκλησία μπροστά στήν Εἰκόνα τῆς Θεοτόκου καί κατόπιν ἀνέβησαν ὅλοι μαζί στήν στάνη τοῦ λόφου Τάτσινε γιά νά καλέσουν τόν τσοπάνη π. Κλεόπα ν' ἀναλάβη ἀναπληρωτής τοῦ Γέροντος π. 'Ιωαννικίου, μέχρις ὅτου ἐκλέξουν νέον ἡγούμενο.

Τότε ἦτο ἡ περίοδος τῆς νηστείας τῶν 'Αγίων 'Αποστόλων. ῞Οταν ἔφθασαν ὅλοι μαζί στήν στάνη, οἱ τσοπάνηδες μέ τόν π. Κλεόπα ἐκούρευαν τά πρόβατα. Τότε ὁ ἱεροδιάκονος Γυμνάσιος Πριστάβ, ὁ ὁποῖος ἦτο ἐκ φύσεως θαρρετός, τοῦ εἶπε:

-Πάτερ Κλεόπα, ἦλθε ὁ καιρός, ὅπως συνέβη καί μέ τόν Δαβίδ, ν' ἀφήσης τά παρόντα  πρόβατα καί ἀπό σήμερα θά ποιμαίνης τά λογικά πρόβατα! 'Ιδού, ἡ Σκήτη ἐκάη, ὁ Γέροντάς μας εἶναι τυφλός καί ἀσθενής καί οἱ μοναχοί διασκορπίζονται ἐδῶ κι ἐκεῖ! ῎Ελα νά βοηθήσης στήν ἀνακαίνισι τῆς Σκήτης μας! Σέ θέλουμε ὅλοι, σέ καλεῖ καί ὁ Γέροντάς μας ὁ π. 'Ιωαννίκιος, ὁ ὁποῖος πνευματικά μᾶς ἀνέθρεψε, ἀλλά στό ἑξῆς δέν ἠμπορεῖ πλέον!

'Ακούοντας τά λόγια αὐτά ὁ π. Κλεόπας, τούς εἶπε:

-'Εγώ εἶμαι πολύ νέος καί δέν ἠμπορῶ νά γίνω 'Ηγούμενος τῆς Σκήτης. Ζητεῖστε κάποιον ἄλλον, διότι δέν ταιριάζει σέ μένα νά διδάσκω τούς ἄλλους, διότι εἶμαι ἄνθρωπος ἁμαρτωλός!

-῎Οχι, πάτερ Κλεόπα, τώρα σέ καλεῖ ὁ Θεός καί πρέπει νά κάνης ὑπακοή, ὅπως ἔκανες πάντοτε μέχρι τώρα! Θά σέ βοηθήσουμε κι ἐμεῖς καί μέ τίς εὐχές τῆς Κυρίας Θεοτόκου, ἔχομεν ἐλπίδα ὅτι θά ἠμπορέσης νά διασώσης τήν 'Αδελφότητα τῆς Σκήτης μας, ἡ ὁποία καθημερινά χειροτερεύει.

-Σᾶς παρακαλῶ, Πατέρες μου, εἶπε ὁ π. Κλεόπας, ἀφῆστε με σᾶς παρακαλῶ νά προσευχηθῶ στό ῎Ονομα τοῦ Θεοῦ καί  νά σκεφθῶ  ἐπί ἕνα μῆνα, διότι εἶμαι πολύ νέος καί δέν ξέρω τί νά κάνω! 'Εάν, δέν μ' ἀφήσετε νά κάνω, ὅπως σᾶς εἶπα, θά ἀναχωρήσω γιά τήν Μονή τοῦ Σέκου!

-'Εν τάξει, πάτερ Κλεόπα, σ' ἀφήνουμε ἕνα μῆνα νά προσευχηθῆς!

'Ενῶ ἐκατέβαιναν ἀπό τήν στάνη, εἶπε ὁ πατήρ Καλλίστρατος: <Πολύ γρήγορα ἐπήγαμε νά καλέσουμε τόν π. Κλεόπα! Νά προσευχηθοῦμε πάλι στήν Πανάχραντο Θεοτόκο καί νά τόν ἀφήσουμε νά σκεφθῆ περισσότερο!>

Τήν δεύτερη ἡμέρα, ὁ πατήρ Κλεόπας, ἔγραψε ἕνα γράμμα στόν πατέρα Παῒσιο 'Ολάρου, τόν ἡγούμενο τῆς Σκήτης Κοζάντσεα καί τοῦ ἐζήτησε τήν συμβουλή του σ' αὐτή τήν δύσκολη περίστασι. Αὐτός ἐνήστευσε τρεῖς ἡμέρες καί προσευχήθηκε μυστικά στόν Θεό νά γίνη τό θέλημά Του.

 Μετά δέκα ἡμέρες ἔλαβε ἀπό τόν ἐρημίτη π. Παῒσιο ἕνα γράμμα ταχυδρομικῶς μέ τό ἑξῆς περιεχόμενο: <'Αγαπητέ μου πάτερ, ἀπό ἐμένα τόν ἁμαρτωλό σοῦ εὔχομαι νά εἶσαι ὡσάν νά μή σοῦ ἔδωσαν αὐτό τό διακόνημα καί ὡσάν νά μή τό ἐπῆρες! Νά μή χαρῆς ὅταν σέ τοποθετήσουν ἡγούμενο, οὔτε καί νά λυπηθῆς, ὅταν σέ ἀπομακρύνουν ἀπό τήν ἡγουμενεία! Κάνε ὑπακοή στόν Γέροντα ἡγούμενο καί στήν 'Αδελφότητα τῶν Πατέρων καί ἄφησέ τα ὅλα στό θέλημα τοῦ Θεοῦ!>

῎Ετσι ὁ π. Παῒσιος τόν εὐλογήσε νά βοηθήση στήν ἀνασυγκρότησι τῆς Σκήτης καί περνῶντας ὁ μῆνας γιά προσευχή, ὁ μοναχός π. Κλεόπας ἀνέλαβε τήν διοίκησι τῆς Σκήτης. Οἱ Πατέρες καί 'Αδελφοί ἐχάρησαν γι'αὐτή τήν ἀλλαγή καί ὅλοι ἔκαναν ὑπακοή στίς ἐντολές του. ῎Ετσι ὁ Γέροντας ἡγούμενος π. 'Ιωαννίκιος ἦτο εὐτυχής, διότι ὁ πνευματικός του υἱός ἐξελέγη ἀπό τόν Θεό νά διευθύνη τήν Σκήτη τους.

'Αναπληρωτής τοῦ 'Ηγουμένου

'Η πρώτη φροντίς τοῦ π. Κλεόπα ἦτο ἡ ἀνακαίνισις τῶν κελλίων καί καμμένων κελλίων. Μέ τήν βοήθεια τῆς Μονῆς Νεάμτς, ἡ ὁποία τούς ἐχάρισε ἑκατοντάδες κυβικά μέτρα οἰκοδομήσιμη ξυλεία καί μέ τήν βοήθεια Χριστιανῶν τῶν γύρω περιοχῶν, τό Φθινόπωρο τοῦ 1942 ἄρχισε ἡ κατασκευή δύο πτερύγων, στήν θέσι τῶν καέντων, ὅπου δημιουργήθησαν χῶροι γιά 20 κελλιά. Στά ἑπόμενα χρόνια 1943-1944 γιά τά κελλιά αὐτά ἐργάσθηκαν  πολλοί Χριστιανοί ἀπό τό χωριό Ραντασένι τῆς Σουτσεάβας, τοῦ ὁποίου οἱ κάτοικοι ἐκρύβησαν ἐξ αἰτίας τοῦ πολέμου στά αἰωνόβια δάση τῆς περιοχῆς.

'Ο νέος 'Ηγούμενος ἦτο ἀξιοτίμητος τόσο ἀπό τήν 'Αδελφότητα τῆς Σκήτης, ὅσο κι ἀπό τούς Πιστούς, πού λόγῳ προσφυγιᾶς ἔμεναν ἐκεῖ. Εἶχε πολλήν εὐλάβεια, ἐνήστευε πολύ, ἦτο πρᾶος, ἐνίσχυε  μέ τίς συμβουλές του ὅλους τούς Μοναχούς καί Χριστιανούς. Σέ μεγάλο βαθμό εἶχε τό χάρισμα τῆς διδασκαλίας μέ τόν ὁποῖο καθωδηγοῦσε καί ἔτρεφε πνευματικά τόν καθένα.

῞Οταν τό μέτωπο τοῦ πολέμου ἐπέρασε στά δυτικά τῶν Καρπαθίων 'Ορέων, ὀ π. Κλεόπας ἐσυνέχιζε νά κατασκευάζη τά κελλιά καί ἐσκέπασε μέ ξύλο καί ἐπάνω μέ λαμαρίνα καί τήν κεντρική πέτρινη ἐκκλησία.

῎Ετσι, μέ τήν χάρι τοῦ Θεοῦ καί μέ τήν εὐλογία τῆς Παναγίας Παρθένου, Προστάτιδος αὐτοῦ τοῦ ἱεροῦ καθιδρύματος, ὁ π. Κλεόπας ἀναδείχθηκε ἀπό τήν ἀρχή ἕνας πολύ φλογερός μοναχός, ἕνας ἀκατάβλητος καί πνευματικός ἡγούμενος καί ἕνας καλός οἰκονόμος τῆς Σκήτης.

Τό τέλος τοῦ ἡγουμένου π. 'Ιωαννικίου Μορόϊ

Μετά ἀπό 33 χρόνια σκληρᾶς πνευματικῆς ἀσκήσεως, ὁ ἀρχιμανδρίτης π. 'Ιωαννίκιος Μορόϊ ἠσθένησε βαρειά καί δέν ἠμποροῦσε πλέον νά διευθύνη τήν Σκήτη. ῞Ομως ἦτο εὐτυχής, διότι ὁ ὑποτακτικός του, μοναχός Κλεόπας, ἐξελέγη νά κατευθύνη τίς δραστηριότητες καί τά προβλήματα τῆς Σκήτης.

Τά δύο τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς του ὁ π. 'Ιωαννίκιος ἔμεινε στό κελλί του, προσευχόμενος στόν Κύριο ἡμέρα καί νύκτα καί συμβουλεύοντας τούς μαθητάς του. Βέβαια ἦτο πολύ εὐτυχισμένος, διότι ἡ Σκήτη ὑλικῶς καί πνευματικῶς ἀνασυγκροτήθηκε.

Τό ἔτος 1943, ἡ ἀσθένειά του τόν ἔριξε στό κρεββάτι μόνιμα. ῞Ολα τά νυχθήμερα εἶχε μαζί του δύο ἀδελφούς, οἱ ὁποῖοι τόν ἐπεριποιοῦντο. 'Ενῶ τόν Αὔγουστο τοῦ 1944, ὁ κατά σάρκα ἀδελφός του, Μοναχός Νικόλαος, ντουφεκίσθηκε ἀπό ρώσους στρατιῶτας πλησίον τοῦ πολεμικοῦ μετώπου.

Στίς 3 Σεπτεμβρίου 1944, αἰσθανθείς τό τέλος του νά πλησιάζη, ὁ Γέροντας ἐκάλεσε ὅλους δίπλα στό κρεββάτι του καί τούς ἔδωσε τίς τελευταῖες του συμβουλές. Δηλαδή τούς παρακαλοῦσε ἀκατάπαυστα νά κάνουν τό διακόνημά τους μέ ἀγάπη, νά ἀγαποῦν τίς 'Ακολουθίες τῆς ἐκκλησίας καί νά διάγουν καθαρά ζωή ἐν Χριστῶ 'Ιησοῦ.

Κατόπιν ζητῶντας συγχώρησι καί ἀσπασθείς ὅλους, τούς εἶπε τρεῖς φορές: <Τήν Τρίτη θά πάω στόν Πατέρα!. . . >, προλέγοντας μ' αὐτό τόν λόγο τό ἐπικείμενο τέλος τῆς ζωῆς του.

Μετά ἀπό μία ζωή μέ πολλές δοκιμασίες καί στενοχώριες, στίς 5 Σεπτεμβρίου, ὥρα 10, τοῦ ἔτους 1944 ὁ μεγάλος στάρετς π. 'Ιωαννίκιος Μορόϊ παρέδωσε τήν ψυχή του στά χέρια τοῦ Οὐρανίου Πατρός, ἀφήνοντας ὀπίσω του ἕναν ἄξιο συνεχιστή στό ἔργο τῆς ἀναβιώσεως τῆς Σκήτης, τόν π. Κλεόπα. Τόν ἔκλαψε ὅλη ἡ 'Αδελφότης καί ἐτάφη στό νέο Κοιμητήριο, πού εἶναι ἔξω ἀπό τήν Μονή.

Μετά ἀπό μερικά χρόνια καί ἡ μεγαλόσχημη μοναχή Αὐγουστίνα ἀπό τό Μοναστήρι 'Αγαπία, πρώην κατά σάρκα ἀδελφή του, παρέδωσε κι αὐτή τήν ψυχή της μέ εἰρήνη στόν Χριστό καί ἐτάφη στό Κοιμητήριο τοῦ Μοναστηριοῦ της.

'Ο π. Κλεόπας ἡγούμενος τῆς Σκήτης.

 Μετά τήν μετάβασι στόν οὐρανό τοῦ πρώην Γέροντος π. 'Ιωαννικίου, ὅλες οἱ φροντίδες τῆς Σκήτης ἔπεσαν στίς πλάτες τοῦ μοναχοῦ  π. Κλεόπα. 'Αλλά αὐτός δέν ἤθελε νά δεχθῆ χειροτονία του σέ διάκονο καί ἱερέα, διότι ἐφοβεῖτο τίς μεγάλες ὑποχρεώσεις καί τί θά ἀπολογηθῆ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. 'Ιδού ὅμως πῶς εὐδόκησε ὁ Θεός νά ἐξελιχθοῦν τά πράγματα νά χειροτονηθῆ καί νά τοποθετηθῆ ὡς ὑπεύθυνος ἡγούμενος τῆς Σκήτης.

Τόν 'Οκτώβριο τοῦ 1944, ὁ μοναχός Κλεόπας μαζί μέ μερικούς 'Αδελφούς ἐπῆγαν στό ἀμπέλι τῆς Σκήτης, πού ἦτο στήν Κοινότητα Ράκοβα περιοχῆς Μπουχούσι γιά νά φέρουν τά σταφύλια. Καθ' ὁδόν, πλησίον στό Μπουχούσι, ἐξῆλθε μπροστά τους μία εὐλαβής γυναῖκα κρατῶντας στά χέρια της μία στολή ἱερατικά ἄμφια, ἕνα Λειτουργικό βιβλίο, μία ράβδο καί τοῦ εἶπε:

-Πάτερ, αὐτά τά ἄμφια παρέμεναν στό σπίτι μου ἀπό κάποιον στρατιωτικό ἱερέα, ὁ ὁποῖος ἔμενε σ' ἐμᾶς τήν περίοδο τοῦ πολέμου. Μετά, πηγαίνοντας μέ τό μέτωπο μακρύτερα, τ' ἄφησε στό σπίτι μας καί δέν ξέρω τί νά τά κάνω!

-'Αδελφή, δῶσε τα σέ μία ἐκκλησία ἤ σέ ἕνα Μοναστήρι, τό ὁποῖο ἔχει ἀνάγκη ἀπ' αὐτά, διότι δέν εἶναι καλό τέτοια ἅγια ἀντικείμενα νά μένουν μέσα σ' ἕνα σπίτι.

-Πάτερ, ἐάν τά δώσω στίς ἁγιωσύνη σου τά δέχεσαι;

-Δῶσε τα καί σ' ἐμᾶς, καλή μου Χριστιανή, καί τά μεταφέρουμε στό Μοναστήρι μας, διότι εἶναι ἁμαρτία νά ὑπάγουν ὁπουδήποτε.

-'Ορῖστε, πάτερ, τά ἄμφια, τό βιβλίο καί τήν ράβδο!  Εὐχαριστῶ τόν Θεό διότι σᾶς ἐσυνάντησα γιά νά σᾶς τά δώσω!

Παίρνοντας τά ἱερά ἀντικείμενα αὐτά ὁ π. Κλεόπας, τά ἔβαλε στήν καρότσα καί ἔπεσε σέ συλλογισμούς: <Γιατί ἄρα γε νά ἔφερε αὐτή ἡ γυναῖκα τά ἄμφια, τήν ράβδο καί τό λειτουργικό βιβλίο ἀκριβῶς κατ' εὐθεῖαν σέ μένα; Μήπως εἶναι ἕνα σημεῖο τοῦ Θεοῦ γιά νά δεχθῶ νά χειροτονηθῶ ἱερεύς καί μέ τήν ράβδο νά ποιμαίνω τήν 'Αδελφότητα τῆς Σκήτης μας;>

'Επιστρέφοντας ἀπό τό ἀμπέλι ἐξωμολογήθηκε στόν Πνευματικό του ὅλα αὐτά. 'Ο Πνευματικός του, ἀντιληφθείς ὅτι εἶναι ἕνα σημεῖο τοῦ Θεοῦ, τοῦ εἶπε: <Κάνε ὑπακοή, πάτερ Κλεόπα, διότι αὐτό ὑποσχεθήκαμε στήν κουρά μας καί χωρίς αὐτή τήν ἀρετή δέν ἠμποροῦμε οὔτε νά σωθοῦμε! Μετά ποιός θά κυβερνήση τήν 'Αδελφότητα τῆς Σκήτης, ἐάν ὅλοι ἀρνούμεθα τίς εὐθῦνες; Μᾶς λέγουν ἐπίσης οἱ ῞Αγιοι Πατέρες: <'Η ὑπακοή εἶναι ζωή, ἐνῶ ἡ παρακοή εἶναι θάνατος!>

Μετά ἀπό δύο μῆνες, στίς 27 Δεκεμβρίου 1944, τήν ἡμέρα πού ἑορτάζεται ὁ ἅγιος Πρωτοδιάκονος Στέφανος, ὁ μοναχός π. Κλεόπας χειροτονήθηκε ἱεροδιάκονος, ἐνῶ στίς 23 'Ιανουαρίου 1945, στήν ἑορτή τοῦ ἁγίου Μάρτυρος Κλήμεντος, χειροτονήθηκε ἱερομόναχος ἀπό τόν 'Επίσκοπο Γαλακτίωνα Κόρντουν, ὁ  ὁποῖος τότε ἦτο ἡγούμενος τῆς Μονῆς Νεάμτς.

Μετά ἀπό ὀλίγο καιρό, ὁ ἱερομόναχος π. Κλεόπας ἐξελέγη καί ἐνθρονίσθηκε ἡγούμενος τῆς Σκήτης Συχαστρία.

'Η Σκήτη Συχαστρία κατά τά ἔτη 1945-1946

Μέ τήν κατάπαυσι τοῦ πολέμου τά ἀνορθωτικά ἔργα τῆς Σκήτης, πού εἶχαν ἀρχίσει ἀπό τό 1942, συνεχίσθηκαν ἀκόμη τρία χρόνια. ῎Ετσι, τό ἔτος 1945 τελέσθηκε ὁ 'Αγιασμός γιά τήν λειτουργία τῆς Τραπέζης τοῦ φαγητοῦ, ὅπου χωροῦσαν νά καθίσουν πάνω ἀπό  ἑκατό ἄτομα. 'Επίσης ἐτελείωσαν τό μεγαλύτερο μέρος τῶν κελλιῶν τῆς βορείου πλευρᾶς τῆς αὐλῆς μέ δέκα μεγάλα δωμάτια καί μαγειρεῖο γιά ὅλη τήν 'Αδελφότητα. Στά χρόνια 1945-46 ἱδρύθηκε ἡ πτέρυγα τῶν κελλιῶν ἀπό τό νότιο μέρος τῆς αὐλῆς, ὅπου δημιουργήθησαν δέκα κελλιά, ἀλλά μικρότερα ἀπό τ' ἄλλα.

'Ιδού πῶς μᾶς ἐδιηγεῖτο ὁ π. Κλεόπας τίς δυσκολίες τίς ὁποῖες ἀντιμετώπισε γιά τήν ἀνακαίνισι τῆς Σκήτης: <῞Οταν ἐξελέγην ἡγούμενος, ἡ κατάστασις ἦτο πολύ δύσκολη. 'Η Σκήτη δέν εἶχε οὔτε ἕνα ἐργαλεῖο. 'Η τροφή ἐρχόταν ἀπ' ἔξω κι ἐμεῖς δέν εἴχαμε τίποτε στήν ἀποθήκη μας γιά νά φᾶμε. Τά κελλιά μας ἦσαν καμμένα, οἱ καμπάνες σπασμένες, ἐνῶ στήν μεγάλη ἐκκλησία οἱ φλόγες εἶχαν καταφάγει τήν σκεπή. Τότε ἐπῆγα στήν Μονή Νεάμτς νά δανεισθῶ μερικά χρήματα. 'Αλλά δέν μοῦ ἔδωσαν, διότι δέν εἶχαν κεφάλαιο.

Μετά ἐπέρασα ἀπό τόν ἱερομόναχο π. 'Ιωακείμ Σπατάρου, ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ! Μέσῳ αὐτοῦ εὑρέθη ἕνας καλός Χριστιανός ἀπό τό Βουκουρέστιο, ὁ Κωνσταντῖνος Βαλσάν, γενικός διευθυντής τῆς τηλεφωνίας. Αὐτός ἀκούοντας ὅτι δέν ἔχομεν οὔτε καί νά φᾶμε, μοῦ ἔδωσε 800. 000 λέϊ, μεγάλο ποσό γιά ἐκεῖνο τόν καιρό. ῞Οταν ἦλθα στήν Συχαστρία, μ' ἐπερίμενε ὁ Πνευματικός μου, ὁ π. 'Ιωήλ, ὁ ὁποῖος προσηύχετο στόν Θεό γιά νά ἐμφανισθῆ κάποιος δωρητής. 'Ακούοντας γιά τήν δωρεά, ἐθαύμασε καί εὐχαρίστησε τόν Θεό.

Τήν ἄνοιξι τοῦ ἔτους 1946, οἱ Χριστιανοί τῆς Κοινότητος Ραντασένι τῆς Σουτσεάβας, λόγῳ τοῦ πολέμου εἶχεν ἐκκενώσει τό χωριό τους καί ἐζοῦσαν στά δάση γύρω ἀπό τήν Σκήτη Συχαστρία. Αὐτοί ἀπεφάσισαν νά κτίσουν δωρεάν ἕνα Παρεκκλήσιο καινούργιο, στόν τόπο πού ὑπῆρχε παλαιότερα τό παρεκκλήσιο τῶν ἁγίων 'Ιωακείμ καί ῎Αννης, ἀφιερωμένο στούς ἰδίους 'Αγίους.

Κτίτωρ αὐτοῦ τοῦ 'Ιεροῦ Παρεκκλησίου ἦτο ὁ Πνευματικός Γεράσιμος Κιμπάνου, καταγόμενος ἀπό τό ἴδιο χωριό Ραντασάνι. Μέχρι τό τέλος τοῦ 1946 τό Παρεκκλήσιο ἦτο σχεδόν ἕτοιμο.

 'Απελείπετο ἀκόμη τό τέμπλο, τό ὁποῖον τότε κατασκευαζόταν καί ἡ ἐσωτερική ἁγιογράφησίς του. Μ' αὐτό τό ἔργο τους οἱ κάτοικοι τοῦ χωριοῦ Ραντασάνι καί ἄλλων χωριῶν, ἐτελείωσαν ἕνα ἔργο εὐγνωμοσύνης στόν Θεό καί στούς Πατέρας αὐτῆς τῆς Σκήτης, διότι τούς ἔσωσαν ἀπό πολλούς κινδύνους κι ἀπό τόν θάνατο, στήν περίοδο τοῦ Δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου, τό καλοκαίρι τοῦ 1944.

Σ' αὐτή τήν περίοδο τῶν ἐτῶν 1945-46, εὐδόκησε ὁ Θεός καί ἦλθαν ἀρκετοί νέοι, ἀλλά καί ἡλικιωμένοι ἀδελφοί, γιά νά μονάσουν κι ἔτσι ἡ Σκήτη εἶχε τότε ἕνα μεγάλο ἀριθμό μοναστῶν.

 Αὐτό ὀφείλετο σέ δύο βασικά λόγους. Πρῶτον, ἐξ αἰτίας τῆς πείνας καί πτωχείας πού ἐβασάνιζε τότε ὁλόκληρη τήν Χώρα καί δεύτερον  αἰτίας τῆς πνευματικῆς ἀκτινοβολίας τοῦ ἡγουμένου π. Κλεόπα, τοῦ ὁποίου τό ὄνομα εἶχε ἀρχίσει νά διαδίδεται παντοῦ. Γι αὐτό ἡ Σκήτη εἶχε ἀπό τότε μία τέτοια πνευματική αἴγλη, ἀλλά καί καλή ὑλική ὑποδομή.

'Η ψυχή αὐτῆς τῆς εὐημερίας ἦτο ἀσφαλῶς ὁ π. Κλεόπας, ὁ ὁποῖος ὅλο καί περισσότερο ἐξετιμᾶτο στά μέρη ἐκεῖνα. Σέ καιρούς πού τ' ἄλλα Μοναστήρια καί οἱ Σκῆτες εἶχαν ἔλλειψι ἀπό μοναχούς καἰ μάλιστα ἔλλειψι ἀπό Πνευματικούς Πατέρας, ἡ Συχαστρία ἡμέρα μέ τήν ἡμέρα ἐπροώδευε, πρᾶγμα τό ὁποῖον ὠφείλετο στόν πρᾶο καί ἐλεήμονα 'Ηγούμενό της. Αὐτός ἦτο πατήρ, διδάσκαλος καί ἐξομολόγος ὅλων τῶν μοναχῶν, ἀκόμη καί τῶν διανοουμένων, τῶν πτωχῶν καί τῶν ζητιάνων.

Καθημερινά ὅλοι τόν ἀναζητοῦσαν καί ἐκεῖνος στεκόταν στό μέσον τοῦ πλήθους βοηθώντας, συμβουλεύοντας, ἐλέγχοντας, διατρέφοντας καί εἰρηνεύοντας τόν καθένα. ῎Ετσι, ὁ πατήρ Κλεόπας ἔγινε γνωστός στήν Χώρα μας, κυρίως ἐξ αἰτίας τοῦ κηρυκτικοῦ του χαρίσματος, κατόπιν τῆς ἐξομολογήσεως, τῆς πνευματικῆς καθοδηγήσεως καί τῆς ἐλεημοσύνης.

'Επειδή  εἶχε τήν πνευματική σοφία καί τ' ἄλλα χαρίσματα, ὁ Θεός τοῦ ἐπηύξησε αὐτή τήν χάρι καί τά δωρήματά Του καί τά διεμοίρασε καί σ' ὅλη τήν 'Αδελφότητα τῆς Σκήτης μέ τίς πρεσβεῖες τῆς 'Υπεραγίας Θεοτόκου, τῆς Προστάτιδος τοῦ ἱεροῦ αὐτοῦ τεμένους.

'Ο 'Επίσκοπος ἅγιος 'Ιωάννης καί ὁ πατήρ Κλεόπας

'Ο μακάριος 'Επίσκοπος 'Ιωάννης συναντήθηκε γιά πρώτη φορά μέ τούς ἀδελφούς Κωνσταντῖνο καί Βασίλειο τό Φθινόπωρο τοῦ 1930, στά βουνά τῆς Σύχλας, στήν περιοχή πού ὀνομάζεται <Ρίπα τοῦ Κορόϊ>, ὅταν  ἐπροφήτευσε γιά τόν Βασίλειο, μέσῳ τοῦ ἀδελφοῦ του Κωνσταντίνου ὅτι <πρέπει  νά ἑτοιμάζεται διότι ἔχει νά διανύση ἕνα μεγάλο δρόμο>. Πράγματι, μετά ἀπό ἕξι μῆνες ὁ ἀδελφός Βασίλειος ἀνεχώρησε γιά τόν Κύριο.

῞Οσον ἀφορᾶ γιά τίς ἄλλες συναντήσεις αὐτοῦ τοῦ  θαυμαστοῦ 'Επισκόπου μέ τόν π. Κλεόπα δέν γνωρίζουμε. Πιστεύουμε ὅμως ὅτι ἔγιναν συναντήσεις στήν ἐρημιά μέ μυστικό τρόπο. ῞Ομως οἱ ταραγμένοι χρόνοι τῶν ἐτῶν 1940-1950 δέν ἐπέτρεπαν νά συζητῆται δημόσια αὐτός ὁ ἅγιος 'Επίσκοπος, ὁ ὁποῖος ἀσκήτευε σ'αὐτήν τήν περιοχή μέχρι τό 1951.

Οἱ τρεῖς συναντήσεις, κατά τά ἔτη 1946-1947 τοῦ ἱερομονάχου π. Θεοδούλου Βαρζάρε, Πνευματικοῦ τῆς Μονῆς 'Αγαπία, μ' αὐτόν τόν ἅγιο 'Επίσκοπο, στό Ξέφωτο <Τράπεζα> καί στό μονοπάτι πού κατεβαίνει ἀπό τήν 'Αγαπία πρός τήν Συχαστρία, εἶναι ἱκανές ἀποδείξεις γιά τόν 'Επίσκοπο αὐτόν. 'Η πρώτη συνάντησίς τους ἔγινε τήν ἄνοιξι τοῦ 1946, ὅταν ὁ 'Επίσκοπος ἐζήτησε νά τοῦ δώση χαρτί καί μελάνι <διότι ἤθελε κάτι νά γράψη>.

Βλέποντας τόν Πνευματικό ὁ 'Επίσκοπος, τόν εὐλόγησε μέ τά δύο του χέρια καί τοῦ εἶπε μέ μιά γλῶσσα προφητική: <Πάτερ Θεόδουλε, πηγαίνεις στήν Συχαστρία, στόν π. Κλεόπα; Πολλές φορές πηγαίνω κι ἐγώ στήν Συχαστρία καί στέκομαι στήν 'Ακολουθία τῆς ἐκκλησίας, ὅμως μέ τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ, δέν μέ βλέπει κανείς! Γνωρίζω ὅτι ἡ ὁσιότης σου θέλεις νά ἀναχωρήσης ἀπό τήν 'Αγαπία καί νά ὑπάγης στήν Συχαστρία, ἀλλά νά μή ὑπάγης. Μεῖνε ἐκεῖ καί κάνε ὑπακοή, διότι δέν σ' ἔστειλε τζάμπα ὁ Θεός στήν 'Αγαπία. 'Εκεῖ θά εὕρης καί τήν σωτηρία σου!>

'Ιδού σέ ποιά μέτρα ἁγιασμοῦ εἶχε φθάσει αὐτός ὁ 'Επίσκοπος μέ τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ! 'Ερχόταν στίς 'Ιερές 'Ακολουθίες τῆς Σκήτης Συχαστρία, ἀλλά δέν τόν ἔβλεπε κανείς! Μ' αὐτόν τόν τρόπο ἐκτιμοῦσε ἰδιαίτερα τόν π. Κλεόπα.

'Η δεύτερη συνάντησις τοῦ π. Θεοδούλου μέ τόν ἐπίσκοπο 'Ιωάννη συνέβη τό καλοκαίρι τοῦ ἰδίου ἔτους, στόν ἴδιο τόπο, ὅταν ὁ π. Θεόδουλος τοῦ ἔφερε τό χαρτί καί τό μελάνη, ὅπως τά ἐζήτησε ὁ 'Επίσκοπος, ἀλλά κανείς δέν ἤξερε ἐάν ὁ μακάριος 'Ιωάννης ἔγραψε κάτι καί τί συγκεκριμένα.

'Ο 'Επίσκοπος ἀφοῦ τόν εὐλόγησε πάλι μέ τά δύο του χέρια, τόν ἀσπάσθηκε στό μέτωπο καί τοῦ εἶπε: <Πάτερ Θεόδουλε, πήγαινε στήν Συχαστρία, ἀλλά εἶναι καλλίτερα νά ἐπιστρέψης ὀπίσω στήν 'Αγαπία, διότι ὁ π. Κλεόπας ἀπουσιάζει σήμερα ἀπό τήν Σκήτη, διότι εἶναι καλεσμένος ἀπό τήν Γεροντική Σύναξι τῆς Μονῆς Νεάμτς!> Σίγουρα αὐτός ὁ 'Επίσκοπος προσηύχετο γιά τόν Κλεόπα καί τόν βοηθοῦσε νά διευθύνη καλά τήν 'Ιερά του Σκήτη.

Αὐτός ὁ ἅγιος 'Επίσκοπος, ὁ ὁποῖος ἦτο βοηθός τοῦ Μητροπολίτου Κιέβου κατά τό ἔτος 1918, ἦλθε ὡς πρόσφυγας στήν Ρουμανία καί ἀσκήτευσε στά Βουνά τῆς Σύχλας, εἶχε μεγάλη πνευματική σχέσι μέ τήν Μονή Συχαστρία καί μέ τόν π. Κλεόπα μέ τόν ὁποῖον, πιθανῶς, συνηντῶντο ἐν 'Αγίῳ Πνεύματι τίς νύκτες, μέσῳ τῆς ἁγίας προσευχῆς τους. Μερικοί Πνευματικοί Πατέρες πιστεύουν ὅτι αὐτός ὁ ἅγιος 'Επίσκοπος ἐμφανιζόταν ἐνίοτε στόν π. Κλεόπα, ὅταν αὐτός εἶχε κρυφθῆ κατά τό 1948 στά Βουνά τῆς Συχαστρίας, δεδομένου ὅτι καί οἱ δύο εἶχαν ἐρημικά κελλιά στήν ἴδια περιοχή.

'Εμεῖς εἴμεθα πεπεισμένοι ὅτι αὐτοί λειτουργοῦσαν στόν Χριστό μέ καθαρή καρδιά, ἐγνωρίζοντο καί ἐδῶ ἀλλά καί στήν ἄλλη τώρα ζωή ζοῦν μέσα στήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καί μᾶς βοηθοῦν μέ τίς προσευχές τους. Διότι αὐτή εἶναι ἡ χαρά τῶν 'Οσίων, ἡ δόξα τῶν Δικαίων καί ἡ παρηγοριά τῶν 'Αγίων ὅτι τόσο ἐν σώματι, ὅσο καί ἐκτός σώματος, ἠμποροῦν νά γνωρίζωνται μέ τρόπο χαρισματικό ἐν Χριστῶ 'Ιησοῦ καί νά ἐπικοινωνοῦν μεταξύ τους.

'Η τρίτη καί τελευταία συνάντησις τοῦ π. Θεοδούλου μέ τόν ἅγιο 'Ιωάννη ἔλαβε χώραν τό καλοκαίρι τοῦ 1947, ὅταν κατά τήν ἐπιθυμία του ἐπέστρεφε πάλι στήν πατρίδα του.

'Η ἀνακήρυξις τῆς Σκήτης Συχαστρία σέ Μοναστήρι

Τό ἔτος 1947, ἐπειδή ἔγινε γνωστό παντοῦ τό ὄνομα καί οἱ πνευματική δραστηριότητα καί τά διοικητικά χαρίσματα τοῦ ἱερομονάχου π. Κλεόπα 'Ηλίε, 'Ηγουμένου τῆς Σκήτης Συχαστρία, τό Ρουμανικό μας Πατριαρχεῖο ἔλαβε ὑπ' ὄψιν του τίς γενικές προσπάθειες ἀνακαινίσεως τοῦ ἱροῦ αὐτοῦ μοναχικοῦ καθιδρύματος

Τό πρῶτο ἔργο τό ὁποῖον ἀπεφάσισε ἦτο ν' ἀνακηρύξη τήν Σκήτη Συχαστρία σέ κανονικό καί ἀνεξάρτητο Μοναστήρι. Σ' αὐτό ἐβοήθησε ὁ ἀρχιμανδρίτης Θεόφιλος Πανδέλε, ὁ ὁποῖος ἦτο διευθυντής καί γενικός ἐπιθεωρητής στό 'Υπουργεῖο Θρησκευμάτων καί ὁ ὁποῖος ἀγρυπνοῦσε γιά τήν δραστηριότητα ὅλων τῶν Μοναστηριῶν τῆς Χώρας μας, τόσο στίς διασκέψεις τοῦ 'Υπουργείου, ὅσο καί τοῦ Πατριαρχείου

'Αφοῦ ἐπαρουσίασε μέ ἐπίσημα ἔγγραφα τήν διοικητική κατάστασι τῆς Σκήτης Συχαστρίαςς ὅτι ἐκπληροῖ τούς ὅρους ἀναδείξεώς της σέ κανονικό Μοναστήρι, ὁ π. Θεόφιλος Πανδέλε, ἔκανε ἕνα ὑπόμνημα τό ὁποῖον ἐπέδωσε τόσο στόν Πατριάρχη Νικόδημο καί Μητροπολίτη Μολδαβίας Εἰρηναῖο Μιχαλέσκου, ὅσο καί στό 'Υπουργεῖο Θρησκευμάτων. Στό ὑπόμνημα αὐτό ἔγραψε ὅτι ἡ Σκήτη Συχαστρία ἔχει μία 'Αδελφότητα μέ 50 μοναχούς καί ὅτι ἐξελίσσεται σέ μία πνευματική κυψέλη, μέ ἰδιαίτερη κλίσι στήν ἱεραποστολική προσφορά, χάρις στήν ἰσχυρά προσωπικότητα τοῦ π. Κλεόπα, ὁ ὁποῖος εἶναι διδάσκαλος αὐτοδίδακτος καί ξακουστός σ' ὅλη τήν Μολδαβία.

῎Εχοντας ὑπ ὄψιν ὅλα αὐτά, μέ πρότασι τοῦ Μητροπολίτου Μολδαβίας, ὁ Πατριάρχης τῆς Ρουμανίας, ἐνέκρινε τήν ἀνύψωσι τῆς Σκήτης σέ Μοναστήρι μέ τό πατριαρχικό ἔγγραφο, ἀριθμός 299/30 'Ιουνίου 1947. Αὐτή ἡ ἀνακήρυξις τῆς Συχαστρίας σέ Μοναστήρι ὀφείλεται οὐσιαστικά στόν π. Κλεόπα, ὁ ὁποῖος μέσα σέ πέντε χρόνια, ἀφ' ὅτου ἀνέλαβε τήν διακυβέρνησι τῆς Συχαστρίας, τήν κατέστησε μεγάλο μοναστικό κέντρο, ἐνῶ ὁ ἴδιος ἀναδείχθηκε νέος 'Απόστολος τῆς Ρουμανικῆς 'Εκκλησίας.

'Η χειροθεσία σέ ἀρχιμανδρίτη τοῦ π. Κλεόπα ἔγινε ἀπό τόν 'Επίσκοπο Βαλέριο Μογκλάν, βοηθό τοῦ Μητροπολίτου Μολδαβίας, στίς 19 Σεπτεμβρίου 1947. Στόν λόγο ὁ 'Επίσκοπος Βαλέριος εἶπε τά ἑξῆς: <Πάτερ Κλεόπα, λαμβάνεις αὐτή τήν ράβδο. Αὐτός πού θά ἀκούη τήν Πανοσιότητά σου, θά ἀκούη στόν Θεό! Κι αὐτός πού δέν θά ἀκούη, μπορεῖς νά τόν κτυπᾶς μ' αὐτό τό ξύλο, διότι ἄνθρωπος πού εἶναι ἀπό ξύλο δέν μπορεῖς νά τόν κάνεις ἄνθρωπο!>

'Η κουρά σέ Μοναχή τῆς μητέρας τοῦ π. Κλεόπα.

Μή ἔχοντας κανέναν στό σπίτι ἡ γερόντισσα μητέρα τοῦ π. Κλεόπα ῎Αννα 'Ηλίε, ἔκλαιγε καθημερινά γιά τά παιδιά της πού ἔφυγαν πρόωρα στόν Κύριο. Μοναδική ἀνακούφισίς της στό χωριό ἦτο ἡ ἐκκλησία καί τό Κοιμητήριο. Σέ κάθε ἑορτή δέν ἀπουσίαζε ἀπό τήν ἐκκλησία, ἐνῶ μετά ἐπήγαινε στό Κοιμητήριο κι ἔκλαιγε γιά τά πεθαμένα παιδιά της.

Τελευταῖο στήριγμά της ἀπέμεινε ὁ π. Κλεόπας, ὁ στάρετς τῆς Συχαστρίας, ὁ ὁποῖος εἶχε ἐκλεχθῆ ἀπό τόν Θεό νά ὑπηρετήση τήν 'Εκκλησία Του.

 Τά παιδιά της εἶχαν ἀποθάνει ὅλα σέ νεαρά ἡλικία, ἐκτός ἀπό τόν π. Κλεόπα, ἐνῶ ὁ ἄνδρας της 'Αλέξανδρος ἐπέρασε στήν αἰωνιότητα τό ἔτος 1943.

Γιά ὅλα αὐτά τά γεγονότα, ὁ π. Κλεόπας μᾶς ἐδιηγεῖτο: <῞Οταν ἀπέθανε ὁ πατέρας μου, ἡ μητέρα μου μοῦ ἔστειλε τηλεγράφημα καί μέ καλοῦσε στήν κηδεία. ῞Οταν ἀργότερα συναντηθήκαμε, ἡ μητέρα μου μ' ἐρώτησε:

-Γιατί δέν ἦλθες στόν θάνατο καί τήν κηδεία τοῦ πατέρα σου;

-'Εγώ ἀφ' ὅτου ἦλθα στό Μοναστήρι δέν ἔχω πλέον οὔτε μητέρα οὔτε πατέρα! Τῆς ἀπήντησα.

-Πῶς συμβαίνει αὐτό; Δέν εἶμαι ἐγώ ἡ μητέρα σου; Μ' ἐρώτησε μέ δάκρυα ἡ γερόντισσα μάννα μου.

