Πέμπτη 17 Μαρτίου 2022

Ἁγ. Παϊσίου Ἁγιορείτου: Ὁ δίκαιος ἔχει τὸν Θεό μὲ τὸ μέρος του

Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι δὲν χωρᾶνε σʹ αὐτόν τὸν κόσμο σήμερα. Ἄν κάποιος θέλη νὰ ζήση τίμια καὶ πνευματικά, δὲν χωράει μέσα στὸν κόσμο.
– Γέροντα, γιατί δὲν χωράει;
– Ὅταν εἶναι κανεὶς εὐαίσθητος καὶ βρεθῆ σὲ ἕνα σκληρό περιβάλλον καὶ τοῦ κάνουν τὴν ζωή μαύρη, πῶς νὰ ἀντέξη; ἤ πρέπει νὰ βρίζη κ.λπ. ἤ νὰ φύγη. Ἀλλά καὶ νὰ φύγη δὲν μπορεῖ, γιατί χρειάζεται νὰ ζήση. Τοῦ λέει τὸ ἀφεντικό: «Σοῦ ἔχω ἐμπιστοσύνη, γιατί δὲν κλέβεις, πρέπει ὅμως νὰ βάζης καὶ σάπια ἀνάμεσα στὰ καλά. Μέσα στὶς καλές μπάλες τριφύλλι πρέπει νὰ βάλης καὶ λίγες χωνεμένες»! Τὸν βάζει καὶ διευθυντή, γιὰ νὰ τὸν κρατήση, πρέπει ὅμως νὰ κάνη καὶ ἔτσι, γιατί ἀλλιῶς θὰ τὸν πετάξη ἀπὸ τὴν δουλειά. Μετά ὁ καημένος δὲν κοιμᾶται, ἀρχίζει τὰ χάπια. Ξέρετε τί τραβᾶνε οἱ καημένοι οἱ ἄνθρωποι; Τί δυσκολίες, τί ἐκβιασμούς συναντοῦν πολλοί στὶς δουλειές του ἀπὸ τούς προϊσταμένους; Τούς κάνουν τὴν ζωή μαύρη. Νὰ παρατήσουν τὴν δουλειά; Ἔχουν οἰκογένεια. Νὰ καθήσουν; Βάσανα. Μπρός βαθύ καὶ πίσω ρέμα, καὶ τὰ δυὸ στενά. Πάει νὰ σκάση κανείς. Κάνει ὑπομονή, παλεύει.
Σὲ ἄλλον τοῦ ἀφήνουν ὅλη τὴν δουλειά καὶ πάει ὁ συνάδελφος μόνο γιὰ νὰ πληρωθῆ. Γνωρίζω ἕναν ποὺ ἦταν κάπου διευθυντής. Ὅταν ἄλλαξαν τὰ πράγματα, τὸν ἔβγαλαν ἀπὸ διευθυντή καὶ ἔβαλαν ἄλλον τοῦ κόμματος, ποὺ οὔτε τὸ Λύκειο δὲν εἶχε τελειώσει. Τὸν ἔκαναν διευθυντή, ἀλλὰ δὲν ἤξερε τὴν δουλειά, καὶ ἔτσι δὲν μποροῦσαν νὰ πᾶνε σὲ ἄλλη θέση τὸν προηγούμενο. Λοιπόν, τί κάνουν; Βάζουν στὸν ἴδιο χῶρο καὶ δεύτερο γραφεῖο! Τὴν δουλειά τὴν ἔκανε ὁ παλιός διευθυντής καὶ ὁ νέος καθόταν, τσιγάρο, καφέ, κουβέντα... Τελείως ἀναιδής! Δὲν τοῦ ἔκοβε κιόλας, ἔλεγε ὅ,τι τοῦ ἐρχόταν, καὶ ἔπεφτε ἡ εὐθύνη μετά στὸν παλιό. Μέχρι ποὺ ἀναγκάσθηκε νὰ φύγη ὁ καημένος. «Μήπως πρέπει νὰ πάω κάπου ἀλλοῦ; Ὁ χῶρος εἶναι μικρός, δὲν χωρᾶνε δυὸ γραφεῖα. Καλύτερα, κάθησε ἐσύ ἐδώ», τοῦ εἶπε καὶ σηκώθηκε καὶ ἔφυγε, γιατί τοῦ ἔκανε καὶ τὴν ζωή μαύρη. Καὶ δὲν εἶναι μία μέρα, δυὸ. Κάθε μέρα νὰ ἔχης ἕναν τέτοιον στὸ κεφάλι σου, εἶναι βάσανο!
Ἁγ. Παϊσίου Ἁγιορείτου: ΛΟΓΟΙ Α’ «Μὲ Πόνο καὶ Ἀγάπη»