-῎Ελα στό Μοναστήρι καί τότε εἶσαι ἡ μητέρα μου!

Τόν Νοέμβριο τοῦ 1946 ὁ πατήρ Κλεόπας μετέφερε τήν μητέρα του

ἀπό τό χωριό της, τήν Σουλίτσα στήν Μονή Συχαστρία, γιά νά τήν κοινοβιάση στήν 'Αδελφότητα τῆς Μονῆς Παλαιά 'Αγαπία.

Τό Φθινόπωρο τοῦ 1947, στίς 21 Σεπτεμβρίου, ἡ μητέρα τοῦ π. Κλεόπα μπῆκε στό Μοναστήρι κι ἐκάρη μοναχή λαμβάνοντας τό ὄνομα 'Αγάθη. 'Εκεῖ ἀγωνίσθηκε περισσότερα ἀπό 20 χρόνια προσευχόμενη στόν Θεό ἡμέρα καί νύκτα, διασκεδάζοντας τίς χαρές καί περιπέτειές της μαζί μέ τίς τρεῖς νεώτερες ὑποτακτικές της, τήν Μιχαέλα, τήν 'Ιουστίνα καί τήν 'Ιουλία.

Κάθε ἡμέρα ἡ Μοναχή 'Αγάθη κουβαλοῦσε ξύλα στό μαγειρεῖο. 'Η ὑποτακτική της, τῆς ἔλεγε: <Γερόντισσα 'Αγάθη γιατί μεταφέρεις ξύλα στίς πλάτες σου  γιά τό μαγειρεῖο; Κι ἐκείνη τῆς ἀπαντοῦσε: <Γιά νά μή τρώγω τό φαγητό μου τζάμπα>.

'Η Μοναχή 'Αγάθη, ὅταν ἦτο στόν κόσμο, ἔδινε πολλές ἐλεημοσύνες στούς πτωχούς. 'Ενίοτε ὁ ἄνδρας της τήν ἐμάλωνε καί τήν ὕβριζε, λέγοντάς της: 'Αμάν, βρέ γυναῖκα, ἐγώ τζάμπα τά φέρνω μέ τήν καρότσα καί ἐσύ τά δίνεις ὅλα μέ τόν ντορβᾶ!>

'Από καιρό σέ καιρό ἡ Μοναχή 'Αγάθη περνοῦσε τό βουνό καί ἐρχόταν στήν Συχαστρία νά συνομιλήση μέ τόν π. Κλεόπα καί νά κλάψη λίγο στούς τάφους τῶν παιδιῶν της. Κατόπιν ἀναχωροῦσε καί πάλι γιά τήν Μονή της, τήν Παλαιά 'Αγαπία, παρηγορημένη ἀπό τίς συμβουλές του υἱοῦ της, τοῦ π. Κλεόπα.

῞Ενα θαῦμα τῆς Κυρίας Θεοτόκου

῏Ηταν τό Καλοκαίρι τοῦ 1947. ὁ ἀρχιμανδρίτης π. Κλεόπας εἶχε ἀναχωρήσει γιά τό Βουκουρέστι γιά ν' ἀγοράση ἐκκλησιαστικά ἀντικείμενα γιά τό Νέο Παρεκκλήσιο. ῞Οταν ἔφθασε στήν πρωτεύουσα, οἱ Πατέρες τοῦ Πατριαρχείου τόν ἐκάλεσαν σέ μία πνευματική συνάντησι στό σπίτι τοῦ πανεπιστημιακοῦ διδασκάλου κ. 'Αλεξάνδρου Μιρονέσκου, ὅπου εἶχαν συγκεντρωθῆ ἀρκετοί ἱερεῖς, καθηγητές καί ἁπλοῖ Χριστιανοί.

'Ανάμεσά τους ἦτο καί ὁ ἀρχιμανδρίτης π. Βενέδικτος Γκίους, ὁ π. Δοσίθεος Μοράριου, ὁ π. Γερόντιος Γκενοῒου, ὁ π. Δημήτριος Στανιλοάε καί πολλοί διανοούμενοι. ῎Εκαναν ἐρωτήσεις κι ἐλάμβαναν πνευματικές ἀπαντήσεις. Οἱ προσκληθέντες ἐσηκώθησαν ὄρθιοι καί, παίρνοντας τήν εὐλογία του, ἐπερίμεναν ἀπό τόν π. Κλεόπα λόγους ψυχωφελεῖς.

'Επειδή τόν παρεκάλεσαν ὁ π. Κλεόπας ἀρχισε νά ὁμιλῆ γιά τούς 'Αγίους Πατέρας καί τήν τιμή πού ἁρμόζει στήν Κυρία Θεοτόκο. 'Ενῶ ὡμιλοῦσε ξαφνικά ἔγινε ἕνα θαῦμα!

'Η Εἰκόνα τῆς Κυρίας Θεοτόκου πού εὑρισκόταν στόν τοῖχο, ὅπου εἰκονιζόταν καί ὁ Προφήτης Δαβίδ, ἄρχισε νά κινῆται δυνατά ἀρκετά λεπτά καί νά βγαίνη ἕνας ἦχος, ὡσάν νά ἔρχεται ἀπό ἅρπα (μουσικό ὄργανο). Οἱ Πατέρες καί ὅλοι οἱ παρευρισκόμενοι συγκεντρωμένοι στό σαλόνι, κυριεύθησαν  ἀπό κατάνυξι καί δέν ἤξεραν τί θαῦμα ἦτο αὐτό. Μερικοί ἔκλαιγαν, ἄλλοι ἔκαναν τόν σταυρόν τους, ἐνῶ ἄλλοι προσκυνοῦσαν τήν Εἰκόνα τῆς Θεοτόκου καί ἔκλαιγαν ἐκπλαγέντες μ' αὐτό τό σημεῖο. Περισσότερο ἀπό ὅλους ἦτο συγκινημένος ὁ π. Βενέδικτος Γκίους, ὁ ὁποῖος ἔλεγε συνεχῶς: <Μητέρα τοῦ Κυρίου μας. . . Μητέρα τοῦ Κυρίου μας. . . ῎Ω, τί θαῦμα!. . . ῎Ω τί θαῦμα!. . . >

Μετά ἀπό ὀλίγα λεπτά, ἡ Εἰκόνα ἐσταμάτησε νά κινῆται καί ὅλοι φορτισμένοι ἀπό κατάνυξι, προσηύχοντο στήν 'Υπεραγία Θεοτόκο νά ἐλεήση τήν Χώρα καί τόν Ρουμανικό Λαό. Αὐτό τό θαῦμα τῆς Παναγίας μας μέ τό Θείον Βρέφος στάς ἀγκάλας της ἐνίσχυσε τήν πίστι ὅλων, ὅσοι ἦσαν παρόντες, καί τούς ἐπαρηγόρησε πνευματικά.

'Αφοῦ ὁ π. Κλεόπας ἐτελείωσε τόν λόγο του, ἔψαλαν ὅλοι μαζί τό <῎Αξιόν ἐστιν. . . > στήν Θεοτόκο καί ἀνεχώρησε ὁ καθένας τους διατηρώντας στήν σκέψι τους ἔντονα τό ἐπιτελεσθέν θαῦμα τῆς Παναγίας μας.

Οἱ περισσότεροι ἐπίστευσαν ὅτι μέ τό θαῦμα αὐτό  ἡ Θεοτόκος εὐδόκησε νά ἐμφανισθῆ ἕνα σημεῖο θαυμαστό γιά νά πάρουν κουράγιο καί παρηγοριά οἱ εὐλογημένοι Χριστιανοί μας, σέ μιά περίοδο, ὅπου ἄρχιζαν μεγάλες δοκιμασίες στήν Χώρα μας.

Χαρές καί θλίψεις

Δέν ἠμποροῦμε νά σιωπήσουμε καί τίς περιπέτειες, τίς ὁποῖες ὑπέφερε τό Μοναστήρι Συχαστρία καί προπαντός ὁ στάρετς, κατά τό τέλος τοῦ 1947 ἐξ αἰτίας μιᾶς ὀνομαστῆς ὁμάδος ληστῶν, οἱ ὁποῖοι ἐρήμωσαν τά  Μοναστήρια καί τούς ἀνθρώπους τῆς περιοχῆς Νεάμτς ἐπί ἕξι χρόνια, δημιουργώντας ἀναταραχές, σκάνδαλα καί στήνοντας ἐνέδρες.

Τό Μοναστήρι Συχαστρία καί ἡ Σκήτη Σύχλα, στήν περιοχή ὅπου ἐκρύβοντο οἱ ληστές, ὑπέφεραν τά πάνδεινα ἀπ' αὐτούς, διότι εἶναι ἀπομονωμένα ἀπό ἄλλα Μοναστήρια καί ἀνθρώπους.

Μία φορά, μετά τά ἐγκαίνια τοῦ Νέου Παρεκκλησίου, ἡ αὐλή τῆς Μονῆς ἐγέμισε ἀπό ληστάς. Οἱ Πιστοί κρατοῦσαν τήν ἐκκλησία μέ τήν ἀπειλή ὅπλων, ἐνῶ αὐτοί ἐπῆραν ὅ, τι καλό εὑρῆκαν ἀπό τήν ἀποθήκη τῆς Μονῆς.

Μετά ἀπ' αὐτό τό συμβάν, εἶπε ὁ π. Κλεόπας: <Κάποια νύκτα, ὅταν ἤμουν στάρετς καί ἐστεκόμουν στήν 'Ακολουθία τἦς ἀγρυπνίας μέσα στήν ἐκκλησία ἦλθε ὁ ληστής Μπάλτα μέ τήν παρέα του. Μ' ἔβγαλαν ἔξω ἀπό τήν ἐκκλησία, μοῦ ἐζήτησαν κρασί, τρόφιμα καί χρήματα. Καί, ἐπειδή δέν εἶχα τίποτε, μ' ἅρπαξαν καί μέ μετέφεραν στό δάσος καί μ' ἔδεσαν σέ κορμό ἑνός δένδρου γιά νά μέ τουφεκίσουν. Τότε ἕνας ἀπ' αὐτούς εἶπε στόν ἀρχηγό τους: <Δέν θυμᾶσαι πόσες φορές μᾶς ἔδινε φαγητά, ὅταν ἦτο στήν στάνη τσοπάνης; Καί τώρα θέλεις νά τόν σκοτώσης;> 'Εκαυγάδισαν μεταξύ τους καί κατόπιν ἔφυγαν γιά τό δάσος, ἐνῶ ἐμένα μ' ἔλυσαν καί ἐπέστρεψα στό Μοναστήρι μου>

Τήν δεύτερη ἡμέρα ὁ π. Κλεόπας στενοχωρημένος ἀπ' ὅλα αὐτά, ἐπῆγε στόν 'Επίσκοπο Βαλέριο τῆς Μονῆς Νεάμτς καί τοῦ ἐζήτησε συμβουλές:

-Θεοφιλέστατε, τί θά κάνουμε γιά νά λυτρωθοῦμε ἀπ' αὐτούς τούς κακοποιούς, οἱ ὁποῖοι μᾶς λεηλατοῦν καί μᾶς ταράσσουν ἐπί ἕξι τώρα χρόνια;

-Πάτερ Κλεόπα, ξέρεις τί νά κάνης; Νά κάνης ἀγρυπνία στήν θεία Σκέπη τῆς Θεομήτορος κάθε τρίτη βράδυ καί νά διαβάζης ἡμέρα καί νύκτα τό Ψαλτήριο στήν ἐκκλησία κάθε δύο ὧρες, ἀπό τόν ἡγούμενο μέχρι τόν τελευταῖο Δόκιμο ἀδελφό. 'Εάν θά κάνης ἔτσι, ἡ Κυρία Θεοτόκος θά ἀπομακρύνη τούς ληστάς καί θά εὐλογήση ὅλους σας πού εἶσθε τώρα ταραγμένοι, ἐνῶ τό Μοναστήρι σας θά διαφυλάττεται ἀπό κάθε κίνδυνο!

'Ακούοντας αὐτά ὁ π. Κλεόπας ἔδωσε εὐλογία νά γίνεται ἀγρυπνία στήν θεία Σκέπη τῆς Θεοτόκου κάθε Τρίτη ἑσπέρας, ἐνῶ τό Ψαλτήριο νά διαβάζεται ἀκατάπαυστα στήν ἐκκλησία, κι ὅταν δέν γίνεται 'Ακολουθία μέσα. Αὐτή ἡ τάξις γίνεται σεβαστή ἀδιακόπως καί μέχρι σήμερα, ἐνῶ οἱ κακοποιοί συνελήφθησαν καί ἐτιμωρήθησαν κατά τόν νόμο τοῦ Κράτους. 'Από τότε τό Μοναστήρι Συχαστρία διαφυλάχθηκε ἀπ' ὅλους τούς κινδύνους  μέ τίς πρεσβεῖες τῆς Θεοτόκου, Προστάτιδος αὐτοῦ τοῦ ἱεροῦ Τόπου.

'Η διάσωσις μιᾶς γυναίκας ἀπό βέβαιο θάνατο.

Τό ἔτος 1947, κάποια νύκτα τῆς περιόδου τῆς νηστείας τῶν Χριστουγέννων, ὁ π. Κλεόπας ἐξωμολογοῦσε πολύ κόσμο μέχρι στίς 12 τά μεσάνυκτα καί ἦτο κουρασμένος. ῞Οταν ξεκίνησε λίγο νά ἀναπαυθῆ, μπῆκε στό ἐξομολογητήριο μία γυναῖκα, ταραγμένη καί κλαίουσα τοῦ εἶπε:

-Πάτερ, περιμένω ἐδῶ ἕξι ὧρες. . . *Ηλθα νά ἐξομολογηθῶ, διότι ἔχω μεγάλη ἁμαρτία μέσα στήν καρδιά μου.

-Παιδί μου, τώρα εἶμαι κουρασμένος. Σέ παρακαλῶ νά ἔλθης τό πρωῒ.

-Πάτερ, ἐάν δέν μέ δεχθῆς τώρα στήν ἐξομολόγησι, ἐγώ θά πάω νά κρεμασθῶ. Κύτταξε, ἔχω καί τό σχοινί στά χέρια μου. ῎Εκανα μεγάλη ἁμαρτία, διότι ἐσκότωσα μέ ἄμβλωσι πολλά παιδιά. Δέξου με, διότι δέν ἠμπορῶ ἄλλο νά ὑπομείνω!

Τότε ὁ Πατήρ ἐξωμολόγησε αὐτή τήν γυναῖκα, τήν παρηγόρησε, τήν ἐνίσχυσε πνευματικά, τῆς ἔδωσε κανόνα μετανοίας καί τῆς ἔλυσε μέ τήν συγχωρητική εὐχή τήν μεγάλη αὐτή ἁμαρτία της. Τήν δεύτερη ἡμέρα αὐτή ἡ γυναῖκα ἤπιε Μεγάλο 'Αγιασμό, ἀσπάσθηκε τίς ῞Αγιες Εἰκόνες καί ἐπέστρεψε εἰρηνική στό σπίτι της. Παρόμοιες περιπτώσεις ἐπανελήφθησαν πολλές φορές, ἀλλ' ὅμως ὁ πατήρ Κλεόπας, ὡς ἔμπειρος Πνευματικός, μέ πραότητα καί πνευματική σοφία, πάντοτε παρηγοροῦσε τίς Ψυχές αὐτές  τίς εἰρήνευε καί τίς συνεφιλίωνε μέ ὅλους.

Πρώτη ἀναχώρησις τοῦ π. Κλεόπα στήν ἔρημο

'Ο π. Κλεόπας, εὑρισκόμενος γιά πολλά χρόνια μέ τά πρόβατα στά γύρω βουνά, ἐγνώριζε ὅλους τούς τόπους καί τά κελλιά τῶν ἐρημιτῶν. 'Ακόμη ἐγνώριζε ἀρκετούς μοναχούς ἡσυχαστάς, οἱ ὁποῖοι ἀγωνίζοντο σκληρά στά βάθη τῶν ὀρεινῶν κοιλάδων, ἄγνωστοι ἀπό ὅλους καί γνωστοί μόνο ἀπό τόν Θεό καί τόν Πνευματικό τους.

Τό ἔτος 1948, στίς 21 Μαῒου, τήν ἡμέρα πού ἑορτάζονται οἱ ῞Αγιοι Βασιλεῖς, Κωνσταντῖνος καί 'Ελένη, ὁ Πατήρ ἐλειτούργησε μέ τούς ἄλλους ἱερεῖς τῆς Μονῆς καί ἐκήρυξε στούς 'Αδελφούς ἐπαινώντας τόν μεγάλο ζῆλο τῶν 'Αγίων Θεοστέπτων Βασιλέων, οἱ ὁποῖοι ἔδωσαν ἐλευθερία στούς Χριστιανούς ἐκείνου τοῦ καιροῦ καί ἵδρυσαν ἀρκετές ἐκκλησίες.

'Η Πανοσιότης του εἶπε περίπου τά ἑξῆς στούς μοναχούς τῆς Μονῆς του: <Νά δώση ὁ Θεός, ὅπως καί οἱ ἰδικοί μας κυβερνῆτες νά γίνουν ὅπως οἱ ῞Αγιοι Βασιλεῖς γιά νά τούς μνημονεύη καί ἡ 'Εκκλησία στούς αἰῶνες!> Τότε ἕνας ἀπό τόν λαό μαγνητοφώνησε αὐτά τά λόγια του. Τήν ἄλλη ἡμέρα, χωρίς νά προλάβη νά πάρη τίποτε ἀπό τά ροῦχα του, τόν ἅρπαξε μία ὁμάδα ἀνθρώπων τῆς ἀστυνομίας, τόν ἔβαλε  στό αὐτοκίνητο καί τόν μετέφεραν στήν πόλι Τίργκου Νεάμτς. 'Εκεῖ τόν ἔβαλαν πέντε ἡμέρες μέσα σ' ἕνα μπουντρούμι, χωρίς νερό καί φαγητό, ὅπου δέν ὑπῆρχε οὔτε κρεββάτι. 'Υπῆρχε μόνο τό τσιμεντένιο δάπεδο. Κατόπιν τόν ἀπέλυσαν, χωρίς νά τόν δικάσουν.

Μετά ἀπό λίγες ἡμέρες ἕνας πιστός Χριστιανός εἶπε στόν π. Κλεόπα νά ἀναχωρήση γιά τό δάσος ἤ σέ ἄλλο μέρος  ἕνα διάστημα. 'Ακούοντας αὐτό ὁ στάρετς, συμβουλεύθηκε κι ἄλλους Πνευματικούς καί τήν ἴδια νύκτα κρύφθηκε στά βουνά τῆς Συχαστρίας, στόν τόπο πού λέγεται <Τό πόδι τοῦ κούκου>, ἕξι χιλιόμετρα ψηλότερα ἀπό τό Μοναστήρι. 'Εκεῖ ἔφτιαξε μία καλύβα ἀπό χονδρά ξύλα μέσα στό χῶμα καί προσευχόταν ἀκατάπαυστα ἡμέρα καί νύκτα, ζητῶντας τήν βοήθεια καί τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ καί τῆς Κυρίας Θεοτόκου.

Μία φορά τήν ἑβδομάδα ἐρχόταν νύκτα ὁ ἱερομόναχος Μακάριος, τόν ἐξωμολογοῦσε καί τοῦ ἔφερνε ὀλίγα τρόφιμα. 'Ερχόταν ἀκόμη καί ὁ μοναχός 'Αντώνιος ἀπό τήν στάνη τῶν προβάτων, διότι ἐκεῖ περιτριγύριζε μέ τά πρόβατα.

Μᾶς ἔλεγε ὁ π. Κλεόπας ὅτι, ὅταν ἔφτιαχνε τήν ὑπόγεια κρύπτη του, ἤρχοντο μερικά πουλιά καί ἐκάθοντο ἐπάνω στήν κορυφή τοῦ κεφαλιοῦ του. ῞Οταν ἐκοινώνησε γιά πρώτη φορά, ἔξω ἀπό τήν σπηλιά του, ἦλθαν κοντά του ἕνα κοπάδι, ἐνῶ δέν εἶχαν παρουσιαθῆ ποτέ ἐνωρίτερα. Αὐτά εἶχαν στό μέτωπό τους ἕνα σημεῖο μέ τήν μορφή σταυροῦ καί κελαηδοῦσαν πολύ ὡραῖα ὅλη τήν στιγμή πού αὐτός ἐκοινωνοῦσε. Κατόπιν ἐπετοῦσαν μακριά.

'Αργότερα, ὅταν τοῦ ἐτελείωσε ὁ ῞Αγιος ῎Αρτος, ἀπεφάσισε νά ἐπιτελῆ τήν Θεία Λειτουργία. 'Αφοῦ προετοιμάσθηκε διαβάζοντας ὅλες τίς προσευχές του, ἐτοποθέτησε τό ῞Αγιο 'Αντιμήνσιο ἐπάνω σ' ἕνα κούτσουρο κι ἄρχισε τήν 'Ακολουθία. ῞Οταν εἶπε: <Εὐλογημένη ἡ Βασιλεία τοῦ Πατρός, καί τοῦ Υἱοῦ, καί τοῦ 'Αγίου Πνεύματος, πάντοτε νῦν καί ἀεί. . . > ἐμφανίσθηκε πάλι τό κοπάδι μέ τά ὡραῖα αὐτά πουλιά. Τά πουλιά ἐκάθισαν σέ μιά γωνία ἐκεῖ κοντά καί ἄρχισαν νά τραγουδοῦν. 'Ο Πατήρ ἀναρωτήθηκε μέσα του: <Τί νά εἶναι ἄρα γε αὐτά; Καί μία μυστική φωνή ἀπό μέσα του, τοῦ εἶπε ὅτι ἦλθαν οἱ ψάλτες του χοροῦ νά ψάλλουν!>

Κατόπιν ἐτελείωσε ἡ θεία Λειτουργία καί κοινώνησε. 'Αφοῦ ἔκαμε τήν ἀπόλυσι τά πουλιά ἔφυγαν. Καί ἔλεγε ὁ π. Κλεόπας ὅτι ἀπό τότε δέν εἶδα στό δάσος πουλιά τόσο ὡραῖα, ὅσον αὐτά. Σίγουρα τό γεγονός ὅτι κοινώνησε καί τό θαῦμα μέ τά πουλιά, τόν παρηγόρησαν πάρα πολύ. ῎Ετσι εὐχαρίστησε ἀπό καρδίας τόν Θεό γι' αὐτήν τήν μεγάλη φιλανθρωπία Του.

῞Οσο καιρό ἔμεινε σ' αὐτόν τόν τόπο, τόν βοηθοῦσαν ὁ Πνευματικός του π. 'Ιωήλ Γεωργίου, ὁ τσοπάνης, μοναχός 'Αντώνιος καί ἕνας Χριστιανός ἀπό τό χωριό Μιτόκου. Τό σύνθημα συναντήσεως μέ τόν π. 'Αντώνιο ἦτο αὐτό: 'Ο μοναχός κτυποῦσε μία φορά σ' ἕνα ξύλο καί, ἐάν ὁ Πατήρ ἄκουγε τό κτύπημα, κτυποῦσε κι αὐτός μία φορά, σέ ἄλλο δένδρο. 'Εάν ὁ ἕνας δέν ἀπαντοῦσε, ὁ ἄλλος ἐπερίμενε μέχρι νά ἀκούση τό καθορισμένο σύνθημα.

'Ο πατήρ 'Ιωήλ τοῦ ἔφερε τρόφιμα, ἁλάτι, σιτάρι, παξιμάδι καί τά ἔβαζε κάτω ἀπό ἕνα δένδρο, γιά νά μή γνωρίζη κανείς, τόν τόπο ὅπου εὑρισκόταν ἡ σπηλιά του.

'Ο πατήρ Κλεόπας ἀγωνιζόταν πολύ στήν σπηλιά του, προσευχόμενος ἡμέρα καί νύκτα. Γι'αὐτό καί οἱ δαίμονες τοῦ προξενοῦσαν πολλούς πειρασμούς καί τόν ἐτάραζαν εἴτε ἦτο ξύπνιος εἴτε κοιμώμενος. 'Ακόμη τόν ἐφόβιζαν μέ διάφορες φαντασίες, ὅπως ἔλεγε ἀργότερα στούς μαθητάς του:

<Κάποια φορά τά μεσάνυκτα, ἐδιάβαζα τόν κανόνα τῶν  προσευχῶν μου καί συγκεκριμένα τούς Χαιρετισμούς τῆς Θεοτόκου. Ξαφνικά ἄρχισε νά ἀκούγεται ἔνα δυνατό κατρακύλισμα. 'Εγώ εἶπα ὅτι θά εἶναι μεγάλος σεισμός! ῞Οταν ἄνοιξα λίγο τήν πορτίτσα μου, εἶδα ἕνα στρατιωτικό ἅρμα καί ἀρκετούς μαύρους στρατιῶτες ἐπάνω σ'αὐτό  πού κρατοῦσαν πύρινα ρόπαλα. ῞Ενας ἀπ' αὐτούς  εἶπε: <Αὐτός εἶναι ὁ στάρετς τῆς Συχαστρίας! Βάλτε τον ἐπάνω στό ἅρμα!> Κι ἀμέσως ἐνόμισα ὅτι εὑρέθηκα ἐπάνω. Οἱ ρόδες τοῦ ἅρματος ἄρχισαν νά περιστρέφωνται κι αὐτοί ἦσαν ἕτοιμοι μέ τά πύρινα ρόπαλά τους νά μέ κτυπήσουν καί ρίξουν κάτω.

'Εγώ εἶχα μαζί μου τό Βιβλίο τῶν Χαιρετισμῶν τῆς Θεοτόκου καί εἶπα: <'Αφῆστε με λίγο, διότι ἔχω ἕνα κείμενο νά διαβάσω στήν Κυρία Θεοτόκο!> Τήν ἴδια στιγμή εἶχαν ἐξαφανισθῆ τά πάντα. Δέν εἶδα οὔτε ἅρμα οὔτε κανέναν. . . καί ἐπέστρεψα στήν καλύβα μου>.

'Ο πατήρ Κλεόπας καθημερινά ἐδιάβαζε τούς Χαιρετισμούς τῆς Παναγίας. Κάποια ἡμέρα, ὅταν ἄνοιξε τό βιβλίο νά διαβάση, αἰσθάνθηκε μία ὡραία εὐωδία σάν κρῖνο καί τριαντάφυλλο. Τότε προσευχήθηκε στόν Κύριο νά τόν διαφυλάξη ἀπό τυχόν παγίδες τοῦ πονηροῦ καί, ἐάν δέν εἶναι ἀπό τόν Θεό αὐτή ἡ εὐωδία νά τήν ἀπομακρύνη. ῎Ελεγε ὅτι αὐτή ἡ εὐωδία ἴσως νά ἦτο ἀπάτη τῶν δαιμόνων γιά νά τόν ρίξουν στήν ὑπερηφάνεια. Διότι ἔλεγε συχνά ὁ π. Κλεόπας:<῞Οταν προσεύχεσαι μή δέχεσαι  τήν παραμικρή αἴσθησι εὐωδίας ἤ κάποια αἰσθητή ὡραία ἐμπειρία, διότι τότε, μποροῦν νά παρουσιασθοῦν οἱ δράκοντες καί θά σέ ρίξουν στήν ὑπερηφάνεια>. ῞Οταν ἄρχισε πάλι τήν ἀνάγνωσι τοῦ 'Ακαθίστου ῞Υμνου, δέν αἰσθάνθηκε πάλι αὐτό τό ἄρωμα. ῎Ισως ὅμως καί νά προερχόταν κι ἀπό τήν Χάρι τῆς Παναγίας μας. Γι'αὐτό, τέτοια φαινόμενα, ὀφείλουμε νά τά ἐξομολογούμεθα στόν Γέροντά μας. Αὐτός μέ πολλή προσευχή καί χωρίς βιασύνη θά μᾶς εἰπῆ τί ἀκριβῶς συμβαίνει.

Μετά ἀπό ἕξι μῆνες παραμονῆς στά βουνά, ὁ π. Κλεόπας ἐπέστρεψε στήν Συχαστρία πρός μεγάλη χαρά ὅλων, τόσο τῶν μοναχῶν, ὅσο καί τῶν εὐλαβῶν Χριστιανῶν.

Μετά ἀπό 40 χρόνια ὁ π. Κλεόπας μαζί μέ δύο ὑποτακτικούς του, ξεκίνησαν γιά τό δάσος νά ἀναζητήσουν τήν σπηλιά στήν ὁποία ἔμενε τό ἔτος 1948. 'Εξερεύνησαν σιγά-σιγά ἐκείνους τούς τόπους, ὅπου ὁ ἴδιος ἀσκήτευσε, ἀλλά δέν ἠμπόρεσαν νά εὕρουν τήν τοποθεσία. Μετά ἐπῆγαν μακρύτερα. ῞Οταν ἐπέστρεφαν ὄντες κουρασμένοι, σταμάτησαν στήν ἄκρη μιᾶς χαράδρας γιά νά γευθοῦν κάτι.

Τήν ὥρα πού ἔτρωγαν, ὁ π. Κλεόπας παρετήρησε ὅτι ἐκάθοντο ἀκριβῶς ἐπάνω στόν τόπο τῆς ὑπογείου καλύβας του. *Ητο ὅμως κατεστραμμένη. 'Ημποροῦσαν ὅμως νά ἰδοῦν κομμάτια ἀπό τήν ξυλεία, σίδερα καί σανίδια. 'Ο Πατήρ ἦτο πολύ χαρούμενος διότι εὑρῆκε τήν σπηλιά, στήν ὁποία ἔμεινε στήν νεότητά του καί εἶπε: <'Ιδού ἕνα ἀληθινό θαῦμα! ῞Οταν εἴπαμε ὅτι ματαίως ἐδῶ κοπιάσαμε ὁ Κύριος μᾶς χαροποίησε μέ τήν ἀνακάλυψι τῆς καλύβας μου!> Κατόπιν, δοξάζοντας τόν Θεό, ἐπέστρεψαν στό Μοναστήρι.

'Ο π. Κλεόπας στάρετς τῆς Μονῆς Σλάτινα.

Μετά ἀπό ἕνα περίπου χρόνο ἡσυχίας, ἐξέσπασε πάλι ἄλλη δοκιμασία στήν 'Αδελφότητα τῆς  Μονῆς Συχαστρίας. *Ηταν μῆνας Αὔγουστος, τοῦ ἔτιους 1949, ὅταν ὁ π. Κλεόπας προσκλήθηκε στό Πατριαρχεῖο ἀπό τόν πατριάρχη 'Ιουστινιανό. Αὐτός τόν παρεκάλεσε πάρα πολύ καί τόν διέταξε νά πάρη μία ὁμάδα  30 μοναχῶν ἀπό τήν Συχαστρία καί νά ἐγκαταβιώση στήν Μονή Σλάτινα Σουτσεάβας γιά νά ἀναβιώση καί ἐκεῖ ἡ πνευματική ζωή.

'Επιστρέφοντας στήν Συχαστρία ὁ π. Κλεόπας ἐξεχώρισε 30 Πατέρες, Πνευματικούς, ἱερεῖς, μοναχούς καί Δοκίμους, ἀνάμεσά τους καί τόν Πνευματικόν Γέροντα π. Παῒσιο 'Ολάρου. 'Αφήνοντας ὡς ἡγούμενο στήν Συχαστρία τόν ἱερομόναχο π. 'Ιωήλ Γεωργίου, μαθητή τοῦ μεγάλου στάρετς π. 'Ιωαννικίου Μορόϊ, προετοιμάσθηκε γιά τήν ἀναχώρησι στίς 30 Αὐγούστου 1949.

'Η διάσπασις στά δύο τῆς 'Αδελφότητος καί ὁ χωρισμός τους ἦτο κάτι τό λυπηρό γιά ὅλους. 'Ο καθένας ἔκλαιγε καί προσηύχετο, ζητῶντας τήν βοήθεια τῆς Κυρίας Θεοτόκου. Κατόπιν ὁ π. Κλεόπας μέ τούς 30 'Αδελφούς συνωδεύθηκαν ἀπό τήν ὑπόλοιπη συνοδεία μέχρι κοντά τόν ποταμό ῎Αλμπα καί άποχαιρετίσθηκαν μεταξύ τους μετά δακρύων. 'Εκείνη τήν στιγμή ἀκριβῶς ἦλθε στήν Συχαστρία ὁ Πνευματικός τῆς Μονῆς 'Αγαπία, ἀρχιμανδρίτης π. Μάξιμος, σπουδαῖος πρωτοψάλτης, ἀποφασιστικός καί ἔμπειρος πατήρ.

'Αφοῦ τούς ἐπαρηγόρησε σ' αὐτό τό θλιβερό γεγονός τοῦ χωρισμοῦ τους, στό τέλος τούς εἶπε: <Πατέρες, γιατί εἶσθε τόσο λυπημένοι; Οἱ ῞Αγιοι Πατέρες ἔδωσαν τήν ζωή τους στόν Χριστό καί διεφύλαξαν τήν 'Ορθοδοξία, ἐνῶ ἐσεῖς κλαίγετε ἐδῶ ὡσάν νά εἶσθε ἐπί τόν ποταμόν Βαβυλῶνος. 'Ακοῦστε τί μᾶς ψάλλει ἡ 'Εκκλησία μας: <῞Αγιοι Μάρτυρες, οἱ καλῶς ἀθλήσαντες καί στεφανωθέντες& πρεσβεύσατε πρός Κύριον ἐλεηθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν!> Συνεπῶς, κάνετε ὑπακοή στόν Κύριο καί Αὐτός θά σᾶς βοηθήση μέ τίς πρεσβεῖες τῆς Θεοτόκου!> Κατόπιν ἔψαλαν ὅλοι μαζί τό: <῎Αξιόν ἔστιν. . . > καί τό <'Υπερμάχῳ Στρατηγῶ τά νικητήρια. . . > καί ἀπεχωρίσθησαν.

Τό Μοναστήρι Σλάτινα εἶναι κτητορικό ἔργο τοῦ 'Ηγεμόνος 'Αλεξάνδρου Λαπουσνεάνου ἀπό τό ἔτος 1554, τό ὁποῖον εἶχε ἀπομείνει μέ ἑπτά γέρους μοναχούς ἀπό τήν παλαιά ἀδελφότητα. 'Η ἀρχή ἦτο δύσκολη, άλλά μετά ἀπό μερικούς μῆνες ἡ νέα 'Αδελφότης προσαρμόσθηκε καί ὅλα ἄρχισαν νά λειτουργοῦν κανονικά.

'Ο π. Κλεόπας ἄρχισε τήν προσπάθεια γιά τήν ἀναβίωσι τῆς πνευματικῆς ζωῆς στήν Σλάτινα ἐπιτελῶντας, κατά τήν τάξιν, ὅλες τίς  'Ακολουθίες τοῦ νυχθημέρου καί τήν Θεία Λειτουργία. 'Επέβαλε ἐπίσης τήν ἑβδομαδιαία ἐξομολόγησι, ἐλειτούργησε σχολή κατηχήσεως γιά τούς Δοκίμους 'Αδελφούς καί κοινοβιακή τάξι κατά τό πρότυπο τῆς Μονῆς τοῦ Στουδίου.

Τό ἔτος 1950 ἐκοινοβίασαν στήν Σλάτινα καί μερικοί εἰδικευμένοι θεολόγοι, οἱ ὁποῖοι ἐκτιμοῦσαν ἰδιαιτέρως τόν π. Κλεόπα. 'Ανάμεσά τους μνημονεύουμε τόν ἱερομόναχο π. Πετρώνιο Τανάσε, νῦν Δικαῖο τῆς Ρουμανικῆς Σκήτης Τιμίου Προδρόμου Λαύρας 'Αγίου ῎Ορους, τόν ἱεροδιάκονο 'Αντώνιο Πλαμαντεάλα, νῦν Μητροπολίτη Τρανσυλβανίας, τόν ἀρχιμανδρίτη Δοσίθεο Μοραρίου, τόν π. Γερόντιο Βάλαν, τόν ἱερομόναχο Δανιήλ καί τόν ἱερομόναχο 'Αρσένιο Παπατσιώκ.

῞Ολοι αὐτοί ἐβοήθησαν τόν π. Κλεόπα στήν ὁμαλή λειτουργία τῆς ἡγεμονικῆς αὐτῆς Μονῆς καί ἀνέδειξαν τήν Σλάτινα μία ἀληθινή θεολογική ἀκαδημία, μοναδική ἐκεῖνο τόν καιρό σ' ὁλόκληρη τήν Ρουμανία.

'Η φήμη ἀναδιοργανώσεως αὐτῆς τῆς Μονῆς διαδόθηκε παντοῦ καί ἤρχοντο πάρα πολλοί προσκυνηταί, φοιτηταί, διανοούμενοι καί ἄνθρωποι ὅλων τῶν ἡλικιῶν καί ὅλων τῶν κοινωνικῶν τάξεων γιά ν' ἀκούσουν συμβουλές ἀπό τόν π. Κλεόπα καί ἀπό τούς ἄλλους Πατέρας. 'Υπό τήν διεύθυνσι τοῦ ἱερομονάχου Πετρωνίου καταρτίσθηκε κι ἕνας πολύ ἁρμονικός ἐκκλησιαστικός χορός, ἀποτελούμενος ἀπό 30 νέους ὡς ἐπί τόν πλεῖστον Δοκίμους μοναχούς, πού συγκινοῦσε τά βάθη τῶν καρδιῶν ὅλων τῶν Πατέρων καί 'Αδελφῶν Προσκυνητῶν.

῎Ετσι ἄρχισε ἡ πνευματική ἄνθησις στό Μοναστήρι Σλάτινα τῆς Σουτσεάβας.

Πνευματικός ὁδηγός πολλῶν Μοναστηριῶν τῆς Μολδαβίας

'Ο π. Κλεόπας διωρίσθηκε ἐπίσης ἀπό τἠν Μητρόπολι Μολδαβίας νά ἐπαγρυπνῆ καί καθοδηγῆ στήν πνευματική ζωή τά περισσότερα Μοναστήρια τῆς περιοχῆς, τά ἑξῆς: Πούτνα, Μολντοβίτσα, Ρίσκα, Συχαστρία, καί τίς Σκῆτες Σύχλα καί Ραρέου, κατά τό πρότυπο τῆς Μονῆς Σλάτινα. Γι' αὐτό ἐπήγαινε μέ τήν σειρά σ' αὐτά, ἀφοῦ τόν καλοῦσαν γιά πνευματικές συμβουλές καί ἐξομολόγησι καί κατόπιν ἐπέστρεφε πάλιν στήν Σλάτινα.

'Η Πανοσιότης του ἔδωσε μεγαλύτερη βαρύτητα στήν ὑπακοή μέ ἀγάπη, στήν ἑβδομαδιαία ἐξομολόγησι, στήν εὐχή τοῦ 'Ιησοῦ καί στήν συμμετοχή στίς 'Ιερές 'Ακολουθίες& ἀκόμη ζητοῦσε τήν ἐκπλήρωσι τοῦ κανόνος στό κελλί καί τίς καθιερωμένες ἀναγνώσεις προσευχῶν. Διότι μόνο ἔτσι εἶναι δυνατόν νά καταρτισθοῦν πνευματικά οἱ μοναχοί, ν' ἀγαπήσουν τόν Χριστό καί νά ζήσουν μέ ταπείνωσι καί ὑπακοή. 'Ενῶ, ὅταν ἀνεφύοντο ταραχές ἤ διάφοροι πειρασμοί στά καθοδηγούμενα ἀπ' αὐτόν Μοναστήρια, ὁ π. Κλεόπας ἔστελλε ἕνα ἤ δύο Πνευματικούς καί ἐπέφεραν τήν ἡσυχία καί γαλήνη.

Σ' ὅλα τά μνημονευθέντα Μοναστήρια λειτουργοῦσαν μοναχικές σχολές κατηχήσεως καί διετηρεῖτο ἡ ἴδια πνευματική τάξις καί ζωή.

'Επί τρία χρόνια ὅλα αὐτά τά Μοναστήρια προώδευσαν πολύ στήν μοναχική ζωή, πρᾶγμα τό ὁποῖον ὠφείλετο τόσο στούς Προεστώτας τους ὅσον ἰδιαιτέρως στόν π. Κλεόπα, ὁ ὁποῖος ἀγρυπνοῦσε γιά τήν ὁμαλή ἐξέλιξι τῆς πνευματικής ζωῆς γιά τήν δόξα τοῦ Θεοῦ καί τήν χαρά τῶν Χριστιανῶν.

 

'Ο π. Κλεόπας προσκαλεῖται γιά ἡγούμενος στήν Μονή Νεάμτς.

Στήν ἀρχή τοῦ ἔτους 1951 ὁ πατριάρχης 'Ιουστινιανός ἐπιθυμῶντας νά ἀναβιώση πνευματικῶς καί ἡ Μονή Νεάμτς, ἡ μεγαλύτερη Κοινοβιακή λαύρα τῆς Χώρας μας, ἐνέκρινε νά μεταβῆ ὁ π. Κλεόπας στό Νεάμτς μέ 70 μοναχούς ἀπό τήν Σλάτινα καί τήν Συχαστρία.

'Ο π. Κλεόπας, ἀκούοντας αὐτή τήν εἴδησι, λυπήθηκε πολύ καί παρεκάλεσε τήν Κυρία Θεοτόκο νά τόν λυτρώση ἀπ' αὐτόν τόν πειρασμό, ἐνθυμούμενος καί τόν λόγο τοῦ Πνευματικοῦ τῆς Μονῆς 'Αγαπία, τοῦ π. Βικεντίου, ὁ ὁποῖος εἶπε: <Παιδιά μου, ὅταν θά σᾶς ἔρχωνται πολλοί πειρασμοί, νά νηστεύετε τρεῖς ἡμέρες καί νά προσεύχεσθε μέ δάκρυα στόν Θεό νά σᾶς διδάξη τί πρέπει νά κάνετε! > Καί ἰδού πῶς ἐνήργησε.

Μία νύκτα κλείσθηκε στό κελλί του καί προσευχόταν μέ νηστεία ἐπί ἑπτά ἡμέρες. Αὐτό τό ἐγνώριζε μόνο ὁ μαθητής του, ἱερομόναχος Σεραπίων καί κανείς ἄλλος.

Μετά ἀπό ἑπτά ἡμέρες, ὅπως καθόταν στό σκαμνί καί ἐξεκουράζετο λίγο, εἶδε ἕνα οὐράνιο φῶς τό ὁποῖο περιεκύκλωσε τήν Εἰκόνα τῆς Θεοτόκου, πού εὑρισκόταν στόν τοῖχο. Κατόπιν ἡ Κυρία Θεοτόκος ὡμίλησε ἀπό τήν Εἰκόνα της καί τοῦ εἶπε: <Μή λυπῆσαι γιά τίς ἀναταραχές πού ἔγιναν στήν Μονή Νεάμτς, διότι ἐγώ θά τίς καταπαύσω. 'Εσύ νά μήν ἀμφιβάλλης γι' αὐτό>. Διότι ἕνας λογισμός τοῦ ἔλεγε νά πάη στήν Μονή Νεάμτς καί ὁ ἄλλος τοῦ ἔλεγε νά φύγη γιά τήν ἔρημο.

Κατόπιν ἐπῆγε στόν Πνευματικό του, τόν π. Παῒσιο. 'Εξωμολογήθηκε καί τοῦ εἶπε αὐτά πού ἄκουσε καί ὅτι εἶδε τήν Εἰκόνα τῆς Θεοτόκου μέσα στό κελλί του ἀκτινοβολοῦσα. 'Ο Γέροντας τοῦ εἶπε: <Αὐτό εἶναι ἕνα θεϊκό σημεῖο. 'Αλλά μήν λέγης σέ κανένα ἐπί τοῦ παρόντος αὐτή τήν ὀπτασία. 'Από τώρα ἑτοιμάσου καί αὔριο νά κοινωνήσης. Καί, ἐάν θά εἶναι ἀπό τόν Θεό, θά πᾶς στό Μοναστήρι Νεάμτς καί ἡ Κυρία Θεοτόκος θά σέ βοηθήση. 'Εάν δέν εἶναι θέλημά Του, θά παραμείνης στήν θέσι σου.

Τήν δεύτερη ἡμέρα, μετά τήν Θεία Λειτουγία, ὁ π. Κλεόπας ἔλαβε εἰδοποίησι ὅτι ὁ πατριάρχης ἐρώτησε κι ἄλλους πολλούς καί ἀπεφάσισε νά παραμείνη ὁ π. Κλεόπας στόν τόπο του, ὅπου εὑρισκόταν καί πρίν. ῎Ετσι, μέ τίς προσευχές τῆς Θεομήτορος καί τίς εὐλογίες τοῦ Πνευματικοῦ του π. Παϊσίου, εἰρήνευσαν τά πάντα.

'Η δεύτερη ἀναχώρησις τοῦ π. Κλεόπα στά Βουνά (1952-1954).

Μέχρι τήν ἄνοιξι τοῦ 1952 τό Μοναστήρι Σλάτινα εἶχε μία μεγάλη πνευματική ἄνθησι. *Ητο ἕνα ἀπό τά πρῶτα ὀργανωμένα Μοναστήρια τῆς Χώρας μας. Μέχρι τότε εἶχε 80 Μοναχούς, ἀπό τούς ὁποίους οἱ 60 ἦσαν νέοι. Οἱ Χριστιανοί ἤρχοντο στίς ἑορτές ν' ἀκούσουν τίς 'Ακολουθίες καί κήρυγμα τοῦ π. Κλεόπα, τό ὁποῖον συγκινοῦσε τίς καρδιές ὅλων. ῞Ολα διεξήγοντο μέ ἀγάπη καί τάξι. ῞Ομως ὁ π. Κλεόπας ἔλεγε κατ' ἰδίαν πρός τούς μαθητάς του: <'Εγώ μόνο σωματικά εἶμαι ἐδῶ στήν Σλάτινα, ἐνῶ ψυχικά εἶμαι στήν Συχαστρία, ὅπου ἐκαλογέρευσα καί ἔζησα ἐκεῖ τόσα χρόνια>

'Ο διάβολος ὅμως, ὁ ὁποῖος οὐδέποτε κοιμᾶται, δέν ἠμποροῦσε νά ὑπομείνη τήν μοναχική ἄσκησι καί ἁρμονική ζωή τῶν Μοναχῶν τῆς Μονῆς Σλάτινα. Γι'αὐτό προέτρεψε τήν κρατική 'Ασφάλεια νά κάνη μία ἐξονυχιστική ἔρευνα στήν 'Αδελφότητα τῆς Μονῆς Σλάτινα. Φθάνοντας τήν νύκτα, τά ὄργανα τῆς μυστικῆς 'Αστυνομίας ἐξέτασαν καί ἐφοβέρισαν τόν ἡγούμενο καί τούς Πατέρες τῆς Μονῆς. Στήν συνέχεια ἐκράτησαν μερικούς ἀπ' αὐτούς, ὅπως τόν π. Κλεόπα, τόν π. 'Αρσένιο Παπατσιώκ καί τόν Δόκιμο Κωνσταντῖνο Δημητρέσκου.

'Αφοῦ τούς μετέφεραν μέχρι την πόλι Φαλτιτσένι, τούς ἐξέταζαν ὅλη τήν νύκτα. Τότε τόν π. Κλεόπα τόν ἐπέπληξαν λέγοντάς του: <'Η ἀφεντιά σου, σαμποτάρεις τήν ἐθνική οἰκονομία καί λέγεις ὅτι σήμερα εἶναι ὁ Γεώργιος, αὔριο ὁ Βασίλειος καί  αὔριο ἄλλη ἑορτή, ἐνῶ οἱ ἄνθρωποι ἄφησαν τήν ἀξίνα κάτω καί δέν ἐργάζονται πλέον!>

'Ο π. Κλεόπας τούς ἀπήντησε: <Πᾶς νά μήν εἰπῶ ὅτι εἶναι ἑορτή, ὅταν εἶναι γραμμένη στό 'Ημερολόγιο τῆς 'Αγίας 'Εκκλησίας μας;>  Στό τέλος τούς εἶπαν νά μή κάνουν προπαγάνδα καί τούς ἄφησαν ἐλευθέρους.

Φθάνοντας τήν νύκτα στό Μοναστήρι ὁ π. Κλεόπας, ἐξωμολογήθηκε στόν Πνευματικό του καί μέ τήν συμβουλή του μυστικά, μαζί μέ τόν π. 'Αρσένιο ἀνεχώρησαν στά Βουνά Στηνισιοάρα σέ ἄλλους ἀγνώστους τόπους καί μακρινούς, μέχρις ὅτου ἠρέμησαν τά πράγματα  στήν Σλάτινα. 'Ο ἕνας στόν ἄλλο ἐξωμολογοῦντο καί ἐπιτελοῦσαν τά ῞Αγια Μυστήρια μεταξύ τους, ἀλλά δέν ἔμεναν στόν ἴδιο τόπο. ῎Εμειναν κρυμμένοι στά βουνά γιά πολύ καιρό μέσα σέ ἐρειπωμένα μαντριά προβάτων καί ἐλάμβαναν τροφή μία φορά τόν μῆνα ἀπό κάποιον εὐλαβῆ Χριστιανό, τόν Στράτο.

Πολλοί λύκοι ἦσαν τότε ἐκεῖ στά Βουνά τῆς Στηνισιοάρας, ἀλλά οἱ δύο ἐρημῖτες τούς ἔδιναν ἀπό τό ἰδικό τους φαγητό καί μέ τήν προσευχή τους στόν Θεό δέν τούς ἐφοβοῦντο πλέον.

'Αφοῦ ἐπέστρεψαν στήν Συχαστρία, ὁ π. Κλεόπας ἐδιηγεῖτο στούς Πατέρες μερικές στγμές ἀπό τήν περιπλάνησί τους στά βουνά:

<῞Οταν ἤμουν στό δάσος περιπλανόμενος μέ ἀναζητοῦσαν οἱ <φίλοι μου> κι αὐτοί ἦσαν: ῞Ενας γέρων ἀγριόχοιρος καί μία πονηρή ἀλεποῦ. Τόν  γέροντα ἀγριόχοιρο τόν τακτοποιοῦσα μέ εὐκολία. ῞Οταν τόν ἄκουγα νά μουγκρίζει καί νά σκάβη, κατέβαινα καί τοῦ ἔδινα πατάτες κι ἔφευγε& ἀλλά μέ τήν πονηρή ἀλεποῦ δέν ξεμπέρδευα εὔκολα. Αὐτή  ἐρχόταν τήν νύκτα μέχρι τήν πόρτα τῆς τρώγλης μου καί, ἐάν συνέβαινε νά ξεχνοῦσα κάτι νά τῆς ἀφήσω, μέ περίμενε ἔξω!

Μιά φορά ἔριξα μιά ματιά μέσα στό τσουκάλι πού ἔκανα τό ψωμί. Εἶχε ἀκόμη ἀπομείνει λίγο. ῏Ηλθε ἡ ἀλεποῦ καί, χωρίς φόβο καί ντροπή ἄρχισε νά τό τρώγη. 'Εγώ τήν εἶδα ἀπό τό παραθυράκι καί βγῆκα ἔξω. Αὐτή, ὅταν μέ εἶδε, ξεκίνησε νά φύγη, ἀλλά ὁ γάντζος τοῦ τσουκαλιοῦ ἔπεσε καί πέρασε μέσα στό κεφάλι της. Τώρα τό πρόβλημά μου δέν ἦτο μόνο ὅτι δέν εἶχα ψωμί, ἀλλά δέν εἶχα οὔτε τσουκάλι, διότι ἡ ἀλεποῦ τό πῆρε στό λαιμό της καί ἀπομακρύνθηκε. Ποῦ νά ζυμώσω λοιπόν ψωμί; 'Εφώναξα τήν ἀλεποῦ ἀπό μακριά: <῎Αφησέ μου, τουλάχιστον τό τσουκάλι!. . . . Κι αὐτή ἀνεδείχθη ἄλλη μιά φορά παμπόνηρη. Πλησίασε σ' ἕνα κλωνάρι τό κεφάλι της, κρεμάσθηκε τό τσουκάλι,  ἔβγαλε ἐκεῖ τό κεφάλι της κι ἔφυγε γιά τό δάσος. 'Εγώ ἤμουν πολύ χαρούμενος διότι μοῦ ἀπέμεινε τουλάχιστον τό τσουκάλι γιά νά ζυμώνω τό ψωμί καί τό πρόσφορο!

Εἶχα καί ἄλλους φίλους. Αὐτοί ἦσαν οἱ τυφλοπόντικες καί ποντίκια τοῦ δάσους. 'Εάν δέν ξέρεις πῶς νά ὀργανωθῆς, αὐτά θά σέ ἀφήσουν χωρίς τροφή στά μισά τοῦ χειμῶνος. Εἶχα στήν σπηλιά μου ἕνα σακκί παξιμάδι δεμένο ψηλά σέ ἕνα δοκάρι. ῞Οταν πλησίαζε τό βράδυ, ἤρχοντο καί οἱ <ἐνορίτες μου>. Τρυποῦσαν κι ἔμπαιναν μέσα στήν σπηλιά κι ἔφθαναν στό παξιμάδι. 'Εμένα δέν μέ λυποῦσε ἡ ἀξία τοῦ παξιμαδιοῦ, ἀλλά μέ στενοχωροῦσε τό γεγονός ὅτι δέν ἠμποροῦσα νά κάνω οὔτε τόν κανόνα μου, λόγῳ σωματικῆς ἐξαντλήσεως.

῞Οταν ἄρχιζα νά διαβάζω, ἄρχιζαν κι ἐκεῖνα νά ροκανίζουν τό παξιμάδι. Τί νά κάνω; ῎Ελεγα. 'Επῆρα ἕνα ραβδί στό δεξί χέρι καί τό Ψαλτήριο στό ἀριστερό. Κι ἄρχισα ἔτσι νά κάνω τήν προσευχή μου: <Κύριε, εἰσάκουσον τῆς προσευχῆς μου. . . > ἐνῶ μέ τήν ράβδο, πάτ! κτυποῦσα τά ποντίκια τριγύρω μου! 'Αφοῦ τά τραυμάτιζα ἐκεῖνα ἔκαναν σάν πεθαμένα. Κατόπιν ἐσυνέχιζα: <πρόσχες τῆ φωνῆ τῆς δεήσεώς μου. . . > κι ἄλλους στίχους, καί ὅταν ἄρχιζαν νά ροκανίζουν, ἐγώ μέ τό ραβδί τά κτυποῦσα. ῎Ετσι ἔκανα τόν κανόνα μου μέχρις ὅτου ἔκλεισα ὅλες τίς τρύπες>.

Μία φορά πηγαίνοντας γιά τό δάσος, τέλος τοῦ Φθινοπώρου, μ' ἔπιασε μιά δυνατή βροχή, ἡ ὁποία μέ μούσκεψε σ' ὅλο τό σῶμα μου. ῎Ηδη ἤμουν πολύ μακριά ἀπό τήν σπηλιά μου κι ἔπρεπε νά διανύσω ἕνα κομμάτι δρόμου ἀρκετά μεγάλο μέ τά ροῦχα μου βρεγμένα. Καθ' ὁδόν τό κρῦο ἦτο πολύ σκληρό καί ὁ ἄνεμος κρύος πού μοῦ προκάλεσαν ἀγκύλωσι. ῎Επεσα, λοιπόν, κάτω, ὄχι πολύ μακριά ἀπό τήν σπηλιά μου, χωρίς νά ἠμπορῶ νά κινηθῶ. 'Εσκεπτόμουν: <Τώρα θ' ἀποθάνω καί θά φύγω ἀπ'αὐτή τήν ζωή χωρίς τήν Θεία Κοινωνία>. Τότε προσευχήθηκα θερμά καί δυνάμωσα. καί σιγά-σιγά ἔφθασα στήν σπηλιά μου.  'Εκεῖ μέ δυσκολία ἄναψα φωτιά, στάθηκα  δίπλα, ἐστέγνωσα καί λυτρώθηκα ἀπό τόν κίνδυνο τοῦ θανάτου.

'Ακόμη ὁ π. Κλεόπας, ὅπως μοῦ ἔλεγε, εἶχε κι ἄλλον πειρασμό:

<Μιά νύκτα μετά τά μεσάνυκτα ἤμουν στήν σπηλιά μου καί εἶχα τελειώσει τήν 'Ακολουθία τοῦ Μεσονυκτικοῦ. ῎Εφθασα στό τέλος τοῦ ὄρθρου, ὅταν ξαφνικά ἄκουσα: Μπούφ, μπούφ, μπούφ!. . . 'Ενόμιζα ὅτι ἔτρεμε ὅλη ἡ γῆ. Βγῆκα ἔξω νά ἰδῶ τί εἶναι αὐτό πού ἀκούγεται, ἀλλά, ὅταν ἄνοιξα τήν πόρτα τῆς σπηλιᾶς μου, εἶδα ἔξω ἕνα δυνατό φῶς καί μέσα σ' αὐτό χάλκινο τάνκς μέ πολλούς τροχούς.

'Απ' αὐτό κατέβηκε ἕνας ὑψηλός ἄνθρωπος μέ μεγάλα μάτια, μέ μαῦρο καί ἀγριωπό πρόσωπο καί μ' ἐρώτησε κοφτά: <Τί ζητεῖς ἐδῶ;> Τότε ἐνθυμήθηκα τί λέγουν οἱ ῞Αγιοι Πατέρες μας. ῞Οτι, ἐάν ἔχης τά ῞Αγια Μυστήρια, ἔχεις τόν Χριστό ὁλοζώντανο! Εἶχα τόν ῞Αγιο ῎Αρτο στήν κουφάλα ἑνός ἐλάτου μέσα στήν σπηλιά μου. ῞Οταν εἶδα αὐτή τήν δαιμονική σκηνή, μπῆκα γρήγορα μέσα, ἐπῆρα στά χέρια μου τά ῞Αγια Δῶρα καί μόνο μέ αὐτά εἶπα: <Κύριε 'Ιησοῦ Χριστέ, μή μέ ἐγκαταλείπης!>

Νά ἰδῆς ἐσύ τί προσευχή κάνεις, ὅταν βλέπης τόν δράκοντα στήν πόρτα σου! ῞Οταν ἐκύτταξα πάλιν ἔξω, εἶδα ὅτι ἀπεμακρύνοντο μέ τήν δύναμι τοῦ Χριστοῦ. Δίπλα στήν σπηλιά μου ἦτο μία βαθειά χαράδρα ὅπου ἔπεσε μέσα σ' αὐτή τό ἀκάθαρτο ἐκεῖνο πνεῦμα. 'Αλλά πῶς ἔπεσε; ῞Οταν ἔφθασε στό χεῖλος τῆς χαράδρας ἔκαμε τρεῖς κύκλους γύρω ἀπό τόν ἑαυτό του μαζί μέ τό τάνκς  καί μετά ἔπεσε καί ἔκανε δυνατό κρότο. Αὐτός ὁ κρότος ἀκουγόταν στά αὐτιά μου μέχρι τήν ἄλλη νύκτα, δηλαδή ἐπί 24 ὧρες>.

Μιά ἄλλη φορά, ὅταν ἦτο ὁ π. Κλεόπας μέσα στήν σπηλιά του, ἄκουσε πάλι θόρυβο. Κι ὅταν ἐξῆλθε ἔξω, γινόταν ἕνας ἀληθινός πόλεμος. ῎Εβλεπε τάνκς νά ἔρχωνται πρός τό μέρος του, στρατιῶτας ἁρματωμένους νά τρέχουν καί τοῦ φαινόταν ὅτι ὅλο τό στράτευμα προσπαθοῦσε νά τόν συλλάβη. Τότε ἐκεῖνος ἄρχισε τήν προσευχή καί ὅλη αὐτή ἡ δαιμονική φαντασία ἐξαφανίσθηκε.

Μᾶς ἐδιηγήθηκε καί ὁ π. 'Αρσένιος ἕνα συμβάν πού ἔζησε στήν ἔρημο μέ τόν π. Κλεόπα: Κάποτε μᾶς ἔπιασε μιά μεγάλη βροχή στό δάσος, ὄχι πολύ ψηλά, ἀλλά μακριά ἀπό τήν σπηλιά. 'Ο π. Κλεόπας εἶχε σταθῆ σ' ἕνα μέρος κι ἐγώ σέ ἄλλο 'Αναζητούσαμε συστάδες ἀπό πυκνά δένδρα καί θάμνους νά φυλαχθοῦμε. 'Εκεῖνος ἐπέμενε, εὑρισκόμενος κάτω ἀπό κλαδιά νά ἔλθω κι ἐγώ κοντά του. Μέχρις ἐκεῖ ἦτο ἡ ἀπόστασις 30 μέτρα. 'Εγώ τοῦ ἔλεγα ὅτι ἡ ἰδική μου τοποθεσία εἶναι καλλίτερη, ἐνῶ αὐτός μοῦ ἔλεγε ὅτι ἦτο ἡ ἰδική του. Τότε ἐσκέφθηκα: <῎Οχι, στάσου λίγο! Γιατί νά μή ἀκούσω  τόν π. Κλεόπα!> ῎Εφυγα ἀπό ἐκεῖ καί ἀμέσως κατωλίσθησε ἐκεῖνος ὁ τόπος πού ἐστεκόμουν. 'Εθαύμασα! 'Ιδού τί σημαίνει ὑπακοή!>

Τόν χειμῶνα τοῦ 1953 τό κρῦο ἦτο πολύ δυνατό. ' Ο π. Κλεόπας εἶχε προσκληθῆ ἀπό Χριστιανούς ἀπομονωμένων σπιτιῶν τοῦ δάσους, ὅπου τούς παρηγοροῦσε μέ πνευματικές ἱστορίες. Μία οἰκοδέσποινα τόν ἐρώτησε: <Πάτερ, ἔχω ἕνα ἀνεψιό. Νά ἔλθη κι αὐτός; <Ναί, νά ἔλθη>. Μετά ἀπό λίγη ὥρα πάλι τοῦ ἔλεγε: <Πάτερ, ἔχω μία ἀνεψιά. Νά ἔλθη κι αὐτή νά ἀκούση τά λόγια σας; <Ναί, νά ἔλθη καί αὐτή!> 'Αλλά παρατήρησε ὁ Πατήρ ὅτι συγκεντρώθηκαν πάρα πολλοί. Τότε ἄφησε ἕνα σημείωμα στό τραπέζι, στό ὁποῖον ἔγραφε: <'Εγώ ἀνεχώρησα. Συγχωρέστε με!> Καί ἔφευγε γιά τό δάσος.

῞Οταν εὑρέθηκε μέ κάποιον Χριστιανό, εἶχε καί ἄλλον πειρασμό. 'Ο ἐχθρός ἐμφανίσθηκε σάν σκίουρος καί στάθηκε ἐπάνω ἀπό τήν εἰκόνα, στό κελλί ὅπου ἔμενε. 'Ο Πατήρ ἀγανακτισμένος τόν ἔριξε κάτω. 'Αμέσως ὁ σκίουρος ἄρχισε νά κλαίη, ἐνῶ θά ἔπρεπε  μόνο μέ τήν προσευχή νά ἀντιμετωπίση τόν πόλεμο αὐτό τοῦ διαβόλου.

Οἱ Πατέρες Κλεόπας καί 'Αρσένιος ἀγωνίσθηκαν στά βουνά Στηνισιοάρα μέχρι τό καλοκαίρι τοῦ 1954, ὅταν ὁ πατριάρχης 'Ιουστινιανός  ἐπέτυχε τήν ἔγκρισι ἀπό τό Κράτος οἱ δύο αὐτοί ἀσκητές νά ἐπιστρέψουν στό Μοναστήρι τους ἤ νά ἔλθουν στό Πατριαρχεῖο

῞Οταν ἦλθαν νά  βγάλουν τόν π. Κλεόπα ἀπό τήν ἔρημο καί νά τόν ὁδηγήσουν στό Πατριαρχεῖο, αὐτός ἐφοβήθηκε μήπως ζητοῦν νά τοῦ στήσουν ἄλλη ἐνέδρα. ῎Αρχισε ὅμως νά προσεύχεται στόν Θεό νά τοῦ δείξη ἄν πρέπη ἤ δέν πρέπει νά ὑπάγη. Τότε τοῦ ἦλθε στόν νοῦ ὁ λόγος τοῦ ἁγίου 'Ιωάννου τῆς Κλίμακος, ὁ ὁποῖος λέγει: <Εἶναι ἐντροπή στόν ποιμένα νά φοβῆται τόν θάνατο, ὅταν ὁ θάνατος εἶναι μέσα στήν ὑπακοή>. Καί εἶπε στόν ἑαυτό του: <Ποιός μέ καλεῖ; Μέ καλεῖ ὁ Πατριάρχης τῆς 'Εκκλησίας! 'Εάν μέ στέλλει στόν θάνατο, θά πάω στόν θάνατο!>

῎Ετσι, μετά ἀπό ἄσκησι στήν ἔρημο δύο ἐτῶν, οἱ Πατέρες Κλεόπας καί 'Αρσένιος ἀνεχώρησαν γιά τό Βουκουρέστι συνοδευόμενοι ἀπό τόν ἱερομόναχο π. Δανιήλ  Θεοδώρου.

'Εδῶ ἔγιναν δεκτοί μέ πολλή ἀγάπη ἀπό τόν πατριάρχη 'Ιουστινιανό μέ τούς ὁποίους συνωμίλησε πνευματικά θέματα ἐκείνο τό βράδυ. Κατόπιν ἐστάλησαν στά περισσότερα Μοναστήρια πέριξ τῆς πρωτευούσης γιά νά ἐξομολογήσουν καί διδάξουν τούς μοναχούς καί μοναχές.

Μετά ἀπ' αὐτή τήν διακονία τους οἱ Πατέρες ἐπέστρεψαν στό Μοναστήρι Σλάτινα, πρός ἄφατον χαράν τῶν μοναχῶν καί τῶν Χριστιανῶν ἐκείνου τοῦ τόπου.

 

Τό Μοναστήρι Συχαστρία στήν δεκαετία 1949-1959

"'Ο ταπεινός στάρετς π. 'Ιωήλ, διάδοχος τοῦ π. Κλεόπα, ἐκυβέρνησε τήν 'Αδελφότητα τῆς Μονῆς Συχαστρίας μέ πολλή σοφία ἐπί 10 χρόνια. 'Η μεγαλύτερη ἀρετή του, πού  ἐξεδηλώνετο ἡμέρα καί νύκτα ἦτο ἡ συμμετοχή του σ' ὅλες τίς 'Ιερές 'Ακολουθίες τῆς ἐκκλησίας. Πρῶτος εἰσήρχετο καί τελευταῖος ἐξήρχετο ἀπό τήν ἐκκλησία. Γι' αὐτό, ὅταν ἔβλεπε κάποιον Δόκιμο ἤ Μοναχό νά καθυστερῆ νά ἔλθη, τοῦ ἔλεγε: <Βιασθῆτε, ἐλᾶτε γρήγορα στήν ἐκκλησία! 'Εάν δέν ἔχετε διακόνημα σέ ὧρες 'Ακολουθιῶν μή τίς χάνετε& γι αὐτό ἤλθαμε στό Μοναστήρι>.

'Η πανοσιότης του εἶχε πνευματικό πόθο γιά τίς 'Ακολουθίες περισσότερο ἀπ ὅλους τούς Δοκίμους καί Μοναχούς καί ἦτο σάν μία εἰκόνα ζωντανή γιά τόν καθένα. 'Ακόμη ἦτο καί Πνευματικός τῆς 'Αδελφότητος μαζί μέ τόν Γέροντα π. Παῒσιο 'Ολάρου, ἀφ' ὅτου ἐπέστρεψε τό 1953 ἀπό τήν Σλάτινα. Αὐτοί οἱ δυό ἐκλεκτοί τοῦ Θεοῦ Πατέρες ἐστόλισαν τήν πνευματική ζωή στό Μοναστήρι Συχαστρία, διατηρῶντας την στά ἴδια μέτρα πού εὑρίσκετο καί στήν περίοδο ἡγουμενείας τοῦ π. Κλεόπα. 'Ακόμη εἶχαν συγκεντρώσει πλησίον των καί ἱκανόν ἀριθμό νέων ἐραστῶν τοῦ Χριστοῦ.

Τό Φθινόπωρο τοῦ 1956, ὁ π. Κλεόπας ἐπανῆλθε κι αὐτός στήν Μονή τῆς Μετανοίας του μέ τήν συνείδησίν του εἰρηνική ὅτι ἔκανε ὑπακοή, ὁπουδήποτε ἐστάλη ἀπό τήν 'Εκκλησία. 'Από ἐκείνη τήν στιγμή ἡ πνευματική ζωή στό Μοναστήρι Συχαστρία ἐνισχύεται ἀκόμη περισσότερο. 'Ο π. Κλεόπας ἐξωμολογοῦσε καί ἐδίδασκε τούς Πιστούς στό κελλί του, πού εἶναι πέντε λεπτά, πιό πάνω ἀπό τό Μοναστήρι. 'Ο π. Παῒσιος ἐξωμολογοῦσε κι ἐσυμβούλευε τά πνευματικά του παιδιά στό κελλί του πού εἶναι στό δάσος, καθ' ὅσον ὁ ἴδιος ἦτο ἐραστής τῆς σιωπῆς καί τῆς ἡσυχίας& 'Ενῶ ὁ π. 'Ιωήλ πάντοτε ἦτο παρών πρῶτα στήν ἐκκλησία καί μετά στήν ἡγουμενεία.

Αὐτοί οἱ τρεῖς προοδευμένοι στήν ἀρετή Πατέρες ἔδωσαν σημαντική ὤθησι στήν πνευματική ζωή τῆς Συχαστρίας αὐτά τά χρόνια τῆς δοκιμασίας. Τό ζωντανό παράδειγμα τοῦ καθενός ἀπ' αὐτούς προέτρεπε τά πνευματικά των παιδιά νά ἐπιτελοῦν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί νά προετοιμάζωνται γιά δυσκολώτερες ἡμέρες, οἱ ὁποῖες ἤδη ἀνεφάνησαν στόν ὁρίζοντα.

'Η 'Αδελφότης τῆς Μονῆς Συχαστρίας εἶχε φθάσει τούς 80 Πατέρας καί 'Αδελφούς, πού ἦσαν ζηλωταί τῆς προσευχῆς καί τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. 'Η μεγαλύτερη χαρά ὅλων ἦτο ἡ καθημερινή ἐπιτέλεσις τῆς Θείας Λειτουργίας καί τῶν λοιπῶν 'Ακολουθιῶν ἀρχομένων ἀπό τό Μεσονυκτικό. Οἱ νέοι μοναχοί ἐπιτελοῦσαν τό διακόνημά τους τήν ἡμέρα καί τήν νύκτα παρευρίσκοντο στίς 'Ακολουθίες& ἐνῶ οἱ Γέροντες οὐδέποτε ἀπουσίαζαν ἀπό ὅλες τίς 'Ακολουθίες τοῦ νυχθημέρου.

῞Ολα ἐγένοντο μέ ἡσυχία, εἰρήνη, μέ χαρά καί ὑπακοή. ῞Ολοι ἔκαναν ὑπακοή στούς τρεῖς μεγάλους Πνευματικούς Πατέρες, τόν π. Παῒσιο, τόν π. Κλεόπα καί τόν π. 'Ιωήλ. 'Ο π. Παῒσιος τούς ἐσυμβούλευε γιά τήν ζωή τῆς ἡσυχίας, τῆς σιωπῆς καί τῆς νοερᾶς προσευχῆς. 'Ο π. Κλεόπας τούς προέτρεπε ὅλους, μοναχούς καί Λαϊκούς νά μή ξεχνοῦν τήν ὥρα τοῦ θανάτου τους, νά ὑπακούουν στόν Πνευματικό τους καί νά φυλάττουν, εὐκαίρως ἀκαίρως τήν ἀλάνθαστη 'Ορθόδοξο Πίστι. 'Ενῶ ὁ π. 'Ιωήλ τούς προέτρεπε νά μή ἀπουσιάζουν ἀπό τίς ἐκκλησιαστικές 'Ακολουθίες.

῎Ετσι ἡ Μονή Συχαστρία εἶχε ἀναδειχθῆ ἕνα πνευματικό φρούριο τῆς 'Ορθοδοξίας στήν Ρουμανία, ἕνας τόπος προσευχῆς γιά ὅλους τούς υἱούς τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν καί μία οἰκία πνευματικῆς ἡσυχίας καί χαρᾶς, ὅπου ὁ καθείς ἠμποροῦσε νά συναντήση εὐκολώτερα τόν Θεό.

Στόν ὁρίζοντα ὅμως δέν ἄργησε νά ἀναφανῆ μία μεγάλη φουρτοῦνα πού ἐξέσπασε ἐναντίον τῆς 'Εκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. 'Ο ἀθεϊσμός καί οἱ αἱρέσεις ὅλων τῶν ἀποχρώσεων προετοίμαζαν μιά νέα ἐπίθεσι ἐναντίον τῆς 'Ορθοδοξίας, τήν σκληρότερη διά μέσου τῆς ἱστορίας της. Διότι αὐτή ἦτο ἀνέκαθεν ἡ πορεία τῆς 'Αποστολικῆς 'Εκκλησίας μας: Νά προχωρῆ πάντοτε διωκόμενη, πάντοτε ὑβριζομένη, ὅμως πάντοτε ζωντανή, δυνατή, νικήτρια καί δυναμένη νά σώζη τόν ἄνθρωπο.

'Ο διωγμός ἐναντίον τῆς 'Εκκλησίας (1959-1964).

'Ο διωγμός τῶν ἐτῶν 1959-1964 ἐσήμαινε τήν δυσκολώτερη περίοδο γιά τόν Ρουμανικό Μοναχισμό στόν 20ον αἰῶνα.

 'Ο διωγμός ἄρχισε τόν μῆνα 'Απρίλιο τοῦ 1959. Κατ' ἀρχήν ἐξώρισαν ἀπό τούς μοναχικούς τους τόπους τούς 'Ηγουμένους καί Πνευματικούς ἐκείνους πού εἶχαν ἀναπτύξει μία ἐντονώτερη πνευματική δραστηριότητα καί τούς ὁποίους ἀκολουθοῦσαν πολλοί Χριστιανοί. Τόν ἴδιο μῆνα ἐξώρισαν ἀπό ὅλα τά Μοναστήρια τῆς Χώρας μας ὅλη τήν νεολαία, δηλαδή ρασοφόρους καί Δοκίμους 'Αδελφούς.

Κατά τό τέλος τοῦ ἔτους 1959 ἐψηφίσθηκε ἀπό τήν ἀθεϊστική Κυβέρνησι τοῦ Βουκουρεστίου ἕνα εἰδικό διάταγμα διά τοῦ ὁποίου ἐξώριζαν ἀπό τά Μοναστήρια ὅλους τούς Μοναχούς μέχρι ἡλικίας 55 ἐτῶν καί τίς Μοναχές μέχρι ἡλικίας 50 ἐτῶν. Τό διάταγμα ἐφηρμόσθηκε μέ αὐστηρότητα ὑπό τόν ἔλεγχο τῆς μυστικῆς 'Αστυνομίας καί τήν ἐπαγρύπνησι τῶν πολιτικῶν ὀργάνων τῆς κάθε περιοχῆς. Μέχρι τήν ἄνοιξι τοῦ 1960 ἐξεδιώχθησαν ἀπό τά Μοναστήρια μας περισσότεροι ἀπό 4000 μοναχοί καί μοναχές.

Τά πλέον τραυματισμένα Μοναστήρια ἦσαν τῆς Μολδαβίας, διότι ἦσαν περισσότερα καί μέ μεγαλύτερη πνευματική ἀκτινοβολία καί ἀριθμό μοναχῶν. Μερικά Μοναστήρια, ὅπως ἡ Συχαστρία καί ἡ Σλάτινα μετετράπησαν σέ Μοναστήρια-῎Ασυλα& 'Η Συχαστρία γιά γέρους μοναχούς καί ἡ Σλάτινα γιά μοναχές γερόντισσες. Στήν Συχαστρία συγκεντρώθηκαν περισσότεροι ἀπό 40 μοναχοί ἀπό τά Μοναστήρια τῆς Μολδαβίας, οἱ ὁποῖοι, μετά ἀπό λίγα χρόνια, μετετέθησαν στόν Κύριο. Τά μνήματά τους εὑρίσκονται στό Κοιμητήριο τῆς Μονῆς.

Οἱ μικρές Σκῆτες, τά ἔρημα Μοναστήρια καθώς καί ὅσα εἶχαν ἱεραποστολική διακονία ἐκλείσθηκαν ἤ μετετράπησαν σέ ἐνοριακούς ναούς, τά ὁποῖα ὑπηρετοῦντο ἀπό ἐγγάμους ἱερεῖς. 'Ενῶ ἡ εἴσοδος νέων γιά τόν μοναχισμό ἀπαγορεύθηκε καί ἐλεγχόταν ἀπό τήν μυστική 'Αστυνομία.

'Ο στάρετς τῆς Συχαστρίας π. 'Ιωήλ μαζί μέ τόν π. Βαρσανούφιο Λιπάν, μαθητή τοῦ π. Κλεόπα ἐξεδιώχθησαν κι αὐτοί ἀπό τόν μοναχισμό στίς 22 'Απριλίου 1959 καί ἐστάλησαν μέ συνοδεία  σκληρῶν ἀστυνομικῶν στό χωριό τους. 'Ο π. 'Ιωήλ ἐπῆγε στήν Κοινότητα Ντουμπράβα καί ὁ ἱερομόναχος  Βαρσανούφιος στό Πιπιρίγκ Νεάμτς. ῎Ετσι, τό Μοναστήρι Συχαστρία εἶχε χάσει τόν στάρετς καί 40 μοναχούς, ἐνῶ ὁ π. Κλεόπας εἶχε χάσει τόν παρηγουμενιάρη του καί τά περισσότερα ἀπό τά πνευματικά του παιδιά, πού ἦσαν μοναχοί.

'Η τρίτη ἀναχώρησις τοῦ π. Κλεόπα στά βουνά

Βλέποντας ὁ π. Κλεόπας τήν δύσκολη αὐτή κατάστασι καί γνωρίζοντας ὅτι ἐλέγχεται πάντοτε ἀπό κρατικά ὄργανα, παρακινούμενος ἀπό τό ῞Αγιον Πνεῦμα, ἀνεχώρησε πάλι διά τρίτη φορά γιά τά Βουνά τῆς Μολδαβίας, στήν ἀγαπημένη του ἡσυχία. Πρῶτα μετέβη στά δάση πέριξ τῆς Κοινότητος Χάνγκου. 'Από ἐκεῖ κατευθύνθηκε πρός βορρᾶ, πρός τά βουνά Χαλαούκα τοῦ Πιπιρίγκ. 'Εκεῖ ἔφτιαξε μία  ξύλινη καλύβα, ὄχι πολύ μακριά ἀπό τήν κορυφή τοῦ ὄρους τοῦ Πέτρου Βόδα, ὅπου ἔμεινε δύο χρόνια, βοηθούμενος ἀπό ἕνα ἀφοσιωμένο Χριστιανό ἐκείνης τῆς περιοχῆς, ὀνόματι Παῦλο Μαρίν.

Κατά τό ἔτος 1962 ἦλθε σ'αὐτόν καί ὁ μαθητής του, ὁ π. Βαρσανούφιος, μέ τόν ὁποῖον ἀσκήτευσε μαζί σέ πολλά μέρη περισσότερα ἀπό τρία χρόνια. Αὐτοί πού τούς βοηθοῦσαν σ' αὐτή τήν ἀναχώρησι ἦσαν ὁ Δημήτριος Νίτσα καί ὁ Γεώργιος 'Ολτεάνου καθώς καί συγγενεῖς τοῦ π. Βαρσανουφίου.

Καί οἱ δύο Πατέρες ἐξωμολογοῦντο ὁ ἕνας στόν ἄλλο κάθε ἑβδομάδα καί ἐκοινωνοῦσαν τά ῎Αχραντα Δῶρα, τά ὁποῖα μετέφεραν ἀπό τήν Μονή Συχαστρία, δύο-τρεῖς φορές τήν ἑβδομάδα.

Τά χρόνια περνοῦσαν καί ὅλοι ἐπερίμεναν μέ ἀνυπομονησία τήν ἐπιστροφή τοῦ π. Κλεόπα. ῞Ολοι ἐπιθυμοῦσαν νά γυρίση, ἀλλά πειρισσότερο ἡ γερόντισσα μητέρα του, ἡ μοναχή 'Αγάθη ἀπό τήν Μονή Παλαιά 'Αγαπία. Δέν εἶχε ἰδεῖ ἐδῶ καί ἕξι χρόνια καί καί δέν ἤθελε νά ἀναχωρήση στόν Κύριο, χωρίς νά τόν συναντήση ἔστω καί μία φορά.

'Ο π. Κλεόπας ὅμως δέν ἐρχόταν ῎Εμαθε στήν ἡσυχία καί τήν ἀδιάκοπη προσευχή, ἐνῶ οἱ παρηγοριές τοῦ 'Αγίου Πνεύματος τοῦ ἀνέπαυον τήν ψυχή ἡμέρα καί νύκτα. Βοηθούμενος καί ἀπό τίς προσευχές τῶν πνευματικῶν του παιδιῶν ἦτο ἀκόμη ὑγιής καί ἠσχολεῖτο παράλληλα μέ τήν νοερά προσευχή,  καί μέ τήν συγγραφή ἱερῶν βιβλίων κοντά στίς ρίζες τῶν ἐλάτων, ὅπως ὁ ἴδιος ἀργότερα ἔλεγε.

'Ιδού οἱ τίτλοι μερικῶν βιβλίων, πού ἔγραψε ἐκεῖ στήν ἐρημική του ζωή μέσα στά δάση: Κηρύγματα γιά μοναχούς, τό ὁποῖον, ὅταν ἐκδόθηκε ὠνομάσθηκε 'Ανάβασις πρός τήν ἀνάστασι. ῎Αλλα εἶναι τό 'Εξομολόγησις ἀρχιερέων, ἐξομολόγησις ἡγουμένων, ἐξομολόγησις Πνευματικῶν, ἐξομολόγησις νυμφευμένων ἱερέων, ἐξομολόγησις τῶν Μοναχῶν. Περί ὀνείρων καί ὀπτασιῶν, καθώς καί τό βιβλίο Θαύματα τῆς δημιουργίας τοῦ Θεοῦ.

'Ο π. Κλεόπας ἔγραψε κι ἄλλους ψυχωφελεῖς λόγους, ἀπό τούς ὁποίους μερικοί ἐτυπώθησαν, ἐνῶ ἄλλοι ἐχάθησαν μέ τόν καιρό. 'Αλλά αὐτά τά ὁποῖα διασώζονται μέχρι σήμερα ἀποδεικνύουν ὅτι ὁ π. Κλεόπας ἦτο μεγάλος ἀγωνιστής καί ζηλωτής τῆς μελέτης τῆς 'Αγίας Γραφῆς, τῶν 'Αγίων Πατέρων καί αὐστηρός τηρητής τῶν 'Ιερῶν Κανόνων.

'Η πανοσιότης του προσηύχετο στήν ἐρημία 10-12 ὧρες κάθε νυχθήμερον. ῞Οπως μᾶς ἔλεγε ἀργότερα ὁ μαθητής του π. Βαρσανούφιος, συνήθιζε νά διαβάζη τό πρωῒ τίς ἑξῆς προσευχές. Τήν 'Εωθινή προσευχή, μερικούς Χαιρετισμούς 'Αγίων καί ἰδιαιτέρως τόν 'Ακάθιστο ῞Υμνο καί τούς Χαιρετισμούς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου. Κατόπιν ἐδιάβαζε τόν Κανόνα τῆς μετανοίας, τοῦ φύλακος 'Αγγέλου, τῶν Οὐρανίων Δυνάμεων καί μερικά Καθίσματα ἀπό τό Ψαλτήριο.

Τό ἀπόγευμα ἐδιάβαζε τόν 'Εσπερινό, τό 'Απόδειπνο καί μερικούς Κανόνες ἀπό τό Θεοτοκάριο. ῞Υστερα, μετά ἀπό μία μικρή διακοπή, ἔτρωγε μία φορά τήν ἡμέρα τό βραδάκι καί συνέχιζε μέ βραδυνές προσευχές καί τήν Παράκλησι τῆς Θεοτόκου. Κατά τήν διάρκεια τῶν ἐλευθέρων ὡρῶν ἐπανελάμβανε τήν εὐχή τοῦ 'Ιησοῦ. 'Αξιώθηκε ν' ἀποκτήση καί τήν καρδιακή προσευχή, ὅπως μᾶς ἔλεγε ὁ μαθητής του, ὥστε μερικές φορές ἔκλαιγε μέ θερμά δάκρυα καί αἰσθανόταν μία μεγάλη πνευματική θερμότητα στήν καρδιά του, ἡ ὁποία ἔκαιγε σάν μιά φλόγα πυρός.

'Η Συχαστρία χωρίς τόν π. Κλεόπα

Στήν περίοδο τοῦ διωγμοῦ, στό Μοναστήρι Συχαστρία οἱ 'Ακολουθίες ἐγένοντο μέ δυσκολία ἐξ αἰτίας ἐλλείψεως λειτουργῶν. Οἱ Πνευματικοί ἦσαν ἐλάχιστοι, οἱ Πιστοί ἤρχοντο στό Μοναστήρι μέ ἀόριστους φόβους, ἐνῶ οἱ νέοι πού ἐπιθυμοῦσαν νά παραμείνουν, ἐγένοντο δεκτοί μόνο ὡς ἐργάτες μέ λαϊκά ροῦχα.

'Η ἀπουσία τοῦ π. Κλεόπα καί τοῦ π. 'Ιωήλ ἐδυσκόλευσαν ἀκόμη περισσότερο τήν πνευματική ζωή. Τότε ὅλες οἱ θλίψεις καί συμφορές συγκεντρώθηκαν στούς ὤμους τοῦ γέροντος Πνευματικοῦ π. Παϊσίου. Περισσότερο ἀπό ὅλους, ἡ πανοσιότης του ἐξωμολογοῦσε ἡμέρα καί νύκτα τούς Μοναχούς καί λαϊκούς& παρηγοροῦσε, ἐνίσχυε, ἔδινε ἐλπίδα σέ ὅλους, παρακαλώντας τόν Θεό μέ πίστι.

῞Ολοι ἐρωτοῦσαν γιά  τόν π. Κλεόπα καί τόν ἐμννημόνευον στίς προσευχές τους. ῞Ολοι ἐπιθυμοῦσαν νά τόν ἰδοῦν καί νά χαροῦν ἀκούοντας τούς ὡραίους λόγους του, ἀλλά κανείς δέν ἐγνώριζε ποῦ εὑρίσκεται συγκεκριμένα καί ἀπό ποιόν τόπο στέλλει τίς προσευχές του στόν Θεό. ῞Ομως ὅλοι αἰσθάνοντο μυστικά μέσα τους τήν δύναμι τῶν προσευχῶν του. Κι αὐτή ἡ πεποίθησις ἔδινε ἐλπίδα σέ ὅλους ὅτι ἀργά ἤ γρήγορα θά ἐπιστρέψη στά πνευματικά του παιδιά.

'Ο νέος ἡγούμενος τῆς Συχαστρίας, ὁ π. Καλλιόπιος 'Απέτρι εἶχε τοποθετηθῆ μέ τήν Θεία Πρόνοια νά διευθύνη αὐτή τήν 'Αδελφότητα. Αὐτός ἦτο μαθητής τοῦ π. Κλεόπα, μέ τόν ὁποῖον εἶχαν μείνει μαζί καί στό Μοναστήρι Σλάτινα. 'Ανέκαθεν ἦτο ἕνας πατήρ δυναμικός, τολμηρός, ζηλωτής γιά τά ἐκκλησιαστικά πράγματα καί καλωσυνᾶτος. ῞Ολες αὐτές οἱ ἀρετές μαζί μέ τήν χάρι τοῦ Θεοῦ, τόν ἐβοήθησαν νά κρατήση στόν ἴδιο ζῆλο καί τάξι τήν 'Αδελφότητα τῆς Συχαστρίας ἐπί 12 χρόνια.

Οἱ 'Ακολουθίες ἐγένοντο ἀπρόσκοπτα ὅπως καί στό παρελθόν, ἀκούετο τό κήρυγμα, οἱ Πιστοί ἤρχοντο ἀρκετοί ἀπό καιροῦ εἰς καιρόν καί ἡ ἄσχημη κατάστασις τῶν ἐτῶν 1959-1962 ἐβελτιώθηκε μετά τό 1963.

῎Ετσι ἠμποροῦμε νά λέγωμε μαζί μέ τόν Προφήτη Δαβίδ: <Τίς Θεός μέγας, ὡς ὁ Θεός ἡμῶν; Σύ εἶ ὁ Θεός, ὁ ποιῶν θαυμάσια μόνος!>

Τά δάκρυα τῆς Μοναχῆς 'Αγάθης

῏Ηλθε τό καλοκαίρι τοῦ 1964. Τά γεγονότα τοῦ κόσμου διεξάγοντο μέ καλές προοπτικές γιά τήν 'Εκκλησία. Οἱ ἄνθρωποι ἐπανέκτησαν τίς ἐλπίδες τους γιά τό αὔριον. Τά Μοναστήρια, τά φρούρια αὐτά τῆς δισχιλιετοῦς 'Ορθοδοξίας μας, προσηύχοντο σταθερά γιά τήν νίκη τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ. Οἱ ἐκκλησίες ἦταν ὅλες γεμᾶτες ἀπό Πιστούς, τά προσκυνήματα στά Μοναστήρια πολλαπλασιάσθηκαν, ἐνῶ ὁ Θεός ἔδειχνε τό Πρόσωπό Του σ' ἐμᾶς τούς ἁμαρτωλούς.

'Ερχόμουν ἀπό τήν πόλι Τίργκου Νεάμτς γιά τό Μοναστήρι Συχαστρία, μέσῳ τῆς Μονῆς  Παλαιά 'Αγαπία. ῎Ηθελα νά παρηγορήσω λίγο τήν μητέρα τοῦ π. Κλεόπα καί νά τῆς φέρω κάτι ἀπό τά ἀναγκαῖα. ῞Οταν ἔφθασα στήν πύλη τῆς Μονῆς, ἡ γερόντισσα 'Αγάθη περίμενε νά ἔλθη κάποιος προσκυνητής γιά νά ὁμιλήση μαζί του. ῞Οταν ἔμπαινε κάποιος στήν αὐλή τῆς Μονῆς, ἡ Γερόντισσα, χωρίς νά τόν γνωρίζει, τόν ἐρωτοῦσε: <῎Ακουσε, παιδί μου! Δέν εἶδες τόν Κλεόπα μου; Οἱ Πιστοί τῆς ἔλεγαν: <῎Οχι, ἀδελφή, δέν τόν γνωρίζω!>

῞Οταν ἤρχοντο ἄλλοι Πιστοί νά προσκυνήσουν, ἡ Γερόντισσα τούς ἐπλησίαζε καί τούς ἐρωτοῦσε μετά δακρύων: <Μήπως εἴδατε τόν Κλεόπα μου; Καί αὐτοί τῆς ἀπαντοῦσαν: <Δέν γνωρίζομεν, ἀδελφή, ποιός εἶναι. Δέν τόν εἴδαμε!> Τότε ἡ Γερόντισσα στενάζοντας, ἐσκούπιζε τά δάκρυά της πηγαίνοντας κἄπου πιό πέρα.

Κατανοώντας τόν μεγάλο πόνο της, τήν ἐπλησίασα καί τῆς ἔδωσα λίγα δωράκια καί τῆς εἶπα μέ πραότητα: <Γερόντισσα 'Αγάθη, μήν ἐρωτᾶς τούς ἀνθρώπους ποῦ εἶναι ὁ π. Κλεόπας, διότι αὐτοί δέν γνωρίζουν ποῦ αὐτός εὑρίσκεται!

Τότε ἡ Γερόντισσα μοῦ εἶπε μέ δάκρυα πόνου:

-῎Εε, πάτερ 'Ιωαννίκιε, δέν ἤσουν ποτέ μητέρα!. . .

Τά λόγια της μ' ἐγέμισαν τά μάγουλα δάκρυα καί, ἀφοῦ ἐπροσκύνησα στήν ἐκκλησία, τῆς εἶπα:

-῎Αφησε τά δάκρυα, γερόντισσα  'Αγάθη, διότι ὁ π. Κλεόπας σέ λίγο καιρό θά ἔλθη στήν Συχαστρία! Μετά ἀνεχώρησα μέσῳ τῶν βουνῶν γιά τό Μοναστήρι μου.

Τήν δεύτερη ἡμέρα τό ἀπόγευμα ἡ γερόντισσα 'Αγάθη, κυριευμένη ἀπό πόθο νά ἰδῆ τόν υἱόν της, ἐπῆρε τό ραβδί στό χέρι καί, χωρίς νά εἰπῆ τόποτε σέ κανέναν, ἐξεκίνησε μέσῳ τοῦ βουνοῦ γιά τήν Συχαστρία. 'Αλλά μόνη της καί στήν ἡλικία τῶν 88 ἐτῶν ἔχασε τό μονοπάτι μέσα στό δάσος καί τό βράδυ συνάντησε ἕνα ἄνθρωπο καί τήν ἔφερε σέ ἕνα ὀρεινό καταφύγιο. Δέν ἐγνώριζε ὅμως ἀπό ἐκεῖ οὔτε νά ὑπάγη πρός τήν Συχαστρία, οὔτε νά ἐπιστρέψη ὀπίσω στήν Μονή της. 'Εργάτες τοῦ Καταφυγίου τῆς ἔδωσαν ἕνα δωμάτιο νά ξεκουρασθῆ τήν νύκτα. 'Εκείνη τήν ὥρα οἱ καμπάνες τῆς Μονῆς 'Αγαπία ἐκτυποῦσαν ἀκατάπαυστα καί ὅλες οἱ Μοναχές τήν ἀναζητοῦσαν στό δάσος. Μόλις τήν δεύτερη ἡμέρα τό ἀπόγευμα τήν εὑρῆκαν καί τήν ἐρώτησαν:

-Πῶς ἔφθασες ἐδῶ, ἀδελφή 'Αγάθη;

-῎Ηθελα νά ὑπάγω στήν Συχαστρία, νά ἰδῶ ἐάν ἦλθε ὁ Κλεόπας μου! 'Αλλά χάθηκα. Μέ ὡδήγησε ἕνας ἄνθρωπος σ' αὐτό τό Καταφύγιο καί δέν ἤξερα κατόπιν ποῦ νά ὑπάγω.

-῎Ελα νά σέ ὁδηγήσουμε ἐμεῖς, ἀδελφή 'Αγάθη!

Φθάνοντας στήν Συχαστρία, ἡ ἀδελφή 'Αγάθη, ἐπροσκύνησε τούς τάφους τῶν κοιμηθέντων παιδιῶν της Βασιλείου καί Γερασίμου καί, ἀφοῦ ἔκλαυσε μόνη της ἀρκετά, σηκώθηκε, ἐφίλησε τόν σταυρό, ἐπροσκύνησε τήν ἐκκλησία καί εἶπε στίς 'Αδελφές:

-'Από τώρα πιά ἠμπορῶ νά ἀποθάνω! 'Αλλά δέν μέ ἀφήνετε νά μείνω ἐδῶ;

-῎Οχι, ἀδελφή 'Αγάθη! ῎Αϊντε νά πᾶμε ὀπίσω στήν Μονή μας.

-῎Αϊντε νά πηγαίνουμε. . .

'Η ἐπιστροφή τοῦ π. Κλεόπα στό Μοναστήρι Συχαστρία

Τόν μῆνα Αὔγουστο 1964 ἡ ἀπερίγραπτη χαρά ἀπελευθερώσεως ὅλων τῶν ρουμάνων σκλάβων καί ἐξορίστων ἐξ αἰτίας τοῦ κομμουνιστικοῦ καθεστῶτος, εἶχε γεμίσει τίς καρδιές ὅλων. Οἱ φυλακές ἀπέμειναν ἄδειες, αὐτοί πού εἶχαν ἐπιζήσει, ἦσαν πλέον ἐλεύθεροι, τά Μοναστήρια καί ὅλη ἡ Χώρα ἀνέπεμπαν εὐχαριστήριες προσευχές πρός τόν  Θεό καί ὅλοι ἤλπιζαν πλέον γιά καλλίτερες ἡμέρες στό μέλλον.

Στό τέλος ἐκείνου τοῦ μηνός, συνοδευόμενος καί ἀπό ἕνα ἐνάρετο Χριστιανό, ἔφθασα στήν σπηλιά τοῦ π. Κλεόπα, πού ἦτο ἄγνωστη στούς πολλούς. Γονατίζοντας τοῦ ἐφίλησα τό χέρι, μέ ἀσπάσθηκε καί ἐκλαίγαμε μαζί. Μοῦ φαινόταν ὅτι ὀνειρευόμουν. Κατόπιν ἀφοῦ μέ ἐνίσχυσε ὁ Κύριος, εἶπα τά ἑξῆς στόν π. Κλεόπα: <Πανοσιώτατε πάτερ, ἦλθα ἀπεσταλμένος ἀπό τήν Συχαστρία νά σέ πάρω νά ἐπιστρέψουμε στήν Μονή μας, μετά ἀπό ἕξι χρόνια ζωντανοῦ χωρισμοῦ. ῎Ανοιξαν οἱ φυλακές καί ὁ Θεός μᾶς εὐλόγησε τήν Χώρα μας μέ κάποια ἀπό τώρα ἐλευθερία. Συνεπῶς, σᾶς παρακαλῶ νά ἐπιστρέψετε στήν Συχαστρία. ῞Ολοι οἱ Πατέρες σᾶς περιμένουν κλαίγοντας ἀπό χαρά. Σᾶς περιμένουν καί οἱ Χριστιανοί μας. 'Αλλά ἰδιαιτέρως σᾶς ἐπεθύμησε ὁ π. Παῒσιος, ὁ Πνευματικός ὅλων μας καί ἡ μητέρα σας, ἡ μοναχή 'Αγάθη!. . .

'Ο π. Κλεόπας ὅμως ἐδίσταζε. Εἶχε κιόλας μάθει καί στήν ἡσυχία. Μία μάχη λογισμῶν ἄναψε μέσα στήν ψυχή του. Νά ἐγκαταλείψη τήν ἡσυχία πρός ὄφελος τῶν ἄλλων ἤ νά πάη ἀκόμη μακριά μέσα στήν ἔρημο; Τότε βλέποντάς τον ἐγώ μέσα σ' αὐτή τήν παραζάλη, τόν ἄφησα νά προσευχηθῆ στόν Θεό περίπου δύο ἑβδομάδες. Στίς 29 Σεπτεμβρίου, τήν ἡμέρα μνήμης τοῦ ἁγίου Κυριακοῦ τοῦ 'Αναχωρητοῦ, ὁ π. Κλεόπας μέ τόν μαθητή του, τόν π. Βαρσανούφιο, μέσῳ τῶν ὀρέων καί κοιλάδων καί μέσῳ ἀγνώστων δασῶν μόνο αὐτοί ἐπέτρεψαν στήν Μονή Συχαστρία.

'Η ἐπιστροφή τους ἦτο μία μεγάλη πανήγυρις γιά τήν Μονή. Πατέρες καί 'Αδελφοί τόν ἠσπάζοντο μέ δάκρυα στά μάτια καί ἐδόξαζον τόν Θεό διότι ἐπέστρεψε ὑγιής στό κελλί του ὁ μεγάλος 'Ηγούμενος καί Διδάσκαλός τους. 'Από εὐχαριστία στόν Θεό ἐκείνη τήν νύκτα ἔκαναν ὁλονύκτια ἀγρυπνία. Τήν ἑπόμενη ἡμέρα, ὁ π. Κλεόπας τήν ἐπέρασε μαζί μέ τόν Πνευματικό του, τόν π. Παῒσιο.

'Η πνευματική δρᾶσις τοῦ π. Κλεόπα

'Η εἴδησις ἐπιστροφῆς του στήν Συχαστρία διαδόθηκε σέ ὀλίγες ἡμέρες σέ ὁλόκληρη τήν Χώρα. Σιγά-σιγά ἤρχισαν πάλι νά ἐπισκέπτωνται τήν Μονή ὁμάδες-ὁμάδες Πιστῶν ἀπό παντοῦ ζητῶντας συμβουλές καί τήν εὐλογία τοῦ μεγάλου Στάρετς.

῎Ετσι ἄρχισε  καί πάλι ὁ π. Κλεόπας νά παρηγορῆ τόν λαό τοῦ Θεοῦ, νά κηρύττη καθημερινά λόγους ψυχωφελεῖς, νά ἐξομολογῆ καί νά ἑλκύει πολλούς στόν ζυγό τοῦ Χριστοῦ διά τῆ προσευχῆς καί τῶν λόγων του. Κάθε ἡμέρα ἤρχοντο στό κελλί του δεκάδες καί ἑκατοντάδες ἄνθρωποι ἀπό ὅλη τήν Χώρα καί κυρίως ἀπό τό ἐξωτερικό.

'Εδῶ ἤκουον τήν συμβουλή καί τά ἐνθαρρυντικά λόγια τοῦ Γέροντος, ἔκαναν πνευματικές καί θεολογικές ἐρωτήσεις ἀπό τίς πιό ἁπλές μέχρι τίς πιό βαθειές καί ὁ καθένας ἐξήρχετο ἱκανοποιημένος καί χαρούμενος διότι τόν εἶδε τόν Γέροντα καί ἠξιώθη νά λάβη τήν εὐλογία του. ῎Ετσι, γενόμενος γνωστός σ' ὅλη τήν Χώρα, οἱ πάντες ἐδόξαζον τόν Θεό διότι τούς ἐχάρισε αὐτή τήν οὐράνια εὐλογία.

Τό πρῶτο καθῆκον τό ὁποῖον ἐζήτησε ὁ π. Κλεόπας ἀπό τούς Πιστούς ὅλων τῶν ἡλικιῶν καί κοινωνικῶν τάξεων ἦτο ἡ διατήρησις μέ εὐλάβεια τῆς ὀρθοδόξου Πίστεως, δηλαδή ὅλα τά δόγματα καί τά Μυστήρια τῆς 'Αγίας 'Ορθοδόξου 'Εκκλησίας μας. Χωρίς τήν ἀληθινή Πίστι, δέν ἠμπορεῖ οὐδείς νά σωθῆ, ἔστω κι ἄν ἔχη ἐπιτελέσει ὅλα τά καλά ἔργα.

Κατόπιν ὁ Στάρετς ἔδινε μεγάλη σημασία στήν ἐξομολόγησι τῶν ἁμαρτιῶν, προτρέποντας τούς Πιστούς νά ἐξομολογοῦνται τό ὀλιγώτερο τέσσερεις φορές τό ἔτος. Τούς ἐδίδασκε τά ἑξῆς: <'Αδελφέ, ὅταν βλέπης ὅτι στό σπίτι ἀσθενεῖ ὁ πατέρας σου ἤ ἡ μητέρα σου. . . , δέν καλεῖς πρῶτα τόν γιατρό, ἀλλά καί τόν ἱερέα. Διότι ὁ γιατρός δέν ἠμπορεῖ νά προσθέση  οὔτε ἕνα λεπτό στήν ζωή μας. Καί ἄν ἠμπορέση νά μακρύνη λίγο τήν ζωή μας, αὐτό δέν τό κάνει ἀπό τόν ἑαυτόν του. Τό πᾶν ἔγκειται στήν θέλησι τοῦ Θεοῦ! Νά καλῆς τόν ἱερέα καί νά τοῦ λέγης: <Πάτερ, ἔλα καί ἐξομολόγησε τήν πατέρα ἤ τήν μητέρα μου σύμφωνα μέ τά βιβλία τῆς 'Εκκλησίας μας>. Καί ὁ ἱερεύς νά τόν ἐρωτᾶ ἐάν ἔκανε τό τάδε ἤ τάδε ἁμάρτημα, ἔτσι ἤ ἔτσι τό ἕνα καί τό ἄλλο. . .

Κατά τήν ἐξομολόγησι αὐτός πού ἐξομολογεῖται εἶναι καλό νά λέγη ὁ ἴδιος ὅλα, ὅσα ἔπραξε. Διότι καί ὅταν ἀκόμη δέν σφάλλουμε μέ τά ἔργα, σφάλλουμε ὅμως μέ τόν νοῦ, ἤ μέ τόν λόγο. Καί ὁ ἱερεύς στό τέλος τόν λύνει ἀπό ὅλες τίς ἁμαρτίες του μέ τήν χάρι πού τοῦ ἔδωσε ὁ Χριστός.

Κατόπιν ἠμπορεῖς νά καλέσης τόν γιατρό. Διότι, ἐάν ὁ ἄνθρωπος ἀποθάνη καθαρός καί ἐξομολογημένος, ἡ 'Εκκλησία ἠμπορεῖ νά τόν βγάλη ἀπό τήν κόλασι. 'Αλλά ἐάν δέν ἐξωμολογήθηκε καί ἔφυγε μέ βαρειά ἁμαρτήματα, δέν θά ἠμπορέση καμμία 'Ακολουθία νά τόν βγάλη ἀπό τήν κόλασι. Χωρίς εἰλικρινῆ ἐξομολόγησι δέν ὑπάρχει σωτηρία.

'Η Πανοσιότης του συνιστοῦσε στόν καθένα νά ἔχη τόν Πνευματικό του στήν ἐνορία στήν ὁποία ὑπάγεται. 'Ενῶ, ἐάν κάποιος ἐπιθυμοῦσε νά κάνη μία ἐξομολόγησι μέ κάθε λεπτομέρεια, ἠμποροῦσε νά τήν κάνη εἰδικά σέ γέροντες Πνευματικούς τῆς Μονῆς. Σ' αὐτἠ τήν περίπτωσι οἱ Πιστοί πού ἤθελαν νά ἐξομολογηθοῦν στό Μοναστήρι, ἦσαν ὑποχρεωμένοι νά ἔχουν τήν εὐλογία τοῦ ἱερέως τοῦ τόπου τους.

'Αναφέρουμε ἐδῶ ὅτι ἡ Πανοσιότης του εἶχε γιά ἐξομολόγησι, ἐκτός ἀπό τόν ἱκανό ἀριθμό Προσκυνητῶν, κἄπου 40 μοναχούς καί 'Αδελφούς τῆς 'Αδελφότητος Συχαστρία, στούς ὁποίους ἐπροστίθεντο πολλοί μοναχοί καί μοναχές ἀπό ἄλλα Μοναστήρια, καθώς καί ἔγγαμοι ἱερεῖς καί ἀρκετοί ἱεράρχες.

Μέσῳ τῆς ἐξομολογήσεως στόν π. Κλεόπα πολλοί ἀφιέρωναν τήν ζωή τους στόν Χριστό. 'Εκεῖνος ὅμως τούς ἐρωτοῦσε, ἐάν θά ἠμπορέσουν νά ἐπιτελοῦν τόν κανόνα τους καί τά ἄλλα καθήκοντα τῆς μοναχικῆς ἀσκήσεως. 'Εάν κάποιος τοῦ ὑποσχόταν ὅτι ἠμποροῦσε νά κάνη τόν κανόνα τῶν προσευχῶν του, ὁ στάρετς ἔδινε στόν κάθενα ἕνα μικρό κανόνα προσευχῶν, ἀκαλόγως τῆς ἡλικίας, τῆς δυνάμεως καί τοῦ ζήλου πού διέθεταν.

'Από τούς Χριστιανούς ζητοῦσε νά προσεύχωνται, ὅσο ἠμποροῦν περισσότερο, ὅπως μᾶς διατάζει καί ὁ ἴδιος ὁ 'Απόστολος Παῦλος: <'Αδιαλείπτως προσεύχεσθε (Α·Θεσ. 5, 17). 'Ο Στάρετς συνιστοῦσε γενικά στόν καθένα νά διαβάζη τίς πρωϊνές προσευχές τῆς 'Εκκλησίας μας καί τούς Χαιρετισμούς τῆς Θεοτόκου, τό βράδυ πρό τοῦ ὕπνου τήν Παράκλησι τῆς Παναγίας μέ τό καντήλι ἀναμμένο καί τίς ὑπόλοιπες ὧρες νά λέγη τήν εὐχή τοῦ 'Ιησοῦ.

῞Ομως περισσότερο ἀπ' ὅλους προσηύχετο ὁ ἴδιος γιά τήν 'Εκκλησία, τούς Πιστούς, τούς περιπεσόντας σέ βαρειά ἁμαρτήματα, τούς ἀσθενεῖς καί τούς δοκιμασμένους ἀπό συμφορές τοῦ βίου. ῎Ετσι, οἱ προσευχές τοῦ π. Κλεόπα ἐνίοτε ἐπέφεραν θαυμαστά ἀποτελέσματα, διότι ἐξεπληρώνοντο τά αἰτήματα τῶν Χριστιανῶν. Οἱ ἀσθενεῖς ἐθεραπεύοντο καί ἐπέστρεφον ἀπό τά νοσοκομεῖα ὑγιεῖς, οἱ ἐξετάσεις τῶν ἰατρῶν εἶχαν θετικό ἀποτέλεσμα καί γενικῶς ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ μέ τίς εὐχές τοῦ π. Κλεόπα ἐπήγαινε πᾶντοῦ.

Κατόπιν ζητοῦσε ἀπό τούς Πιστούς νά πηγαίνουν τακτικά στήν ἐκκλησία τίς Κυριακές ἤ σέ περίπτωσι κάποια ἀνάγκης μία φορά στίς 15 ἡμέρες. ῞Οταν δέν ἠμποροῦσαν νά πηγαίνουν, τότε νά στέλλουν κάποιον ἀπό τήν οἰκογένεια, εἴτε τόν σύζυγο εἴτε τήν σύζυγο, εἴτε τά παιδιά ἤ ἕνα ἀπ' αὐτά, τό ὁποῖον ὠνόμαζε ὁ <'Απόστολος τῆς οἰκογενείας>. 'Ενῶ στό σπίτι νά διαβάζουν τά ἱερά βιβλία, νά προσεύχωνται καί νά μή τρώγουν μέχρι νά ἔλθη καί <ὁ 'Απόστολος τῆς οἰκογενείας> ἀπό τήν ἐκκλησία.

Προέτρεπε καί στήν ἐξομολόγησι: <Νά μή ἀναχωρῆ κανείς ἀπό ἐσᾶς, ἀνελέητος! 'Εάν δέν ἔχης χρήματα νά τοῦ δώσης, δῶσε του πατάτες, ἕνα καρβέλι ψωμί, ἕνα μαντήλι, δῶσε του κάτι, ἔστω καί τό παραμικρό. 'Εάν δίνης κάτι, δέν θά σοῦ φανῆ ἄσχημο νά δώσης ἄλλη φορά καί περισσότερα, διότι ἡ ἐλεημοσύνη σου φθάνει στόν Θεό σάν τήν ἀστραπή. Γιατί; Συναντῶνται δύο μεγάλες ἀρετές: 'Η ἐλεημοσύνη καί ἡ ταπείνωσις>.

Συνεβούλευε τόν καθένα νά κάνη ἐλεημοσύνη στό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ἀνάλογα μέ τήν δύναμί του, διότι αὐτός πού κάνει ἐλεημοσύνη <δανείζει> τόν Θεό καί σώζεται μέ πολλή εὐκολία. Τί μᾶς λέγει ὁ Κύριος στό 'Ιερό Εὐαγγέλιο: <Μακάριοι οἱ ἐλεήμονες ὅτι αὐτοί ἐλεηθήσονται> (Ματ. 5, 7).

'Ομοίως, συνιστοῦσε στούς Πιστούς νά ζοῦν πάντοτε μέ ἀγάπη καί χριστιανική ἁρμονία, σύμφωνα μέ τόν λόγο πού μᾶς λέγει ὁ ἴδιος ὁ Χριστός: <'Εν τούτῳ γνώσονται πάντες ὅτι ἐμοί μαθηταί ἐστε, ἐάν ἀγάπην ἔχητε ἐν ἀλλήλοις> ('Ιωάν. 13, 35).

Πρωταρχική καθῆκον τό ὁποῖον ζητοῦσε ἀπό  τούς πιστούς οἰκογενειάρχες τῶν χωριῶν καί τῶν πόλεων ἦτο ἡ γέννησις παιδιῶν. Σύμφωνα μέ τούς 'Ιερούς Κανόνες τῆς 'Εκκλησίας, ὁ π. Κλεόπας ἀπηγόρευε τελείως τίς ἀμβλώσεις καί τόν φόνο τῶν ἐμβρύων, διότι αὐτό εἶναι ἕνα ἀπό τά μεγαλύτερα ἁμαρτήματα στήν ζωή τῶν Χριστιανῶν.

 'Επίσης συνιστοῦσε στούς νέους νά ζοῦν μέ ἁγνότητα μέχρι τόν θρησκευτικό γάμο τους νά ὑπακούουν τούς ἱερεῖς καί γονεῖς τους, κατά τήν ἐντολή πού δόθηκε στόν Μωϋσῆ: <Τίμα τόν πατέρα σου καί τήν μητέρα σου ἵνα εὖ σοι γένηται καί ἵνα μακροχρόνιος γένη ἐπί τῆς> (῎Εξοδ. 20, 12).

'Ενῶ σ'αὐτούς πού ἤσχολοῦντο μέ δικαστήρια καί διαμάχες γιά ἐπίγεια πράγματα, ὁ Γέροντας τούς ζητοῦσε νά συμφιλιωθοῦν μεταξύ τους καί νά ἀκολουθοῦν τήν συμβουλή τοῦ ἱερέως των.

Στήν συνέχεια ὁ π. Κλεόπας τούς ἐδίδασκε μέ ψυχωφελεῖς λόγους ἀναλόγως τῆς πνευματικῆς των ἡλικίας καί τούς ἀπαντοῦσε στά τυχόν ἐρωτήματά τους. Κατόπιν τούς εὐλογοῦσε μέ τόν Τίμιο Σταυρό, τούς ἔδινε εἰκονίτσες καί θυμίαμα καί τούς ἔστελνε μέ εἰρήνη στά σπίτια τους. 'Αφοῦ ἀνεπαύετο ὀλίγον, ἤρχοντο ἄλλες ὁμάδες Χριστιανῶν νά ζητήσουν συμβουλή καί τήν εὐλογία του.

῏Ησαν ἡμέρες, κυρίως τό καλοκαίρι, στίς ὁποῖες ὁ Πατήρ δεχόταν πολλές ὁμάδες Προσκυνητῶν ἀπό ὅλη τήν Ρουμανία μέ ἑκατοντάδες Πιστούς.

Αὐτή ἦτο ἡ μεγαλύτερη πνευματική ἱεραποστολή, τήν ὁποίαν ἔκανε ἀδιάκοπα ὁ π. Κλεόπας ἀπό τό Φθινόπωρο τοῦ 1964 μέχρι τίς 2 Δεκεμβρίου 1998, ὁπότε καί ἔδωσε τό ψυχή του στά χέρια τοῦ Χριστοῦ.

Πνευματικές συμβουλές γιά τούς μοναχούς

Δεδομένου ὅτι ἤρχοντο καθημερινά πατέρες καί ἀδελφοί τόσο ἀπό τό Μοναστήρι Συχαστρία, ὅσο καί ἀπό ἄλλα Μοναστήρια γιά ἐξομολόγησι καί πνευματικές συμβουλές στόν π. Κλεόπα, ἡ Πανοσιότης του ἐπιθυμοῦσε νά δώση στόν καθένα τίς κατάλληλες συμβουλές, ἀνάλογα μέ τίς πνευματικές του ἀνάγκες, καθώς τόν καθωδηγοῦσε τό ῞Αγιο Πνεῦμα.

Οἱ Μοναχοί, ὅπως εἶναι γνωστόν, διάγουν ἰδιάζουσα πνευματική ζωή, ἔχουν εἰδικό κανόνα καθηκόντων ἀπό τόν Πνευματικό τους, ἔχουν ἰδιαίτερες πνευματικές ἀπαιτήσεις καί γι'αὐτό ἔχουν ἀναγκη ἀπό ἔμεπιρο Πνευματικό, ὁ ὁποῖος θά ἠμπορέση νά τούς ὁδηγήση στήν ὁδό τῆς μετανοίας ἐν Χριστῶ. Γι' αὐτό ὁ π. Κλεόπας ἐρωτοῦσε τόν καθένα τί πνευματικό πρόβλημα ἔχει. Κατόπιν, πόσο καιρό εἶχε νά ἐξομολογηθῆ, ποιός ἦτο ὁ Πνευματικός του, ἐάν ἔχη τήν εὐλογία του ἤ ὄχι νά κοινωνῆ τῶν 'Αχράντων Μυστηρίων καί ἐάν τόν ἐλέγχη ἡ συνείδησίς του γιά κάποιο ἁμάρτημα, τό ὁποῖον ἔκρυψε ἤ ἐντράπηκε νά τό ὁμολογήση.

'Από τίς ἀπαντήσεις τίς ὁποῖες ἔδινε ὁ καθένας μπροστά στόν Γέροντα ἐξαρτᾶτο καί ἡ πνευματική συμβουλή τήν ὁποία θά ἐλάμβανε. ῎Ετσι, αὐτός πού ἔπαιρνε τήν συμβουλή τοῦ Πατρός καί τήν ἐφήρμοζε, εἶχε μεγάλη χαρά καί ἐσωτερική εἰρήνη. 'Ενῶ, ἐάν ὑποσχόταν νά ἐφαρμόση τόν λόγο του καί δέν τό ἔκανε, εἶχε τόν ἔλεγχο τῆς συνειδήσεώς του καί ἦτο ἀνάγκη πάλι νά ἐπιστρέψη στόν Γέροντα.

'Η συνηθέστερη συμβουλή πού ἔδινε ὁ στάρετς τόσο στούς μοναχούς, ὅσο καί στούς λαϊκούς ἦτο αὐτή: <'Εάν θέλης νά ὑπάγης κατ' εὐθεῖαν στόν Χριστό, πρέπει νά περάσης ἀπό δύο τείχη. Αὐτά τά τείχη δέν εἶναι ἀπό πέτρα, κεραμίδα ἤ λάσπη, ἀλλά εἶναι δύο τείχη πνευματικά. Τό ἕνα δεξιά εἶναι ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ, διότι αὐτό μᾶς λέγει ὁ Προφήτης Δαβίδ: <Οὐ φοβηθήσομαι κακά ὅτι σύ μετ' ἐμοῦ εἶ> (22, 12). Τό τεῖχος ἐξ ἀριστερῶν εἶναι ὁ φόβος τοῦ θανάτου, διότι μᾶς λέγει τό βιβλίο τοῦ Σειράχ: <Υἱέ, μνήσθητι τῶν ἐσχάτων σου καί οὐδέπω ἁμαρτήσει>. Αὐτά τά δύο τείχη, ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ καί ὁ φόβος τοῦ θανάτου λυτρώνουν τόν ἄνθρωπο ἀπό κάθε ἁμαρτία.

῎Αλλες συμβουλές τίς ὁποῖες ἀπηύθυνε στούς Μοναχούς ἦσαν αὐτές: Νά κάνουν ὑπακοή μέ ἀγάπη λέγοντας καί τήν εὐχή τοῦ 'Ιησοῦ μέ τόν νοῦ καί τήν καρδιά. Νά συμμετέχουν στίς γενικές ὑπηρεσίες τῆς Μονῆς, καί κάθε ἡμέρα νά συμμετέχουν στήν Θεία Λειτουργία καί στίς ἄλλες 'Ακολουθίες τῆς 'Εκκλησίας μας.

'Επίσης ὁ π. Κλεόπας συνιστοῦσε σέ ὅλους τούς Μοναχούς καί Δοκίμους 'Αδελφούς νά ὑπακούουν σέ ὅλα στόν Πνευματικό τους. 'Εάν δέν ἠμποροῦν νά ἐκπληρώσουν τόν κανόνα πού τούς ἐπέβαλε, νά ζητοῦν ἐπιεικέστερο, ἀνάλογα μέ τίς δυνάμεις τους. Νά διαβάζουν καθημερινά ἕνα ἤ δύο κεφάλια ἀπό τήν 'Αγία Γραφή, προπαντός τήν Καινή Διαθήκη. 'Ακόμη νά διαβάζουν τήν ζωή τοῦ ἀντιστοίχου 'Αγίου τῆς ἡμέρας καί ἕνα λόγο ἀπό τό Γεροντικό ἤ ἀπό ἄλλα πνευματικά βιβλία.

Συνιστοῦσε στούς 'Αδελφούς τῆς Μονῆς νά παραμένουν σταθεροί στήν μοναχική τους διαγωγή καί πολιτεία, νά μή πηγαίνουν ἀπό τόν ἕνα τόπο στόν ἄλλο ἤ ἀπό τό ἕνα Μοναστήρι στό ἄλλο. Νά μή ἔχουν προσωπική περιουσία καί νά μή κάνουν τίποτε χωρίς τήν εὐλογία τοῦ Γέροντός των.

'Εάν ἤρχοντο σ' αὐτόν Μοναχοί ἤ ἄλλοι 'Αδελφοί, οἱ ὁποῖοι ἐσκανδαλίζοντο ἀπό ὡρισμένα πράγματα, ὁ Πατήρ τούς προέτρεπε νά στρέφωνται στόν ἑαυτόν τους ἐρωτῶντας: <Τί νομίζεις ἐσύ;  ῞Ενας καραβοκύρης, ὅταν πηγαίνη μέ τό μεγάλο καράβι του σέ στενούς καί ἐπικίνδυνους τόπους, πιστεύεις ὅτι αὐτός κυττάζει τά ἄλλα καράβια; Αὐτός εἶναι μέ τά μάτια του καρφωμένα ἐπάνω στό ἰδικό του τό πηδάλιο. ῎Η αὐτός πού πηγαίνει μέ τό αὐτοκίνητό του στόν δρόμο, κυττάζει πῶς ὁδηγεῖ ὁ διπλανός του τό αὐτοκίνητό του; Αὐτός εἶναι μέ τά μάτια <καρφωμένα> στόν δρόμο του, δεξιά, ἀριστερά, ὑψηλά, χαμηλά! 'Ο καθένας εἶναι μέ τά μάτια του στό αὐτοκίνητό του. ῎Ετσι καί ἐσύ. Εἶσαι μέ τά χέρια σου στό τιμόνι τῆς ψυχῆς σου! Κύτταξε, λοιπόν, τήν ψυχή σου, γιά νά μή πέσης στόν γκρεμό! 'Ο καθένας κάνει τήν δουλειά του. 'Ο καθένας σώζεται, ὅπως τόν καθοδηγεῖ ἡ ψυχή του.

Τρεῖς 'Αδελφοί ἀπό τό Μοναστήρι Νεάμτς ἐπεσκέφθησαν τόν Γέρο Γεώργιο Λαζάρ, ἕνα ἅγιο ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος ἔκανε καί θαύματα σ' αὐτά τά μέρη μας καί αὐτοί οἱ τρεῖς τοῦ εἶπαν:

Γέρο Γεώργιε, ἐμεῖς ἀναχωροῦμε ἀπό τό Μοναστήρι αὐτό, διότι σκανδαλιστήκαμε.

-'Αλλά γιατί πολυαγαπητοί μου φίλοι; Τούς ἐρώτησε ὁ Γέρος.

-Δέν ὑπάρχει σωτηρία σ' αὐτό τό Μοναστήρι.

Τότε ὁ Γέρο Γεώργιος, ὁ ὁποῖος οὐδέποτε ἐθύμωνε, εἶπε δυνατά τρεῖς φορές: <Μή κάνετε ἔτσι> καί ἀνεχώρησε.

'Εάν κάποιος ἀπό τήν μοναχική ἀδελφότητα παρατηρεῖ κάποιο παράπτωμα στόν Πνευματικό του πατέρα, εἴτε διαμάχες μέ πατρικές  κληρονομίες, εἴτε λαιμαργία γιά ὁποιοδήποτε φαγητό, εἴτε ὑπερηφάνεια, ὀργή καί ἄλλα, ὁ π. Κλεόπας τούς συνιστοῦσε νά ἀναζητοῦν ἄλλον Πνευματικό, χωρίς νά δικάζουν τόν πρῶτο.

Αὐτές εἶναι μερικές ἀπό τίς συμβουλές τοῦ π. Κλεόπα τίς ὁποῖες ἔδινε στά πνευματικά του παιδιά καί σ' ὅλους τούς μοναχούς τῆς Χώρας, οἱ ὁποῖοι ἤρχοντο νά ζητήσουν τήν συμβουλή του.

Πνευματικές συμβουλές γιά τούς Χριστιανούς

'Ο π. Κλεόπας ἦτο ἔμπειρος Πνευματικός, τόσο γιά τούς μοναχούς, ὅσο καί γιά τούς πιστούς Χριστιανούς. Κατ' ἀρχήν προσπαθοῦσε νά τούς ἀφυπνίση τόν ζῆλο καί τόν πόθο γιά τόν Θεό. Μετά ἀγωνιζόταν γιά τήν πνευματική πρόοδο τῆς ψυχῆς καί τήν ἀνακαίνισίν της ἐν Χριστῶ.

Συνιστοῦσε στά πνευματικά του παιδιά νά σέβωνται, γενικά, τίς ἑπόμενες συμβουλές του:

Τά παιδιά νά ἀνατρέφωνται ἀπό μικρά στόν φόβο τοῦ Θεοῦ. Νά τά διδάσκουν  μικρές προσευχές, πού θά μποροῦν νά τίς μαθαίνουν ἀπό στήθους, νά ἐξομολογοῦνται καί κοινωνοῦν συχνά& νά μεταφέρωνται ἀπό τούς γονεῖς τους τακτικά στήν ἐκκλησία, νά ὑπακούουν τούς γονεῖς τους, νά κάνουν προσευχή καί μετάνοιες γιά τόν μπαμπᾶ, τήν μαμά, γιά τά ἀδέλφια καί τούς συγγενεῖς τους, νά διδάσκωνται τά τῆς θρησκείας μας στό σχολεῖο, νά ἀκολουθοῦν τίς νηστεῖες μας, κατά δύναμι καί νά μή καπνίζουν.

Οἱ νέοι νά ἔχουν ὁ καθένας τόν Πνευματικό του. Νά ἐξομολογοῦνται τουλάχιστον μία φορά τόν μῆνα ἤ ὁσάκις ἔχουν τήν ἀνάγκη. Νά δέχωνται μέ εὐλάβεια τήν Θεία Κοινωνία, ὅταν θά ἀξιώνονται μέ τήν εὐλογία τοῦ Πνευματικοῦ τους νά κοινωνοῦν. Κατόπιν νά ὑπακούουν καί σέβωνται τούς γονεῖς τους, ἐφ' ὅσον καί αὐτοί ζοῦν μέ τόν φόβο καί τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Νά φυλάγωνται ἀπό κάθε σκάνδαλο καί τίς βδελυρές ἁμαρτίες τοῦ σημερινοῦ κόσμου. Νά διαβάζουν τά ἱερά βιβλία, στά ὁποῖα ἔχουν ἰδιαίτερη προτίμησι, νά συμμετέχουν στίς 'Ακολουθίες, εἴτε ἐπιθυμοῦν νά σπουδάσουν θεολογία, εἴτε σκέπτονται νά εἰσέλθουν στήν μοναχική πολιτεία.

῞Οσοι θ' ἀκολουθήσουν τόν ἔγγαμο βίο πρέπει νά ἔχουν τήν εὐλογία τοῦ Πνευματικοῦ τους γιά νά μή μετανοήσουν ἀργότερα. Δηλαδή θά πρέπει νά συνδεθοῦν μέ κοπέλλα μέ τήν ὁποία δέν θά ὑπάρχη μεταξύ τους κάποιος ἀπηγορευμένος βαθμός συγγενείας. 'Ακόμη δέν θά πρέπει νά προχωρήσουν στόν γάμο, χωρίς τήν συγκατάθεσι καί τῶν γονέων τους. Κατόπιν νά σέβωνται τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ πού ἐδόθησαν γιά τούς ἐγγάμους, δηλαδή, νά μή σκοτώνουν τά βρέφη μέ τίς ἀμβλώσεις, νά ὑπακούουν στούς γονεῖς τους, ν' ἀγωνίζωνται νά ζοῦν μέ ἁρμονία στό σπίτι, νά κάνουν, ὅσο εἶναι δυνατόν, ἐλεημοσύνη καί νά ἐφαρμόζουν μέ καθαρό λογισμό τίς συμβουλές τοῦ Πνευματικοῦ τους.

Οἱ ἔγγαμοι νά κάνουν τό σπίτι τους μία ἀληθινή μικρή ἐκκλησία.

Δηλαδή νά γεννοῦν καί ἀνατρέφουν τά παιδιά τους μέ τόν φόβο τοῦ Θεοῦ, νά προσεύχωνται πολύ, νά κάνουν ἐλεημοσύνη στούς πτωχούς, ἀναπήρους καί ἀναξιοπαθοῦντας ἀδελφούς καί νά κοινωνοῦν τῶν 'Αχράντων Μυστηρίων, κατά τήν ἐντολή τοῦ Πνευματικοῦ τους. 'Ακόμη νά μή δέχωνται αἱρετικούς καί ὕποπτους ἀνθρώπους στά σπίτια τους, νά ζοῦν μέ εἰρήνη ἀναμεταξύ τους, νά φροντίζουν μέ ἰδιαίτερη ἀγάπη τούς γονεῖς καί γέροντες τῆς οἰκογενείας τους καί νά ὑπακούουν σέ ὅλα τούς πνευματικούς τους ποιμένες.

Μοναχοί καί λαϊκοί μέ τό χάρισμα τῆς καρδιακῆς προσευχῆς

Στήν ἐρώτησι κάποιου πρός τόν π. Κλεόπα, ἄν γνωρίζη ἀνθρώπους μέ τήν καρδιακή προσευχή, ἐκεῖνος ἀπήντησε:

<'Εγνώρισα μερικούς ἐρημίτες, πού ζοῦσαν στίς τρώγλες τῶν δασῶν γύρω ἀπό τό Μοναστήρι Συχαστρία, τήν Σύχλα, τήν Παλαιά 'Αγαπία, τό Ποκρώβ, ἀλλά πόσο εἶχαν προοδεύσει στήν ἀρετή, αὐτό μόνο ὁ Θεός τό ξέρει. Τώρα ἔφυγαν ὅλοι αὐτοί ἀπό τόν κόσμο.

'Από τήν Μονή Συχαστρία εἶχαν τήν καρδιακή προσευχή, ἀπ' ὅσους ἠμπόρεσα νά γνωρίσω, ὁ π. Γερβάσιος Γκάσπαρ, ὁ π. Παῒσιος Νικητένκου, μάγειρας τοῦ Μοναστηριοῦ (1970) καί ὁ ἀδελφός μου π. Γεράσιμος.

῞Ομως ἡ καρδιακή προσευχή εἶναι ἕνα μυστικό ἔργο, τό ὁποῖον μόνο ὁ Θεός τό γνωρίζει καί αὐτός πού τήν ἔχει πού δύσκολα τήν λέγει στούς ἄλλους. Μάλιστα μερικές φορές οὔτε ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος δέν γνωρίζει ὅτι ἔχει τήν καρδιακή προσευχή. 'Υπάρχουν καί λαϊκοί πού ἔχουν αὐτή τήν πνευματική προσευχή, ὥστε ξεπερνοῦν ἀκόμη καί τούς μοναχούς. Νά σᾶς εἰπῶ ἕνα θαυμαστό γεγονός πού εἶδα ἐδῶ στήν ἐκκλησία, πρίν ἀπό δέκα χρόνια. Εὑρισκόμουν στό ῞Αγιο Βῆμα. Εἶχα ἔλθει στήν ἐκκλησία ἀπό τίς 4 τό πρωῒ καί ἐδιάβαζα τήν θεία Μετάληψι μπροστά στήν 'Αγία Τράπεζα γονατιστός. Μετά ἀπό ὀλίγη ὥρα μπῆκε μέσα μία γυναῖκα νά προσευχηθῆ, ἡ ὁποία εἶχε ἔλθει ἀπό τό βράδυ στό Μοναστήρι Δέν τήν ἐγνώριζα. Προσκύνησε ὅλες τίς εἰκόνες κι ἔκανε παντοῦ μετάνοιες. Δέν ἐγνώριζε ὅτι κάποιος ἦταν μέσα στήν ἐκκλησία. *Ητο σκοτάδι καί χειμῶνας ὁ καιρός. Βλέποντάς της ἐγώ νά προσεύχεται ἔτσι ἐπίμονα τήν ἐκύτταζα ἀπό τήν 'Ωραία Πύλη κι αὐτή ἐπῆγε καί ἐγονάτισε στό μέσον τῆς ἐκκλησίας μέ τά χέρια ὑψωμένα κι ἔλεγε ἀπό τήν καρδιά της αὐτά τά λόγια: <Κύριε, μή μέ ἐγκαταλείπης. Κύριε, μή μέ ἐγκαταλείπης!> Εἶδα ἔνα κίτρινο φῶς τριγύρω της κι ἐτρόμαξα. Κατόπιν ἡ γυναῖκα ἔπεσε μέ τό πρόσωπο στήν γῆ καί προσευχόταν σιωπηλά. 'Η φωτεινή ἀκτῖνα πού τήν περιέλουζε ἐμεγάλωσε περισσότερο καί μετά ἐξαφανίσθηκε. Κατόπιν, ἀφοῦ ἔσβησε τό θεῖο ἐκεῖνο φῶς, ἡ γυναῖκα σηκώθηκε στά πόδια της καί βγῆκε ἔξω ἀπό τήν ἐκκλησία. ῏Ητο μία ἁπλῆ γυναῖκα ἀπό τά χωριά μας. 'Ιδού λοιπόν, ποιός ἔχει τό δῶρον τῆς προσευχῆς. 'Ιδού πού καί οἱ λαϊκοί ξεπερνοῦν τούς μοναχούς! 'Εγώ ἔκανα Προσκομιδή κι ἀπό τήν μεγάλη μου συγκίνησι ἄρχισα νά κλαίω. 'Ενῶ τά χέρια μου, πού κρατοῦσα τά χαρτιά, ἔτρεμαν. Μόνο ὁ Θεός γνωρίζει πόσοι ἐκλεκτοί ὑπάρχουν σ' αὐτό τόν κόσμο!

Σωματικές ἀσθένειες τοῦ π. Κλεόπα

Γιά πολλά ἔτη ὁ π. Κλεόπας χαιρόταν τήν σωματική του ὑγεία καί ἰδιαίτερη τήν πνευματική, διότι εἶχε εὐλογηθῆ ἀπό τόν Θεό μ' ἕνα ἀνθεκτικό ὀργανισμό. 'Αλλά, μετά τήν συμπλήρωσι τῶν 70 ἐτῶν, ὁ Γέροντας αἰσθανόταν κουρασμένος καί ἐξασθενημένος. Τά χρόνια πού ἐπέρασε στά βουνά, καθώς καί οἱ δοκιμασίες του κατά τήν περίοδο τοῦ ἀθεϊσμοῦ, ἐταλαιπώρησαν πολύ τήν ὑγεία του.

 'Η πρώτη σκληρή  δοκιμασία ἦτο ἡ διπλῆ κήλη, λόγῳ τῆς ὁποίας ἐμπῆκε στό νοσοκομεῖο τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνος τοῦ 'Ιασίου καί ἐχειρουργήθηκε δύο φορές τό ἔτος 1985. Μετά ἀπό μερικά χρόνια ἐχειρουργήθηκε πάλι στό 'Ιάσιο γιά νά τοῦ βγάλοιυν πέτρα ἀπό τά νεφρά καί ἐπίσης ὑποβλήθηκε καί σέ μία εὔκολη ἐγχείρησι ἐξ αἰτίας πριξίματος ἑνός δοντιοῦ. 'Ακόμη ὑπέμεινε καί τούς πόνους ἀπό σπάσιμο τοῦ δεξιοῦ χεριοῦ.

Τόν 'Ιούνιο 1996 ἔκαμε ἐγχείρησι γιά τήν ἐξαγωγή κύστεως στό νοσοκομεῖο, τμῆμα οὐρολογικό, τοῦ 'Ιασίου. Τότε διαπιστώθηκε ὅτι τό ἀριστερό νεφρό του ἦτο νεκρό. Στίς ἐξετάσεις πού ἔγιναν τόν Σεπτέμβριο τοῦ 1996 δέν εὑρέθηκε ὄγκος, ἀλλά τοῦ ἐπροτάθη μία συμπληρωματική χειρουργική ἐπέμβασις, τήν ὁποίαν τελικά ἀπέφυγε.

Τόν Μαϊο 1998 ὑπέφερε πολύ καί μέ δυσκολία δέχθηκε νά πάη γιά ἐξετάσεις στό 'Ιάσιο, ὅπου ἔμεινε μία ἑβδομάδα, χωρίς νά θελήση νά μείνη στό νοσοκομεῖο, λέγοντας: <Μέ περιμένουν οἱ ἀδελφοί μου καί θά ἑτοιμασθῶ νά πάω κοντά τους!> Τά ἴδια λόγια εἶπε καί τόν Νοέμβριο 1998, ὅταν τοῦ ἐπρότειναν καί ἄλλη ἐξέτασι.

῞Ολες αὐτές οἱ δοκιμασίες καί ἀρρώστειες ἐκράτησαν τόν π. Κλεόπα ἄγρυπνο γιά τήν ἀναμονή τῆς τελευταίας ὥρας τῆς ζωῆς του ἔχοντας πάντα τήν σκέψι του στόν Χριστό καί στήν ἀκατάπαυστη προσευχή.

'Ο τελευταῖος χρόνος τῆς ζωῆς του

Στά χρόνια 1996-97 ὁ π. Κλεόπας αἰσθανόταν πάντοτε κουρασμένος. Παρ' ὅλα αὐτά ἦτο πρόθυμος στήν ὑποδοχή τῶν Χριστιανῶν καί προσκυνητῶν ἀπό ὅλη τήν Χώρα καί ἀπό τό ἐξωτερικό. 'Η μνήμη του καί ἡ φωνή του τόν βοηθοῦσαν ἀκόμη θετικά. 'Ημποροῦσε νά παρηγορῆ τούς Πιστούς, τούς ἀσθενεῖς, τούς γέρους καί τά πνευματικά του παιδιά.

Περπατοῦσε μέ πολλή δυσκολία καί συνοδευόμενος ἀπό τούς μαθητάς του, τόσο στό κελλί, ὅσο καί ἔξω στήν ἐξοχή. 'Ενῶ στήν διπλανή αἴθουσα, ὅπου μιά καί πλέον δεκαετία ὡμιλοῦσε στούς ἀνθρώπους, δέν ἠμποροῦσε νά ὑπάγη, παρά λίγες φορές τό καλοκαίρι. Γιά ἀλλαγή τόπου, τόν ἐσήκωναν οἱ Μοναχοί καί τόν ἔβγαζαν ἔξω στό μπαλκόνι τοῦ κελλιοῦ του καί ἐκεῖ οἱ Πιστοί συγκεντρώνοντο γύρω του καί ροφοῦσαν τά θεόπνευστα λόγια του.

'Ο Πατήρ ἦτο τώρα πολύ εὐαίσθητος στό φαγητό. Γευόταν πάρα πολύ λίγο κι ἀμέσως ἔλεγε: <'Αρκεῖ! 'Εχόρτασα! Δόξα στόν Θεό γιά ὅλα!>

Τήν ἱερά προσευχή ἔλεγε τακτικά,  καθήμενος εἴτε στό σκαμνί, διότι δέν ἠμποροῦσε πλέον νά στέκεται στά πόδια του. Οἱ ὧρες προσευχῆς του ἦσαν οἱ ἑξῆς: Τό πρωῒ προσηύχετο ἀπό τίς 4 μέχρι τίς 8 καί κατόπιν ἐξεκουράζετο λίγο. Κατόπιν ἀπησχολεῖτο μέ τήν ἐξομολόγησι τῶν Μοναχῶν καί τῶν λαϊκῶν. 'Από τίς 4 τό ἀπόγευμα ἄρχιζε τόν κανόνα τῶν βραδυνῶν προσευχῶν του. Δηλαδή, ἐδιάβαζε τόν κανόνα τῆς μετανοίας, δύο-τρεῖς Κανόνες τῆς Θεοτόκου ἀπό τό Θεοτοκάριο, τήν Παράκλησι τῆς Παναγίας, τό Μικρό 'Απόδειπνο καί ἄλλα.

Τό βράδυ τόν ἔβγαζαν οἱ ἀδελφοί στό χαγιάτι, ὅπου προσευχόταν καί ἐθαύμαζε τήν φύσι, τήν ὁποίαν ἐστόλισε ὁ Δημιουργός μέ τόσες καλλονές. Μετά μία-δύο ὧρες ἀποσυρόταν στό κελλί του γιά ἀνάπαυσι γιά νά συνεχίση πάλι τό πρόγραμμά του τό πρωῒ.

Οἱ τελευταῖες ἡμέρες τοῦ π. Κλεόπα στήν γῆ

Οἱ ἡμέρες τῶν μηνῶν Σεπτεμβρίου μέχρι καί Νοεμβρίου προεμήνυον τό ἐπικείμενο τέλος τοῦ π. Κλεόπα! Τώρα ὡμιλοῦσε ὀλιγώτερο μέ τήν φωνή σβησμένη καί πάντοτε ἐπανελάμβανε τά ἴδια λόγια: <'Από τώρα πηγαίνω στούς ἀδελφούς μου!. . . >,  <'Αφῆστε με ν' ἀναχωρήσω γιά τούς ἀδελφούς μου!> Μετά πάλιν ἔλεγε: <Πηγαίνω στόν Χριστό! Προσεύχεσθε γιά μένα τόν ἁμαρτωλό!>

Πρός τό τέλος τοῦ μηνός Σεπτεμβρίου, κατά τήν δύσι τοῦ ἡλίου, ὁ π. Κλεόπας ἐζήτησε νά τόν μεταφέρουν στό Κοιμητήριο νά ἰδῆ γιά τελευταία φορά τούς τάφους τῶν ἀδελφῶν του, τόν τάφο τοῦ Γέροντός του π. 'Ιωαννικίου Μορόϊ, τόν τάφο τοῦ Πνευματικοῦ π. Παϊσίου 'Ολάρου καί ἄλλων Πατέρων καί Πνευματικῶν κοιμηθέτνων ἐκεῖ.

'Επροσκύνησε σ' ὅλους τούς τάφους ὑποβασταζόμενος ἀπό τούς μαθητάς του. 'Ασπάσθηκε τόν Σταυρό τους καί ἀπηύθυνε καί μία σύντομη εὐχή σ' αὐτούς: <Προσεύχεσθε καί γιά τόν π. Κλεόπα τόν ἁμαρτωλό, διότι αὔριο, μεθαύριο θά συναντηθοῦμε μέ τόν Χριστό!>. Κατόπιν σάν κατακλεῖδα ἔλεγε στήν Θεοτόκο: <Μητέρα τοῦ Κυρίου μου, ἐλέησε ὅλους ἐμᾶς καί τούς Πατέρας αὐτοῦ τοῦ Κοιμητηρίου καί προσεύχου ἐνώπιον τοῦ Θρόνου τῆς Παναγίας Τριάδος νά εὕρωμεν συγχώρησι ἀπό τόν Δίκαιο Κριτή>.

Τό μακάριο τέλος τοῦ π. Κλεόπα

'Ο π. Κλεόπας μέχρι τίς ἡμέρες Παρασκευή καί Σάββατο τοῦ μηνός Νοεμβρίου ἐσυνέχιζε νά συμβουλεύη καί εὐλογῆ τούς προσκυνητάς, Μοναχούς καί λαϊκούς. *Ητο πρᾶος στό πρόσωπο, ὡμιλοῦσε μέ γαλήνη καί δέν ἔφευγε κανείς πού ἤθελε νά τόν ἰδῆ. Τούς παρηγοροῦσε ὅλους καί τούς ἐνίσχυε πάντοτε μέ εἰρηνικό τρόπο καί μέ ἀγάπη.

Τήν Κυριακή, 29 Νοεμβρίου, παραμονή τῆς ἑορτῆς τοῦ 'Αποστόλου 'Ανδρέου, πάλι περικυκλώθηκε ἀπό ἀνθρώπους. Τούς ὡμιλοῦσε θερμά, σύντομα καί μέ πολλή πραότητα. Μερικοί ἤρχοντο, ἄλλοι ἔφευγαν, ἐνῶ οἱ μαθηταί του ἐφρόντιζαν γιά ὅλα.

Στίς 11, 30 ἦλθε ἕνας ἀδελφός στήν Πανοσιότητά του γιά νά πάρη εὐλογία γιά τήν κουρά του σέ μοναχό, λέγοντάς του:

-Εὐλόγησέ με, πανοσιώτατε πάτερ Κλεόπα, διότι τό βράδυ στήν 'Ακολουθία γίνομαι μοναχός!

'Αφοῦ τόν εὐλόγησε κι ἔβαλε τό χέρι στό κεφάλι τοῦ ὑποψηφίου, ὁ 'Αδελφός ἐζήτησε ἕνα πνευματικό λόγο γιά τήν εἴσοδό του στόν μοναχισμό. Τότε ὁ στάρετς τοῦ εἶπε:

-'Από τώρα δέν θά ἔχης πατέρα, δέν θά ἔχης μητέρα, οὔτε ἀκόμη ἀδελφούς, οὔτε πλέον συγγενεῖς, οὔτε φίλους, οὔτε ἀκόμη συμπατριῶτες, δέν θά ἔχης σπίτι, δέν θά ἔχης τίποτε! Μόνο τόν Χριστό!

-Πάτερ, τοῦ εἶπε ὁ μαθητής, ἐάν εὕρης παρρησία ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἐνθυμήσου κι ἐμένα στίς ἅγιες προσευχές σου!

-Τό ἔλεος τῆς Παναγίας μας νά εἶναι πάντοτε μαζί μας!

Στίς 4 ἡ ὥρα τό ἀπόγευμα ἦλθε ἕνας ἀδελφός νά ζητήση εὐλογία γιά νά γίνη μοναχός, ἀλλά ὁ Πατήρ, δέν τοῦ εἶπε τίποτε καί μόνο ἔβαλε τό χέρι στό κεφάλι τοῦ νεαροῦ ὑποψηφίου.

῎Ετσι, ἀρχίζοντας ἀπό τήν Κυριακή, ὥρα 4 τό ἀπόγευμα, ὁ π. Κλεόπας δέν ἀπαντοῦσε πάλι στίς ἐρωτήσεις τῶν μαθητῶν του καί παρέμενε ἀκίνητος μέ τά μάτια χαμηλωμένα ἐπάνω στό σκαμνί πού ἐκάθοντο αὐτοί πού ἐξωμιολογοῦσε, ὡσάν νά εἶχε ἁρπαγῆ περισσότερο ἀπό 11 ὧρες.

Τήν Δευτέρα τό πρωῒ στίς 10, 30 ὁ Γέροντας ἐξύπνησε σάν ἀπό ἕνα βαθύ ὕπνο, εὐδιάθετος καί ψυχικά χαρούμενος. Κατόπιν ἐζήτησε κάτι νά φάγη, λέγοντας: <Εἴδατε κάποιον μοναχό νά τρώγη αὐτή τήν ὥρα;>

Τήν Δευτέρα 30 Νοεμβρίου καί τήν 1ην Δεκεμβρίου ὁ Πατήρ στάθηκε μέ τούς Πιστούς καί τούς ἔδινε συμβουλές, ὡς συνήθως. Τήν Δευτέρα τό ἀπόγευμα, κατά τρόπο ἀσυνήθη, ἄρχισε νά διαβάζη τίς πρωϊνές προσευχές, ἐνῶ ὁ μαθητής του τοῦ εἶπε: <Γέροντα, τώρα εἶναι βράδυ. Τίς προσευχές αὐτές νά τίς διαβάσης αὔριο τό πρωῒ!> Τότε ὁ Πατήρ τοῦ ἀπήντησε: <Διαβάζω τώρα, διότι αὔριο πηγαίνω στούς 'Αδελφούς μου!> Οἱ ὑποτακτικοί τό ἄκουσαν αὐτό, ὡς συνήθως, μέ δυσπιστία>.

Τήν τρίτη τό βράδυ σηκώθηκε ἀργά, παρουσιάζοντας σημεῖα ὑπερβολικῆς ἐξαντλήσεως. Στίς 2, 20 τῆς Τετάρτης τό πρωῒ ὁ μαθητής του ἄκουσε τόν Γέροντα νά ἀναπνέη ἀργά. ῞Οταν τόν ἐπλησίασε ἀνέπνευσε βαθειά καί παρέδωσε τήν ψυχή του τά χέρια τοῦ Χριστοῦ.

'Αμέσως συγκεντρώθηκαν οἱ Πατέρες μαζί μέ τόν 'Ηγούμενο καί προετοίμασαν τά ἀναγκαῖα γιά τήν κηδεία του. Κατόπιν τό ἄψυχο σῶμα τοῦ π. Κλεόπα τό κατέβασαν ἀπό τό κελλί αὐτό, ὑπό τήν κροῦσι τῶν καμπάνων, στήν παλαιά ἐκκλησία τῆς Μονῆς, ὅπου ἀγρύπνησαν ὅλοι οἱ ἱερεῖς καί μοναχοί καί πολλοί Χριστιανοί πού ἦλθαν ἀπό κάθε γωνιά τῆς Χώρας.

'Η εἴδησις ἀναχωρήσεως τοῦ π. Κλεόπα γιά τήν αἰωνιότητα διαδόθηκε ἀστραπιαῖα σ' ὁλόκληρη τήν Ρουμανία καί στό 'Εξωτερικό. Κατά τίς ἡμέρες τῆς κηδείας τοῦ μεγάλου στάρετς π. Κλεόπα ἤρχοντο χιλιάδες Χριστιανοί γιά νά παραμείνουν κοντά του ἔστω γιά λίγο γιά τελευταία φορά, ἐνῶ στήν ἐκκλησλία, ὅπου εἶχε τοποθετηθῆ οἱ Μοναχοί ἐδιάβαζαν ἀνελλειπῶς τό Ψαλτήριο.

῎Ετσι ἔζησε καί ἀγωνίσθηκε καί ἐτελειώθηκε ὁ μεγάλος Πνευματικός καί Διδάσκαλος τῶν Ρουμανικῶν Μοναστηριῶν μας καί ὅλων τῶν Πιστῶν τῆς Πατρίδος μας, ὁ π. Κλεόπας 'Ηλίε, τόν  ὁποῖον ἔκλαυσαν ὅλοι οἱ Πατέρες καί οἱ Χριστιανοί, οἱ ὁποῖοι τόν εἶχαν σάν μία ἄσβεστη λαμπάδα στήν ζωή τους, ὡς Πατέρα, Πνευματικό καί Διδάσκαλο.

'Η Κηδεία τοῦ π. Κλεόπα

'Επί τρεῖς ἡμέρες καί τρεῖς νύκτες ὁλόκληρο τό Μοναστήρι καί πλῆθος Χριστιανῶν προσηύχοντο γιά τήν ἀνάπαυσι τῆς ψυχῆς τοῦ Πνευματικοῦ των Πατρός.

'Η κηδεία του ἀποφασίσθηκε νά γίνη τό Σάββατο, 5 Δεκεμβρίου. Θαῦμα τοῦ Θεοῦ ἐφαίνετο ὅτι ἦτο ἐκείνη ἡ ἡμέρα, διότι ἦτο ἡλιόλουστη, ζεστή καί φωτεινή, πρᾶγμα σπάνιο στό κλῖμα τῆς Πατρίδος μας.

'Η Θεία Λειτουργία ἐπετελέσθηκε μέ μία συνοδεία ἁγίων ἀρχιερέων μέ ἐπικεφαλῆς τόν Μητροπολίτη Μολδαβίας καί 'Ιασίου Σεβ. Δανιήλ, τόν Σεβ. Κλούζ κ. Βαρθολομαῖο, τόν Θεοφ. 'Επίσκοπο 'Οράντεα κ. 'Ιωάννη, τόν Θεοφ. Κάτω Δουνάβεως κ. Κασσιανό, τόν Θεοφ. Χούς κ. 'Ιωακείμ,,  τόν βοηθό τοῦ Σεβ, Μολδαβίας Θεοφ. 'Επίσκοπο κ. Καλλίνικο, τόν βοηθό 'Επίσκοπο τοῦ Μητροπολίτου Τρανσυλβανίας κ. Βησσαρίωνα καί τόν Θεοφ. 'Επίσκοπο Σουτσεάβας κ. Γεράσιμο.

Μετά τήν Θεία Λειτουργία στήν αὐλή τῆς Μονῆς ἄρχισε ἡ 'Ακολουθία τῆς Κηδείας ἀπό τούς ἰδίους 'Αρχιερεῖς. Στήν Κηδεία συμμετεῖχαν καί πολλοί 'Ηγούμενοι, ἱερομόναχοι, ἱερεῖς περικυκλωμένοι ἀπό δεκάδες χιλιάδες Χριστιανῶν μας. 'Ο προαύλιος χῶρος τῆς Μονῆς, οἱ γύρω λόφοι, ὁ δρόμος γιά τό Κοιμητήριο ἦσαν κατάμεστοι ἀπό κόσμο.

Μετά τήν κηδεία οἱ περισσότεροι τῶν 'Αρχιερέων μας ὡμίλησαν γιά τόν μεταστάντα καί πρῶτος, κατά τήν τάξιν ὁ Μητροπολίτης Μολδαβίας

Οἱ ἄνθρωποι ἀπεχαιρέτισαν τόν Πνευματικό τους Πατέρα μέ δάκρυα στά μάτια. ῞Ολοι ἐπιθυμοῦσαν, ἄν ἦτο δυνατόν, νά ἀγγίξουν γιά λίγο τό χέρι τους ἐπάνω στό φέρετρο τοῦ Γέροντά τους. Οἱ καμπάνες κτυποῦσαν πένθιμα καί οἱ ἀκτῖνες τού ἡλίου ἔριχναν τό φῶς τους μέσα στό νεοσκαμμένο τάφου του, πού ἀνοίχθηκε δίπλα στόν τάφο τοῦ Πνευματικοῦ του πατρός, τοῦ π. Παϊσίου 'Ολάρου. 'Ο λαός δέν κρατήθηκε καί ἄρχισε νά ψάλλη συνεχῶς τόν ἐπινίκιον ἀναστάσιμο ῞Υμνο: <Χριστός 'Ανέστη ἐκ νεκρῶν. . . >. ῞Ολοι ἐζοῦσαν ἐκείνη τήν στιγμή τόν μεγάλο πόνο τοῦ χωρισμοῦ τοῦ μεγαλυτέρου καί κορυφαίου ἐκπροσώπου τοῦ συγχρόνου 'Ορθοδόξου Μοναχισμοῦ τῆς Ρουμανίας.

Μέ τήν ἀναχώρησι τοῦ π. Κλεόπα ἀπ' αὐτή τήν ζωή, ἔκλεισε μία πλούσια μοναχική καί ἡσυχαστική περίοδος στήν Ρουμανία. Μία χρυσῆ σελίδα θά γραφῆ στήν ἱστορία τῆς 'Ορθοδόξου 'Εκκλησίας μας, πού ξεκίνησε καί τελείωσε στήν ἡσυχαστική Μονή Συχαστρία τῆς Μολδαβίας.

'Ελπίζουμε ὅτι ὁ π. Κλεόπας στά ἑπόμενα ἔτη, θά συγκαταριθμηθῆ ἀνάμεσα στίς μεγάλες μορφές τοῦ 'Ορθοδόξου Ρουμανικοῦ Μοναχισμοῦ μας, πού εἶναι οἱ: ῞Οσιος Παῒσιος Βελιτσικόβσκυ ἀπό τήν Μονή Νεάμτς, ὁ ὅσιος Βασίλειος ἀπό τήν Ποϊάνα Μάρου, ὁ στάρετς Γεώργιος ἀπό τήν Μονή Τσερνίκα, ὁ ὅσιος 'Ιωάννης ὁ Χοζεβίτης μέ τόπο Μετανοίας του τήν Μονή Νεάμτς, ὁ π. Παῒσιος 'Ολάρου ἀπό τήν Συχαστρία καί πολλοί ἄλλοι, τῶν ὁποίων τά ὀνόματα εἶναι γραμμένα στό Βιβλίο τῆς ζωῆς πρός δόξαν τῆς Παναγίας Τριάδος.

'Ο τελευταῖος λόγος τοῦ π. Κλεόπα στήν 'Αδελφότητα τῆς Μονῆς Συχαστρίας

1η Μαρτίου 1998

Στό ῎Ονομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ 'Αγίου Πνεύματος.

Πανοσιώτατε πάτερ 'Ηγούμενε, Πανοσιώτατοι Πατέρες καί 'Αδελφοί, ἔτσι ὅπως σᾶς βλέπω ὅλους, ἀγαπητοί μου, ἔτσι ἐπιθυμῶ νά σᾶς ἰδῶ ὅλους καί στόν Παράδεισο, στίς ἀπέραντες παραδεισένιες χαρές, διότι ὅλοι εἶσθε στήν ὑπηρεσία τοῦ Σωτῆρος μας Χριστοῦ καί τῆς Παναγίας Μητρός Του καί ὁ καθένας σας κάνει ὑπακοή κατ' εὐθεῖαν στόν Χριστό καί στήν Μητέρα του, ὁπουδήποτε καί νά ὑπηρετῆτε.

῞Οταν σᾶς βλέπω, πόσο χαίρομαι! 'Αλλά πολλούς δέν σᾶς γνωρίζω, διότι σπανίως ἔρχομαι ἐδῶ. ῎Εχω τόσο κόσμο στό κεφάλι μου καί εἶμαι καί ἀσθενής. 'Αλλά γνωρίζω μερικούς ἀπό ἐσᾶς, πού ἔρχεσθε γιά ἐξομολόγησι, οἱ ὁποῖοι εἶναι καί οἱ παλαιότεροι. . . 'Εγώ ἐπιθυμῶ ὅλοι, ἀπολύτως ὅλοι νά πᾶτε στήν αἰώνια χαρά καί οὔτε ἕνας, Θεός  φυλάξοι, στά αἰώνια βάσανα.

'Αγαπητοί μου Πατέρες καί 'Αδελφοί, νά γνωρίζετε ὅτι ἡ 'Εκκλησία μας εἶναι ἡ πνευματική μας Μητέρα. Αὐτή μᾶς ἀνεγέννησε στό Βάπτισμα <δι' ὕδατος καί Πνεύματος>. 'Ακούσατε τί λέγει ὁ 'Απόστολος Παῦλος ὅτι ἐλάβαμε τό χάρισμα τῆς παλιγγεννεσίας καί τῆς ἀνακαινίσεως τοῦ 'Αγίου Πνεύματος. 'Από τότε ὅλοι ἐμεῖς εἴμεθα παιδιά κατά Χάριν τοῦ Θεοῦ, διότι ἐβαπτισθήκαμε στό ῎Ονομα τῆς 'Αγίας Τριάδος.

Γι' αὐτό σᾶς παρακαλῶ μέσα ἀπό τήν καρδιά μου νά ἀγαπᾶτε τήν Μητέρα 'Εκκλησία! 'Ακόμη, ὅσο σᾶς εἶναι δυνατόν, ἡμέρα καί νύκτα νά πηγαίνετε στήν 'Εκκλησία. ῞Οσοι εἶναι γεροντώτεροι καί καχεκτικοί στό σῶμα νά μένουν ὀλιγώτερο. ῞Οσοι ὅμως εἶναι νεώτεροι νά μένουν περισσότερο χρόνο, διότι ἡ λειτουργική ζωή τῆς 'Εκκλησίας πλουτίζει τόν νοῦ τοῦ καθενός μέ τήν Χάρι τοῦ Παναγίου Πνεύματος, ἀρκεῖ ὁ ἴδιος νά ἔχη εὐλάβεια στίς 'Ιερές 'Ακολουθίες.

'Αγαπητοί μου, ἐγώ ὁ ἁμαρτωλός καί ἀνάξιος εἶμαι γέρων-86 ἐτῶν- μέ ἕξι ἐγχειρήσεις, μέ τό δεξί χέρι σπασμένο καί βαλμένο στόν γῦψο 32 ἡμέρες, αὔριο-μεθαύριο θά ψάλλετε καί γιά μένα τό: <Αἰωνία αὐτοῦ ἡ μνήμη>! Τί περιμένω ἀκόμη; 'Ο 89ος Ψαλμός μᾶς λέγει: <Αἱ ἡμέραι τῶν ἐτῶν ἡμῶν ἐν αὐτοῖς ἑβδομήκοντα ἔτη, ἐάν δέ ἐν δυναστείαις ὀγδοήκοντα ἔτη, καί τό πλεῖον αὐτῶν  κόπος καί πόνος>. 'Εγώ εἰσῆλθα σ' αὐτό τόν κόπο καί πόνο. 'Εγήρασα, 86 χρόνια ἐσυμπλήρωσα τώρα, στίς 10 'Απριλίου.

'Αγαπητοί μου Πατέρες, σᾶς παρακαλῶ μέ ὅλη μου τήν καρδιά, ὅσοι ἔχετε ἀγάπη καί ἠμπορεῖτε, νά μή μέ ξεχνᾶτε στίς προσευχές σας. Νά μέ μνημονεύετε.

'Εγώ ἔχω ἀγάπη γιά ὅλους σας, ὅταν σᾶς βλέπω στήν ὑπηρεσία τοῦ Κυρίου καί τῆς Παναγίας μας. ῎Ετσι ἐπιθυμῶ νά σᾶς βλέπω καί στόν Παράδεισο ὅλους, ἀγαπητά μου παιδιά!

Τό Μοναστήρι μας εἶναι ἕνα Μοναστήρι μέ καλή μοναχική τάξι. Δηλαδή δέν τρώγουμε κρέας, ἡ ἐξομολόγησις εἶναι τακτική, οἱ 'Ακολουθίες ἐπιτελοῦνται κατά τό Τυπικό τοῦ ἁγίου Σάββα τοῦ 'Ηγιασμένου. . .

῞Οταν ἦλθα ἐγώ ἐδῶ εὑρῆκα 14 Πατέρες, πού φοροῦσαν τσαρούχια καί μέ μπότες μέχρι τά γόνατα καί μέ κομποσχοίνια στά χέρια ἀπό ξύλινες χάντρες. . . ῎Εφερα μαζί μου καί τόν ἀδελφό μου Βασίλειο. ῞Οταν ἤλθαμε ἐδῶ, εἴχαμε 15 χρόνια καί δέν ξέραμε τίποτε. . .

῞Οταν εἶδα στήν τράπεζα τοῦ φαγητοῦ ὅλους τούς Μοναχούς καί τόν Γέροντα ἡγούμενο, ἄκουγαν καί διδακτικούς λόγους τοῦ ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου ἀπό τόν ἄμβωνα τῆς τραπέζης. Τότε ἐρώτησα τόν 'Αδελφό μου: <Τί ἔχουν ἐδῶ πανήγυρι;> ῎Εμεινα βέβαια λίγο καί στήν Σκήτη Κοζάντσεα, ἀλλά ἐκεῖ ἡ τάξις δέν ἦτο κοινοβιακή, ἀλλά καθένας εἶχε τό ἰδικό του φαγητό καί τό ἰδικό του σπίτι. <'Αδελφέ, δέν εἶναι πανήγυρις, μοῦ εἶπε. ῎Ετσι στέκονται στήν τράπεζα τοῦ φαγητοῦ πάντοτε ὅλοι οἱ μοναχοί! 'Ο Γέροντας ἐδιάβαζε τόν λόγο. Αὐτός λειτουργοῦσε καί ζοῦσε μόνο μέ τήν Θεία Κοινωνία περίπου 12 χρόνια. Μόνο τό Σάββατο καί τήν Κυριακή γευόταν λίγο ἀπό τήν τράπεζα μαζί μέ ὅλους τούς Πατέρας. Γνωρίζω αὐτά διότι ἤμουν μάγειρος. 'Ο Θεός νά ἀναπαύση τόν μακαριστό Γέροντά μου π. 'Ιωαννίκιο. Εἶχε μεγάλο φόβο τοῦ Θεοῦ καί δυνατή πίστι! Μ' ἔκειρε μοναχό τό ἔτος 1937 στήν περίοδο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Τά ἐνθυμοῦμαι ὅλα.

*Ητο ἕνας πατήρ Νικόλαος Γκραδινάρου μέ μακριά γενειάδα. Αὐτός εἶπε, ὅταν μέ μετέφεραν μπροστά στό ῞Αγιο Βῆμα: <Πανοσιώτατε πάτερ, νά τοῦ δώσουμε τό ὄνομα Κλεόπας, διότι δέν ἔχουμε ἐδῶ ἄλλον μ'αὐτό τό ὄνομα!> Καί ὁ Γέροντας ἔβαλε τό ψαλίδι στό χέρι καί μέ ὠνόμασε Κλεόπα. ῎Ετσι ἦτο γραμμένο! 'Ο Θεός νά τόν ἀναπαύση! ῎Εχω τό χαρτί μνημονεύσεως ὅλων αὐτῶν πού ἀπέθαναν ἐδῶ ἀπό τότε& ἔχω καί ὀνόματα ἐπισκόπων καί πατριαρχῶν. ῞Οσο θά εἶμαι σ' αὐτή τήν ζωή, θά τούς μνηνμονεύω καθημερινά.

Σᾶς παρακαλῶ, ἀγαπητά μου παιδιά ὅλους σας, νά μή μέ ξεχνᾶτε στίς ἅγιες προσευχές σας! καί ἔτσι ὅπως σᾶς βλέπω ὅλους ἐδῶ, ἔτσι νά σᾶς βλέπω καί στόν Παράδεισο, στήν ἀτελεύτητη καί αἰώνια χαρά.

Τό ἔλεος τῆς Παναγίας Τριάδος καί ἡ σκέπη τῆς 'Υπεραγίας Θεοτόκου νά εἶναι μέ ὅλους σας, ἀγαπητοί μου, καί ὅλοι νά ὑπάγετε στόν Παράδεισο.  'Αμήν.

 

 

῎Εργα καί διδακτικοί Λόγοι τοῦ π. Κλεόπα

1. 'Ο π. Κλεόπας εἶχε μεγάλη εὐλάβεια στήν Μητέρα τοῦ Κυρίου μας, τήν Βασίλισσα τῶν Χερουβείμ καί Σεραφείμ καί Δέσποινά μας. . . > Γι'αὐτό δέν ὑπῆρχε ἡμέρα πού νά μή διαβάση τούς Χαιρετισμούς της καί τό Θεοτοκάριο.

2. ῎Ελεγε ὁ π. Κλεόπας: <Γνωρίζετε ἐσεῖς ποιά εἶναι ἡ Κυρία Θεοτόκος; Αὐτή εἶναι ἡ Βασίλισσα τῶν Χερουβείμ, ἡ Βασίλισσα ὅλης τῆς Δημιουργίας, ὁ Οἶκος τῆς σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου, ἡ θύρα τοῦ Φωτός, διότι τό ἄπειρο καί νοερόν Φῶς δι' Αὐτῆς ἦλθε στόν κόσμο. Αὐτή εἶναι ἡ Πύλη τῆς ζωῆς, διότι ἡ Ζωή ὁ Χριστός δι' Αὐτῆς ἦλθε στόν κόσμο. Αὐτή εἶναι ἡ κεκλεισμένη Πύλη διά τῆς ὁποίας δέν εἰσῆλθε κανείς μέσα ἐκτός ἀπό τόν Κύριο, ὅπως μᾶς λέγει ὁ Προφήτης 'Ιεζεκιήλ.

3. 'Ακόμη ἔλεγε: <'Η Κυρία Θεοτόκος εἶναι ἡ οὐράνια κλῖμαξ καί ἡ γέφυρα πού μᾶς ἑνώνει μέ τόν οὐρανό. Εἶναι ἡ Περιστερά ἡ ὁποία ἐξήρανε τόν κατακλυσμό τῶν ἁμαρτιῶν μας, καθώς καί ἐκείνη ἡ περιστερά τοῦ Νῶε ἐπεβεβαίωσε τήν ξηρασία, μετά τόν κατακλυσμό. Αὐτή εἶναι ἡ θεία Λαμπάδα, διότι δέχθηκε τό θεῖο φῶς. 'Η Μητέρα τοῦ Κυρίου μας εἶναι ἡ Νύμφη τοῦ Πατρός, ἡ Μητέρα τοῦ Λόγου καί ἡ 'Εκκλησία τοῦ 'Αγίου Πνεύματος.

4. ῎Ελεγε πάλι: <῞Οταν βλέπης τήν Εἰκόνα τῆς Θεοτόκου μέ τό Θεῖον Βρέφος στίς ἀγκάλες της, γνωρίζεις τί βλέπεις ἐκεῖ; Εἶναι ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ! 'Ο οὐρανός εἶναι ὁ Χριστός, πού εἶναι πολύ ἀνώτερος τῶν οὐρανῶν&ὁ Δημιουργός τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς. 'Ενῶ ἡ Θεοτόκος ἀντιπροσωπεύει τήν γῆ, δηλαδή ὅλους τούς λαούς πού κατοικοῦν ἐπάνω στήν γῆ, διότι αὐτή προέρχεται ἀπό τό ἰδικό μας γένος. Προέρχεται ἀπό βασιλική καί ἀρχιερατική γενεά.

5. ῎Ελεγε ὁ Γέροντας: <Οἱ βραχίονες τῆς Κυρίας Θεοτόκου εἶναι πολύ δυνατοί, ἀπό ὅ, τι εἶναι οἱ ὦμοι τῶν Χερουβείμ καί τῶν μακαρίων Θρόνων. Λοιπόν ποιός κρατεῖ τήν Κυρία Θεοτόκο στήν ἀγκαλιά του; Θά γνωρίζετε ποιός τήν κρατεῖ. Αὐτός ὁ ὁποῖος ἔκανε τόν οὐρανό καί τήν γῆ καί ὅλα τά ὁρατά καί ἀόρατα>.

6. Πάλιν ἔλεγε: <Γνωρίζετε ἐσεῖς ποιά εἶναι ἡ Μητέρα του Κυρίου μας καί πόσο ἀγαπᾶ καί πόση ἡ δύναμίς της καί πόσο τό ἔλεός της; Εἶναι ἡ Μητέρα μας, ἡ ὁποία ἔχει ἔλεος γιά τούς πτωχούς καί τίς χῆρες καί τούς λοιπούς Χριστιανούς. Πάντοτε προσεύχεται στόν Σωτῆρα Χριστό γιά ὅλους μας>.

7. Σχεδόν σέ κάθε κήρυγμά του ὁ π. Κλεόπας ἐρωτοῦσε τούς Χριστιανούς: <῎Εχετε τήν Εἰκόνα τῆς Παναγίας μας στό σπίτι σας;> Καντήλι μπροστά στήν εἰκόνα της ἔχετε;> Κατόπιν τούς συμβούλευε: <Νά πάρετε τήν Προστάτιδα καί Βοηθό μας τήν Μητέρα μας πού εἶναι στούς οὐρανούς καί στήν γῆ νά τήν βάλετε στά σπίτια σας! Αὐτή εἶναι ἡ Βασίλισσα τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς!

 'Εάν θά πάρετε Αὐτή τήν Προστάτιδα στά σπίτια σας καί τῆς διαβάζετε κάθε πρωῒ μέ τό καντήλι της ἀναμμένο τούς Χαιρετισμούς της καί τό βράδυ τήν Παράκλησίν της, θά τήν ἔχετε βοηθό σ' ὅλη τήν ζωή σας καί τήν στιγμή τοῦ θανάτου σας καί τήν ἡμέρα τῆς Κρίσεως. . . Γνωρίζετε πόσο δύναται νά βοηθήση ὁ Θεοτόκος Μητέρα μας μπροστά στό Θρόνο τῆς Παναγίας Τριάδος; 'Εάν δέν ὑπῆρχε Αὐτή, πιστεύω ὅτι αὐτός ὁ κόσμος θά ἐχάνετο ἀπό πολύ παλαιότερα!>

8. Σ' αὐτούς πού ἤρχοντο στίς 'Ακολουθίες τῆς ἐκκλησίας τούς ἔλεγε: <'Εδῶ κάνουμε μεγάλες 'Ακολουθίες, ἀλλά, ἐάν ὁ ἄνθρωπος δέν κάνει τίποτε, ἐκπληρώνεται αὐτό πού λέγει ἡ 'Αγία Γραφή: <῞Οταν ὁ ἕνας προσεύχεται καί ὁ ἄλλος δέν προσεύχεται, ὁ ἕνας κτίζει καί ὁ ἄλλος γκρεμίζει! Λοιπόν, αὐτή τήν συμβουλή σᾶς δίνω: <Μετά τήν πρωϊνή προσευχή νά διαβάζετε τόν 'Ακάθιστο ῞Υμνο τῆς Θεοτόκου μέ τό καντήλι της ἤ τό κερί ἀναμμένο. Καί θά ἰδῆτε ὅτι ἡ Θεοτόκος θά εἶναι στήν ζωή σας πρόθυμος βοηθός>.

9. ῎Ελεγε  ἕνας μαθητής του: <῞Οταν ἦλθα στόν π. Κλεόπα, τοῦ εἶπα ὅτι θέλω νά μείνω στό Μοναστήρι. Τότε ἡ Πανοσιότης του μοῦ εἶπε: <'Εάν ἀπεφάσισες νά πειθαρχῆς σέ τρία ξύλα τήν ἡμέρα (τόν κόπανο τῶν 'Ακολουθιῶν γιά ῎Ορθρο, 'Εσπερινό καί 'Απόδειπνο) καί νά τρώγης μία φορά τήν ἡμέρα, τότε ἠμπορεῖς νά μείνης στό Μοναστήρι!> Αὐτά τά λόγια του μ' ἐνίσχυσαν καί μέ παρεκίνησαν ν' ἀποφασίσω. Κατάλαβα ὅτι πρέπει νά γιγαντώσω τό θέλημά μου καί τότε ὁ Θεός θά μέ βοηθήση>.   

10. Πολλές φορές ὁ π. Κλεόπας ἔλεγε: <Τί εἴμεθα ἐμεῖς; ῞Ενα χωμάτινο χέρι ἐπάνω σ' ἕνα τάφο! 'Από τήν καλή γῆ ἐπλάσθημεν, ἀλλά τήν ἐμολύναμε καί πᾶμε πάλι στήν γῆ καί μολύνουμε τό ἔδαφός της! Λοιπόν, τί εἴμεθα ἐμεῖς;  Τροφή τῶν σκουληκιῶν!>

11. 'Ο π. Κλεόπας ἐπανελάμβανε συχνά: <Αὔριο, μεθαύριον πηγαίνω στόν Χριστό! Αὔριο ἀναχωρεῖ ὁ σαπισμένος γέρος! Αὔριο δέν θά ἰδῆτε παρά ἕνα σταυρό στόν τάφο μου! Αὔριο, μεθαύριο, αἰωνία ἡ μνήμη στόν σακάτη τόν γέρο! 'Ιδού ἕνα σαράβαλο δεμένο μέ ἕνα σύρμα! Αὔριο πηγαίνω στά ἀδέλφια μου. Αὐτοί μέ καλοῦν: <῎Αϊντε, ἀδελφέ! ῎Αφησε τίς συζητήσεις μέ τούς ἀνθρώπους!>

12. Πολλές φορές, ὅταν κάποιος τοῦ ηὔχετο: <Χρόνια πολλά, πάτερ, νά ζήσης>, ἡ Πανοσιότης του τόν σταματοῦσε καί τοῦ ἔλεγε: <῎Οχι ἔτσι, ἀλλά λέγε μου:  <Αἰωνία ἡ μνήμη, αἰωνία σου ἡ μνήμη, πάτερ!> ῎Η πάλιν ἔλεγε: <Χρόνια σου πολλά, βρωμισμένε γέρο!

13. Σ' αὐτούς πού τοῦ ἔλεγαν ὅτι εἶναι κυριευμένοι ἀπό τά πάθη τῆς ἀκολασίας, συχνά τούς ἔλεγε ὁ Γέροντας: <Θάνατος, θάνατος, θάνατος! Φέρετρο, φτυάρι, χῶμα, κασμᾶς. . . 'Ο Μέγας Βασίλειος μᾶς λέγει: <'Εάν θά ἰδῆς τήν πιό ὡραία γυναῖκα τοῦ κόσμου, φέρε τότε τόν νοῦ σου στό μνῆμα της, λίγες ἡμέρες μετά τόν θάνατό της. Τόση βρώμικη μυρουδιά καί σαπίλα μέ ὑγρά θά ἐξέρχωνται ἀπό τό σῶμα της, ὥστε ὅλα τά ἀποχωρητήρια τοῦ κόσμου δέν θά μυρίζουν τόσο πολύ>. 'Ιδού τί ἐπιθυμεῖτε νά ἀπολαύσετε.

14. ῞Οταν κάποιος ἤθελε νά τόν φωτογραφήση ὁ π. Κλεόπας τοῦ ἔλεγε: <Ζητεῖς ἕνα γάϊδαρο& φωτογράφισέ τον καί γράψε ἀπό πίσω <Κλεόπας!>

15. 'Ο π. Κλεόπας ἔλεγε: 'Ο Μέγας Βασίλειος μᾶς ἔλεγε ὅτι ἡ μεγαλύτερη φιλοσοφία, ἡ ὁποία φυλάγει τόν ἄνθρωπο ἀπό κάθε ἁμαρτία καί τόν ὁδογεῖ στόν παράδεισο, στήν μακαρία αἰωνιότητα εἶναι ὁ θάνατος. 'Ο θάνατιος καί οἱ στοχασμοί περί θανάτου. 'Ενῶ στόν νοῦ καί στήν καρδιά μας νά ἔχουμε τήν εὐχή τοῦ 'Ιησοῦ>.

16. ῎Αλλη φορά ἔλεγε: <Τό σῶμα αὐτό μᾶς τραβᾶ στό χῶμα, ὅπως μᾶς λέγει ὁ ἅγιος 'Ιωάννης ὁ Δαμασκηνός: <Τό χῶμα στό χῶμα τραβᾶ!> 'Αλλά ἐμεῖς δέν πρέπει νά τό ἀφήνουμε, δέν πρέπει νά τό ἀφήνουμε σ'αὐτή τήν πλάνη.

17. Γιά τίς γυναῖκες πού τοῦ ἔλεγαν ὅτι ἔχουν κακούς ἄνδρες, ὁ π. Κλεόπας τίς  συμβούλευε νά μή κάνουν ἐκτρώσεις, ἀλλά νά προσεύχωνται γι'αὐτούς: <Δέν τό λέγω ἐγώ, ἀλλά ὁ 'Απόστολος Παῦλος: <Μέ ποιό τρόπο ἐσύ, γυναῖκα, θά σώσης τόν ἄνδρα σου; Δέν γνωρίζεις ὅτι ἁγιάζεται ὁ ἄπιστος ἄνδρας μέσῳ τῆς πιστῆς γυναικός του καί τό ἀντίθετο; Καί τούς ἄνδρες ὁμοίως τούς συμβούλευε  καί πολλοί ἐχαίροντο βλέποντας θαύματα στά σπίτια τους.

18. Πολλοί Χριστιανοί σήμερα φοβοῦνται τούς μάγους καί τά μαγικά πού κάνουν. Σ' αὐτούς ὁ π. Κλεόπας τούς συμβούλευε: <Μή φοβεῖσθε τούς μάγους! Νά φοβῆσθε μόνο τόν Θεό καί μή Τόν στενοχωρῆτε μέ τίς ἁμαρτίες σας. Διότι τά μαγικά δέν ἠμποροῦν νά κάνουν κάτι κακό! 'Αφοῦ ἐξομολογηθῆτε, νηστεύσητε καί κάνετε καί τό ῞Αγιο Εὐχέλαιο, μή φοβῆσθε πλέον.

19. Στούς ἀσθενεῖς πού ἤρχοντο, τούς ἔγραφε στό τετράδιο ὀνομάτων γιά μνημόνευσι καί τούς ἔλεγε: <'Η μεγαλύτερη 'Ακολουθία γιά τούς ἀσθενεῖς εἶναι τό ῞Αγιο Εὐχέλαιο. 'Αλλά δέν ὠφελεῖ, ἐάν ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι ἐξομολογημένος. Συνεπῶς πρῶτα θά ἐξομολογηθῆτε ὅλα τά ἁμαρτήματά σας καί ὕστερα θά κάνετε καί τό Εὐχέλαιο μέ τρεῖς ἱερεῖς τό λιγώτερο, ἄν εἶναι δυνατόν>.

20. Στούς νέους πού ἤθελαν νά νυμφευτοῦν τούς συμβούλευε. Τούς εὐλογοῦσε, τούς ἔγραφε στό τετράδιο γιά τήν μνημόνευσι καί τούς ἔλεγε: <Προσεύχεσθε στήν Κυρία Θεοτόκο μέ μετάνοιες, νηστεία καί διαβᾶστε καί τόν 'Ακάθιστο ῞Υμνο της>.

21. ῎Ελεγε συχνά κι αὐτά τά λόγια στούς Χριστιανούς: <῞Οταν βλέπετε ὅτι κάποιος ἀπό τούς οἰκείους σας ἀσθενεῖ, εἴτε ὁ πατέρας, εἴτε ἡ μητέρα εἴτε τό ἀγόρι, τό κορίτσι ἤ καί ὁποιοσδήποτε εἶναι, μή καλῆτε ἀμέσως τόν γιατρό, ἀλλά τόν ἱερέα γιά νά τόν ἐξομολογήση. Διότι, Θεός φυλάξοι, ἐάν τόν ἁρπάξη ὁ θάνατος ἀνεξομολόγητον καί μέ βαρειές ἁμαρτίες, δέν τόν συγχωροῦν ὅλες οἱ ἄλλες 'Ακολουθίες, οὔτε τόν ὠφελοῦν σέ κάτι, ἐφ'ὅσον δέν ὡμολόγησε μέ εἰλικρίνεια τίς ἁμαρτίες του στόν Πνευματικό. 

22. ῞Οταν κάποιος ἠσχολεῖτο μέ τούς καιρούς αὐτῆς τῆς ζωῆς καί τόν ἐρωτοῦσε: <Τί θά γίνη, πάτερ;. . . . 'Η Πανοσιότης του ἀπαντοῦσε ὡς ἑξῆς: <Τά χρόνια καί τούς καιρούς τά ἔθεσε ὁ Πατήρ ὑπό τήν ἐξουσία Του. ῞Οπως θέλει ὁ Πατήρ ἔτσι καί θά γίνουν!> 'Ενῶ, ἐάν κάποιος τοῦ ἔλεγε: <῎Εξω ἡ κατάστασις στόν κόσμο εἶναι ἄσχημη>, ὁ Πατήρ ἀπαντοῦσε:<Κάθε τί πού δίνει ὁ Κύριος εἶναι καλό>.

23. Στούς Μοναχούς καί Δοκίμους πού ἤθελαν νά ἀναχωρήσουν γιά τήν ἔρημο, τούς ἔλεγε: <῎Εχεις στό Μοναστήρι 20 χρόνια καί στήν ὑπακοή καί νοιώθης ὅτι εἶσαι χειρότερος ἀπό ὅλους; Μόνο τότε ἠμπορεῖς νά ὑπάγης στήν ἡσυχία! ῞Οποιος θέλει νά ὑπάγη στήν ἔρημο, λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος, νά πάρη ἕνα ἤ δύο ἀδελφούς μαζί του, ἀφοῦ ἤδη ἔχει τήν ἐμπειρία τῆς ὑπακοῆς καί τῆς ἐκκοπῆς τοῦ ἰδίου θελήματος στό Μοναστήρι>.

24. Πάλιν ἔλεγε: <'Ο Πνευματικός τῶν καλογραιῶν πρέπει νά ἔχη ἡλικία τό ὀλιγώτερο 50 ἐτῶν καί 20 χρόνια ὑπακοῆς στό  Μοναστήρι>.

25. 'Ακόμη καί ὅταν ἔπινε νερό, ζητοῦσε εὐλογία ἀπό τούς μαθητάς του ἔστω κι ἀπό ἕνα Δόκιμο, γιά νά τούς δίνη τό καλό παράδειγμα τῆς ταπεινώσεως.

26. 'Ενίοτε, ὅταν συνέβαινε νά μπῆ στό κελλί του νά κάνη προσευχή καί ἤρχοντο Χριστιανοί, ἡ Πανοσιότηςς του τούς ἔλεγε: <Μπῆκα στό κελλί μου καί δέν ἔκανα προσευχή. Μπῆκα σάν κλέπτης καί βγῆκα σάν ληστής!>  Σηκωνόταν, λοιπόν, ἔκανε τό λιγώτερο τρεῖς μετάνοιες μέχρι τό ἔδαφος, λέγοντας: <Παναγία τριάς, ὁ Θεός ἡμῶν, δόξα σοι!> Κατόπιν ἔκανε καί μία μετάνοια στήν 'Υπεραγία Θεοτόκο.

27. 'Ο ἴδιος μαθητής του μᾶς ἔλεγε: <῞Οταν ζητούσαμε εὐλογία νά φᾶμε, ὁ π. Κλεόπας μοῦ ἔλεγε αὐτό τόν λόγο: <Φάγε, πίε, κοιμήσου!> καί τόν ἐρώτησα: <Πῶς λέγεις αὐτό τόν λόγο;  καί αὐτός μοῦ εἶπε:<Φάγε, ὅταν πεινᾶς, πίνε ὅταν διψᾶς καί κοιμήσου, ὅταν νυστάζεις!>

28. 'Η Πανοσιότης του ὡμιλοῦσε πολλές φορές γιά τίς ἀδυναμίες καί ἀσθένειές του, λέγοντας τά ἑξῆς: <'Ο σάπιος γέρος τῶν 86 ἐτῶν μέ τίς ἕξι ἐγχειρήσεις, τό χέρι σπασμένο καί τά πλευρά σπασμένα. . . >'Οποιοσδήποτε ἐρχόταν στήν Πανοσιότητά του, ἔβαζε τόν μαθητη του νά τούς λέγη τόν ἀνωτέρω λόγο. Μερικοί ἔλεγαν στόν μαθητή του: <Γιατί μᾶς λέγεις ἐσύ αὐτά; 'Εμεῖς ἤλθαμε στόν π. Κλεόπα γιά μία συμβουλή! Γιατί μᾶς ἀραδιάζεις τίς ἀσθένειες καί ἀδυναμίες του;

29. 'Ερώτησε κάποτε κάποιος μοναχός τόν π. Κλεόπα, ἄν ἐπιτρέπεται νά βγῆ ἔξω ἀπό τό Μοναστήρι χωρίς ράσα. Καί ὁ Πατήρ τοῦ ἀπήντησε: <Τήν ἡμέρα πού θά ὑπάγης σ' ἕνα τόπο, ἔξω ἀπό τό Μοναστήρι, χωρίς ράσα, ἔχεις νά κάνης 1000 μετάνοιες! 'Εάν δέν τίς κάνεις, θά τίς πάρης μαζί σου>.

30. ῎Ελεγε πάλιν ὁ μαθητής του: <Ποτέ δέν εἶδα τήν πανοσιότητά του νά στέκεται χωρίς τό ράσο ἤ ἔστω καί μέσα στό κελλί του χωρίς τό ζωστικό του (ἀντερί). 'Ακόμη ἔξω ἀπό τό ζωστικό του φοροῦσε μία ζακέττα ἤ ἕνα γελέκο.

31. Πολλές φορές μᾶς ἔλεγε: <'Η 'Εκκλησία εἶναι ἡ μητέρα μας! Μήν ἀφήνετε τήν 'Εκκλησία, διότι ἑνούμεθα δι'Αὐτῆς μέ τόν Χριστό. 'Εδῶ μέσα στήν 'Εκκλησία συναρμονίζονται ἡ Μάρθα καί ἡ Μαρία (δηλ. οἱ πνευματικές καί ὑλικές ἐνασχολήσεις. 'Η Μαρία ἐκπροσωεπῖ την πνευματική μέριμνα, ἐνῶ ἡ Μάρθα τήν ὑλική, κατά τόν περικοπή τοῦ Κυρίου). Κρατεῖτε τήν τάξι τῶν 'Ακολουθιῶν καί τῆς τραπέζης τοῦ φαγητοῦ, σύμφωνα μέ τό Τυπικό. 'Η 'Εκκλησία μᾶς ἀγκαλιάζει ὅλους>.

32. ῎Ελεγε ἀκόμη ὁ μαθητής του: ῞Οσο καιρό ἤμουν μαθητής του, αὐτός συνήθως ἔκανε τόν ἑξῆς πνευματικό του Κανόνα τῆς προσευχῆς: <Τίς πρωϊνές προσευχές, τόν 'Ακάθιστο ῞Υμνο μέ τόν Κανόνα. 'Εάν ἦτο ἡμέρα κάποιου μεγάλου 'Αγίου, ἐδιάβαζε τούς Χαιρετισμούς τοῦ 'Αγίου. Κατόπιν ἐδιάβαζε τό ὀλιγώτερο τρία Καθίσματα ἀπό τό Ψαλτήριο καί μερικούς Κανόνες ἀπό τό Θεοτοκάριο, ἐάν δέν ἐνωχλεῖτο ἀπό τούς Χριστιανούς.

Στίς 3-4 τό ἀπόγευμα ἄρχιζε τόν Κανόνα τῶν βραδυνῶν του προσευχῶν καί συγκεκριμένα: 'Εδιάβαζε δύο-τρεῖς Κανόνες ἀπό τό Θεοτοκάριο, τόν Κανόνα τῆςε μετανοίας, τόν Κανόνα τοῦ Φύλακος 'Αγγέλου, τόν Κανόνα τῶν 'Αγίων Πάντων καί τό ὀλιγώτερο τρία Καθίσματα ἀπό τό Ψαλτήριο. Μετά συνωμιλοῦσε μέ τούς Χριστιανούς καί καθόταν καί στήν Τράπεζα κι ἔκανε καί τήν βραδυνή προσευχή.

Τά μεσάνυκτα σηκωνόταν κι ἐδιάβαζε τό Μεσονυκτικό. ῎Αλλοτε ἐδιάβαζε τό Ψαλτήριο καί τό ὀλιγώτερο ἐπί μία ὥρα ἔλεγε τήν εὐχή τοῦ 'Ιησοῦ. Σχεδόν πάντοτε τόν ἔβλεπες μέ τό κομποσχοίνι στό χέρι καί μέ τόν δάκτυλό του νά τό κινῆ καί νά προσεύχεται. 'Εδιάβαζε ἀκόμη τήν 'Αγία Γραφή καί τούς 'Αγίους Πατέρας>.

33. ῞Οταν τόν ἐρωτοῦσαν οἱ Χριστιανοί ἐάν εἶναι καλό νά διαβάζουν τό Ψαλτήριο, ὁ π. Κλεόπας τούς ἀπαντοῦσε: <'Ο Μέγας Βασίλειος λέγει ὅτι εἶναι καλλίτερο νά σταματήση ὁ ἥλιος τήν τροχιά του, παρά νά παραμένη τό Ψαλτήριο ἀδιάβαστο στά σπίτια τῶν Χριστιανῶν>. Καί, ὅπως ὁ ἥλιος εἶναι ὁ μεγαλύτερος πλανήτης ἀνάμεσα στούς ἄλλους, ἔτσι καί τό Ψαλτήριο εἶναι  ἀνάμεσα στά ἄλλα θεόπνευστα βιβλία>. Νά ἔχετε τό Ψαλτήριο σάν ἕνα ἡδύτατο γλυκό. ῞Οταν πεινᾶτε, κόβετε μία φέτα καί τρώτε λίγο. Κάνετε τίς δουλειές σας. Μετά διαβάζετε πάλι ἕνα Κάθισμα, δύο, τρία, ὅσα μπορεῖτε>.

34. Κάθε βράδυ ἔβγαινε ἔξω, προπαντός τά μεσάνυκτα. Κυρίως τόν χειμῶνα στεκόταν λίγο ἔξω. ῎Ελεγε τήν εὐχή τοῦ 'Ιησοῦ>, ἄκουγε τά νυκτοπούλια, παρατηροῦσε τόν ἔναστρο οὐρανό καί χαιρόταν τήν νυκτερινή ἡσυχία. 'Επιθυμοῦσε νά παίρνη ἀέρα, ἀφοῦ ἐτελείωνε τό Μεσονυκτικό, κι ἐνῶ οἱ ἄλλοι ἐκοιμοῦντο, γιά νά μή τόν ἐνοχλοῦν. ῞Ομως πολλές φορές ἤρχοντο καί τόν ἐνωχλοῦσαν ἀδελφοί. Τότε, βλέποντας ὅτι δέν λυτρώνεται ἀπ' αὐτούς, μιλοῦσε λίγο μ'αὐτούς ἤ ἔφευγε γρήγορα γιά τό κελλί του.

35. 'Ενίοτε ἔλεγε κι αὐτά τά λόγια: <Τί νά κάνω, διότι οἱ ῞Αγιοι Πατέρες λέγουν: <Φεῦγε καί σώζου! Φεῦγε ἀπό τόν κόσμο!> Τό ἴδιο λέγει καί ὁ Σωτήρ μας: <Οὐαί ὅταν καλῶς ὑμᾶς εἴπωσιν πάντες οἱ ἄνθρωποι& κατά τά αὐτά γάρ ἐποίουν τοῖς ψευδοπροφήταις οἱ πατέρες αὐτῶν>. (Λουκᾶ 6, 26).

36. Πρός ὅλους τούς Μοναχούς, πού ἤρχοντο γιά ἕνα πνευματικό λόγο, ὁ Γέροντας τούς ἐρωτοῦσε ἀπό ποιό Μοναστήρι ἦσαν, ἐάν εἶναι μέσα σέ δάσος, ἐάν ἔχη κοινοβιακή ζωή, δηλαδή ἕνα ταμεῖο, μία τράπεζα καί μία ἐκκλησία. Κατόπιν τούς ἐρωτοῦσε ἐάν τρώγουν κρέας στό Μοναστήρι τους.  

'Εάν τοῦ ἔλεγαν ὅτι τρώγουν κρέας, ὁ Πατήρ ἐλυπεῖτο καί τούς ἔλεγε: <῎Επρεπε νά ἤμουν ἐγώ ἐκεῖ! Βλέπετε τόν ἅγιο Καλλίνικο Τσερνίκας; (῞Αγιος τῆς Ρουμανικῆς 'Εκκλησίας, 'Ιεράρχης καί θαυματουργός πού ἐκοιμήθη τό 1867. Βλέπε Ρουμανικό Γεροντικό σελ. 255) 'Αθετήσαμε τίς ἐντολές του> Κι ἔδειχνε μέ τό δάκτυλό του τήν εἰκόνα τοῦ 'Αγίου. 'Ο ἅγιος Καλλίνικος ἔγραψε στήν Διαθήκη του: <'Εάν μοναχός ἤ μοναχή θά φάγη κρέας στό μοναστήρι ἤ στόν κόσμο, τότε νά συγκεντρωθῆ ὅλη ἡ 'Αδελφότης τῆς Μονῆς, νά τήν καταρασθῆ καί νά τόν (τήν) κτυπήση μέ 39 ραβδιές στήν πλάτη!> Πάρε κι αὐτή, πάρε καί τήν ἄλλη! Καί νά μή ἐξέλθη πάλι ἀπό τήν Μονή.

37. Στήν περίοδο τοῦ ἀθέου Κομμουνισμοῦ, ὁ π. Κλεόπας ἔμεινε πολλά χρόνια στήν ἔρημο, ἀλλά οἱ ἀγῶνες καί οἱ πειρασμοί τούς ὁποίους ὑπέμεινε παρέμειναν ἄγνωστοι. Λίγες πληροφορίες ἔχουμε. ῞Οταν ὁ Πατήρ ἦτο στήν ζωή, μᾶς ἔλεγε ὅτι θά τά μάθουμε καί τά ἄλλα μετά τόν θάνατό του.

38. -Πάτερ Κλεόπα, τόν ἐρώτησε ἕνας μαθητής του, πῶς περάσατε στήν ἔρημο ἐπί 10 καί πλέον χρόνια καί τί εἴδους πειρασμούς εἴχατε; ῎Ακουσα ὅτι πολεμήσατε μέ τόν νοητό ἐχθρό! Πῶς καί μέ τί σᾶς ἐπολέμησε;     -'Εάν θέλης νά μάθης πῶς εἶναι στήν ἔρημο, πήγαινε κι ἐσύ καί στάσου ἐκεῖ ἕνα χρόνο καί θά ἰδῆς!

39. ῞Ενας ἀδελφός ἐρώτησε τόν π. Κλεόπα:

-Τί νά κάνω, Πανοσιώτατε, γιά νά σωθῶ;

-Νά ἔχης δεξιά σου τόν φόβο τοῦ Θεοῦ κι ἀριστερά σου τόν φόβο τοῦ θανάτου, ἐνῶ στό μυαλό σου καί στήν καρδιά σου          τήνπροσευχή τοῦ 'Ιησοῦ& ἔτσι θά γίνης ἅγιος, ἀδελφέ μου!

40. ῎Αλλος ἀδελφός ἐρώτησε τόν Γέροντα:

-Πάτερ, προσευχήσου καί γιά μένα τόν ἁμαρτωλό, καί, ὅταν θά πᾶς στόν Κύριο νά μή μέ ξεχάσης.

-Ναί! 'Εσύ νά τρώγης καί νά κοιμᾶσαι μέχρι χορτασμοῦ καί ἐγώ θά προσεύχωμαι γιά σένα! Πολύ ὡραία ἡ ἐπιθυμία σου, ἀδελφέ!  

41. ῞Ενας πατήρ ἐρώτησε τόν Γέροντα πῶς νά προσεύχεται κι ἐκεῖνος τοῦ εἶπε:

-Πρῶτα προσεύχου μέ τό στόμα κι ἀπό τό στόμα ἡ προσευχή περνάει στόν νοῦ καί κατόπιν στήν καρδιά. 'Αλλά γι'αὐτή τήν ἐργασία χρειάζεται πολλή ἐργασία καί κόπος, πολλά δάκρυα καί τήν Χάρι τοῦ 'Αγίου Πνεύματος!

42. -Πάτερ Κλεόπα, δώστε μου μία ὠφέλιμη συμβουλή! τοῦ εἶπε ἕνας πατήρ καί ὁ Γέροντας τοῦ εἶπε:

-Μή ξεχνᾶς τόν θάνατο. Τόν θάνατο, τόν θάνατο, τόν θάνατο! 'Ο φόβος τοῦ θανάτου μᾶς φυλάγει ἀπό κάθε ἁμαρτία.

43. Εἶπε ὁ Γέροντας σ' ἕνα ἀδελφό:

-'Ετοιμάσου γιά πειρασμούς, νά δεχθῆς ξύλο, νά πεινάσης καί νά διψάσης. Λοιπόν, ἐάν σέ ἀπομακρύνουν ἀπ' ἐδῶ, μή φεύγης! Νά σταθῆς στήν πόρτα τοῦ Μοναστηριοῦ καί, ἐάν σέ πάρη ἡ ἀστυνομία, νά γυρίσης ὀπίσω καί νά πεθάνης στό Μοναστήρι!>

44. ῞Ενας ἀδελφός τόν ἐρώτησε:

-Πῳς πρέπει νά ἑτοιμάζωμαι γιά τό Μοναστήρι; 

-῞Οταν ἔλθης στό Μοναστήρι, ἔτσι πρέπει νά ἔλθης: Νά εἶσαι ἀποφασισμένος νά ὑπομένης τόν θάνατο κάθε ἡμέρα ἀπό ὅλους!>

45. ῞Ενας ἀδελφός εἶπε στόν Γέροντα:

-Δέν ἠμπορῶ νά προσεύχωμαι ἀρκετά! Τί νά κάνω;

-Δέν ἀκοῦς τί λέγει ὁ 'Απόστολος;  <'Αδιαλείπτως προσεύχεσθε!> Συνεπῶς, προσεύχου, ὅσο περισσότερο ἠμπορεῖς ἡμέρα καί νύκτα καί θά αἰσθάνεσαι τήν Χάρι τοῦ 'Αγίου Πνεύματος στήν καρδιά σου!

46. ῞Ενας Χριστιανός ἐρώτησε τόν π. Κλεόπα:

-Πάτερ, ἡ γυναῖκα μου αὐτοκτόνησε, ὅταν ἦτο μόνη της στό δωμάτιό της. Τήν εὑρῆκα κρεμασμένη. 'Ημπορῶ νά τήν μνημονεύω μαζί μέ τούς ἄλλους νεκρούς στό σπίτι μου καί στήν ἐκκλησία; 

Τότε ὁ Γέροντας τῆς εἶπε κατηγορηματικά:

-῎Οχι! Δέν ἔχομεν ἄδεια νά μνημονεύουμε κανέναν ἀπ' αὐτούς πού αὐτοκτόνησαν, ἔστω καί νά εἶναι στενοί συγγενεῖς μας. Τούς ἀφήνουμε ἐξ ὁλοκλήρου στό ἔλεος τοῦ Θεοῦ! Εἶναι δυνατόν νά μνημονεύωνται στήν 'Ακολουθία μόνο αὐτοί πού ἔπασχαν ἀπό ψυχολογικά προβλήματα.

47. ῞Ενας ἄλλος ἀδελφός εἶπε στόν Γέροντα:

-Πάτερ, ἐάν εἴμεθα στήν φυλακή διά τήν Πίστιν μας καί, ἐάν μᾶς ἀλλάξουν τόν σταθερό λογισμό μας διά ὑπνωτισμοῦ καί ἄλλων μέσων, ἔχουμε κάποια ἐνοχή;

-Δέν ἠμπορεῖ νά σέ ἀλλάξη κανείς, ἐάν στήν καρδιά σου ἔχεις τόν Χριστό. . . 'Αλλά πρέπει νά εἶσαι σέ κάποιο βαθμό ἐσωτερικῆς προσευχῆς. ῞Οταν λέγης: <Κύριε 'Ιησοῦ Χριστέ. . . . > τρέμει ὅλη ἡ κόλασις, μόνο νά τήν λέγης ἀπό τήν  καρδιά σου!

48. Πόσες στολές ρούχων πρέπει νά ἔχη ὁ μοναχός; Τόν ἐρώτησε κάποιος.

-Δύο σειρές ρούχων εἶναι ἀρκετές! Τί; Θέλεις νά γίνης ἐρημίτης μέ μία καρότσα ροῦχα;  'Ενῶ, ὅταν σχίζωνται νά βάζης ἅνα μπάλωμα κίτρινο,  κόκκινο ἤ πράσινο ἀναλόγως!. . .

49. Πρός τούς τεμπέληδες μοναχούς ἔλεγε ὁ Πατήρ:

-<Σήκω ἀλήτη, δηλαδή σῶμα, στήν δουλειά καί ἐσύ νοῦ στά πόδια τοῦ Κυρίου, δηλαδή στήν προσευχή. . . >

50. Μία φορά ἦλθε ἕνας ἀδελφός στόν π. Κλεόπα. 'Αφοῦ τόν εἶχε ἀκούσει πάρα πολλές φορές, μετά τόν ἐρώτησε: <  Πάτερ, τί νά κάνω γιά νά σωθῶ; Καί ὁ Πατήρ, ὁ ὁποῖος ἐγνώριζε τήν καρδιά του, τοῦ ἔδωσε μία ἀπάντησι στά μέτρα του, λέγοντάς του: <Κάνε ὅ, τι ξέρεις καί θά σωθῆς!>  Τότε αὐτός ἐξετάζοντας τόν ἑαυτό του ἀντελήφθηκε ὅτι δέν ἔχει ἄγνοια γνώσεων, ἀλλά πνευματικά βιώματα.

51. Πάλιν ἔλεγε ὁ Γέροντας σ' ἕνα ἀπό τούς μαθητάς του: <῞Οταν θά σταθῆς 9 χρόνια στό μοναστήρι καί θά ἀκοῦς ἑπτά κτυπήματα τήν ἡμέρα (τόν κόπανο γιά τήν ἔναρξι τῶν ἑπτά καθημερινῶν ἐκκλησιαστικῶν 'Ακολουθιῶν) καί φαγητό μία φορά τήν ἡμέρα, τότε θά εἶσαι καλός μοναχός!>

52. ῞Ενας ἀδελφός ἐρώτησε τόν π. Κλεόπα, πῶς ἠμπορεῖ νά σωθῆ. 'Ο Πατήρ τοῦ ἀπήντησε:

-'Υπομονή, ὑπομονή, ὑπομονή! καί ὅταν σοῦ φανεῖ ὅτι τήν ἀπέκτησες, ἄρχισε ἀπό τήν ἀρχή: 'Υπομονή, ὑπομονή, ὑπομονή.

Καί ὁ ἀδελφός τόν ἐρώτησε:

-Γιά πιό πρᾶγμα νά ὑπομένω;

-Νά ὑπομένης ὅλες τίς ἐπιπλήξεις καί ὅλες τίς ἀτιμίες γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ!

53. ῞Ενας πατήρ τόν ἐρώτησε πάλι:

-Πότε μπορῶ νά γίνω σαλός γιά τόν Χριστό;

-Μετά ἀπό 40 χρόνια μοναχικῆς ζωῆς!

54. ῎Αλλοτε ἐδίδασκε τούς 'Αδελφούς ὡς ἑξῆς:

<῞Ολα σ' αὐτή τήν ζωή εἶναι παροδικά! Νά φροντίζετε  πολύ γιά τήν ψυχή σας, νά ἐξομολογῆσθε, νά κοινωνῆτε, νά ἔχετε καθαρή ζωή, νά κάνετε ἐλεημοσύνη, νά κάνετε ἀπ' ὅλα, ὅσα μπορεῖτε καί νά ζῆτε μέ ἀγάπη οἱ μέν πρός τούς δέ, διότι ἡ ἀγάπη οὐδέποτε πεθαίνει!>

55. Σ'  ἄλλους Πατέρας ἔλεγε:

<'Από τήν κόλασι κανείς δέν μπορεῖ νά μᾶς βγάλη, παρά μόνο τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ καί τά καλά μας ἔργα.

56. ῎Ελεγε καί αὐτά: <Νά εἶσθε πρός τόν Θεό μέ τήν καρδιά τοῦ υἱοῦ, πρός τόν ἑαυτό σας μέ τόν νοῦ τοῦ δικαστοῦ καί πρός τόν πλησίον σας νά στέκεσθε μέ τήν καρδιά τῆς μητέρας>.

57. ῎Ελεγε πάλι ὁ Γέροντας: <Τό διακόνημα χωρίς προσευχή μοιάζει μέ τό ἡμεροκάματο ἑνός ἐργάτη, ἐνῶ αὐτός πού κάνει τό διακόνημά του μαζί μέ προσευχή, ἐπιτελεῖ λειτουργία.

58. ῎Ελεγε πάλι: <'Η ταπείνωσις γεννᾶται ἀπό τήν ἀγόγγυστη ὑπακοή>.

59. ῎Ελεγε πάλιν: <'Η προσευχή δέν προσδιορίζεται ἀπό τόν χρόνο καί τόν τόπο. Αὐτή εἶναι ἡ τροφή τῆς ψυχῆς>.

60. ῞Ενας ἀδελφός ἀπό τό μοναστήρι ταράχθηκε διότι ἦλθαν μερικά παιδιά ἐκεῖ, ἔκαναν ἀταξίες κι ἔτρεχαν στούς γύρω λόφους. Βλέποντας τόν π. Κλεόπα, τόν ἐρώτησε τί νά κάνη. Καί ὁ Γέροντας τοῦ εἶπε: <Μή δίνης σημασία& κι ἐσύ δέν ἤσουν κάποτε παιδί;  'Εμένα τά παιδιά μοῦ εἶναι πολύ ἀγαπητά, διότι εἶναι σάν ἄγγελοι! Καί φοβοῦμαι μή πέσουν καί σπάσουν κανένα ἀπό αὐτά τό χέρι ἤ τό πόδι τους. Αὐτά τ' ἀγάπησε καί ὁ Χριστός καί εἶπε στούς Μαθητάς του: <῎Αφετε τά παιδία ἐλθεῖν πρός με καί μή κωλύετε αὐτά& τῶν γάρ τοιούτων ἐστιν ἡ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν>. 

61. ῎Ελεγε ὁ π. Κλεόπας κι αὐτά τά λόγια: <Μή δώσης συμβουλή σέ κάποιον πρίν ζήσης πολύ καιρό μαζί του! Αὐτός πού συμβουλεύει κάποιον χωρίς πρίν νά τόν ἔχη ζήσει, ὁμοιάζει μέ μία πηγή  νεροῦ ζωγραφισμένη στό τοῖχο>. 'Ενῶ αὐτός πού ὁμιλεῖ ἀπό τήν πεῖρα του, ὁμοιάζει μέ μία ζωντανή πηγή>.

62.  ῞Ενας ἀδελφός ἐρώτησε τόν π. Κλεόπα:

-Τί νά κάνω γιά νά σωθῶ πάτερ;

Καί ὁ Γέροντας τοῦ εἶπε:

-῎Ακουσε, ἀδελφέ. 'Εσύ ξέρεις νά προσεύχεσαι, ξέρεις νά πηγαίνης στήν ἐκκλησία, ξέρεις νά νηστεύεις, ξέρεις νά κάνης ἐλεημοσύνη, ξέρεις ὅλες τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ. Μόνο νά θέλης νά τίς ἐφαρμόσης, διότι διαφορετικά δέν ἠμπορεῖς νά σωθῆς!

63. ῞Ενας ἀδελφός εἶπε στόν Γέροντα ὅτι εἶναι ἀπασχολημένος μέ τό διακόνημα καί δέν τοῦ μένει χρόνος γιά τήν προσευχή. Τί νά κάνη;

-'Αδελφέ μου, τοῦ εἶπε ὁ στάρετς, τό σῶμα εἶναι ἡ Μάρθα, ἐνῶ ἡ ψυχή εἶναι ἡ Μαρία! 'Η Μάρθα κοπιάζει γιά τά ὑλικά ἀγαθά, ἐνῶ ἡ Μαρία, ἡ ὁποία συμβολίζει τήν ψυχή, στέκεται παρά τούς πόδας τοῦ 'Ιησοῦ καί προσεύχεται. Γι'αὐτό λέγει ὁ Κύριος ὅτι <ἡ Μαρία τήν ἀγαθή μερίδα ἐξελέξατο>. Εἴμεθα ὑποχρεωμένοι νά συμφιλιώνουμε τήν Μάρθα καί τήν Μαρία, δηλαδή πρῶτα νά προσευχώμεθα καί κατόπιν νά κάνουμε καί τό διακόνημά μας προσευχόμενοι μέ τόν νοῦ καί τήν καρδιά.

64. Κάποτε ἦλθε ἕνας δημοσιογράφος γιά νά κάνη μία συνέντευξι μέ τόν Γέροντα. Τοῦ εἶπε:

-Οἱ ἄνθρωποι ζητοῦν φῶς. . . Ζητοῦν νά πιοῦν νερό ἀπό καθαρές πηγές. . . Καί ὁ Γέροντας τοῦ ἀπήντησε:

-Ναί! Οἱ ἄνθρωποι ἔχουν φῶς τό ῞Αγιο Εὐαγγέλιο, τούς Προφῆτας, τούς 'Αποστόλους, τούς 'Αγίους Πατέρας, τούς μεγάλους 'Ησυχαστάς, καί τά ἑκατομμύρια τῶν Μαρτύρων μας. . . Λοιπόν, ἔχουν νά πάρουν φῶς, ἀλλά ἀπό ποῦ νά πρωτοπάρουν!

'Από ἐμένα μόνο σκοτάδι ἠμπορεῖ νά πάρη κάποιος. Διότι ἐγώ εἶμαι υἱός τοῦ σκότους καί ὄχι τοῦ φωτός. ῞Ενας ἁμαρτωλός ἄνθρωπος, γεμᾶτες κακίες, ἀδυναμίες καί ὑπναρᾶς. . . Δέν ἔχω τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, δέν ἔχω ἐγκράτεια, δέν ἔχω διάκρισι, δέν ἔχω τίποτε! Τά ἔχασα ὅλα ἐξ αἰτίας τῆς ἀκηδίας μου καί δέν ἔχω κανένα καλό ἔργο σ' αὐτόν ἐδῶ τόν κόσμο.

'Ο 'Απόστολος Παῦλος λέγει στήν ἐπιστολή του πρός 'Εβραίους ὅτι <ὁ Χριστός ἦλθε στόν κόσμο γιά νά σώση τούς ἁμαρτωλούς, ἀπό τούς ὁποίους πρῶτος εἶμαι ἐγώ>. 'Εάν ἐκεῖνος, πού ἀνέβηκε μέχρι τρίτου οὐρανοῦ, ἔλεγε ὅτι ἦτο ὁ πρῶτος ἁμαρτωλός, τί νά εἰπῶ ἐγώ; Τί νά εἰπῶ, ἀφοῦ κανένα καλό ἔργο δέν ἔκανα στόν ἅπαντα αἰῶνα;       

65. ῞Οταν πρό ὀλίγων ἐτῶν οἱ ἄνθρωποι ἦσαν ταραγμένοι ὅτι ὁ 'Αντίχριστος ἔρχεται, ὅτι θά ἔλθουν πόλεμοι καί ἄλλα παρόμοια ὁ π. Κλεόπας τούς ἔλεγε μέ δυνατή φωνή:<'Ο Πατήρ εἶναι στό τιμόνι!> Πᾶρτε καί διαβᾶστε τούς στίχους 10-11 τοῦ ψαλμοῦ 32: <Κύριος διασκεδάζει βουλάς ἐθνῶν, ἀθετεῖ δέ λογισμούς λαῶν καί ἀθετεῖ βουλάς ἀρχόντων, ἡ δέ βουλή τοῦ Κυρίου εἰς τόν αἰῶνα μένει, λογισμοί τῆς καρδίας αὐτοῦ εἰς γενεάν καί γενεάν>. Κατόπιν τούς ἐνεθάρρυνε λέγοντας: <Μή ταράζεσθε καί μή φοβῆσθε, διότι δέν θά γίνη, ὅπως θέλουν αὐτοί. ῞Ο, τι θέλουν αὐτοί ἄς κάνουν! 'Εσεῖς νά μή φοβῆσθε. Προσεύχεσθε καί κάνετε τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ μέ πίστι καί θά φύγουν οἱ δαίμονες!>

66. ῎Ελεγε ἀκόμη ὁ π. Κλεόπας: <Νά μή κάνης κανένα ἔργο, χωρίς νά τό σφραγίζης μέ τόν Τίμιο Σταυρό! ῞Οταν ἀναχωρῆς γιά ταξίδι, ὅταν ἀρχίζης τό ἔργο σου, ὅταν πηγαίνης νά διδάξης στό σχολεῖο σου, ὅταν εἶσαι μόνος σου ἤ καί μέ ἄλλους μαζί σφράγισε μέ τόν παντοδύναμο Σταυρό τό μέτωπό σου, τό σῶμα σου, τήν καρδιά σου, τά χείλη σου, τά μάτια σου, τά αὐτιά σου καί ὅλα τά μέλη σου νά τά σφραγίζης μέ τό σημεῖο τῆς νίκης τοῦ Χριστοῦ ἐπί τοῦ ῞Αδου. Καί τότε μή φοβᾶσαι ἀπό τά μαγικά ἤ τά ξόρκια καί τούς μάγους. Διότι ὅλα αὐτά λύνονται ἀπό τήν δύναμι τοῦ Σταυροῦ, ὅπως τό κερί λειώνει μπροστά στήν φλόγα τῆς φωτιᾶς καί ὅπως φεύγει ἡ σκόνη στόν ἄνεμο!>

67. Δύο νέοι ἐπαντρεύθηκαν καί ἀπέκτησαν καί παιδιά, ἀλλ'ὅμως δέν ἐγνώριζαν ὅτι εἶναι συγγενεῖς ἐξ αἵματος. 'Ο Πνευματικός τούς συμβούλευσε νά ἐξομολογηθοῦν στόν 'Επίσκοπο τῆς περιοχῆς τους καί νά ἀκολουθήσουν τήν συμβουλή του. Στό διάστημα αὐτό ὁ σύζυγος, ἐστάλη ἀπό ἄλλους ἀνθρώπους νά ζητήση συμβουλή ἀπό τόν π. Κλεόπα, τόν ὁποῖον δέν ἐγνώριζε.

Πηγαίνοντας ἐκεῖνος στόν Γέροντα, δέν ἠμποροῦσε νά τόν πλησιάση, διότι εἶχε περικυκλωθῆ ἀπό πολλούς ἀνθρώπους, ὡς συνήθως. Γι'αὐτό περίμενε νά ἔλθη ἡ σειρά του. Ξαφνικά, ὁ Γέροντας τόν καλοῦσε λέγοντάς του: <'Αντώνιε, ἔλα ἐδῶ>. Αὐτός ἐνόμιζε ὅτι κάποιον ἄλλον ἐφώναζε καί δέν ἐπῆγε. Μετά ἀπό λίγα λεπτά πάλι τόν ἐφώναξε ὁ π. Κλεόπας:<'Αντώνιε, ἔλα ἐδῶ>. 'Ο 'Αντώνιος μή γνωρίζοντας ποιός τόν καλοῦσε, δέν ἐπήγαινε. Τότε ὁ Γέροντας τόν ἐκύτταξε κατάματα καί μέ τό δάκτυλό του τοῦ ἔκανε νόημα νά τόν πλησιάση. 'Ο 'Αντώνιος ξαφνιάσθηκε. Κι ἔλεγε στόν ἑαυτό του: <Πῶς μέ ξέρει αὐτός ὁ πατήρ, ἀφοῦ ποτέ δέν μέ ἔχει ἰδεῖ μέχρι τώρα;  Κατόπιν ὁ π. Κλεόπας τόν συμβούλευσε ἀρκετά καί τόν ἀπέλυσε μέ εἰρήνη.

68. Δύο γυναῖκες κυριευμένες ἀπό τόν διάβολο ἦλθαν στόν π. Κλεόπα.  'Εκεῖνος τίς εὐλόγησε καί τούς εἶπε: <Μετά ἀπό τρία Εὐχέλαια, θά θεραπευθῆτε>. Καί ἔτσι ἔγινε μέ τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ.

69. Κάποια φορά ἦλθε στόν π. Κλεόπα ἕνας Πιστός μαζί μέ ἕνα αἱρετικό, ὁ ὁποῖος εἶχε παρασυρθῆ στήν θρησκετυτική ἑταιρεία τῶν Μαρτύρων τοῦ 'Ιεχωβᾶ. 'Ο Πιστός Χριστιανός εἶχε προσπαθήσει μέ πολλές συζητήσεις καί ἀποδείξεις νά τόν ἐπαναφέρη στήν ἀληθινή Πίστι. 'Ο αἱρετικός ἦτον γεμᾶτος ἀπό ἀπορίες καί ἐρωτήσεις καί δέν ἀνεγνώριζε τήν πλάνη του. Τότε ὁ Χριστιανός τόν ἔπειοσε νά πᾶνε μαζί στόν π. Κλεόπα.      

Στό κελλί τοῦ π. Κλεόπα ἦτο πολύς κόσμος, ὡς συνήθως& καί ὁ Πατήρ ὡμιλοῦσε μέ θέμα: <Πῶς πλανᾶ ὁ διάβολος τόν ἄνθρωπο>. Περιμένοντας νά τελειώση τό κήρυγμά του καί εὑρίσκοντας τήν κατάλληλη στιγμή, ἤθελε νά φέρη τόν αἱρετικό στόν Γέροντα γιά νά συζητήσουν καί νά γνωρίση τήν καθαρότητα τῆς 'Ορθοδόξου Πίστεως.

'Αλλά ἐκείνη τήν στιγμή εἶδε τόν αἱρετικό νά ἀκούη τόν π. Κλεόπα καί τό πρόσωπό του νά εἶναι ἀλλοιωμένο. 'Η μορφή του ἦτο πολύ χαρούμενη καί γεμάτη ἀπό μία ἀπερίγραπτη χαρά. 'Η καρδιά του εἶχε μεταμορφωθῆ καί δέν εἶχε πλέον καμμία ἐρώτησι μέσα του. ῞Οταν ὁ Χριστιανός ἠθέλησε ν' ἀνοίξη συζήτησι μαζί του καί μέ τόν π. Κλεόπα, ὁ αἱρετικός τοῦ εἶπε: <Δέν ἔχω κάτι νά ἐρωτήσω! Παρόμοιο ἄνθρωπο σάν κι αὐτόν δέν εἶδα στήν ζωή μου!

Αὐτό τό περιστατικό εἶναι ἕνα ἀπό τά ἀναρίθμητα παρόμοια, διότι ἄνθρωποι μπλεγμένοι μέ αἱρέσεις καί ἄλλες πλάνες, μόλις ἔβλεπαν τήν γαλήνια μορφή τοῦ π. Κλεόπα, εἰρήνευαν καί ἡ καρδιά τους μετεμορφώνετο κατά Χριστόν.

70. Μία ἄλλη φορά, μία πιστή γυναῖκα προερχομένη ἀπό οἰκογένεια διανοουμένων τῆς πόλεως Πιάτρα Νεάμτς ἦλθε στόν π. Κλεόπα πολλές φορές καί τοῦ ἔλεγε μέ δάκρυα γιά τήν ἀπιστία τοῦ συζύγου της, καθηγητοῦ τῆς Φυσικῆς, ὁ ὁποῖος ἦτο δεδηλωμένος ἄθεος. Μέ πρότασι τοῦ π. Κλεόπα ἡ γυναῖκα κατώρθωσε κι ἔπεισε τόν ἄνδρα της νά πᾶνε μαζί στόν Γέροντα. 'Εκεῖνος δέχθηκε, ἀλλά τῆς εἶπε: <Δέν ἔχω τίποτε νά συνομιλήσω μέ ἕνα παπᾶ! 'Εμένα δέν ἠμπορεῖ κανείς καί ποτέ νά μέ πείση!>

῞Οταν ἔφθασαν στήν Συχαστρία ὁ π. Κλεόπας ὡμιλοῦσε στούς ἀνθρώπους. 'Αφοῦ ἐτελείωσε, παρότι κουρασμένος ὁλόκληρη τήν ἡμέρα, δέν λυπήθηκε τόν ἑαυτό του. Στάθηκε νά συζητήση καί μέ τόν καθηγητή γιά θέματα ἀστρονομίας, ἀποστάσεως ἀστέρων μεταξύ τους, γιά τούς νόμους τῆς φύσεως, τῆς δημιουργίας καί γιά ἄλλα πολλά φυσικά φαινόμενα.

Στό τέλος τῆς συζητήσεως, ἡ ὁποία εἶχε φθάσει μέχρι τά μεσάνυκτα, ὁ καθηγητής ἔβγαλε ἕνα σημειωματάριο καί ἔγραφε λέγοντας: <Πάτερ, ἐσπούδασα σέ πολλά σχολεῖα, ἀλλά οὐδέποτε ἄκουσα αὐτά τά πράγματα πού μοῦ εἴπατε σήμερα! 'Από ποῦ γνωρίζετε ὅλα αὐτά; <Καί ποιός μ' ἐμποδίζει νά μή τά ξέρω;  τοῦ ἀπήντησε ὁ π. Κλεόπας. Στό τέλος ὁ καθηγητής ἐζήτησε νά ἐξομολογηθῆ.

Μετά ἀπό λίγο χρόνο, ἡ γυναῖκα τοῦ καθηγητοῦ ἦλθε χαρούμενη στήν Συχαστρία, λέγοντας στόν Γέροντα: <Πάτερ, Κλεόπα, ἀπό τότε πού ὁ σύζυγός μου συνωμίλησε μαζί σας, ἄλλαξε τελείως. Πηγαίνει στήν ἐκκλησία, προσεύχεται καί θέλει νά πείση καί ἄλλους πού δέν πιστεύουν στήν ὕπαρξι τοῦ Θεοῦ!>

71. ῞Ενας ἀρχάριος Δόκιμος μοναχός ἦλθε στόν Γέροντα καί τοῦ εἶπε: Πάτερ, ἔχω μεγάλο μῖσος κατά τοῦ διαβόλου. Δός μου ἄδεια νά διαβάσω τούς ἐξορκισμούς τοῦ Μεγάλου Βασιλείου! > 'Ο π. Κλεόπας τοῦ εἶπε: <'Εσύ νά κάνης κάτι τέτοιο; 'Αλλοίμονό σου! Μισεῖς τόν διάβολο καί δέν βλέπεις πόσο μῖσος ἔχουν αὐτοί ἐναντίον σου! Φῦγε ἀπ'ἐδῶ, δέν ἠμπορεῖς νά κάνης ἐσύ κάτι τέτοιο. . . . ῎Ακου, ἦλθε τίς προάλλες κάποιος στό μοναστήρι καί ἤθελε νά ἐξορκίση τόν διάβολο καί νά διαβάση τούς ἐξορκισμούς τοῦ Μεγάλου Βασιλείου. Μεγάλος ἐξορκιστής!

72. ῎Ελεγε κάποτε ὁ στάρετς σέ μιά ὁμάδα σπουδαστῶν θεολογικοῦ σεμιναρίου: <Μπορεῖς νά δώσης κανόνα στούς ἀνθρώπους νά κάνουν ἐλεημοσύνη. 'Αλλά ὄχι στούς πλουσίους. Αὐτοί ἔχουν <φίσκα> τίς τσέπες τους, ἔρχονται καί σοῦ βάζουν στό τραπέζι ἕνα μάτσο χρήματα καί σοῦ λέγουν: <'Ορῖστε, εἶναι ἕτοιμα! Τώρα ἔσωσα τήν ψυχή μου!> 'Αλλά ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ δέν ἀγοράζεται μέ χρήματα.

Αὐτούς πρέπει νά τούς βάλης νά νηστεύουν, νά κάνουν μετάνοιες, νά ἀγρυπνοῦν. Διότι τότε κοπιάζουν κι ἔχουν μισθό ἀπό τόν Θεό. 'Ελεημοσύνη θά εἰπῆς νά κάνουν οἱ πτωχοί. ῞Ενας πτωχός γιά νά βοηθήση τόν διπλανό του, σημαίνει ὅτι πρέπει νά κοπιάση νά εὕρη τά χρήματα, ἀκόμη θά δώση καί ἀπό τό ὑστέρημά του. ῎Ετσι θά ἔχη μισθό ἀπό τόν Θεό!>

73. ῞Οταν ὁ π. Κλεόπας ὑπηρετοῦσε ὡς Δόκιμος τότε Μοναχός στήν ποίμνη τῶν προβάτων τῆς Μονῆς, κάποια ἡμέρα ἡ ἀδελφή του, Μοναχή Αἰκατερίνη, πού ζοῦσε στό Μοναστήρι Παλαιά 'Αγαπία, τόν ἐπισκέφθηκε καί τοῦ εἶπε: <'Αδελφέ μου, μόνο ἐσύ νά ἐργάζεσαι στά πρόβατα καί πάντοτε στά πρόβατα καί στά δάση. Ζήτησε κι ἐσύ νά διακονήσης κἄπου ἀλλοῦ, γιά παράδειγμα, στήν ἐκκλησία>. 'Αλλά ὁ τότε Δόκιμος Κωνσταντῖνος τήν ἔδιωξε μέ τά ἑξῆς λόγια: <Φῦγε ἀπ' ἐδῶ μ'αὐτά τά λόγια πού μοῦ λέγεις>.

74. Μᾶς διηγήθηκε ἀκόμη ὁ π. Κλεόπας ὅτι κατά τά ἔτη 1930-1944 ζοῦσε στήν Κοινότητα Μπορλέστι τοῦ νομοῦ Νεάμτς ἕνας ἱεροψάλτης, ὁ ὁποῖος ἐκαλεῖτο Νικόλαος Δημητρίου. *Ητο ἕνας πολύ πιστός καί εὐλαβής Χριστιανός καί ἐρχόταν συχνά στό Μοναστήρι Συχαστρία. ῞Οταν ἔψαλε στόν χορό, ἔτρεχαν δάκρυα ἀπό τά μάτια του κι ὅλοι οἱ Χριστιανοί ὠφελοῦντο ἀπό τήν ἁγία ζωή του.

Κατόπιν ἀρώστησε καί ἀπέθανε. ῞Οταν τόν ἐπήγαιναν στό Κοιμητήριο, ἀνεστήθηκε καί ἔζησε ἀκόμη μερικά χρόνια. 'Εδιηγεῖτο πάντοτε μέ δάκρυα στά μάτια πῶς εἶδε τά βάσανα τῆς κολάσεως καί αὐτούς πού ἐβασανίζοντο μέσα σ' ἐκείνη τήν φωτιά. 'Ενῶ, ὅταν ἔψαλε στόν χορό, ὅλος ὁ κόσμος ἔκλαιγε μαζί του. Κάποιος τόν ἐρώτησε: <Γιατί κλαίει ὁ κόσμος ὅταν ἐσύ ψάλλεις; Καί ἐκεῖνος ἀπήντησε: <Διότι ψάλλω ἀπό τήν καρδιά μου καί στήν καρδιά μου φθάνει ἡ ψαλμωδία>.

῞Οταν ὁ π. Κλεόπας ἦτο νεαρός, καί εἶχε πάει λίγα τότε χρόνια στό Μοναστήρι, ὁ ψάλτης Νικόλαος εἶπε σ' ὅλους τούς 'Αδελφούς: <'Η ρίζα σας θά εἶναι ἀπ'αὐτόν>, δείχνοντας τόν νεαρό τότε Κωνσταντῖνο. Δηλαδή νά γνωρίζετε ὅτι θά εἶναι μελλοντικά ὁ ἡγούμενός σας.

Κι αὐτή ἡ προφητεία τοῦ ἱεροψάλτου ἐκπληρώθηκε τό ἔτος 1945. 

75. ῞Οταν ἦτο ἡγούμενος στήν Συχαστρία ὁ π. Κλεόπας συνέβη τότε οἱ τσοπάνηδες νά χάσουν τά πρόβατα τῆς Μονῆς. Τά ἀναζητοῦσαν παντοῦ καί δέν τά εὕρισκαν. 'Εφοβοῦντο νά τό εἰποῦν καί στόν στάρετς. Στό τέλος, ἀφοῦ ἔφθασαν σέ ἀδιέξοδο, τό εἶπαν στόν π. Κλεόπα. 'Εκεῖνος τούς ἄκουσε καί τούς ἔφερε στήν ἐκκλησία, ὅπου ὅλοι ἐστάθησαν γονατιστοί μπροστά στήν Εἰκόνα τῆς Παναγίας καί ἄρχισαν νά προσεύχωνται. 'Αφοῦ προσευχήθηκαν ὁ π. Κλεόπας σηκώθηκε καί τούς εἶπε: <῎Αϊντε νά πᾶμε μαζί μέχρι τήν Σύχλα καί τήν περιοχή Ρίπα τοῦ Κορόϊ>.

Καθ' ὁδόν ἔκαναν πολλές στάσεις, κάνοντας προσευχή μέ τήν καθοδήγησι τοῦ π. Κλεόπα. Στό τέλος τοῦ δρόμου ἔφθασαν σ' ἕνα μικρό ξέφωτο, ὅπου εὑρίσκοντο τά πρόβατα νά ξεκουράζωνται μέσα στήν ἡσυχία. Τότε ὁ π. Κλεόπας τούς εἶπε: <῎Εχομε μεγάλη χαρά, διότι εὑρήκαμε τά πρόβατα, ἀλλά χιλιάδες φορές μεγαλύτερη εἶναι ἡ χαρά μας, διότι μᾶς ὡδήγησε ἐδῶ ὁ Φιλάνθρωπος Θεός μας. 'Ιδού τί θέλω νά σᾶς εἰπῶ: <Νά μή ξεκινᾶτε νά κάνετε στήν ζωή σας τίποτε, χωρίς προσευχή μπροστά στόν Θεό καί τήν Κυρία Θεοτόκο>.

76. ῞Οταν ὁ π. Κλεόπας ἐπῆγε ὡς ἡγούμενος στό Μοναστήρι Σλάτινα, ἐπισκέφθηκε τούς διαφόρους χώρους. Κατ·ἀρχήν ἐπισκέφθηκε τό ἡγουμενεῖο καί μετά προχώρησε πιό πέρα. 'Επέρασε ἀνάμεσα σέ πολλά κελλιά καί τά εὐλόγησε. Μετά ἔφθασε σ' ἕνα δωμάτιο στό ὁποῖο τό μοναστήρι εἶχε συγκεντρώσει τά ἐργαλεῖα καί τά οἰκοδομικά ὑλικά. 'Εκεῖ στάθηκε χαρούμενος ὁ π. Κλεόπας καί εἶπε: <'Εδῶ θἀ εἶναι τό κελλί μου!>

Οἱ 'Αδελφοί χαρούμενοι κι αὐτοί, διότι ὁ Θεός τούς ἔστειλε ἡγούμενο γιά τήν ψυχική τους σωτηρία, ἀπεφάσισαν νά καθαρίσουν τήν ἀποθήκη ἐκείνη, νά πετάξουν ἔξω τά ὑλικά, ἀλλά ὁ π. Κλεόπας τούς σταμάτησε λέγοντάς τους: <'Αδελφοί, δέν χρειάζομαι βοηθόν, θά κάνω ἐγώ ὅ, τι χρειάζεται μέ τά χέρια μου!> Καί καταπιάσθηκε μέ τήν δουλειά. Σάν νἆταν ξυλουργός ἔβαλε ἕνα κρεββάτι καί γιά στρῶσι ἕνα ἁπλό ροῦχο πού φοροῦσε ἀπ' ἔξω, ἀπό τά ἄλλα ροῦχα του. Τό κοζιόκ, δηλαδή γελέκο ἀπό δέρμα προβάτου. 'Επάνω σ'αὐτό τό κρεββάτι του εἶχε καί τά βιβλία καί ὅλα τά γράμματα πού τοῦ ἔστελναν ἀπ' ὅλη τήν Ρουμανία.

77. 'Ο π. Κλεόπας ἔμεινε πολλά χρόνια στήν ἔρημο μαζί μέ τόν μαθητή του, τόν π. Βαρσανούφιο, ὁ ὁποῖος εἶχε ἔλθει στό μοναστήρι μέ τήν συμβουλή καί προσευχή τοῦ π. Κλεόπα. καί ἰδού πῶς ἐγνώρισε τόν Γέροντα ὁ π. Βαρσανούφιος:

῏Ητο νυμφευμένος καί ἐδούλευε στό δάσος. Κάποια ἡμέρα τοῦ ἔκλεψε κάποιος τό τσεκούρι καί ἐκεῖνος ἦλθε στήν Συχαστρία ν' ἀφήση χρήματα γιά νά κάνουν προσευχή οἱ 'Αδελφοί καί νά ἀποκαλυφθῆ ὁ κλέπτης. Τότε ὁ π. Κλεόπας τοῦ εἶπε λίγα λόγια γιά τήν σωτηρία τῆς ψυχῆς, τά ὁποῖα τόν ἔκαναν νά ξεχάση τό τσεκούρι καί νά σκέπτεται πλέον πῶς θά ἠμποροῦσε καί αὐτός νά ἀκολουθήση αὐτή τήν ὡραία μοναχική ζωή.

'Αφοῦ ἐξωμολογήθηκε στόν Πνευματικό καί ἐδιάβασε πολλά ἱερά βιβλία, ἀπεφάσισε νά ζήση μέ καθαρότητα μέ τήν σύζυγό του. 'Αλλά εἶχαν μεγάλους πειρασμούς ἀπό τόν διάβολο γιά νά μή ὑπηρετήσουν τόν Χριστό καί νά παραμείνουν στό σπίτι τους. Μία νύκτα ἦλθε ὁ διάβολος σ' αὐτούς σάν ἕνας μαῦρος καί σπανός ἄνθρωπος. Μέ τήν παρουσία του προκάλεσε ταραχές στό σπίτι. Τά τζάμια τῶν παραθύρων ἔσπασαν κι ἀκούσθηκε ἡ φωνή του πού τούς ἔλεγε: <Ταλαίπωροι, τί ἠμπορεῖτε ἐσεῖς νά κάνετε σέ μένα!> Κατόπιν ὁ διάβολος ἐξαφανίσθηκε. Μετά ἀπό τρία χρόνια ἀνεχώρησαν καί οἱ δύο γιά τά μοναστήρια. 'Ο σύζυγος ἐπῆγε στήν Συχαστρία καί ἡ σύζυγός του στήν Μονή Παλαιά 'Αγαπία.    

78. Τά πουλιά παρηγοροῦσαν πολύ τόν π. Κλεόπα. Συνωμιλοῦσε συχνά μέ τά <παλληκάρια τῶν δασῶν>, μέ τίς κουκουβάγιες, τά κοσσύφια καθώς καί ἄλλα τά ὁποῖα τραγουδοῦσαν καί χαροποιοῦσαν τόν Γέροντα.

'Ο π. Κλεόπας κάποτε μᾶς διηγήθηκε τό ἑξῆς περιστατικό: <Τί μεγάλη χαρά εἶχα ὅταν κοινώνησα γιά πρώτη φορά στήν ἔρημο! *Ηλθε ἕνα κοπάδι πουλιά καί μοῦ ἔψαλαν παρά πολύ ὡραῖα. . . !>. Καί ὁ στάρετς, ὅταν ἠμποροῦσε, ἐτάϊζε τά πουλάκια ἀπό τίς ἰδικές του πτωχές τροφές.

Αὐτή ἡ ἀγάπη του μέ τά πουλιά δέν διεκόπη, διότι δύο χρόνια πρίν ἀπό τήν κοίμησί του, ἀφοῦ κοινώνησε στήν ἐκκλησία, πηγαίνοντας γιά τό κελλί του συνοδευόμενος ἀπό δύο 'Αδελφούς, ἦλθε ἕνα κοπάδι μικρά πουλιά. Αὐτά ἐκάθοντο στούς ὤμους του, στά χέρια του, τσιμποῦσαν τά γένεια του καί τά ράσα του, χωρίς ὅμως νά ἀκουμβοῦν στούς ἄλλους δύο 'Αδελφούς! Μετά ἐπέταξαν μακριά κι ἄρχισαν νά κελαηδοῦν. Τότε ὁ π. Κλεόπας εἶπε: <Πόσο θά ἐπιθυμοῦσα νά ζήσω πάλι μέ τά πουλιά στό δάσος!>                   

79. ῎Ελεγε ἀκόμη ὁ Γέροντας: ῞Οταν συνελήφθην ἀπό τήν 'Ασφάλεια στήν Μονή Σλάτινα, ὡδηγήθηκα στήν πόλι Φαλτιτσένι. 'Εκεῖ μ' ἐκτύπησαν καί μ' ἔριξαν σ' ἕνα μπουντρούμι. ῞Ολοι σχεδόν ἀπό ἐκεῖ ἐξήρχοντο τρελλοί. Μ' ἔριξαν καί μένα ἐκεῖ μέσα μαζί μέ ἄλλους πολλούς γιά νά χάσω ἐκεῖ μέσα τά μυαλά μου. Δέν ἔβλεπα μέ τά μάτια μου καί δέν αἰσθανόμουν ἔστω λίγη ζέστη. Τότε κατέβασα τόν νοῦ στήν καρδιά μου κι ἄρχισα νά λέγω τήν εὐχή τοῦ 'Ιησοῦ.

Μετά, ὅταν μᾶς ἔβγαλαν, ἀπόρησαν μέ μένα, διότι ἀκόμη ὡμιλοῦσα καί περπατοῦσα χωρίς νά μέ βαστάζουν ἄλλοι.

80. Συχνά ὁ π. Κλεόπας ἀναφερόταν στίς ἁμαρτίες πού πηγάζουν ἀπό τήν φιλαυτία καί προέπτρεπε ὅλους στήν μετάνοια, λέγοντας: <Πηγή κάθε κακίας καί κάθε ἁμαρτίας εἶναι ἡ φιλαυτία! 'Η φιλαυτία εἶναι παράλογη ἀγάπη ἀπεναντι στό σῶμα μας καί εἶναι τό πιό δύσκολο καί τό πιό λεπτό ἀπ' ὅλα τά πάθη, τά ὁποῖα ὑποδουλώνουν τήν ἀνθρώπινη φύσι.

'Από τήν φιλαυτία μας γεννῶνται: 'Η ἐλεημοσύνη μόνο γιά τόν ἑαυτό μας, ἡ συμπάθεια μόνο τοῦ ἑαυτοῦ μας, ἡ δικαιοσύνη τοῦ ἑαυτοῦ μας, ἡ εὐχαρίστησις τοῦ ἑαυτοῦ μας, ὁ ἔπαινος τοῦ ἑαυτοῦ μας, ἡ δόξα τοῦ ἑαυτοῦ μας, ἡ φιλαρέσκειά μας, ἡ ἐπιβολή τῆς γνώμης μας κ ὅλες οἱ ἄλλες γνωστές καί ἄγνωστες ἁμαρτίες.

81. Μία πιστή γυναῖκα μᾶς ἐδιηγήθη πῶς ὁ πατέρας της θεραπεύθηκε μέ τίς προσευχές τοῦ π. Κλεόπα.

<῏Ητο τό τέλος τοῦ ἔτους 1995. 'Εγώ εἶχε φύγει πρίν λίγες ὧρες ἀπό τήν Συχαστρία καί εἶχα συναντήσει καί συνομιλήσει μέ τόν π. Κλεόπα. 'Ο πατέρας μου ἦτο πολύ ἄρρωστος καί γιά 40 περίπου χρόνια ἐβασανίζετο ἀπό τό πάθος τῆς μέθης. Μετά ἀπό πολλές προσπάθειες τόν ἔφερα κι αὐτόν μία ἡμέρα στόν Γέροντα. Αὐτός καθόταν κάτω ἀπό ἕνα δένδρο καί εἶχε τριγύρω του μερικούς Χριστιανούς. Καθίσαμε σέ σκαμνιά ἀπέναντι ἀπό τόν π. Κλεόπα, ὁ ὁποῖος ἐκείνη τήν στιγμή ὡμιλοῦσε πνευματικά θέματα.

Ξαφνικά σταμάτησε. 'Εκύτταξε ψηλά, ἐπάνω ἀπό τά κεφάλια μας καί ἄρχισε νά ὁμιλῆ γιά τό πάθος τῆς μέθης. 'Ο πατέρας μου, ἀπό τήν ἔκπληξί του, <μαρμάρωσε> ἐκεῖ στό σκαμνί πού καθόταν. 'Επέρασε ἀρκετή ὥρα. Στό τέλος ὁ π. Κλεόπας μᾶς εὐλόγησε, ὅπως ἔκανε συνήθως. 'Επλησίασα μαζί μέ τόν πατέρα μου κοντά του. 'Εκεῖνος ἔβαλε τά χέρια του ἐπάνω στό κεφάλι τοῦ πατέρα μου, ἔκαμε τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ καί τοῦ εἶπε:<῎Ετσι, ἀγαπητέ μου, νά ἐξομολογῆσαι καθαρά καί ἡ Θεοτόκος θά σέ βοηθήση. Θά ἰδωθοῦμε πάλι στόν παράδεισο!>

'Αναχωρήσαμε εἰρηνικοί. Τί συνέβη τότε δέν γνωρίζω. 'Επί 30 χρόνια δέν εἶχε ἰδεῖ τόν πατέρα μου νά κάνη τόν Σταυρό του, ἀλλά, μόλις ἐπιστρέψαμε στό σπίτι, μπῆκε στήν τραπεζαρία κι ἔκανε τρεῖς μεγάλες μετάνοιες. Τόν κυττάζαμε μέ τήν μητέρα μου καί ἐθαυμάζαμε χαρούμενες μ' αὐτό τό πρωτοφανές γεγονός. 'Από τότε ὁ πατέρας μου ἐξομολογεῖται τακτικά καί λυτρώθηκε ἀπό τό πάθος τῆς μέθης.

82. Μᾶς διηγήθηκε ὁ π. Κλεόπας, ὅταν ἦτο ἄρρωστος στό νοσοκομεῖο τοῦ 'Ιασίου: <Μετά τήν ἐγχείρησι, μέ μετέφεραν στήν ἐντατική. 'Εκεῖ κοιμήθηκα τρεῖς ἡμέρες καί τρεῖς νύκτες. ῞Οταν ξύπνησα, μοῦ εἶπαν: <Πάτερ, ξέρεις ὅτι κοιμήθηκες τρία ἡμερόνυκτα καί ὅλο αὐτό τό διάστημα ὡμιλοῦσες;

-Δέν ξέρω τίποτε! Τί ἔλεγα καί ὡμιλοῦσα;

-Πάτερ, ξέρεις πόσα κηρύγματα μαγνητοφώνησα; Πάρε ν' ἀκούσης τί μαγνγητοφώνησα! Μοῦ ἔδειξαν μία κασσέτα ὁλόκληρη. ῏Ησαν κηρύγματα πού εἶχα κάνει πρίν 30-40 χρόνια. ῞Ομως ἐγώ δέν καταλάβαινα τίποτε!>

83. Μᾶς ἐδιηγεῖτο ἀκόμη ὁ π. Κλεόπας: <῞Οταν ἤμουν στό 'Ιάσιο γιά ἐγχείρησι, ἔπρεπε νά μοῦ κάνουν οὐρογραφία στά νεφρά. Τότε ἦτο Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Μοῦ ἔκαναν μία ἀνάλυσι καί δέν βγῆκε. Μετά ἦλθε σέ μένα μία γιατρίνα καί μοῦ εἶπε:

-Γιά νά κάνω οὐρογραφία στά νεφρά, πρέπει νά φᾶτε τρία αὐγουλάκια.

-῎Ακουσέ με, κυρία μου, κι ἄν μοῦ δώσης βουνά ἀπό χρυσό ἀπό τά βουνό Νικολίνα μέχρι τό Κοπόου,  ἐγώ τρία αὐγουλάκια Μεγάλη Τεσσαρακοστή δέν τρώγω!

-Ναί, ἀλλά γι' αὐτό ἤλθατε στό νοσοκομεῖο καί γι' αὐτό τόν λόγο θά πεθάνετε!

-Καί ἄν πεθαίνει ἕνα πρόβατο, τί μ' αὐτό; ῞Ενας βασιλιᾶς πεθαίνει;  Πεθαίνει ἕνας σαπισμένος γέρος! Καί τί μ' αὐτό; Μόνο ἐγώ πεθαίνω. Δέν πεθαίνει ὅλος ὁ κόσμος!

-Καί γιατί δέν τρώγεις τά τρία αὐγά;

-'Εγώ δέν πιστεύω στά αὐγά!

-'Αλλά σέ τί πιστεύεις;

-Πιστεύω στόν Πατέρα, στόν Υἱό καί στό ῞Αγιο Πνεῦμα! 

'Η γιατρίνα ἐπῆγε καί τά εἶπε αὐτά στόν διευθυντή τοῦ νοσοκομείου.

-Εἶναι ἐκεῖ στό τάδε δωμάτιο ἕνας πατήρ, ὁ ὁποῖος δέν θέλει νά φάγη αὐγά γιά τήν ἀνάλυσι!

'Ο Διευθυντής μ' ἐγνώριζε καί εἶπε στήν γιατρίνα: <Δέν ξέρεις ἐσύ ποιός εἶναι αὐτός ὁ πατήρ; Εἶναι ὁ πατήρ Κλεόπας! Αὐτός ἔμεινε περίπου δέκα χρόνια στήν ἔρημο μέ μία πατάτα φαγητό τήν ἡμέρα καί μερικά βότανα. . . >

῞Οταν ἄκουσε αὐτά, ἦλθε σέ μένα στό σαλόνι μέ νηστήσιμο φαγητό πού ἔφτιαξε ἡ ἴδια καί μοῦ ἐζήτησε συγχώρησι καί μετά ἐπήγαμε πάλι γιά τήν ἀνάλυσι.

Καί μοῦ ἔκαναν, λοιπόν, οὐρογραφία, χωρίς αὐγά. ῞Οταν ἦλθαν γιά  τό κλῦσμα, μοῦ εἶπαν:

-Θυμᾶσαι, πάτερ, τί εὔκολα ἔγινε ἡ οὐρογραφία!

-Κυρία μου, ἔγινε καί μάλιστα χωρίς τά τρία αὐγά!

Τότε γελοῦσαν ὅλοι μεταξύ τους. Τό ἀριστερό νεφρό φαινόταν φουσκωμένο, ἐνῶ τό δεξιό ἦτο φυσιολογικό.

-Βλέπετε ὅτι ἔγινε ἡ ἀνάλυσις χωρίς τ' αὐγά;

-Πάτερ, συγχωρέστε μας! Κάτι τέτοιο δέν μοῦ συνέβη, ἀπό τότε πού ἐργαζόμεθα ἐμεῖς ἐδῶ!

Κατά τήν ἔξοδο ὁ θυρωρός μοῦ εἶπε: <Πάτερ Κλεόπα, ἐάν ἔμενες  λίγο ἀκόμη στό νοσοκομεῖο, θά μ' ἔστελνε ἡ διεύθυνσις τοῦ νοσοκομείου στό σπίτι μου, διότι ἐδεχόμουν ὅλους τούς ἐπισκέπτας πού ἤρχοντο νά σέ ἰδοῦν!>

84. Κάποια φορά ἐπῆγε ἕνας Δόκιμος μοναχός ἀγωνιστής στόν π. Κλεόπα καί τοῦ εἶπε: <Πάτερ, δός μου εὐλογία νά τρώγω μία φορά τήν ἡμέρα, μετά τήν δύσι τοῦ ἡλίου>. <'Εσύ, ἀδελφέ; Τόν ἐρώτησε ὁ Γέροντας. Δέν κυττάζεις τόν ἑαυτό σου ὅτι εἶσαι πολύ ἀδύνατος; Νά τρώγης, λοιπόν, δύο φορές τήν ἡμέρα καί εἴθε ἔτσι νά σέ φάη καί ὁ Παράδεισος.

85. ῎Αλλοτε ἔλεγε ὁ π. Κλεόπας: <Μάθετε νά νυστεύετε διότι θά ἔλθη καιρός, πού θά τρῶτε μία πατάτα τήν ἑβδομάδα!>

86. Μία πιστή Χριστιανή ἦλθε μέ τόν σύζυγό της στόν π. Κλεόπα ἀπελπισμένη, διότι οἱ τρεῖς προϊστάμενοι τῆς ὑπηρεσίας της ἑτοιμάζοντο νά τήν διώξουν ἀδίκως ἀπό τήν δουλειά της. 'Αφοῦ ἐνημέρωσε σχετικά τόν Γέροντα, ἐκεῖνος τήν παρηγόρησε μέ τά ἑξῆς λόγια: <Μή φοβῆσαι, νά ἔρχεσαι σέ μένα καί θά μοῦ εἰπῆς: <Πάτερ, δέν ἄκουσα θαῦμα τόσο μεγάλο σάν αὐτό>.

'Η γυναῖκα ἐπέστρεψε εἰρηνική στό σπίτι της, ἀλλά ἡ κατάστασις μέ τήν δουλειά της ἦτο πολύ σοβαρή. Παρέμενε ἀκόμη ἕνα βῆμα γιά νά τήν ἀπομακρύνουν ὁριστικά ἀπό τήν δουλειά της. 'Ο ἄνδρας της εἶχε χάσει κάθε ἔννοια ὑπομονῆς καί ἐμπιστοσύνης καί δέν ἤθελε πλέον νά πάη πάλι στό Μοναστήρι. Μέσα σέ μία ἑβδομάδα ἐξεδιώχθησαν ἀπό τίς δουλειές τους καί οἱ τρεῖς ἐκεῖνοι προϊστάμενοι. Τήν Δευτέρα ὁ μεγαλύτερος στήν σειρά, τήν Τετάρτη ὁ ἑπόμενος καί τήν Παρασκευή ὁ τελευταῖος. ῞Οταν ἐπισκέφθηκαν πάλι τόν Γέροντα στό κελλί του, ἔκραξαν καί οἱ δυό τους μέ μία φωνή:  Πάτερ, δέν ἀκούσαμε θαῦμα τόσο μεγάλο σάν αὐτό!>

87. ῞Ενας Χριστιανός, χωρισμένος μέ τήν σύζυγό του, ἐδιώκετο συνεχῶς ἀπό τούς συγγενεῖς τής γυναίκας του, ἡ ὁποία ἦτο σπουδαῖο πρόσωπο τῆς κοινωνίας. Εἶχε τεθῆ ὑπο παρακολούθησι καί εἶχε ἀπειληθῆ ἐπανειλημένως ἀπό ἀξιωματικούς τῆς ἀστυνομίας. Τότε μετέβη μέ τήν ἀδελφή του στόν π. Κλεόπα νά ζητήση προσευχή. ῞Οταν ἀνεχώρησαν, συναντήθηκαν μέ κάποιον μοναχό, ὁ ὁποῖος τούς ἐζήτησε νά τόν βοηθήσουν γιά νά μεταφέρη τά πράγματά του στήν Σκήτη Σύχλα. Καθ'ὁδόν τοῦ ἐδιηγήθησαν τίς περιπέτειες πού ἔχουν μέ τούς ἀξιωματικούς τῆς ἀστυνονμίας. Φθάνοτας στήν Σύχλα, ἀφοῦ ἄκουσε ὁ μοναχός πῶς ὠνόμαζαν τόν ἕναν ἀπό τούς ἀξιωματικούς, ἔπεσε κάτω. 'Επῆγε μπροστά στήν ἐκκλησία τῆς Σκήτης κι ἔκανε τρεῖς μετάνοιες λέγοντας: <Σ' εὐχαριστῶ Κύριε, διότι μοῦ ἔδωσες ἀπάντησι στήν ἀπορία μου. Διότι προσεύχομαι ἐγώ γιά τόν Κωνσταντῖνο κι αὐτός ἔχει περιπέτειες& προσεύχομαι περισσότερο γιά τόν Κωνσταντῖνο κι αὐτός ἔχει περισσότερες περιπέτειες>.

'Ο Κωνσταντῖνος ἦτο ἕνας άπό τούς ἀξιωματικούς, ὁ ὁποῖος ἐδίωκε τόν ἀνωτέρω Χριστιανό καί τόν τελευταῖο καιρό ἡ γυναῖκα του ἀρώστησε πολύ βαρειά, ἐνῶ ἡ κόρη του εἶχε πάθει τροχαῖο ἀτύχημα. 'Αφοῦ ὁ μοναχός τόν εἰδοποίησε καί τοῦ ἔδειξε τά λάθη του, ἀπό τότε αὐτός ἔγινε ἕνας ἀπό τούς πιό δικαίους καί προσεκτικούς ἀστυνομικούς.

'Αλλά ὁ διωγμός ἐναντίον ἐκείνου τοῦ Χριστιανοῦ ἐσυνεχίζετο. Οἱ συγγενεῖς τῆς γυναίκας του ἐπῆγαν τήν ὑπόθεσι σ' ἕνα διοικητή κι ἐκεῖνος τόν τεληφώνησε λέγοντάς του: <Σέ πεντε ἡμέρες θά εἶσαι στήν φυλακή! 'Ο φάκελλος εἶναι ἕτοιμος! 'Ο Χριστιανός τόν ἐρώτησε: Χωρίς αἰτία θά φυλακισθῶ;  <'Εγώ δέν ἔχω ἀνάγκη ἀπό αἰτιολογίες, ἐνῶ ἀπό τίς φυλακές θά ἐξέλθης μόνο μετά τόν θάνατό σου, μέ τά πόδια σου μπροστά μέσα στό φέρετρο>, ἦτο ἡ ἀπάντησις τοῦ διοικητοῦ.

'Ακούοντας αὐτά ὁ Χριστιανός ἔφυγε πάλι μαζί μέ τήν ἀδελφή του κι ἐπῆγαν μεσάνυκτα στόν π. Κλεόπα καί τοῦ εἶπαν γιά τίς ἀπειλές. 'Ο Γέροντας τούς δέχθηκε καί τούς ἐμάλωσε λίγο, λέγοντάς τους:

-Πόσο μικροί Χριστιανοί εἶσθε! Γιατί φοβεῖσθε ἔτσι τούς ἀνθρώπους;

-Ναί, πάτερ, μᾶς ἐτάραξε ὁ λόγος του πού εἶπε: <Πέντε ἡμέρες ἀκόμη>!

-'Αφῆστε τον ἐν εἰρήνη, ἀλλά αὐτός θά μπῆ στήν φυλακή γιά τρεῖς ἡμέρες!

Πράγματι, μετά ἀπό τρεῖς ἡμέρες, ἔμαθαν ἀπό ἕνα δικαστή, ὅτι αὐτός ὁ διοικητής εἶχε συλληφθῆ. 'Από τότε ὁ Χριστιανός δέν αἰσθανόταν φόβο ἀπό τίς ἀπειλές του. ῞Οταν ἐπῆγαν πάλι στόν π. Κλεόπα, αὐτός τούς εἶπε: <Νά μή φοβῆσθε ποτέ, ὄχι μερικούς ἀξιωματικούς, ὄχι χιλιάδες, ὄχι, ἑκατομμύρια, ἀλλά οὔτε καί δισεκατομμύρια ἀξιωματικούς μή φοβῆσθε. Καί μάλιστα, ὅταν στέκωνται ὁπλισμένοι μέ τό χέρι στήν σκανδάλη τοῦ ὅπλου. Οὔτε μία φυλακή δέν παίρνει φωτιά, οὔτε μία σφαῖρα δέν κτυπᾶ κανέναν, ἄν δέν εἶναι δίκαιο ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ>.

88. Μία Χριστιανή ἀνεχώρησε μέ τήν μητέρα της ἀπό τό σπίτι, χωρίς νά ἀνακοινώση στόν ἄνδρα της ποῦ πηγαίνει. Μέ τό αὐτοκίνητό τους ἐπῆγαν στήν κηδεία ἑνός συγγενοῦς τους. 'Επιστρέφοντας ἐπέρασαν ἀπό τόν π. Κλεόπα παρακαλῶντας τον νά προσευχηθῆ, για νά μήν ἔχη πρόβλημα ἀπό τόν σύζυγό της, τώρα πού θά ἐπιστρέψη στό σπίτι. 'Ο Γέροντας μέ πραότητα τῆς εἶπε τά ἑξῆς: <Πηγαίνετε μέ τό καλό καί χωρίς φόβο. ῞Οταν θά φθάσετε στό σπίτι θά εὕρετε τόν ἄνδρα σου νά εἶναι γονατιστός μπροστά στίς εἰκόνες καί δέν θά σᾶς εἰπῆ τίποτε. Θά προσεύχεται γιά ἐσᾶς>. Καί πράγματι, ὅταν ἔφθασαν στό σπίτι εὑρῆκαν τόν σύζυγό της νά προσεύχεται, ἀκριβῶς ὅπως τούς εἶχε εἰπεῖ ὁ π. Κλεόπας.

Μία φορά αὐτή ἡ γυναῖκα ἐρώτησε τόν Γέροντα: <Πάτερ, πῶς ξέρετε κάθε τι πού θά συμβῆ;  Καί ὁ Γέροντας τῆς ἀπήντησε σύντομα: <'Η προσευχή σέ ἀνεβάζει σέ βαθμίδες γνώσεως. ῞Οσο περισσότερο προσεύχεσαι, τόσο περισσότερα γνωρίζεις καί ἀκόμη καλλίτερα εἶναι. Μή φοβᾶσαι ποτέ κανέναν καί γιά κανένα πρᾶγμα. Μόνο προσεύχου! 'Ο Θεός καί ἡ Μητέρα του σέ βλέπουν καί σέ ἀκοῦνε!>

89. ῞Ενας πατήρ ἐρώτησε τόν Γέροντα: <Τί θά γίνη, Γέροντα, μετά τήν ἀναχώρησίν σου πρός τόν Κύριο; Καί ἐκεῖνος ἀπήντησε: <Θά ἔλθουν δυνατώτερα κρῦα καί σκληρές παγωνιές>.

90. Λίγο πρίν ἀναχωρήσει ἀπό τά ἐπίγεια ὁ π. Κλεόπας τόν ἐπισκέφθηκαν δύο γυναῖκες ἀπό τήν Κοινότητα Ποϊάνα Τεῒου καί πῆραν τήν εὐλογία του. Κατόπιν τοῦ ἐζήτησαν πνευματικό λόγο καί ἐκεῖνος τούς εἶπε: <'Εγώ πηγαίνω στόν Κύριο τώρα, ἀλλά ἐσεῖς νά περιμένετε δύσκολους καιρούς!>

91. 'Ο π. Κλεόπας ἐγνώριζε ἀπό πρίν τό τέλος του, τό ὁποῖον καί περίμενε. Μία φορά εἶπε: <Πώ, πώ, τί ὡραῖο καί μεγάλο σταυρό ἔχω στό κεφάλι μου!> Πράγματι ἐκεῖνες τίς ἡμέρες, πρό τοῦ θανάτου του, εἶχε κατασκευασθῆ ἕνα προσκυνητάρι μέ τόν σταυρό στήν μέση, στά ρουμανικά λέγεται Τρωῒτσα, τό ὁποῖον τοποθετήθηκε στό μέσον τοῦ Κοιμητηρίου τῆς Μονῆς. Στήν θέσι πού μπῆκε ὁ Σταυρός ἀνοίχθηκε δίπλα ὁ τάφος τοῦ π. Κλεόπα. ῎Αλλη φορά, πρίν νά κατασκευασθῆ ἡ Τρωῒτσα, ὁ Γέροντας ἔλεγε τί θά εἶναι γραμμένο ἐπάνω σ' αὐτήν. 'Αλλά κανείς δέν γνώριζε ἀπό τότε γιά ποιόν ὁμιλεῖ.

92. Πρίν ἀπό τήν κοίμησί του, ἕνας 'Αδελφός τῆς Μονῆς εὑρῆκε στούς κήπους μία μηλιά, ἡ ὁποία εἶχε φροῦτα πολύ νόστιμα. Γι' αὐτό τά ὠνόμαζε: <Μῆλα ἀπό τόν κῆπο τοῦ παραδείσου>. ῎Ηθελε νά πάη καί μερικά καί στόν π. Κλεόπα, ἀλλά ἐντρέπετο. ῞Ομως ὁ π. Κλεόπας ἐγνώριζε τούς λογισμούς του καί τοῦ εἶπε: <Φέρε καί δός μου τώρα, διότι τοῦ χρόνου δέν θά μπορέσεις νά μοῦ φέρης.

93. Στίς 3 Νοεμβρλίου 1998 ὁ π. Κλεόπας ἔλεγε στούς μαθητάς του: <Οἱ ἡμέρες μου εἶναι μετρημένες στά δάκτυλα! Σέ λίγο θά μοῦ ψάλλετε τό: <Αἰωνία ἡ μνήμη>. Σᾶς παρακαλῶ νά μέ μνημονεύετε στίς προσευχές σας!

94. 'Ο βοηθός μοναχός τοῦ π. Κλεόπα μᾶς διηγεῖται καί αὐτά: <Τήν Πέμπτη τό βράδυ πρός Παρασκευή καί τήν Παρασκευή πρός Σάββατο, λίγες ἡμέρες δηλαδή, πρίν ἀπό τήν κοίμησί του, κοιμήθηκα κοντά του μέσα στό κελλί του, κοντά του. ῞Ολη τήν νύκτα δέν ἐκοιμᾶτο, ἀλλά ἐβίαζε τόν ἑαυτό του νά διαβάζη προσευχές, ἀλλά δέν ἠμποροῦσε διότι ἦτο κουρασμένος καί ἐξαντλημένος. Μέ τόν νοῦ προσευχόταν καί μέ τό χέρι κινοῦσε τό κομποσχοίνι του, ἐνῶ τά μάτια του δέν ἠμποροῦσε νά τά ἔχη ἀνοικτά γιά νά διαβάση τά βιβλία. 'Εξάπλωνε ὀλίγο, κατόπιν σηκωνόταν καί μ' αὐτό τόν τρόπο ἀγωνιζόταν ὅλη τήν νύκτα.

95. Πολλοί Χριστιανοί μᾶς γράφουν μετά τήν κοίμησι τοῦ π. Κλεόπα καί μᾶς λέγουν ὅτι αἰσθάνονται τήν βοήθεια τῶν προσευχῶν του. Μία Χριστιανή ἔλεγε ὅτι μία συγγένισσά της ἦτο πολύ ἄρρωστη καί ἀπελπισμένη. 'Αλλά ὅταν εἶπε: <Πάτερ Κλεόπα, βοήθησέ με> ἐγέμισε ἀπό μία χαρά καί εἰρήνη ἡ ψυχή της, ὥστε δέν ἐπιθυμοῦσε οὔτε τήν ὑγεία της, οὔτε τίποτε ἄλλο, ἀλλά ὑπομονή γιά νά ὑποφέρη μέ χαρά τόν σταυρό τῆς ἀσθενείας της.

96. Μία Χριστιανή ἀπό τήν Κωνστάντζα ἦλθε στήν Συχαστρία ἕνα μῆνα πρίν ἀπό τήν ὁσιακή κοίμησι τοῦ Πατρός. ῏Ητο πολύ γνώριμη μέ τόν Γέροντα. Αὐτή μᾶς ἔλεγε ἀργότερα: <῏Ηλθα στό κελλί τοῦ π. Κλεόπα, στίς 29 'Οκτωβρίου 1998 νά τοῦ ζητήσω λόγο ψυχικῆς ὠφελείας κι ἐκεῖνος μοῦ εἶπε: <'Αδελφή μου, ὅταν πάλι θά ἔλθης στήν Συχαστρία, νά ἔλθης ἐκεῖ ψηλά στόν Σταυρό τοῦ Κοιμητηρίου καί νά μοῦ εἰπῆς κάθε τί πού θέλεις. Καί, ἄν τό ἐπιτρέψη ὁ Θεός, ἐγώ θά σ' ἀκούσω καί θά σέ βοηθήσω>.

97. 'Ο ὑποτακτικός καί βοηθός τοῦ Γέροντος Κλεόπα μᾶς ὁμολογεῖ τά ἑξῆς: <Πολλοί, πού ἐνθυμοῦνται καί παρακαλοῦν τόν π. Κλεόπα, γεμίζει ἡ ψυχή τους ἀπό κουράγιο καί ζῆλο γιά νά βαδίσουν περαιτέρω τήν ζωή τοῦ Κυρίου. Εἰρήνη, χαρά καί πνεῦμα τῆς χάριτος τοῦ Πατρός αἰσθάνονται πολλοί ἀπ' αὐτούς πού μπαίνουν στό κελλί του, ἀκόμη καί λαϊκοί. Αὐτό τό αἰσθάνονται καί τώρα πού τό κελλί του εἶναι ἄδειο. Μέχρι πρό ἑνός ἔτους ὁ Γέροντας τούς ἐμοίραζε λόγια πνευματικά, ἐνῶ ἀπό τώρα τούς μοιράζει χάρι πνευματική στίν καρδιές τους.

98. Μία Χριστιανή, γνώριμη τοῦ π. Κλεόπα ἦλθε τό ῞Αγιο Πάσχα στήν Συχαστρία, ἀλλά δέν ἐπέρασε ἀπό τό κελλί τοῦ Γέροντος, σκεπτομένη ὅτι δέν ἔχει νόημα νά περάση ἀπ' ἐκεῖ, ἀφ'ὅσον ἐκεῖνος ἀπέθανε. 'Αλλά, ὅταν ἐπῆγε νά κοιμηθῆ στό ἀρχονταρίκι, πρίν ἀπό τήν 'Ακολουθία τῆς 'Αναστάσεως, εἶδε ἔνα ὄνειρο. Εἶδε ὅτι εὑρέθηκε μπροστά ἀπό τό κελλί τοῦ π. Κλεόπα, ἐνῶ σκεπτόταν ὅτι αὐτός ἀπέθανε. Ξαφνικά ὁ Πατήρ ἐμφανίσθηκε στό κατώφλι τῆς πόρτας της καί τῆς εἶπε:

-῎Αϊντε,  ἔλα μέσα! Γιατί δέν μπαίνεις;

-Μά, πάτερ, δέν εἶσθε πεθαμένος; 'Ερώτησε ἐκείνη.

-'Εσύ δέν βλέπεις ὅτι εἶμαι ζωντανός;  Τῆς ἀπάντησε ἐκεῖνος.

Τήν δεύτερη ἡμέρα, μετά τήν 'Ανάστασι, ἡ γυναῖκα αὐτή ἐπῆγε στό κελλί τοῦ π. Κλεόπα καί ἐπροσκύνησε τίς ἱερές Εἰκόνες, πιστεύοντας ἀδίστακτα ὅτι αὐτός εἶναι ζωντανός καί προσεύχεται γιά ὅλους, ὅσοι τόν ἐπικαλοῦνται στίς προσευχές τους.

99. 'Ο π. Κλεόπας πολλές φορές μᾶς συνιστοῦσε καθαρή καί εἰλικρινῆ ἐξομολόγησι. Κάποια φορά μᾶς ἀνέφερε καί τό παρακάτω περιστατικό κάποιου ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ, τοῦ ὁποίου τό σῶμα ἔμεινε ἄλειωτο καί τυμπανιαῖο, διότι δέν εἶχε ἐξομολογηθῆ στήν ζωή τά ἁμαρτήματά του.

Στήν 'Επισκοπή τοῦ Χούσι, τό 1785 ἐζοῦσε ἕνας μοναχός, ὀνόματι Ραφαήλ. Αὐτός ὁ μοναχός ἦτο ἀγγειοπλάστης καί εἶχε ἐνάρετη ζωή. Τήν ἡμέρα δέν ἔτρωγε τίποτε καί μόνο τό βράδυ, μετά τήν δύσι τοῦ ἡλίου, ἔτρωγε πολύ λίγο φαγητό. Μετά ἔπαιρνε ἕνα βιβλίο καί ἐδιάβαζε. Γιά ὕπνο ἐπήγαινε καί ἐξάπλωνε στό Κοιμητήριο, ἀνάμσεα στούς Σταυρούς τῶν νεκρῶν. Χειμῶνα καί καλοκαίρι ἐφοροῦσε ἕνα γελέκο ἀπό δέρμα μέ μαλλί προβάτου καί μ' αὐτό κοιμόταν στά μνήματα. Οἱ ἄλλοι μοναχοί τόν ὠνόμαζον <ὁ Ραφαήλ ὁ σαλός> Μακάρι νά εἴμασταν κι ἐμεῖς σαλοί σάν αὐτόν! Αὐτός ἦτο ἅγιος

Δέν συνωμιλοῦσε μέ κανέναν, ἀλλά, ὁσάκις τοῦ ζητοῦσαν παραγγελίες, ἐθαύμαζαν ὅλοι τά ἔργα πού ἐξήρχοντο ἀπό τά χέρια του. Τόν ἐρωτοῦσαν γιατί κοιμᾶται στό Κοιμητήριο κι ἐκεῖνος ἀπαντοῦσε: <Διότι ἐκεῖ εἶναι καί ἡ ἰδική μου κατοικία. 'Εάν αὔριο ἀποθάνω, δέν θά μέ πᾶτε ἐκεῖ; Γι' αὐτό θέλω κι ἐγώ νἀ συνηθίσω μέ τά μνήματα>.

Κάποια νύκτα, ἐνῶ ἐκοιμᾶτο ὁ π. Ραφαήλ στό Κοιμητήριο δίπλα σ' ἕνα πέτρινο  παλαιό Σταυρό, ἄκουσε τούς δαιμονες νά κτυποῦν κάποιον πού ἦτο μέσα σ' ἕνα τάφο. Τόν κτυποῦσαν ἀπό τίς 11 μέχρι τήν 1 ἡ ὥρα τά μεσάνυκτα, κάθε νύκτα. Δηλαδή μία ὥρα πρίν καί μία ὥρα μετά τά μεσάνυκτα. Τά κτυπήματα τῶν δαιμόνων ἀκούοντο καί ὅλο ἐκεῖ τό ἔδαφος ἐταράζετο. 'Ο νεκρός μέσα στήν ἀπελπισία του ἐφώναζε κι ἔλεγε: <'Ελεήσατέ με, βοηθήσατέ με. . . Μή μέ ἀφήνετε νά μέ κτυποῦν οἱ δαίμονες!>

'Ο π. Ραφαήλ παραξενεύθηκε καί στεκόταν ἔκθαμβος. 'Εσκέφθηκε: <Θά πάω στόν Πνευματικό τῆς 'Επισκοπῆς νά τοῦ εἰπῶ, νά ἔλθη ἀμέσως νά διαβάση ἐξορκισμούς καί συγχωρητική εὐχέ στόν τάφο αὐτοῦ τοῦ νεκροῦ>. 'Ο Πνευματικός ἦτο ὁ καημένος τότε 90 ἐτῶν.

'Επῆγε ὁ π. Ραφαήλ καί εἶπε στόν Γέροντα:

-Πάτερ Δανιήλ, ἔλα στό Κοιμητήριο νά λύσης μέ τίς προσευχές σου ἕνα νεκρό, διότι τόν κτυποῦν οἱ δαίμονες.

-Δαιμονίσθηκες ἐσύ, πού κοιμᾶσαι στό Κοιμητήριο καί βλέπεις μπροστά σου δαιμόνια, καημένε Ραφαήλ! ῎Αφησέ με. Ποῦ νά πάω τώρα ἐγώ. Εἶμαι κουρασμένος. 

-Συγχώρεσέ με, πάτερ! ῎Ελα νά πᾶμε μαζί τήν νύκτα στόν τάφο του νεκροῦ. Φωνάζει εἰς βοήθεια πολύ δυνατά.

'Αλλ' ὁ Πνευματικός τόν ἐμάλωσε, λέγοντάς του: <Τί μοῦ ἦλθες τώρα ταλαίπωρε. Γιατί δέν μ' ἀφήνεις νά κοιμηθῶ;

'Ο καημένος ὁ π. Ραφαήλ ἐπί τρεῖς ἡμέρες τόν παρακαλοῦσε καί δέν ἔφευγε καθόλου ἀπό τήν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ τοῦ Πνευματικοῦ π. Δανιήλ. Καί τοῦ ἔλεγε πάλι: <Πάτερ Δανιήλ, ἔχετε μεγάλη δύναμι ἀπό τόν Θεό ὡς Πνευματικός νά λύνετε καί νά δένετε τίς ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώπων! 'Ελᾶτε νά λύσετε αὐτόν τόν ἄνθρωπο πού τόν κτυποῦν οἱ δαίμονες μέσα στόν τάφο του. Πάτερ, νά γνωρίζετε ὅτι, ἐάν δέν ἔλθετε θ' ἀπολογηθῆτε ἐσεῖς γι' αὐτή τήν Ψυχή τήν φοβερή ἐκείνη ἡμέρα τῆς Κρίσεως! Δέν θά ἠμπορῆτε νά πῆτε ὅτι δέν σᾶς εἰδοποιήσαμε!

-Περίμενε, πάτερ Ραφαήλ, κι ἔρχομαι!

῎Εβαλε τίς μπότες του, ἐπῆρε τό Εὐχολόγιο, τό ἐπιτραχήλιο, ἕνα Σταυρό, τό μπαστουνάκι του καί ξεκίνησε. ῞Οταν ἔφθασε στόν χῶρο τοῦ Κοιμητηρίου, ἔνοιωσε ὅτι τό ἔδαφος σείεται.

-Πάτερ Ραφαήλ ἀπό πότε τόν κτυποῦν οἱ δαίμονες;

-'Εδῶ καί 14 ἡμέρες. 'Εγώ ἐρώτησα τόν νεκρό γιατί τόν κτυποῦν οἱ δαίμονες καί μοῦ εἶπε: <Διότι δέν ἐξωμολογήθηκα τά ἁμαρτήματά μου>.

Καί ὁ Πνευματικός ἄκουσε μέ τ' αὐτιά του πῶς τόν κτυποῦσαν οἱ δαίμονες ἐκείνη τήν στιγμή. 'Αλλά καί τίς φωνές τοῦ νεκροῦ: <'Ελεήσατέ με! Βοήθεια! Μή μέ ἀφήνετε, ἀδελφοί! 'Ελεήσατέ με!>

Τότε ὁ Πνευματικός ἔστειλε τόν π. Ραφαήλ νά εἰδοποιήση ἀμέσως τόν 'Επίσκοπο. 'Εκεῖνος ἐρώτησε τί ἔκανε ὁ π. Δανιήλ. 'Ο π. Ραφαήλ τοῦ εἶπε ὅτι ὁ Πνευματικός προτείνει νά τόν ξεθάψουμε νά ἰδοῦμε τί συμβαίνει, διότι φαίνεται ὅτι ἔχει ἀφορισθῆ.

'Επάνω στόν Σταυρό τοῦ τάφου εἶναι γραμμένα τά ἑξῆς: <'Εδῶ ἀναπαύεται ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ Γκαντσίου, πρώην διοικητικός ὑπάλληλος τῆς 'Επισκοπῆς Χούσι>. 'Ερευνήθηκε τό ὄνομά του στά ἀρχεῖα τῆς 'Επισκοπῆς καί διαπιστώθηκε ὅτι ἦτο βουλγαρικῆς καταγωγῆς, διότι καί οἱ Βούλγαροι εἶναι ὀρθόδοξοι, καί ὅτι εἶχε ἀποθάνει πρίν ἀπό πολλά χρόνια. Καί τώρα τόν κτυποῦσαν οἱ δαίμονες μέ θέλημα Θεοῦ γιά νά ἀποκαλυφθῆ ἡ κατάστασις τῆς Ψυχῆς του καί νά λυθοῦν τά δεσμά τῶν ἁμαρτιῶν του.

Τήν ἄλλη ἡμέρα ἐκάλεσαν τόν νεκροθάπτη ν' ἀνοίξη τόν τάφο. ῞Οταν τόν ἄνοιξαν, εἶδαν μέ θαυμασμό ὅτι οὔτε ἡ γλῶσσα του δέν εἶχε λειώσει. ῞Οπως τόν ἔβαλαν, ὅταν ἀπέθανε ἔτσι καί τόν εὑρῆκαν. Τά νύχια του εἶχαν μεγαλώσει σάν δρεπάνια καί τά γένεια του εἶχαν φθάσει μέχρι τά πόδια του. ῏Ητο μαῦρος στό πρόσωπο καί φουσκωμένος σάν βόμβα. 'Αλλά καί τά ροῦχα του δέν εἶχαν ὑποστεῖ τήν παραμικρά φθορά. Τίποτε. Καί τό φέρετρό του ἦτο ὁλόκληρο καί ἄσηπο.

Τό μετέφεραν καί τό ἀκούμπησαν στόν τοῖχο τῆς ἐκκλησίας καί ἐσκέπασαν τό πρόσωπό του μ' ἕνα λευκό σεντόνι γιά νά μή τρομάξη ὁ κόσμος ἀπό τήν ἀπαίσια μορφή του. *Ηλθε πολύς κόσμος, διότι ἤδη ἔμαθαν ὅτι στό 'Επισκοπεῖο εὑρῆκαν κάποιον, τόν ὁποῖον κτυποῦσαν οἱ δαίμονες κάθε νύκτα ἐπί δύο ὧρες καί εἶναι ἄλυωτος γιά πολλά χρόνια.

'Ο 'Επίσκοπος ἐκάλεσε ἑπτά μεγάλους  Πνευματικούς καί τούς εἶπε: <῎Ας ἀρχίσουμε τίς εὐχές γιά τήν ἀποσύνθεσι τοῦ σώματος τοῦ νεκροῦ>.

'Εγονάτισαν οἱ ἱερεῖς καί ἐδιάβασαν τίς εὐχές γιά τήν διάλυσι τοῦ τυμπανιαίου σώματος. Μετέφεραν τό πτῶμα μέσα στή ἐκκλησία καί ἐδιάβασαν ὁλόκληρη τήν 'Ακολουθία τῆς κηδείας μέ τίς εὐχές διαλύσεώς του. Κατόπιν τό ἔθαψαν σ' ἕνα τόπο. 'Αφοῦ τό ἔθαψαν, ἐρώτησαν τόν μοναχό Ραφαήλ, ἄν ἄκουσε πάλι τούς δαίμονες νά κτυποῦν τόν νεκρό κι ἐκεῖνος τούς εἶπε ὅτι δέν ἄκουσε τίποτε μέχρι ἐκείνη τήν ἡμέρα.

Μετά ἀπό ἕνα χρόνο τόν ἐξέθαψαν καί εἶχε γίνει τό σῶμα του σκόνη. Τά ὀστᾶ του ἦσαν χωνέψει καί εἶχαν γίνει χῶμα. 'Εθαύμασε ὅλος ὁ κόσμος, γιά τό μεγάλο θαῦμα πού ἔγινε ἐκεῖ. Ζητοῦσε ὁ καημένος βοήθεια γιά νά διαλυθῆ τό σῶμα του. ῞Οσο καιρό παρέμενε ἄδιάλυτο, ἡ ψυχή του ἦτο μέσα στά ἀπερίγραπτα βάσανα τῆς κολάσεως, ἀλλά μέ τίς εὐχές τῶν Πνευματικῶν καί τοῦ 'Επισκόπου ὁ Φιλάνθρωπος Κύριος τήν ἀνέπαυσε. 

100. Μᾶς ἔλεγε ἀκόμη ὁ π. Κλεόπας: 

'Η ἄσκησις τοῦ ἐρημίτου καί ἡσυχαστοῦ εἶναι ἡ ἀδιάκοπη προσευχή βοηθουμένη καί ἀπό τήν νηστεία. 'Η προσευχή καί ἡ νηστεία εἶναι τά δύο ὅπλα πού προστατεύουν τόν ἡσυχαστή& εἶναι οἱ δύο πτέρυγες μέ τίς ὁποῖες ἀνεβαίνει μέχρι τοῦ θρόνου τοῦ Χριστοῦ. 'Ο ἐρημίτης πρέπει νά εἶναι μία ἀναμμένη λαμπάδα τῆς ἀδιάκοπης ἐργασίας τῆς προσευχῆς. 'Εάν  μένης στήν ἔρημο γιά  ἡσυχία, γιά ψυχαγωγία ἤ σπουδές, δέν θά σέ πολεμήση ποτέ ὁ διάβολος. 'Αλλά, ὅταν εἰπεῖς ὅτι μένεις γιά τόν Θεό, ὅταν ἀρχίζης νά προσεύχεσαι καί νά νηστεύης στήν ἔρημο, τότε βλέπεις τί πόλεμο σοῦ κάνει ὁ διάβολος.

'Αναφέρεται στό Γεροντικό ὅτι κάποιος ἡσυχαστής μετέβη στήν ἔρημο. Μία ἡμέρα τοῦ ἐμφανίσθηκε ὁ διάβολος ὡς ἄνθρωπος καί τόν ἐρώτησε: <Γιατί ἦλθες ἐδῶ;> Γιά τόν Θεό!, τοῦ ἀπήντησε ὁ ἐρημίτης. Τότε ἄρχισε ὁ διάβολος νά τόν πολεμᾶ μέ κάθε εἴδους πειρασμούς, γιά νά τόν διώξη ἀπό τήν ἔρημο. <Γιατί μέ πολεμᾶς ἔτσι;> Τόν ἐρώτησε ὁ ἐρημίτης. 'Επειδή ἤσουν εἰλικρινής καί μοῦ εἶπες γιατί ἦλθες ἐδῶ, διότι ἐγώ δέν ἤξερα τί θέλεις ἐδῶ! Εἶναι πολλοί ἄνθρωποι πού μένουν στήν ἡσυχία, ἀλλά δέν προσεύχονται, οὔτε νηστεύουν. 'Εγώ μέ αὐτούς δέν ἔχω καμμία δουλειά>. 

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Πολύς κόσμος προσκυνεῖ στό κελλί καί στόν τάφο τοῦ πατρός Κλεόπα καί παίρνουν χῶμα καί λουλούδια γιά εὐλογία στήν ζωή τους. Μᾶς λέγουν συχνά ὅτι αἰσθάνονται βοήθεια ἀπό τίς ἅγιες προσευχές του. 'Απ' αὐτές τίς μαρτυρίες πού σημειώσαμε σ' αὐτό τό βιβλίο καί σέ πολλές ἄλλες πού δέν ἐγράφησαν ἐδῶ, εἴμεθα πεπεισμένοι ἀκραδάντως ὅτι ὁ Φιλάνθρωπος Θεός μας, κατέταξε τόν ἀείμνηστο Πνευματικό μας πατέρα Κλεόπα στήν χορεία τῶν 'Οσίων Πατέρων. Γι' αὐτό τολμοῦμε νά τόν παρακαλοῦμε καί ἐμεῖς στό κελλί καί στόν τάφο του καί ὁπουδήποτε ἀλλοῦ, λέγοντάς του:

<Πανοσιώτατε πάτερ Κλεόπα, ἐπειδή εὕρες παρρησία καί ἔλεος ἐνώπιον τοῦ 'Ιησοῦ Χριστοῦ καί Θεοῦ ἡμῶν, προσεύχου πάντοτε καί ὑπέρ ἡμῶν τῶν πνευματικῶν σου παιδιῶν. 'Αμήν.          

 

 

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ   

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

'Η πατρική οἰκία         

Τά παιδιά τῆς οἰκογένειας 'Αλεξάνδρου καί ῎Αννας 'Ηλίε.    

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

Η ΖΩΗ ΚΑΙ ΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΤΟΥ

'Η ἀφιέρωσίς του στήν Θεοτόκο.       

'Η παιδική του ἡλικία.            

Μέ τά πρόβατα στήν Σκήτη Κοζάντσεα.        

Πῶς διαφυλάχθηκαν τά τρία 'Αδέλφια ἀπό τούς νεανικούς πειρασμούς.      

Οἱ δαιμονικοί πειρασμοί τοῦ ἀδελφοῦ Γεωργίου.     

'Η εἴσοδος τοῦ 'Αδελφοῦ Γεωργίου στήν Συχαστρία.           

'Η ἀναχώρησις στήν Σκήτη Συχαστρία τῶν 'Αδελφῶν Βασιλείου καί Κωνσταντίνου.         

Εἴσοδος στό Μοναστήρι καί οἱ πρῶτοι πνευματικοί ἀγῶνες.            

'Η προσωπικότης τοῦ 'Ηγουμένου 'Ιωαννικίου         

'Ιεροδιάκονος Χριστοφόρος ὁ 'Ησυχαστής   

'Η δύναμις τοῦ Ψαλτηρίου     

'Η ἄσκησις τοῦ 'Αδελφοῦ Βασιλείου

'Η Προφητεία τοῦ 'Επισκόπου ἁγίου 'Ιωάννου          

Τό θαυμαστό τέλος τοῦ ρασοφόρου Βασιλείου        

'Η ἄσκησις καί τό τέλος τοῦ μοναχοῦ Γερασίμου 'Ηλίε        

Οἱ θαυμαστές ὀπτασίες τοῦ 'Αδελφοῦ Κωνσταντίνου          

'Ο Δόκιμος Κωνσταντῖνος διακονητής τῆς ἐκκλησίας           

'Ο 'Αδελφός Κωνσταντῖνος ἁγιογράφος        

'Ο μοναχός Γαλακτίων ὁ πρῶτος σύμβουλος τοῦ Δοκίμου Κωνσταντίνου.  

Στά πρόβατα τῆς Σκήτης Συχαστρία   

Προσευχή καί ὑπακοή           

Πῶς θεραπεύθηκε ὁ Δόκιμος Κωνσταντῖνος 

῞Ενα θαῦμα τοῦ ἁγίου 'Ιωάννου τοῦ Νέου    

'Η συνάντησις μέ τόν ρασοφόρο 'Ηλία 'Ιακώβου (ἅγιο 'Ιωάννη τόν Χοζεβίτη)        

'Η ἀναχώρησις στόν στρατό   

'Ο δεσμός τοῦ μεγαλοσχήμου π. Παϊσίου μέ τόν Δόκιμο Κωνσταντῖνο.      

'Η μοναχική  του κουρά         

῎Αλλος πειρασμός μέ τήν φιλαργυρία           

Πυρκαϊά στήν Σκήτη Συχαστρία        

Πῶς ἐξελέγη ἀναπληρωτής τοῦ 'Ηγουμένου ὁ π. Κλεόπας.  

'Αναπληρωτής τοῦ 'Ηγουμένου         

Τό τέλος τοῦ ἡγουμένου π. 'Ιωαννικίου Μορόϊ         

'Ο π. Κλεόπας ἡγούμενος τῆς Σκήτης.           

'Η Σκήτη Συχαστρία κατά τά ἔτη 1945-1946 

'Ο 'Επίσκοπος ἅγιος 'Ιωάννης καί ὁ πατήρ Κλεόπας 

'Η ἀνακήρυξις τῆς Σκήτης Συχαστρία σέ Μοναστήρι

'Η κουρά σέ Μοναχή τῆς μητέρας τοῦ π. Κλεόπα.    

῞Ενα θαῦμα τῆς Κυρίας Θεοτόκου     

Χαρές καί θλίψεις      

'Η διάσωσις μιᾶς γυναίκας ἀπό βέβαιο θάνατο.         

Πρώτη ἀναχώρησις τοῦ π. Κλεόπα στήν ἔρημο        

'Ο π. Κλεόπας στάρετς τῆς Μονῆς Σλάτινα.  

Πνευματικός ὁδηγός πολλῶν Μοναστηριῶν τῆς Μολδαβίας

'Ο π. Κλεόπας προσκαλεῖται γιά ἡγούμενος στήν Μονή Νεάμτς.     

'Η δεύτερη ἀναχώρησις τοῦ π. Κλεόπα στά Βουνά (1952-1954).     

Τό Μοναστήρι Συχαστρία στήν δεκαετία 1949-1959

'Ο διωγμός ἐναντίον τῆς 'Εκκλησίας (1959-1964).    

'Η τρίτη ἀναχώρησις τοῦ π. Κλεόπα στά βουνά         

'Η Συχαστρία χωρίς τόν π. Κλεόπα    

Τά δάκρυα τῆς Μοναχῆς 'Αγάθης      

'Η ἐπιστροφή τοῦ π. Κλεόπα στό Μοναστήρι Συχαστρία      

'Η πνευματική δρᾶσις τοῦ π. Κλεόπα

Πνευματικές συμβουλές γιά τούς μοναχούς  

Πνευματικές συμβουλές γιά τούς Χριστιανούς         

Μοναχοί καί λαϊκοί μέ τό χάρισμα τῆς καρδιακῆς προσευχῆς           

Σωματικές ἀσθένειες τοῦ π. Κλεόπα 

'Ο τελευταῖος χρόνος τῆς ζωῆς του    

Οἱ τελευταῖες ἡμέρες τοῦ π. Κλεόπα στήν γῆ

Τό μακάριο τέλος τοῦ π. Κλεόπα       

'Η Κηδεία τοῦ π. Κλεόπα      

'Ο τελευταῖος λόγος τοῦ π. Κλεόπα στήν 'Αδελφότητα τῆς Μονῆς Συχαστρίας        

῎Εργα καί διδακτικοί Λόγοι τοῦ π. Κλεόπα   

ΕΠΙΛΟΓΟΣ    82

Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου